του Φραντσέσκο Κοντέλο.
«Για μένα η θεμελιώδης αρχή του αναρχισμού δεν είναι η ελευθερία αλλά η αυτονομία, δηλαδή η ικανότητα ανάληψης από κάποιον ενός καθήκοντος και η εκπλήρωσή του με τον δικό του τρόπο». Έτσι έγραφε ο Πωλ Γκούντμαν (1911-1972), μια από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επίδραση στη νεανική αμφισβήτηση της δεκαετίας του ‘60, σε ένα από τα τελευταία του άρθρα. Ο Γκούντμαν γνώριζε πόσο ήταν δύσκολο για εκείνους τους νεαρούς αμφισβητίες να οικειοποιηθούν αυτή την έννοια: πολύ πιο ισχυρή και ελκτική ήταν η επιθυμία της ελευθερίας, θεωρούμενη σαν ισχυρότερο κίνητρο στην επιδίωξη της πολιτικής αλλαγής. Τα άτομα που έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο αυτονομίας γνωρίζουν πώς να το υπερασπιστούν με επιμονή, αν και με λιγότερο ενεργητικά μέσα, καταφεύγοντας σε μια αντίσταση μάλλον παθητική, προσπαθώντας να πραγματώσουν τα πράγματα που θέλουν μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων χώρων ακόμη και εντός του αποπνικτικού ιστού μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Αντιθέτως, όταν ενίοτε οι καταπιεσμένοι απελευθερώνονται, συχνά δεν ξέρουν πώς να λειτουργήσουν, πώς να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους. «Μη όντας ποτέ αυτόνομοι, δεν ξέρουν τι σημαίνει κάτι τέτοιο και προτού το μάθουν, βρίσκονται να έχουν νέους διευθυντές, οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση να παραιτηθούν από τον ρόλο τους».
Η έννοια της αυτονομίας είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για την ελευθεριακή δράση. Η αρχή που συνδέεται πιο άμεσα με την έννοια της αυτονομίας είναι η υπευθυνότητα. Σύμφωνα με την αναρχική σκέψη, ο υπεύθυνος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στους άλλους, αλλά ταυτοχρόνως πιστεύει ακλόνητα ότι μόνο αυτός είναι κριτής αυτών των περιορισμών: ακούει τη συμβουλή κάποιου άλλου και την ακολουθεί, αλλά είναι ο ίδιος που αποφασίζει και την εφαρμόζει σε ατομικό επίπεδο. Έτσι οι υποχρεώσεις μπορεί να αναλαμβάνονται, όμως μετασχηματίζονται σε σταθερή συμπεριφορά μονάχα αν έχουν γίνει ελεύθερα αποδεκτές. Αυτή η ανάληψη, συνεπώς, περνά πάντοτε μέσα από το φίλτρο της προσωπικής εμπειρίας και της ατομικής ελευθερίας. Προκειμένου να είναι αυτόνομο το άτομο, δεν πρέπει να υπόκειται στη θέληση ενός άλλου: μπορεί να κάνει αυτό που το λέει κάποιος άλλος, αλλά κάνει κάτι τέτοιο όχι γιατί έτσι του είπαν ή, ακόμη χειρότερα, επειδή του το επέβαλλαν. Με αυτή την έννοια είναι ελεύθερο. Η ηθική αυτονομία είναι συνεπώς η αποδοχή της πλήρους ευθύνης για τις πράξεις μας. Κάτι που συνεπάγεται, αντιστρόφως, ότι ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την αυτονομία του τη στιγμή που αρνείται να εμπλακεί σε έναν ηθικό στοχασμό και αποδέχεται τις διαταγές των άλλων: χάνοντας αυτό το προνόμιο, χάνει και την ελευθερία του. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές και βαθμοί αυτής της απώλειας, μερικές αναπόφευκτες ή, αναμφιβόλως, αναγκαίες.
Όταν προστρέχουμε στην τεχνική αυθεντία ενός τσαγκάρη για να επιδιορθώσει τα παπούτσια μας (για να θυμηθούμε το περίφημο παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν), δεν απαρνούμαστε την ελευθερία μας και πολύ λιγότερο την αυτονομία μας: απλώς αναγνωρίζουμε ότι ένας άλλος έχει τις ικανότητες που δεν διαθέτουμε εμείς. Η ανάληψη της ευθύνης των πράξεών μας σημαίνει ότι παίρνουμε εμείς τις αποφάσεις γι’ αυτό που πρέπει να κάνουμε. Όπως δικαίως έγραψε ο Ρόμπερτ Πωλ Γουλφ στο δοκίμιο του το 1970 με τον τίτλο Προς υπεράσπιση του αναρχισμού, «για τον αυτόνομο άνθρωπο δεν υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αποκληθούν διαταγές».
Στη ζωή γενικότερα, όπως στην πολιτική, οι άνθρωποι απαρνούνται συχνά την αυτονομίας τους και γίνονται εθελουσίως σκλάβοι κάποιου άλλου από τεμπελιά, συμφέρον, συνήθεια, ευκολία, φόβο κλπ. Αυτή η απάρνηση, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, δημιουργεί οικογένειες, ομάδες, κοινωνίες, που θεμελιώνουν την επιβίωσή τους πάνω στην έλλειψη ευθύνης και σε αυτό που ο Έριχ Φρομ (1900-1980) είχε αποκαλέσει φυγή από την ελευθερία. Η αυτονομία ουσιαστικά σημαίνει να δίνεις ο ίδιος στον εαυτό σου τους νόμους σου, να μην αποδέχεσαι ποτέ έναν μοναδικό, καθολικό νόμο και προπάντων να υποβάλλεις σε συστηματική διερώτηση κάθε νόμο και κάθε θεμελιώδη αρχή. Συνεπώς η αυτονομία είναι μια στοχαστική δράση ταυτοχρόνως ατομική και κοινωνική, που εκτυλίσσεται αενάως.
Όπως έγραψε ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997): «Μπορώ να πω ότι εγκαθιδρύω τον δικό μου νόμο όταν ζω αναγκαστικά κάτω από τον νόμο της κοινωνίας; Ναι, αλλά σε μία και μόνο περίπτωση: αν μπορώ να πω, αναστοχαστικά και διαυγώς, ότι αυτός ο νόμος είναι και δικός μου. Για να μπορώ να πω κάτι τέτοιο, δεν χρειάζεται να τον έχω εγκρίνει: αρκεί μονάχα να είχα την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω ενεργώς στη δημιουργία και στη λειτουργία αυτού του νόμου» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η δημοκρατική επανάσταση, 2001). Συνεπώς το να είμαστε αυτόνομοι είναι κάτι το κουραστικό, αφού μας υποχρεώνει σε μια συνεχή διεργασία με τον εαυτό μας, σε μια σαφή επαλήθευση της συμβατότητας ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και εκείνες των άλλων. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια διαρκή μάθηση.
Το λήμμα »αυτονομία» περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.
από: http://xwroselkoul.blogspot.gr/2013/03/203.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου