Η ζωή και το έργο του φιλόσοφου πρώτιστα και καλού φίλου του Γάλλου φιλοσόφου και ιδρυτή του
Αναρχοσυνδικαλισμού Ζωρζ Σορέλ, του αποκαλούμενου και «Νίτσε της κοινωνιολογίας» Vilfredo Pareto.
"το περίφημο «κατά Παρέτο κριτήριο» εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή κοινωνική ευημερία, αναζητώντας το σημείο όπου η βελτίωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων γίνεται χωρίς την ίδια ώρα να χειροτερεύει την θέση κάποιου άλλου ή άλλων"
Vilfredo Federico Damaso Pareto
Ιταλός μηχανικός, μαθηματικός, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, ένας από τους θεωρητικούς ηγέτες της λεγόμενης «Σχολής της Λωζάννης», μέλος της «δεύτερης γενεάς» του Νεοκλασικισμού, εισηγητής τριών πρωτότυπων θεωριών της «Βέλτιστης Ανακατανομής», των «Κοινωνικών Κύκλων» και των «Ελίτ», για τις οποίες όμως, παρά την εκπεφρασμένη αποστροφή του προς όλες τις ιδεολογίες, συκοφαντήθηκε ως «Μαρξ της μπουρζουαζίας» ή «Μαρξ του Φασισμού».
Γεννήθηκε το 1848 ως Βίλφρηντ Φριτς Παρέτο (Wilfried Fritz Pareto), 3ο τέκνο και μοναχογιός του Γενοβέζου πολιτικού εξόριστου στο Παρίσι δημοκράτη μαρκήσιου Ραφαέλε Παρέτο (Raffaele Pareto, 1812 – 1882) και της Γαλλίδας συζύγου του Μαρί Μετενιέ (Marie Metenier) Του έδωσαν γερμανικό όνομα οι γονείς του θέλοντας να τιμήσουν την γερμανική επανάσταση της χρονιάς εκείνης, επτά χρόνια αργότερα όμως (1855), όταν επέστρεψαν στην Ιταλία μαζί με τον υιό τους και τις δύο θυγατέρες τους, το όνομα του υιού τους άλλαξε σε ιταλικό και παρέμεινε έκτοτε Βιλφρέντο Φεντέρικο Παρέτο.
Ο μικρός Παρέτο πήρε πολύ καλή παιδεία τόσο στην Γαλλία όσο και στην Ιταλία και το 1867 αποφοίτησε ως μηχανικός από το εμβρυακό τότε Πολυτεχνείο του Τορίνο «Politecnico di Torino», τότε «Scuola di Applicazione per gli Ingegneri», από όπου και πήρε διδακτορικό (το 1870) με την διατριβή του «Θεμελιώδη αξιώματα της θεωρίας της ελαστικότητας των στερεών σωμάτων» «Principi fondamentali della teoria della elasticità dei corpi solidi e ricerche sulla integrazione delle equazioni differenziali che ne definiscono l’equilibrio». Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως μηχανικός στους ιταλικούς σιδηροδρόμους και μετά ως διευθυντής παραγωγής στην ιδιωτική χαλυβουργία «Società Ferriere d’ Italia» στην Φλωρεντία.
Οικονομολόγος: Εκκινώντας από τις νέες φιλελεύθερες θέσεις του, ασχολήθηκε με την Οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και το 1886 έγινε λέκτορας Οικονομικών και Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας («Università degli Studi di Firenze», UNIFI). Μετά από 3 μόλις χρόνια, το 1889, με αφορμή τον θάνατο της μητέρας του (ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1882), ο Παρέτο παραιτήθηκε, εγκαταστάθηκε με τον πατρικό τίτλο του μαρκήσιου σε μία βίλλα στο Fiesole, αφιερώθηκε σε βαθιά μελέτη Πολιτικής Οικονομίας και Φιλοσοφίας και νυμφεύθηκε μία πάμφτωχη Ρωσίδα από την Βενετία, την Αλεσαντρίνα Μπακούνιν (Alessandrina ή Dina Bakunin), η οποία όμως, οικονομικά στερημένη όπως ήταν και διψασμένη για «κοινωνική ζωή» σε αντίθεση με τον Παρέτο που όπως κάθε διανοούμενος προτιμούσε την ιδιωτικότητα και την απομόνωση, πολύ σύντομα τον εγκατέλειψε για έναν νεαρό υπηρέτη.
Αντικαθεστωτικός: Λόγω των συχνότατων αντικυβερνητικών άρθρων του και των τακτικών διαλέξεών του σε ένα εργατικό κέντρο, δέχθηκε την επίθεση των αρχών. Παρενοχλήθηκε από την αστυνομία, έγινε στόχος πληρωμένων τραμπούκων, αρκετές διαλέξεις του διακόπηκαν βίαια και καμμία από τις αιτήσεις του να διδάξει δεν έγινε δεκτή. Ο αποκλεισμός του έληξε μόνον όταν γνωρίστηκε με τον οικονομολόγο Μαφέο Πανταλεόνι (Maffeo Pantaleoni, 1857 – 1924) που τον έφερε σε επαφή με την «Νεοκλασική» οικονομική τάση και ιδίως με τον Μαρί Βαλράς (Marie-Esprit-Léon Walras, 1834 – 1910), καθηγητή στο ελβετικό Πανεπιστήμιο της Λωζάννης «Université de Lausanne» και πρώτο εισηγητή της μακρο-οικονομικής «Θεωρίας της Ισορροπίας», «La Τhéorie de l’ Εquilibre Général». Μέσω του Πανταλεόνι, ο Παρέτο άρχισε να κάνει δημοσιεύσεις στο «Giornale degli Εconomisti».
Με μεσολάβηση του Πανταλεόνι διαδέχθηκε το 1893 τον αποχωρήσαντα Βαρλάς στο Τμήμα Πολιτικής Οικονομίας του ελβετικού Πανεπιστήμιου της Λωζάννης («Université de Lausanne»), ξεφεύγοντας έτσι από τη μήνη των ιταλικών αρχών αλλά μη παύοντας να τις ενοχλεί. Οι πολεμικές του Παρέτο εξαπολύονταν τώρα όχι μόνο μέσα από τα μηνιαία άρθρα του στο «Giornale degli Εconomisti», αλλά και μέσα από άλλα ευρωπαϊκά περιοδικά, ενώ μετά τις αιματηρές ταραχές του Μαϊου 1898 στο Μιλάνο, βοήθησε, στεγάζοντας μάλιστα κάποιους στο σπίτι του, αρκετούς συμπατριώτες του πολιτικούς φυγάδες, δημοκράτες, σοσιαλιστές και αναρχικούς. Την ίδια εποχή κατήγγειλε με άρθρα του τον αντισημιτισμό του γαλλικού κράτους στην περιβόητη «υπόθεση Ντρέϋφους».
Στα τέλη του 1898 κληρονόμησε έναν εύπορο θείο του, πράγμα που του επέτρεψε έκτοτε να ζει με μία άνεση την οποία επ’ ουδενί θα μπορούσε να έχει με τον ακαδημαϊκό μισθό του. Έκτισε ένα σπίτι (την Villa Angora) στο Σελινί (Celigny) της Ελβετίας, στο οποίο μετακόμισε με τις πολλές γάτες Αγκύρας που είχε και με την καινούργια του σύντροφο Τζαίην Ρεγκίς (Jane Regis), με την οποία θα έμενε μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή του. Παρά την σχεδόν εξεζητημένη καλοπέρασή του, συνέχισε ωστόσο επιμελέστατα να μελετάει (ιδίως τον Herbert Spencer, τον οποίο κατ’ επανάληψη χαιρέτισε ως κορυφή της κοινωνιολογίας) και να συγγράφει.
Αντικρατιστής:
Με την μονογραφία του «Un’ applicazione di teorie sociologiche», που δημοσιεύθηκε στην «Rivista Italiana di Sociologia» το 1900, ο Παρέτο αποστασιοποιήθηκε από τον πολιτικό Φιλελευθερισμό, προσχωρώντας στην λεγόμενη «δεύτερη γενεά» της «Νεοκλασικής Επανάστασης» σε συνέχεια των Αντουάν Ωγκιστέν Κουρνό (Antoine Augustin Cournot, 1801 – 1877, που αυτονομοποίησε τα Οικονομικά, αποσπώντας τα από τις πολιτικές και νομικές επιστήμες), Ουϊλιαμ Στάνλεϋ Ντεβόνζ (William Stanley Jevons, 1835 – 1882), Καρλ Μένγκερ (Κarl Menger, 1840 – 1921), Μαρί Βαλράς, κ.ά.
Οι πολιτικές ταραχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα είχαν πείσει τον Παρέτο ότι οι δημοκρατικές διεκδικήσεις δεν ήσαν για μία πιο δίκαιη κοινωνία αλλ’ αποτελούσαν το άλλοθι ενός σκληρότατου ανταγωνισμού μεταξύ κάποιων επίδοξων κυβερνητικών ελίτ, που απλώς χρησιμοποιούσαν για λόγους προπαγάνδας την α ή την β ιδεολογική γλώσσα. Για τον απαλλαγμένο από συναισθηματισμούς Παρέτο, όλες οι ιδεολογίες δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από χυδαίο εργαλείο διεκδίκησης εξουσίας, συνεπώς, πέρα από τα διαφοροποιημένα τους πρώτα βήματα, όλες οι ιδεολογίες οδηγούσαν στα κατώφλια της εξουσίας. Η ανθρώπινη φύση και κατ’ επέκταση οι ανθρώπινες κοινωνίες μένουν απογοητευτικά αναλλοίωτες μέσα από το πέρασμα των αιώνων, παριστάνοντας απλώς ότι προσανατολίζονται στην Λογική εις βάρος του ζωώδους συναισθήματος, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Το 1902 – 1903 εξέδωσε στο Παρίσι στα γαλλικά (έγραφε με άνεση τόσο στα ιταλικά όσο και στα γαλλικά) το δίτομο έργο του «Τα Κοινωνιστικά Συστήματα» ή «Τα Σοσιαλιστικά Συστήματα», «Les Systemes Socialistes», στο οποίο, παρ’ όλο που δεν ήταν πλέον με την πλευρά του πολιτικού Φιλελευθερισμού, έκανε εκτενέστατη ανάλυση αλλά και μαχητική κριτική στα πολιτικά συστήματα κρατικού παρεμβατισμού (σύμφωνα με τον ιστορικό Henry Stuart Hughes το εν λόγω βιβλίο προκάλεσε «πολλές αϋπνίες» στον Βλαδίμηρο Λένιν). Στο βιβλίο του αυτό ο Παρέτο καταγγέλλει τον Μαρξισμό ως μία κοσμικοφανή πλην όμως κανονική θρησκεία και επισημαίνει την ανορθολογική λειτουργία των μαζών μέσα στην Ιστορία.
Προσπαθώντας να επιτεθεί στην ίδια την Ιδεολογία (δηλαδή σε κάθε οργανωμένη συλλογή πολιτικών ιδεών), διατύπωσε στο ίδιο βιβλίο ακόμα και την ευθραυστότητα του «ανθρωπισμού», χρησιμοποιώντας μάλιστα τον προκλητικό όρο «αυτοκτονικός ανθρωπισμός»: «κάθε ελίτ που είναι ανέτοιμη να πολεμήσει για να υπερασπιστεί την θέση της βρίσκεται σε πλήρη παρακμή και το μόνο που της απομένει είναι να δώσει χώρο σε μία νεότερη ελίτ που διαθέτει τις ζωτικές ποιότητες που η πρώτη στερείται. Δεν είναι παρά καθαρή ονειροπόληση το να πιστεύει κάποιος πως οι ανθρωπιστικές αξίες που ίσως είχε καθιερώσει θα εφαρμοστούν και σε αυτόν: αυτοί που θα τον νικήσουν θα τον διαψεύσουν με την ανηλεή κραυγή “vae victis!” -“ουαί τοις ηττημένοις!”»
Εκείνη ακριβώς την εποχή είχε συλλάβει για πρώτη φορά την ιδέα ότι η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων σε πολύ μικρό βαθμό επηρεάζεται από λογικότητα και συνειδητούς σκοπούς, τουναντίον κατά κανόνα υπακούει σε ζωώδη ένστικτα (τα οποία ο Παρέτο αποκαλεί «κατάλοιπα»), όπως λ.χ. το ένστικτο της διατήρησης της αγέλης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της μέριμνας για κατοχή των αναγκαίων προς την αυτοσυντήρηση κ.λπ. Την άποψη αυτή διατύπωσε για πρώτη φορά το 1900, σε ένα εκτενές άρθρο του στην «Ιταλική Επιθεώρηση της Κοινωνιολογίας» («Rivista Italiana di Sociologia», 1897 – 1923).
«Μακιαβελιστής» Κοινωνιολόγος: Τα αμέσως επόμενα χρόνια βεβαιώθηκε για την βαθύτατη μυωπία των οικονομικών συστημάτων σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα των κοινωνιών, και, πάντοτε στα πλαίσια του «Νεοκλασικισμού», προχώρησε στην αναζήτηση μιας γενικής θεωρίας των κοινωνιών. Το 1906 εξέδωσε το «Εγχειρίδιον Πολιτικής Οικονομίας» («Manuale di Economia Politica») και παραιτήθηκε για λόγους υγείας (του εκδηλώθηκε καρδιακή νόσος) από το Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, στο οποίο όμως συνέχισε να δίνει περιοδικές διαλέξεις με θέμα τον γνωστό διπλωμάτη των αρχών του 16ου αιώνα Νικολό Μακιαβέλι (Niccolò di Bernardo dei Machiavelli, 1469 – 1527), στις οποίες εξηγούσε την επιστημονική αξία του βιβλίου του τελευταίου «Ο Ηγεμών» («De Principatibus / Il Principe»).
Πάσχοντας επίσης από άγχος και αϋπνία, από τα οποία κατέληγε να περνάει νύχτες ολόκληρες μελετώντας την βιβλιοθήκη του παρέα πάντα με ένα ακριβό κρασί, εξέδωσε μερικά ακόμη βιβλία και το 1916 στην Φλωρεντία την «Πραγματεία της Γενικής Κοινωνιολογίας» («Trattato di Sociologia Generale»). Η σταθερή έκτοτε κατεύθυνση του Παρέτο στην κοινωνιολογική του αναζήτηση ήταν η «κοινωνικο-οικονομική ισορροπία» («equilibrium»), την οποία παρέλαβε από τον προκάτοχό του στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης καθηγητή Μαρί Βαλράς.
Η «Θεωρία της Βέλτιστης Ανακατανομής»
Οι οικονομικοί προβληματισμοί του Παρέτο που αποζητούσε μία «οικονομική επιστήμη της ευημερίας» κινήθηκαν γύρω από την έννοια της «χρησιμότητας» («utility») όχι όμως ως ατομική ή συλλογική ευημερία όπως εν γένει γινόταν έως τότε κατανοητή, αλλά ως οικονομική συμπεριφορά με βάση του τι είναι ισχυρά επιθυμητό υπό την έννοια της προσωπικής «ωφέλειας» («ophelimity») ενός όρου που εισήγαγε για πρώτη φορά το 1896 στον πρώτο τόμο του «Cours d’ économie politique professé à l’ université de Lausanne»: λ.χ. ο μορφινομανής αντλεί «ωφέλεια» από την μορφίνη, δίχως να απολαμβάνει κανενός είδους «ευημερία». Υποστηρίζοντας, πολύ σωστά, ότι είναι ανεπίτρεπτο το να επιδιώκει ένα άτομο ή ομάδα ατόμων την δική τους υλική ικανοποίηση μέσω της μείωσης της υλικής ικανοποίησης άλλων ατόμων ή ομάδων ατόμων, έθεσε στο κέντρο της δικής του θεωρίας την ανάγκη για ύπαρξη και λειτουργία κανόνων δικαίου υπεράνω των ανταγωνιστικών «αγορών» του Φιλελευθερισμού. Στα πλαίσια λοιπόν της πολύ συγκεκριμένης αναζήτησής του, ο Παρέτο ανέπτυξε 2 θεωρήματα ευημερίας, σύμφωνα με τα οποία:
1. Μια κατανομή πόρων θεωρείται όντως αποτελεσματική, όταν δεν υπάρχει άλλη που θα βελτίωνε την θέση ενός ατόμου, δίχως να επιδεινώσει την θέση κάποιου άλλου, και
2. Αποτελεσματική κατανομή πόρων επιτυγχάνεται μόνον μέσω αποκεντρωμένων συστημάτων τιμών και ανταγωνισμού, που υπόκεινται όμως σε σαφείς κανόνες δικαίου.
Από εκεί ο Παρέτο οδηγήθηκε στην «Θεωρία της Βέλτιστης Ανακατανομής» σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία μοναδική και συγκεκριμένη αναλογία κατανομής του πλούτου, κάθε απόκλιση από την οποία χειροτερεύει πάντα την θέση κάποιου ή κάποιων μερών, αφού κανένα μέρος δεν μπορεί να αυξήσει τους πόρους ή τον συσσωρευμένο πλούτο του δίχως να αφαιρεθούν ισόποσοι πόροι ή πλούτος από άλλο ή άλλα μέρη. Αφορμή για την θεωρία του ήταν η διαπίστωση που έκανε ο Παρέτο το 1906 ότι το 80% των εκτάσεων της Ιταλίας ανήκε σε μόνον το 20% του πληθυσμού. Η θεωρία της «Βέλτιστης Ανακατανομής» κατευθύνει συνεπώς προς ένα «Άριστο Κριτήριο». Αυτό το περίφημο «κατά Παρέτο κριτήριο» εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή κοινωνική ευημερία, αναζητώντας το σημείο όπου η βελτίωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων γίνεται χωρίς την ίδια ώρα να χειροτερεύει την θέση κάποιου άλλου ή άλλων.
Συγγενής του «Αρίστου Κριτηρίου» είναι επίσης ο «μαθηματικός νόμος του Παρέτο», κατά τον οποίο σε κάθε κατάσταση οι ζωτικοί και ουσιώδεις παράγοντες είναι λίγοι (περίπου 20%), ενώ οι επουσιώδεις πολλοί (περίπου 80%), αυτός δε ο κατά προσέγγιση κανόνας 20/80 ισχύει παντού, από την ανθρώπινη οικονομία (λ.χ. το περίπου 80% των κερδών μιας επιχείρησης προέρχεται από το περίπου 20% των πελατών της) και την οργάνωση (το περίπου 20% των μελών μιας συλλογικότητας παράγουν το περίπου 80% του αποτελέσματος) μέχρι τον φυσικό κόσμο. Με βάση αυτόν τον κανόνα, εάν καταβληθεί το περίπου 20% μιας προσπάθειας προκύπτει το 80% του αποτελέσματος. Από την άλλη, για να προκύψει το υπόλοιπο (εάν κριθεί ουσιώδες) 20% του αποτελέσματος απαιτείται να καταβληθεί το 80% της προσπάθειας που απομένει.
Η «Θεωρία των Κοινωνικών Κύκλων»
Την «Θεωρία των Κοινωνικών Κύκλων» ανέπτυξε ο Παρέτο για πρώτη φορά το 1916 στο δοκίμιό του «Trattato di Sociologia Generale». Σύμφωνα με αυτήν, η πραγματική και διαχρονική κοινωνικοπολιτική σύγκρουση είναι ανάμεσα σε δύο βασικούς τύπους πολιτικών υποκειμένων, δηλαδή ανάμεσα στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν ή να καθιερώσουν νέα δεδομένα («αλεπούδες», που χαρακτηρίζονται από την ευφυϊα και την στρατηγική τους) και σε εκείνους που ενδιαφέρονται να υπερασπιστούν με κάθε μέσο τα ισχύοντα και τα καθιερωμένα («λέοντες», που χαρακτηρίζονται από δύναμη και αποφασιστικότητα). Πολιτική ακινησία υπάρχει όταν οι κυβερνώμενοι είναι «λέοντες» και οι κυβερνώντες είτε «αλεπούδες» είτε «λέοντες».
Αστάθεια προκύπτει όταν κάποιοι από τους κυβερνώμενους μεταμορφώνονται σε «αλεπούδες». Εάν οι κρατούντες δεν προλάβουν έγκαιρα να αφομοιώσουν την νέα αυτή μη κυβερνώσα ελίτ, τότε η ανατροπή τους είναι αναπόφευκτη. Υπό αυτή την έννοια, «η Ιστορία είναι ένα απέραντο νεκροταφείο αριστοκρατιών», είτε καθεστωτικών που ανατράπηκαν, είτε επαναστατικών που απέτυχαν να ανατρέψουν.
Αλεπούδες: κυβερνούν προσπαθώντας να πετύχουν συναίνεση, δεν είναι πρόθυμες να καταφύγουν στη βία, είναι έξυπνες και πανούργες, επιχειρηματικές, καλλιτεχνικές-πνευματικές και καινοτόμες. Ο ανθρωπισμός τους σε καιρό κρίσης οδηγεί στο συμβιβασμό και στον πασιφισμό => εξασθένιση καθεστώτος.
Λιοντάρια: δυνατοί, σταθεροί και ακέραιοι άνθρωποι. – Ψυχροί και στερούμενοι φαντασίας είναι πάντα πρόθυμοι να προσφύγουν στη βία για την επιβολή των θέσεών τους ή για την υπεράσπισή τους. – Υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων τόσο στο κράτος όσο και στην κοινωνία πολιτών. – Στρατεύονται υπέρ της δημόσιας τάξης, της θρησκείας και της πολιτικής ορθοδοξίας.
Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των δύο τύπων ελίτ είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Η ιστορία είναι η διαδικασία κυκλοφορίας μεταξύ αυτών των δύο τύπων ελίτ. Το ιδεώδες σύστημα διακυβέρνησης θα αντανακλούσε μια ισορροπία δυνάμεων που θα περιείχε χαρακτηριστικά στοιχεία τόσο των «λιονταριών» όσο και των «αλεπούδων».
Ενδιαφέρουσα είναι στο ίδιο βιβλίο η περιγραφή από τον Παρέτο της τέχνης της διακυβέρνησης ως διαχείρισης των ανθρώπινων προκαταλήψεων: «η τέχνη της διακυβέρνησης είναι το να μπορεί να βρίσκει κάποιος τους τρόπους με τους οποίους θα εκμεταλλευθεί τις ανθρώπινες προκαταλήψεις, αντί να ξοδεύεται ο ίδιος στην μάταια προσπάθεια να τις εξαφανίσει, κάτι που κατά κανόνα καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να τις γιγαντώσει. Εκείνος που έχει την ικανότητα ν’ απελευθερώσει τον εαυτό του από την τυραννία των δικών του συναισθημάτων, είναι αυτομάτως και ικανός να εκμεταλλευθεί τα συναισθήματα των άλλων υπέρ των δικών του στόχων. Ο καλύτερος πολιτικός, τόσο για την παράταξή του όσο και για τον εαυτό του, είναι ο δίχως προκαταλήψεις άνθρωπος που γνωρίζει πώς να επωφελείται από τις προκαταλήψεις των άλλων».
Η «Θεωρία των Ελίτ»
Ως κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, ο Παρέτο ανέπτυξε τέλος την «Θεωρία των Ελίτ», που στις αρχές του 20ου αιώνα ύψωσε ισχυρό φράγμα απέναντι στον προελαύνοντα τότε Μαρξισμό, ο οποίος επέμενε να ορίζει την πολιτική ζωή αποκλειστικά ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης, με τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς ηγέτες να αποτελούν τίποτε περισσότερο από εκπροσώπους ταξικών συμφερόντων. Την πρώτη ανάπτυξη της «Θεωρίας των Ελίτ» έκανε το 1900 σε ένα κείμενό του στην «Rivista Italiana di Sociologia» με τίτλο «Un’ applicazione di teorie sociologiche», που αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά ως «Η άνοδος και η πτώση των ελίτ» («The Rise and Fall of the Elites»).
Για τον Παρέτο, η πολιτική ζωή στην ιστορική διαχρονία δεν είναι παρά ακατάπαυστη σύγκρουση ανάμεσα σε διάφορες ελίτ, που όμως δεν είναι κληρονομικές αλλά μέλη τους μπορούν να γίνουν άνθρωποι προερχόμενοι από όλες τις τάξεις και τα στρώματα της κοινωνίας. Οι ελίτ δεν είναι εκτροπές του πολιτικού σχήματος αλλά αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία κάθε κοινωνικής οργάνωσης, πηγάζουσες από αυτή την ίδια την ανθρώπινη φύση και άρα κοινωνικά και πολιτικά αναπόφευκτες. Οι άνθρωποι πάντοτε διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την δύναμη, την ευφυϊα, την έμπνευση και την ηθική συγκρότηση, δημιουργώντας έτσι διάφορους τύπους ελίτ, διαφορετικού είδους η κάθε μία.
Πολιτική ελίτ συγκροτείται αυτομάτως άπαξ και κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν τις ικανότητες που αναγνωρίζει και επιβραβεύει η εκάστοτε μορφή κοινωνίας, ακόμη και αρνητικές, όπως λ.χ. την διαφθορά σε μία διεφθαρμένη κοινωνία. Για τον Παρέτο, η ιδιαίτερη φύση και τα επιτεύγματα της κάθε κοινωνίας είναι ουσιαστικά η ιδιαίτερη φύση και τα επιτεύγματα της ελίτ της. Ομοίως, το παρελθόν της απλώς αντανακλά την ιστορία της ελίτ της, το δε μέλλον της είναι προδιαγεγραμμένο σύμφωνα με τις επιδιώξεις, δυνατότητες και επιλογές της ελίτ της.
Η ελίτ αποτελεί αντίπαλο της μάζας, δίχως όμως ευθεία σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, επειδή η κατανομή των ιδιοτήτων είναι συνεχής, σε μία ομαλή καμπύλη, όμοια με την κατανομή του πλούτου. Διάδοχοι του Παρέτο στην «Θεωρία των Ελίτ», την οποία βεβαίως συμπλήρωσαν ή διαφοροποίησαν, υπήρξαν οι Γκαετάνο Μόσκα (Gaetano Mosca, 1858 – 1941) και Ρομπέρτο Μιχέλς (Roberto Michels, 1876 – 1936).
«Ο Νίτσε της Κοινωνιολογίας»
Ανενδοίαστα ο Παρέτο έδειχνε τις επιρροές του από την κοινωνιολογία του Κάρολου Μαρξ (του οποίου όμως απέρριπτε, όπως είδαμε παραπάνω, την βασισμένη στον «ιστορικό υλισμό» οικονομική θεωρία), την πολιτική θεωρία του Νικολό Μακιαβέλι και τις ιδέες του Γάλλου φιλοσόφου και ιδρυτή του Αναρχοσυνδικαλισμού Ζωρζ Σορέλ (Georges Eugène Sorel, 1847 – 1922, στενό του φίλο όπως αποδεικνύει η μεταξύ τους αλληλογραφία την οποία δημοσίευσε ο De Rosa). Την προσωπικότητα και το έργο του Σορέλ είχε εκθειάσει με μακρό κείμενό του σε ένα αφιέρωμα της επιθεώρησης «Φιλελεύθερη Επανάσταση» («La Rivoluzione Liberale») στις 14 Δεκεμβρίου 1922.
«Κάθε λαός που τρέμει το αίμα σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην γνωρίζει πώς να υπερασπισθεί τον εαυτό του, αργά ή γρήγορα θα γίνει το θήραμα ενός πολεμοχαρούς λαού ή κάποιου άλλου. Ίσως δεν υπάρχει ούτε καν ένα μέτρο γης πάνω στην υφήλιο, που να μην έχει κατακτηθεί με το σπαθί κάποια στιγμή και να μην το έχει διατηρήσει με την δύναμη ο λαός που το κατέχει», έγραψε ο Παρέτο στα πλαίσια των γενικότερων θέσεών του ότι την Ιστορία διαμορφώνουν κατά κανόνα οι μη λογικές δυνάμεις και ότι αποτελεί αναγκαιότητα η αντιμετώπιση της βίας με βία. Αυτές οι θέσεις του έκαναν κάποιους να τον θεωρήσουν διάδοχο του Φρειδερίκου Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1844 – 1900), ενώ «Νίτσε της κοινωνιολογίας» ήταν ο τίτλος που του απένειμε το 1927 σε άρθρο του στο «Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik» ο γνωστός Τσέχος πολιτικός επιστήμονας Όττο Ζίγκλερ (Heinz Otto Ziegler, 1903 – 1944).
Ιδεολογική Περιθωριοποίηση
Εχθρός όλων των πολιτικών ιδεολογιών, ο Παρέτο απέφυγε συστηματικά να προτείνει «τι πρέπει να γίνεται», περιοριζόμενος ως πολιτικός επιστήμονας και όχι πολιτικός στο να αναλύει «αυτό που ήδη γίνεται», δηλαδή στην ιστορική πραγματικότητα. Παρά το ότι σαφώς αναγνώριζε τις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αντιμετώπιζε απροκάλυπτα και ανενδοίαστα ως απάτες ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως ανόητες ονειροπολήσεις όλες τις πολιτικές προσδοκίες που αναφέρονταν ή στηρίζονταν στις ανθρώπινες μάζες. Αυτή η απομάκρυνσή του από τον ισοπεδωτισμό στον οποίο είχε παγιδευτεί το δημοκρατικό κίνημα ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τον έκανε εύκολο στόχο ώστε μετά από τον θάνατό του να επιχειρηθεί η ιδεολογική του περιθωριοποίηση, με χαρακτηρισμούς όπως «Κάρλ Μαρξ της Μπουρζουαζίας», αλλά και «Μαρξ του Φασισμού» (στο αμερικανικό «Economic Forum», 1933).
Για τον δεύτερο χαρακτηρισμό έγινε εκμετάλλευση του γεγονότος ότι ένθερμος θαυμαστής του Παρέτο δήλωνε ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini, 1883 – 1945), ο οποίος είχε παρακολουθήσει παλαιότερα δύο διαλέξεις για τον Μακιαβέλι και τελικά, ενώ ετοίμαζε την «πορεία» του προς την Ρώμη, του προσέφερε το 1923 μία τιμητική θέση στην Γερουσία και τον προσκάλεσε να γράφει στο προσωπικό περιοδικό του Μουσολίνι «Γεραρχία» («Gerarchia»). Ο Παρέτο, που είχε διαμαρτυρηθεί όταν οι φασίστες κατήργησαν την ελευθερία έκφρασης στα ιταλικά πανεπιστήμια, δεν δέχθηκε τις θέσεις και λίγους μήνες αργότερα, στις 19 Αυγούστου 1923, πέθανε στην Γενεύη σε ηλικία 75 ετών.
Οι διάφοροι θεωρητικοί του ιταλικού Φασισμού εξακολούθησαν ωστόσο και μετά τον θάνατό του να του αποδίδουν τις πηγές της δικής τους ιδεολογίας, παρά το ότι κατά κανόνα δήλωναν παράλληλα ότι ο ίδιος δεν ήταν φασίστας (αντίθετα άλλωστε από αυτό που η άγνοια κάνει τους πολλούς σήμερα να πιστεύουν, ο ελιτισμός ήταν όλως απεχθής για το μουσολινικό καθεστώς, που τον εκλάμβανε ως «σνομπισμό», πλήρως ασυμβίβαστος με τον λαϊκό / μαζικό προσανατολισμό του Φασισμού). Αντίθετα, οι «αντιφασίστες», κυρίως Αμερικανοί, επέμειναν στο να χαρίζουν ανενδοίαστα τον Παρέτο στον Φασισμό, βλέποντας στην προσπάθειά του με μία επιστολή προς τον Μουσολίνι να αποτρέψει τον διωγμό ανθρώπων μόνο και μόνο για τις ιδέες τους, προτροπή σε πάταξη των στην πράξη αντιστασιακών «αφήστε τα κοράκια να κρώζουν, μπορείτε να είστε ανηλεείς μόνον όταν πρόκειται για πράξεις».
O εισηγητής πάντως της θεωρίας της «κοινωνικής κινητικότητας» Πιτιρίμ Σορόκιν (Pitirim Alexandrovich Sorokin, 1889 – 1968) τον κατέταξε ανενδοίαστα στους τρεις μεγαλύτερους κοινωνιολόγους του καιρού του μαζί με τους Μαξ Βέμπερ (Max Weber, 1864 – 1920) και Εμίλ Ντύρκχαϊμ (David Émile Durkheim, 1858 – 1917), ενώ το 1936 το έργο του επαινέθηκε από τον μετέπειτα πρόεδρο της «Αριστοτελικής Εταιρείας» Ρωσοεβραίο Μόρις Γκίνσμπεργκ (Morris Ginsberg, 1889 – 1970) στην αγγλική «Κοινωνιολογική Επιθεώρηση» («The Sociological Review», στο άρθρο «The Sociology of Pareto») και επίσης έτυχε θερμής υποδοχής από το αμερικανικό κοινό όταν η «Saturday Review» του αφιέρωσε την ίδια χρονιά ένα ολόκληρο τεύχος της. Λίγα χρόνια μετά όμως, στην διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, το κλίμα είχε αλλάξει εντελώς και ο Παρέτο αντιμετωπιζόταν τώρα ως κύριος θεωρητικός του εχθρού και φυσικά ως … «φασίστας».
Από το 1964 έως το 2005 ο Giovanni Busino επιμελήθηκε στην Γενεύη την έκδοση των «Απάντων» του Παρέτο σε 32 τόμους με τίτλο «Oeuvres complètes de Vilfredo Pareto», ενώ ο Τζέφρι Μίτσελ παραδέχθηκε το 1968 στο «A Hundred Years of Sociology» (σελ. 115) πως «δεν είναι δυνατόν να γράψει κανείς την Ιστορία της Κοινωνιολογίας χωρίς ν’ αναφερθεί στον Παρέτο».
Βιβλιογραφία: Ραϋμόν Αρόν, «Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης – Ντυρκέμ, Παρέτο, Βέμπερ», Αθήνα, 1984. Ο Ραϋμόν Αρόν (Raymond Aron) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και δημοσιολόγος που στις μεταπολεμικές κοινωνιολογικές του μελέτες ασχολήθηκε κυρίως με την ανάλυση της σύγχρονης τεχνοκρατικής κοινωνίας και άσκησε έντονη κριτική στον Μαρξισμό: «Το όπιο των διανοουμένων» (L’ Opium des intellectuels) 1955.
@Ηω Αναγνώστου /businesslife.gr 2010
το διαβάσαμε ΕΔΩ
"το περίφημο «κατά Παρέτο κριτήριο» εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή κοινωνική ευημερία, αναζητώντας το σημείο όπου η βελτίωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων γίνεται χωρίς την ίδια ώρα να χειροτερεύει την θέση κάποιου άλλου ή άλλων"
Vilfredo Federico Damaso Pareto
Ιταλός μηχανικός, μαθηματικός, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, ένας από τους θεωρητικούς ηγέτες της λεγόμενης «Σχολής της Λωζάννης», μέλος της «δεύτερης γενεάς» του Νεοκλασικισμού, εισηγητής τριών πρωτότυπων θεωριών της «Βέλτιστης Ανακατανομής», των «Κοινωνικών Κύκλων» και των «Ελίτ», για τις οποίες όμως, παρά την εκπεφρασμένη αποστροφή του προς όλες τις ιδεολογίες, συκοφαντήθηκε ως «Μαρξ της μπουρζουαζίας» ή «Μαρξ του Φασισμού».
Γεννήθηκε το 1848 ως Βίλφρηντ Φριτς Παρέτο (Wilfried Fritz Pareto), 3ο τέκνο και μοναχογιός του Γενοβέζου πολιτικού εξόριστου στο Παρίσι δημοκράτη μαρκήσιου Ραφαέλε Παρέτο (Raffaele Pareto, 1812 – 1882) και της Γαλλίδας συζύγου του Μαρί Μετενιέ (Marie Metenier) Του έδωσαν γερμανικό όνομα οι γονείς του θέλοντας να τιμήσουν την γερμανική επανάσταση της χρονιάς εκείνης, επτά χρόνια αργότερα όμως (1855), όταν επέστρεψαν στην Ιταλία μαζί με τον υιό τους και τις δύο θυγατέρες τους, το όνομα του υιού τους άλλαξε σε ιταλικό και παρέμεινε έκτοτε Βιλφρέντο Φεντέρικο Παρέτο.
Ο μικρός Παρέτο πήρε πολύ καλή παιδεία τόσο στην Γαλλία όσο και στην Ιταλία και το 1867 αποφοίτησε ως μηχανικός από το εμβρυακό τότε Πολυτεχνείο του Τορίνο «Politecnico di Torino», τότε «Scuola di Applicazione per gli Ingegneri», από όπου και πήρε διδακτορικό (το 1870) με την διατριβή του «Θεμελιώδη αξιώματα της θεωρίας της ελαστικότητας των στερεών σωμάτων» «Principi fondamentali della teoria della elasticità dei corpi solidi e ricerche sulla integrazione delle equazioni differenziali che ne definiscono l’equilibrio». Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως μηχανικός στους ιταλικούς σιδηροδρόμους και μετά ως διευθυντής παραγωγής στην ιδιωτική χαλυβουργία «Società Ferriere d’ Italia» στην Φλωρεντία.
Οικονομολόγος: Εκκινώντας από τις νέες φιλελεύθερες θέσεις του, ασχολήθηκε με την Οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και το 1886 έγινε λέκτορας Οικονομικών και Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας («Università degli Studi di Firenze», UNIFI). Μετά από 3 μόλις χρόνια, το 1889, με αφορμή τον θάνατο της μητέρας του (ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1882), ο Παρέτο παραιτήθηκε, εγκαταστάθηκε με τον πατρικό τίτλο του μαρκήσιου σε μία βίλλα στο Fiesole, αφιερώθηκε σε βαθιά μελέτη Πολιτικής Οικονομίας και Φιλοσοφίας και νυμφεύθηκε μία πάμφτωχη Ρωσίδα από την Βενετία, την Αλεσαντρίνα Μπακούνιν (Alessandrina ή Dina Bakunin), η οποία όμως, οικονομικά στερημένη όπως ήταν και διψασμένη για «κοινωνική ζωή» σε αντίθεση με τον Παρέτο που όπως κάθε διανοούμενος προτιμούσε την ιδιωτικότητα και την απομόνωση, πολύ σύντομα τον εγκατέλειψε για έναν νεαρό υπηρέτη.
Αντικαθεστωτικός: Λόγω των συχνότατων αντικυβερνητικών άρθρων του και των τακτικών διαλέξεών του σε ένα εργατικό κέντρο, δέχθηκε την επίθεση των αρχών. Παρενοχλήθηκε από την αστυνομία, έγινε στόχος πληρωμένων τραμπούκων, αρκετές διαλέξεις του διακόπηκαν βίαια και καμμία από τις αιτήσεις του να διδάξει δεν έγινε δεκτή. Ο αποκλεισμός του έληξε μόνον όταν γνωρίστηκε με τον οικονομολόγο Μαφέο Πανταλεόνι (Maffeo Pantaleoni, 1857 – 1924) που τον έφερε σε επαφή με την «Νεοκλασική» οικονομική τάση και ιδίως με τον Μαρί Βαλράς (Marie-Esprit-Léon Walras, 1834 – 1910), καθηγητή στο ελβετικό Πανεπιστήμιο της Λωζάννης «Université de Lausanne» και πρώτο εισηγητή της μακρο-οικονομικής «Θεωρίας της Ισορροπίας», «La Τhéorie de l’ Εquilibre Général». Μέσω του Πανταλεόνι, ο Παρέτο άρχισε να κάνει δημοσιεύσεις στο «Giornale degli Εconomisti».
Με μεσολάβηση του Πανταλεόνι διαδέχθηκε το 1893 τον αποχωρήσαντα Βαρλάς στο Τμήμα Πολιτικής Οικονομίας του ελβετικού Πανεπιστήμιου της Λωζάννης («Université de Lausanne»), ξεφεύγοντας έτσι από τη μήνη των ιταλικών αρχών αλλά μη παύοντας να τις ενοχλεί. Οι πολεμικές του Παρέτο εξαπολύονταν τώρα όχι μόνο μέσα από τα μηνιαία άρθρα του στο «Giornale degli Εconomisti», αλλά και μέσα από άλλα ευρωπαϊκά περιοδικά, ενώ μετά τις αιματηρές ταραχές του Μαϊου 1898 στο Μιλάνο, βοήθησε, στεγάζοντας μάλιστα κάποιους στο σπίτι του, αρκετούς συμπατριώτες του πολιτικούς φυγάδες, δημοκράτες, σοσιαλιστές και αναρχικούς. Την ίδια εποχή κατήγγειλε με άρθρα του τον αντισημιτισμό του γαλλικού κράτους στην περιβόητη «υπόθεση Ντρέϋφους».
Στα τέλη του 1898 κληρονόμησε έναν εύπορο θείο του, πράγμα που του επέτρεψε έκτοτε να ζει με μία άνεση την οποία επ’ ουδενί θα μπορούσε να έχει με τον ακαδημαϊκό μισθό του. Έκτισε ένα σπίτι (την Villa Angora) στο Σελινί (Celigny) της Ελβετίας, στο οποίο μετακόμισε με τις πολλές γάτες Αγκύρας που είχε και με την καινούργια του σύντροφο Τζαίην Ρεγκίς (Jane Regis), με την οποία θα έμενε μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή του. Παρά την σχεδόν εξεζητημένη καλοπέρασή του, συνέχισε ωστόσο επιμελέστατα να μελετάει (ιδίως τον Herbert Spencer, τον οποίο κατ’ επανάληψη χαιρέτισε ως κορυφή της κοινωνιολογίας) και να συγγράφει.
Αντικρατιστής:
Με την μονογραφία του «Un’ applicazione di teorie sociologiche», που δημοσιεύθηκε στην «Rivista Italiana di Sociologia» το 1900, ο Παρέτο αποστασιοποιήθηκε από τον πολιτικό Φιλελευθερισμό, προσχωρώντας στην λεγόμενη «δεύτερη γενεά» της «Νεοκλασικής Επανάστασης» σε συνέχεια των Αντουάν Ωγκιστέν Κουρνό (Antoine Augustin Cournot, 1801 – 1877, που αυτονομοποίησε τα Οικονομικά, αποσπώντας τα από τις πολιτικές και νομικές επιστήμες), Ουϊλιαμ Στάνλεϋ Ντεβόνζ (William Stanley Jevons, 1835 – 1882), Καρλ Μένγκερ (Κarl Menger, 1840 – 1921), Μαρί Βαλράς, κ.ά.
Οι πολιτικές ταραχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα είχαν πείσει τον Παρέτο ότι οι δημοκρατικές διεκδικήσεις δεν ήσαν για μία πιο δίκαιη κοινωνία αλλ’ αποτελούσαν το άλλοθι ενός σκληρότατου ανταγωνισμού μεταξύ κάποιων επίδοξων κυβερνητικών ελίτ, που απλώς χρησιμοποιούσαν για λόγους προπαγάνδας την α ή την β ιδεολογική γλώσσα. Για τον απαλλαγμένο από συναισθηματισμούς Παρέτο, όλες οι ιδεολογίες δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από χυδαίο εργαλείο διεκδίκησης εξουσίας, συνεπώς, πέρα από τα διαφοροποιημένα τους πρώτα βήματα, όλες οι ιδεολογίες οδηγούσαν στα κατώφλια της εξουσίας. Η ανθρώπινη φύση και κατ’ επέκταση οι ανθρώπινες κοινωνίες μένουν απογοητευτικά αναλλοίωτες μέσα από το πέρασμα των αιώνων, παριστάνοντας απλώς ότι προσανατολίζονται στην Λογική εις βάρος του ζωώδους συναισθήματος, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Το 1902 – 1903 εξέδωσε στο Παρίσι στα γαλλικά (έγραφε με άνεση τόσο στα ιταλικά όσο και στα γαλλικά) το δίτομο έργο του «Τα Κοινωνιστικά Συστήματα» ή «Τα Σοσιαλιστικά Συστήματα», «Les Systemes Socialistes», στο οποίο, παρ’ όλο που δεν ήταν πλέον με την πλευρά του πολιτικού Φιλελευθερισμού, έκανε εκτενέστατη ανάλυση αλλά και μαχητική κριτική στα πολιτικά συστήματα κρατικού παρεμβατισμού (σύμφωνα με τον ιστορικό Henry Stuart Hughes το εν λόγω βιβλίο προκάλεσε «πολλές αϋπνίες» στον Βλαδίμηρο Λένιν). Στο βιβλίο του αυτό ο Παρέτο καταγγέλλει τον Μαρξισμό ως μία κοσμικοφανή πλην όμως κανονική θρησκεία και επισημαίνει την ανορθολογική λειτουργία των μαζών μέσα στην Ιστορία.
Προσπαθώντας να επιτεθεί στην ίδια την Ιδεολογία (δηλαδή σε κάθε οργανωμένη συλλογή πολιτικών ιδεών), διατύπωσε στο ίδιο βιβλίο ακόμα και την ευθραυστότητα του «ανθρωπισμού», χρησιμοποιώντας μάλιστα τον προκλητικό όρο «αυτοκτονικός ανθρωπισμός»: «κάθε ελίτ που είναι ανέτοιμη να πολεμήσει για να υπερασπιστεί την θέση της βρίσκεται σε πλήρη παρακμή και το μόνο που της απομένει είναι να δώσει χώρο σε μία νεότερη ελίτ που διαθέτει τις ζωτικές ποιότητες που η πρώτη στερείται. Δεν είναι παρά καθαρή ονειροπόληση το να πιστεύει κάποιος πως οι ανθρωπιστικές αξίες που ίσως είχε καθιερώσει θα εφαρμοστούν και σε αυτόν: αυτοί που θα τον νικήσουν θα τον διαψεύσουν με την ανηλεή κραυγή “vae victis!” -“ουαί τοις ηττημένοις!”»
Εκείνη ακριβώς την εποχή είχε συλλάβει για πρώτη φορά την ιδέα ότι η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων σε πολύ μικρό βαθμό επηρεάζεται από λογικότητα και συνειδητούς σκοπούς, τουναντίον κατά κανόνα υπακούει σε ζωώδη ένστικτα (τα οποία ο Παρέτο αποκαλεί «κατάλοιπα»), όπως λ.χ. το ένστικτο της διατήρησης της αγέλης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της μέριμνας για κατοχή των αναγκαίων προς την αυτοσυντήρηση κ.λπ. Την άποψη αυτή διατύπωσε για πρώτη φορά το 1900, σε ένα εκτενές άρθρο του στην «Ιταλική Επιθεώρηση της Κοινωνιολογίας» («Rivista Italiana di Sociologia», 1897 – 1923).
«Μακιαβελιστής» Κοινωνιολόγος: Τα αμέσως επόμενα χρόνια βεβαιώθηκε για την βαθύτατη μυωπία των οικονομικών συστημάτων σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα των κοινωνιών, και, πάντοτε στα πλαίσια του «Νεοκλασικισμού», προχώρησε στην αναζήτηση μιας γενικής θεωρίας των κοινωνιών. Το 1906 εξέδωσε το «Εγχειρίδιον Πολιτικής Οικονομίας» («Manuale di Economia Politica») και παραιτήθηκε για λόγους υγείας (του εκδηλώθηκε καρδιακή νόσος) από το Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, στο οποίο όμως συνέχισε να δίνει περιοδικές διαλέξεις με θέμα τον γνωστό διπλωμάτη των αρχών του 16ου αιώνα Νικολό Μακιαβέλι (Niccolò di Bernardo dei Machiavelli, 1469 – 1527), στις οποίες εξηγούσε την επιστημονική αξία του βιβλίου του τελευταίου «Ο Ηγεμών» («De Principatibus / Il Principe»).
Πάσχοντας επίσης από άγχος και αϋπνία, από τα οποία κατέληγε να περνάει νύχτες ολόκληρες μελετώντας την βιβλιοθήκη του παρέα πάντα με ένα ακριβό κρασί, εξέδωσε μερικά ακόμη βιβλία και το 1916 στην Φλωρεντία την «Πραγματεία της Γενικής Κοινωνιολογίας» («Trattato di Sociologia Generale»). Η σταθερή έκτοτε κατεύθυνση του Παρέτο στην κοινωνιολογική του αναζήτηση ήταν η «κοινωνικο-οικονομική ισορροπία» («equilibrium»), την οποία παρέλαβε από τον προκάτοχό του στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης καθηγητή Μαρί Βαλράς.
Η «Θεωρία της Βέλτιστης Ανακατανομής»
Οι οικονομικοί προβληματισμοί του Παρέτο που αποζητούσε μία «οικονομική επιστήμη της ευημερίας» κινήθηκαν γύρω από την έννοια της «χρησιμότητας» («utility») όχι όμως ως ατομική ή συλλογική ευημερία όπως εν γένει γινόταν έως τότε κατανοητή, αλλά ως οικονομική συμπεριφορά με βάση του τι είναι ισχυρά επιθυμητό υπό την έννοια της προσωπικής «ωφέλειας» («ophelimity») ενός όρου που εισήγαγε για πρώτη φορά το 1896 στον πρώτο τόμο του «Cours d’ économie politique professé à l’ université de Lausanne»: λ.χ. ο μορφινομανής αντλεί «ωφέλεια» από την μορφίνη, δίχως να απολαμβάνει κανενός είδους «ευημερία». Υποστηρίζοντας, πολύ σωστά, ότι είναι ανεπίτρεπτο το να επιδιώκει ένα άτομο ή ομάδα ατόμων την δική τους υλική ικανοποίηση μέσω της μείωσης της υλικής ικανοποίησης άλλων ατόμων ή ομάδων ατόμων, έθεσε στο κέντρο της δικής του θεωρίας την ανάγκη για ύπαρξη και λειτουργία κανόνων δικαίου υπεράνω των ανταγωνιστικών «αγορών» του Φιλελευθερισμού. Στα πλαίσια λοιπόν της πολύ συγκεκριμένης αναζήτησής του, ο Παρέτο ανέπτυξε 2 θεωρήματα ευημερίας, σύμφωνα με τα οποία:
1. Μια κατανομή πόρων θεωρείται όντως αποτελεσματική, όταν δεν υπάρχει άλλη που θα βελτίωνε την θέση ενός ατόμου, δίχως να επιδεινώσει την θέση κάποιου άλλου, και
2. Αποτελεσματική κατανομή πόρων επιτυγχάνεται μόνον μέσω αποκεντρωμένων συστημάτων τιμών και ανταγωνισμού, που υπόκεινται όμως σε σαφείς κανόνες δικαίου.
Από εκεί ο Παρέτο οδηγήθηκε στην «Θεωρία της Βέλτιστης Ανακατανομής» σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία μοναδική και συγκεκριμένη αναλογία κατανομής του πλούτου, κάθε απόκλιση από την οποία χειροτερεύει πάντα την θέση κάποιου ή κάποιων μερών, αφού κανένα μέρος δεν μπορεί να αυξήσει τους πόρους ή τον συσσωρευμένο πλούτο του δίχως να αφαιρεθούν ισόποσοι πόροι ή πλούτος από άλλο ή άλλα μέρη. Αφορμή για την θεωρία του ήταν η διαπίστωση που έκανε ο Παρέτο το 1906 ότι το 80% των εκτάσεων της Ιταλίας ανήκε σε μόνον το 20% του πληθυσμού. Η θεωρία της «Βέλτιστης Ανακατανομής» κατευθύνει συνεπώς προς ένα «Άριστο Κριτήριο». Αυτό το περίφημο «κατά Παρέτο κριτήριο» εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή κοινωνική ευημερία, αναζητώντας το σημείο όπου η βελτίωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων γίνεται χωρίς την ίδια ώρα να χειροτερεύει την θέση κάποιου άλλου ή άλλων.
Συγγενής του «Αρίστου Κριτηρίου» είναι επίσης ο «μαθηματικός νόμος του Παρέτο», κατά τον οποίο σε κάθε κατάσταση οι ζωτικοί και ουσιώδεις παράγοντες είναι λίγοι (περίπου 20%), ενώ οι επουσιώδεις πολλοί (περίπου 80%), αυτός δε ο κατά προσέγγιση κανόνας 20/80 ισχύει παντού, από την ανθρώπινη οικονομία (λ.χ. το περίπου 80% των κερδών μιας επιχείρησης προέρχεται από το περίπου 20% των πελατών της) και την οργάνωση (το περίπου 20% των μελών μιας συλλογικότητας παράγουν το περίπου 80% του αποτελέσματος) μέχρι τον φυσικό κόσμο. Με βάση αυτόν τον κανόνα, εάν καταβληθεί το περίπου 20% μιας προσπάθειας προκύπτει το 80% του αποτελέσματος. Από την άλλη, για να προκύψει το υπόλοιπο (εάν κριθεί ουσιώδες) 20% του αποτελέσματος απαιτείται να καταβληθεί το 80% της προσπάθειας που απομένει.
Η «Θεωρία των Κοινωνικών Κύκλων»
Την «Θεωρία των Κοινωνικών Κύκλων» ανέπτυξε ο Παρέτο για πρώτη φορά το 1916 στο δοκίμιό του «Trattato di Sociologia Generale». Σύμφωνα με αυτήν, η πραγματική και διαχρονική κοινωνικοπολιτική σύγκρουση είναι ανάμεσα σε δύο βασικούς τύπους πολιτικών υποκειμένων, δηλαδή ανάμεσα στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν ή να καθιερώσουν νέα δεδομένα («αλεπούδες», που χαρακτηρίζονται από την ευφυϊα και την στρατηγική τους) και σε εκείνους που ενδιαφέρονται να υπερασπιστούν με κάθε μέσο τα ισχύοντα και τα καθιερωμένα («λέοντες», που χαρακτηρίζονται από δύναμη και αποφασιστικότητα). Πολιτική ακινησία υπάρχει όταν οι κυβερνώμενοι είναι «λέοντες» και οι κυβερνώντες είτε «αλεπούδες» είτε «λέοντες».
Αστάθεια προκύπτει όταν κάποιοι από τους κυβερνώμενους μεταμορφώνονται σε «αλεπούδες». Εάν οι κρατούντες δεν προλάβουν έγκαιρα να αφομοιώσουν την νέα αυτή μη κυβερνώσα ελίτ, τότε η ανατροπή τους είναι αναπόφευκτη. Υπό αυτή την έννοια, «η Ιστορία είναι ένα απέραντο νεκροταφείο αριστοκρατιών», είτε καθεστωτικών που ανατράπηκαν, είτε επαναστατικών που απέτυχαν να ανατρέψουν.
Αλεπούδες: κυβερνούν προσπαθώντας να πετύχουν συναίνεση, δεν είναι πρόθυμες να καταφύγουν στη βία, είναι έξυπνες και πανούργες, επιχειρηματικές, καλλιτεχνικές-πνευματικές και καινοτόμες. Ο ανθρωπισμός τους σε καιρό κρίσης οδηγεί στο συμβιβασμό και στον πασιφισμό => εξασθένιση καθεστώτος.
Λιοντάρια: δυνατοί, σταθεροί και ακέραιοι άνθρωποι. – Ψυχροί και στερούμενοι φαντασίας είναι πάντα πρόθυμοι να προσφύγουν στη βία για την επιβολή των θέσεών τους ή για την υπεράσπισή τους. – Υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων τόσο στο κράτος όσο και στην κοινωνία πολιτών. – Στρατεύονται υπέρ της δημόσιας τάξης, της θρησκείας και της πολιτικής ορθοδοξίας.
Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των δύο τύπων ελίτ είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Η ιστορία είναι η διαδικασία κυκλοφορίας μεταξύ αυτών των δύο τύπων ελίτ. Το ιδεώδες σύστημα διακυβέρνησης θα αντανακλούσε μια ισορροπία δυνάμεων που θα περιείχε χαρακτηριστικά στοιχεία τόσο των «λιονταριών» όσο και των «αλεπούδων».
Ενδιαφέρουσα είναι στο ίδιο βιβλίο η περιγραφή από τον Παρέτο της τέχνης της διακυβέρνησης ως διαχείρισης των ανθρώπινων προκαταλήψεων: «η τέχνη της διακυβέρνησης είναι το να μπορεί να βρίσκει κάποιος τους τρόπους με τους οποίους θα εκμεταλλευθεί τις ανθρώπινες προκαταλήψεις, αντί να ξοδεύεται ο ίδιος στην μάταια προσπάθεια να τις εξαφανίσει, κάτι που κατά κανόνα καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να τις γιγαντώσει. Εκείνος που έχει την ικανότητα ν’ απελευθερώσει τον εαυτό του από την τυραννία των δικών του συναισθημάτων, είναι αυτομάτως και ικανός να εκμεταλλευθεί τα συναισθήματα των άλλων υπέρ των δικών του στόχων. Ο καλύτερος πολιτικός, τόσο για την παράταξή του όσο και για τον εαυτό του, είναι ο δίχως προκαταλήψεις άνθρωπος που γνωρίζει πώς να επωφελείται από τις προκαταλήψεις των άλλων».
Η «Θεωρία των Ελίτ»
Ως κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, ο Παρέτο ανέπτυξε τέλος την «Θεωρία των Ελίτ», που στις αρχές του 20ου αιώνα ύψωσε ισχυρό φράγμα απέναντι στον προελαύνοντα τότε Μαρξισμό, ο οποίος επέμενε να ορίζει την πολιτική ζωή αποκλειστικά ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης, με τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς ηγέτες να αποτελούν τίποτε περισσότερο από εκπροσώπους ταξικών συμφερόντων. Την πρώτη ανάπτυξη της «Θεωρίας των Ελίτ» έκανε το 1900 σε ένα κείμενό του στην «Rivista Italiana di Sociologia» με τίτλο «Un’ applicazione di teorie sociologiche», που αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά ως «Η άνοδος και η πτώση των ελίτ» («The Rise and Fall of the Elites»).
Για τον Παρέτο, η πολιτική ζωή στην ιστορική διαχρονία δεν είναι παρά ακατάπαυστη σύγκρουση ανάμεσα σε διάφορες ελίτ, που όμως δεν είναι κληρονομικές αλλά μέλη τους μπορούν να γίνουν άνθρωποι προερχόμενοι από όλες τις τάξεις και τα στρώματα της κοινωνίας. Οι ελίτ δεν είναι εκτροπές του πολιτικού σχήματος αλλά αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία κάθε κοινωνικής οργάνωσης, πηγάζουσες από αυτή την ίδια την ανθρώπινη φύση και άρα κοινωνικά και πολιτικά αναπόφευκτες. Οι άνθρωποι πάντοτε διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την δύναμη, την ευφυϊα, την έμπνευση και την ηθική συγκρότηση, δημιουργώντας έτσι διάφορους τύπους ελίτ, διαφορετικού είδους η κάθε μία.
Πολιτική ελίτ συγκροτείται αυτομάτως άπαξ και κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν τις ικανότητες που αναγνωρίζει και επιβραβεύει η εκάστοτε μορφή κοινωνίας, ακόμη και αρνητικές, όπως λ.χ. την διαφθορά σε μία διεφθαρμένη κοινωνία. Για τον Παρέτο, η ιδιαίτερη φύση και τα επιτεύγματα της κάθε κοινωνίας είναι ουσιαστικά η ιδιαίτερη φύση και τα επιτεύγματα της ελίτ της. Ομοίως, το παρελθόν της απλώς αντανακλά την ιστορία της ελίτ της, το δε μέλλον της είναι προδιαγεγραμμένο σύμφωνα με τις επιδιώξεις, δυνατότητες και επιλογές της ελίτ της.
Η ελίτ αποτελεί αντίπαλο της μάζας, δίχως όμως ευθεία σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, επειδή η κατανομή των ιδιοτήτων είναι συνεχής, σε μία ομαλή καμπύλη, όμοια με την κατανομή του πλούτου. Διάδοχοι του Παρέτο στην «Θεωρία των Ελίτ», την οποία βεβαίως συμπλήρωσαν ή διαφοροποίησαν, υπήρξαν οι Γκαετάνο Μόσκα (Gaetano Mosca, 1858 – 1941) και Ρομπέρτο Μιχέλς (Roberto Michels, 1876 – 1936).
«Ο Νίτσε της Κοινωνιολογίας»
Ανενδοίαστα ο Παρέτο έδειχνε τις επιρροές του από την κοινωνιολογία του Κάρολου Μαρξ (του οποίου όμως απέρριπτε, όπως είδαμε παραπάνω, την βασισμένη στον «ιστορικό υλισμό» οικονομική θεωρία), την πολιτική θεωρία του Νικολό Μακιαβέλι και τις ιδέες του Γάλλου φιλοσόφου και ιδρυτή του Αναρχοσυνδικαλισμού Ζωρζ Σορέλ (Georges Eugène Sorel, 1847 – 1922, στενό του φίλο όπως αποδεικνύει η μεταξύ τους αλληλογραφία την οποία δημοσίευσε ο De Rosa). Την προσωπικότητα και το έργο του Σορέλ είχε εκθειάσει με μακρό κείμενό του σε ένα αφιέρωμα της επιθεώρησης «Φιλελεύθερη Επανάσταση» («La Rivoluzione Liberale») στις 14 Δεκεμβρίου 1922.
«Κάθε λαός που τρέμει το αίμα σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην γνωρίζει πώς να υπερασπισθεί τον εαυτό του, αργά ή γρήγορα θα γίνει το θήραμα ενός πολεμοχαρούς λαού ή κάποιου άλλου. Ίσως δεν υπάρχει ούτε καν ένα μέτρο γης πάνω στην υφήλιο, που να μην έχει κατακτηθεί με το σπαθί κάποια στιγμή και να μην το έχει διατηρήσει με την δύναμη ο λαός που το κατέχει», έγραψε ο Παρέτο στα πλαίσια των γενικότερων θέσεών του ότι την Ιστορία διαμορφώνουν κατά κανόνα οι μη λογικές δυνάμεις και ότι αποτελεί αναγκαιότητα η αντιμετώπιση της βίας με βία. Αυτές οι θέσεις του έκαναν κάποιους να τον θεωρήσουν διάδοχο του Φρειδερίκου Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1844 – 1900), ενώ «Νίτσε της κοινωνιολογίας» ήταν ο τίτλος που του απένειμε το 1927 σε άρθρο του στο «Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik» ο γνωστός Τσέχος πολιτικός επιστήμονας Όττο Ζίγκλερ (Heinz Otto Ziegler, 1903 – 1944).
Ιδεολογική Περιθωριοποίηση
Εχθρός όλων των πολιτικών ιδεολογιών, ο Παρέτο απέφυγε συστηματικά να προτείνει «τι πρέπει να γίνεται», περιοριζόμενος ως πολιτικός επιστήμονας και όχι πολιτικός στο να αναλύει «αυτό που ήδη γίνεται», δηλαδή στην ιστορική πραγματικότητα. Παρά το ότι σαφώς αναγνώριζε τις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αντιμετώπιζε απροκάλυπτα και ανενδοίαστα ως απάτες ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως ανόητες ονειροπολήσεις όλες τις πολιτικές προσδοκίες που αναφέρονταν ή στηρίζονταν στις ανθρώπινες μάζες. Αυτή η απομάκρυνσή του από τον ισοπεδωτισμό στον οποίο είχε παγιδευτεί το δημοκρατικό κίνημα ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τον έκανε εύκολο στόχο ώστε μετά από τον θάνατό του να επιχειρηθεί η ιδεολογική του περιθωριοποίηση, με χαρακτηρισμούς όπως «Κάρλ Μαρξ της Μπουρζουαζίας», αλλά και «Μαρξ του Φασισμού» (στο αμερικανικό «Economic Forum», 1933).
Για τον δεύτερο χαρακτηρισμό έγινε εκμετάλλευση του γεγονότος ότι ένθερμος θαυμαστής του Παρέτο δήλωνε ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini, 1883 – 1945), ο οποίος είχε παρακολουθήσει παλαιότερα δύο διαλέξεις για τον Μακιαβέλι και τελικά, ενώ ετοίμαζε την «πορεία» του προς την Ρώμη, του προσέφερε το 1923 μία τιμητική θέση στην Γερουσία και τον προσκάλεσε να γράφει στο προσωπικό περιοδικό του Μουσολίνι «Γεραρχία» («Gerarchia»). Ο Παρέτο, που είχε διαμαρτυρηθεί όταν οι φασίστες κατήργησαν την ελευθερία έκφρασης στα ιταλικά πανεπιστήμια, δεν δέχθηκε τις θέσεις και λίγους μήνες αργότερα, στις 19 Αυγούστου 1923, πέθανε στην Γενεύη σε ηλικία 75 ετών.
Οι διάφοροι θεωρητικοί του ιταλικού Φασισμού εξακολούθησαν ωστόσο και μετά τον θάνατό του να του αποδίδουν τις πηγές της δικής τους ιδεολογίας, παρά το ότι κατά κανόνα δήλωναν παράλληλα ότι ο ίδιος δεν ήταν φασίστας (αντίθετα άλλωστε από αυτό που η άγνοια κάνει τους πολλούς σήμερα να πιστεύουν, ο ελιτισμός ήταν όλως απεχθής για το μουσολινικό καθεστώς, που τον εκλάμβανε ως «σνομπισμό», πλήρως ασυμβίβαστος με τον λαϊκό / μαζικό προσανατολισμό του Φασισμού). Αντίθετα, οι «αντιφασίστες», κυρίως Αμερικανοί, επέμειναν στο να χαρίζουν ανενδοίαστα τον Παρέτο στον Φασισμό, βλέποντας στην προσπάθειά του με μία επιστολή προς τον Μουσολίνι να αποτρέψει τον διωγμό ανθρώπων μόνο και μόνο για τις ιδέες τους, προτροπή σε πάταξη των στην πράξη αντιστασιακών «αφήστε τα κοράκια να κρώζουν, μπορείτε να είστε ανηλεείς μόνον όταν πρόκειται για πράξεις».
O εισηγητής πάντως της θεωρίας της «κοινωνικής κινητικότητας» Πιτιρίμ Σορόκιν (Pitirim Alexandrovich Sorokin, 1889 – 1968) τον κατέταξε ανενδοίαστα στους τρεις μεγαλύτερους κοινωνιολόγους του καιρού του μαζί με τους Μαξ Βέμπερ (Max Weber, 1864 – 1920) και Εμίλ Ντύρκχαϊμ (David Émile Durkheim, 1858 – 1917), ενώ το 1936 το έργο του επαινέθηκε από τον μετέπειτα πρόεδρο της «Αριστοτελικής Εταιρείας» Ρωσοεβραίο Μόρις Γκίνσμπεργκ (Morris Ginsberg, 1889 – 1970) στην αγγλική «Κοινωνιολογική Επιθεώρηση» («The Sociological Review», στο άρθρο «The Sociology of Pareto») και επίσης έτυχε θερμής υποδοχής από το αμερικανικό κοινό όταν η «Saturday Review» του αφιέρωσε την ίδια χρονιά ένα ολόκληρο τεύχος της. Λίγα χρόνια μετά όμως, στην διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, το κλίμα είχε αλλάξει εντελώς και ο Παρέτο αντιμετωπιζόταν τώρα ως κύριος θεωρητικός του εχθρού και φυσικά ως … «φασίστας».
Από το 1964 έως το 2005 ο Giovanni Busino επιμελήθηκε στην Γενεύη την έκδοση των «Απάντων» του Παρέτο σε 32 τόμους με τίτλο «Oeuvres complètes de Vilfredo Pareto», ενώ ο Τζέφρι Μίτσελ παραδέχθηκε το 1968 στο «A Hundred Years of Sociology» (σελ. 115) πως «δεν είναι δυνατόν να γράψει κανείς την Ιστορία της Κοινωνιολογίας χωρίς ν’ αναφερθεί στον Παρέτο».
Βιβλιογραφία: Ραϋμόν Αρόν, «Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης – Ντυρκέμ, Παρέτο, Βέμπερ», Αθήνα, 1984. Ο Ραϋμόν Αρόν (Raymond Aron) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και δημοσιολόγος που στις μεταπολεμικές κοινωνιολογικές του μελέτες ασχολήθηκε κυρίως με την ανάλυση της σύγχρονης τεχνοκρατικής κοινωνίας και άσκησε έντονη κριτική στον Μαρξισμό: «Το όπιο των διανοουμένων» (L’ Opium des intellectuels) 1955.
@Ηω Αναγνώστου /businesslife.gr 2010
το διαβάσαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου