Είμαι αλήτης στη χώρα των θαυμάτων, ορατό αποτέλεσμα αοράτων
Είμαστε αλήτες στην χώρα των θαυμάτων, βλέπουμε αλήθειες εν μέσω οραμάτων
Πήρα κουράγιο και πριν προλάβω να ησυχάσω
ήπια ρουτίνα να μικρύνω να περάσω
σε ένα κόσμο καινούριο ξένο
που είναι όλα εδώ τόσο μικρά μα εγώ επιμένω.
Να 'χω τη νύχτα ένα βήμα από τη μέρα
να φωνάζω στο φεγγάρι καλημέρα
να ταξιδεύω σε καινούρια μονοπάτια
εκεί που χάνεται ο χρόνος απ' τα μάτια.
Ωωω χω! Και τι ωραία!
Γίνομαι πιόνι σε μια μαγική σκακιέρα
για να κερδίσω πρέπει να φαω τον βασιλιά
μα είμαι μόνος δεν ακούγεται μιλιά.
Και πριν το τέλος σαλτάρω πάλι
για να κερδίσω θέλει στέμμα στο κεφάλι
που να το βρω εγώ εδώ την κοπανάω
κι αρχίζω λεει να τρέχω να πηδάω.
Παίρνω από πίσω το λαγό χωρίς να νοιάζομαι εγώ
αν μπορέσω να γλιτώσω ή αν θα πνιγώ
εκεί που χώνεται βαθιά μέσα στο χώμα για να μπει
πάω και εγώ κρυφά από πίσω μη με δει.
Κι όταν τινάχτηκα και βγήκα από το χώμα
έμεινα ώρα μ' ανοιχτό και κρεμασμένο ρε το στόμα
όσα έβλεπα ήταν μικρά μα εγώ μεγάλος
και πολύ το ευχαριστιόμουνα που ένοιωθα ένας άλλος.
Δυνατός πολύ για πρώτη μου φορά
μέχρι που σκέφτηκα γιατί και μου κόπηκε η χαρά
ένοιωσα κυνηγός εν ελέω θηραμάτων
ένας αλήτης στη χώρα των θαυμάτων.
Είμαι αλήτης στη χώρα των θαυμάτων
ορατό αποτέλεσμα αοράτων
είμαι αλήτης στη χώρα των θαυμάτων
βλέπω αλήθεια εν μέσω οραμάτων.
Ω, κι έπεσα κάτω
κι είδα απέναντι ένα χαμογελαστό χοντρούλη γάτο
να μου κουνάει την ουρά να μου στέλνει και φιλιά
να μου μιλάει με την δικιά μου τη μιλιά.
Να μου γελάει, να με κοιτάει φιλικά
μα τα μάτια του εμένα μου έμοιαζαν διαβολικά
τότε φοβήθηκες παρέα μου όνειρό μου
πήρε τη φάτσα απ' το παλιό το αφεντικό μου.
Τότε σαλτάρω να τον πνίξω ρε το γάτο
κι όπως τον βούτηξα γλιστράω και φτάνω μόνος μου στον πάτο
Ω, κι έχει σκοτάδι παντού
και το χώμα που πατάω έχει το χρώμα του ουρανού.
Και φοβάμαι να μην πέσω και τ' αγγίζω με τα χέρια
και αρχίσαν το τραγούδι όλα τα αστέρια
κοιτάω ψηλά και βλέπω γη
τότε με σπρώχνει για να βγει λεει η αυγή.
Κυνηγημένη από ένα κόκκινο φεγγάρι
και στο βάθος ένα τεράστιο μανιτάρι
να μεγαλώνει, να αφήνει σκόνη
και την ψυχή μου το κακό σαν να πλακώνει.
Τότε ένα χέρι με παίρνει πάνω
και εγώ φοβήθηκα μήπως και ήρθε η ώρα να πεθάνω
κι είπα να κλάψω, μα δε γαμιέται
έχουμε άλλο ένα κουπλέ και όποιος βαριέται
να βρει το άσπρο στον κύκλο των χρωμάτων,
ας γίνει αλήτης στη χώρα των θαυμάτων.
Ορατών τε πάντων και αοράτων
είμαι αποτέλεσμα δικών σας πειραμάτων
κυνηγημένος από βαλέδες και ρηγάδες
από βασίλισσες που δέρνουν βασιλιάδες.
Μα το κεφάλι μου στο δήμιο δε χαρίζω
μπαίνω ξανά μες τον καθρέφτη και γυρίζω
στον κόσμο τον δικό μου των άψυχων πραγμάτων
κουράστηκα, ο αλήτης, στη χώρα των θαυμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου