Κάθησα στο παγκάκι της μικρής πλατείας και την άραξα. Τέντωσα τα
πόδια και κοίταξα ψηλά αυτό τον χειμωνιάτικο ουρανό και χαμογέλασα. Οι
κόποι μιας ζωής που είχαν στόχο να μην φτάσω πουθενα ένοιωθαν επί τέλους
δικαιωμένοι. Δεν με μπορείτε να με εκβιάσετε. Ο πατέρας μου όταν ήμουν
παιδί, αυτό μου είχε δώσει σαν συμβουλή κι ευχή. Να φέρεις τη ζωή σου
έτσι ώστε να μην μπορεί να σε εκβιάσει κανείς...
Ετσι αυθόρμητα λοιπόν, κάτω από τη χειμωνιάτικη νύχτα, σ΄αυτό το απειλητικό τοπίο που έχει μετατρέψει τη χαρά της ζωής σε φόβο.. η απάντηση φθάνει σαν πεφτάστερο. Από μένα θα πάρετε από τα τρία το μακρύτερο. Ετσι απλά χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς περιττές κουβέντες. Πως το είχε πει ο ποιητής? Δεν έχω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαιι ελεύθερος.
Δεν έχω τίποτα που να σας κινεί το ενδιαφέρον, δεν ελπίζω σε τίποτα από τις αηδίες που λέτε, είμαι ελεύθερη να επιλέξω να σας αγνοώ. Ακόμα και να δέσεις έναν άνθρωπο χειροπόδαρα, υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις, πόσο μακριά φτάνει η σκέψη του. Εμενα π.χ. αυτή τη στιγμή έχει περάσει τα σύνεφα, έχει ξεφύγει από το ηλιακό σύστημα, έχει ταξιδέψει κάπου δέκα γαλαξίες πιο πέρα, κι έχει κατασκηνώσει σ΄ενα πλανήτη που δεν τον έχετε βρει ακόμα. Γιατί έτσι γουστάρω...
Μιλάς στο χαζοκούτι και υπάρχεις όσο εγώ το έχω ανοικτό. Αν το κλείσω είσαι ανύπαρκτος. Αισθάνεσαι κυριάρχος του παιχνιδιού όσο εγώ παίζω μαζί σου. Αν γυρίσω από την άλλη και δεν σε βλέπω, δεν υπάρχεις κι αν το ζορίσω περισσότερο, μπορώ να μην γυρίσω καν από την άλλη, μπορείς να είσαι μπροστά μου και να μην υπάρχεις στο δικό μου σύμπαν.
Μπορώ να βάλω στη ζυγαριά τι είναι σημαντικό και να σε πετάξω έξω οποιαδήποτε στιγμή. Μπορώ να κρατήσω πάνω στη ζυγαριά ένα αδέσποτο σκυλί από σένα, τις εντολές σου, τους νόμους σου. Γιατί μπορώ? Γιατί δεν μπορείς να με τρομάξεις. Γιατί δεν μπορείς να με τρομάξεις? Γιατί όλα αυτά που διαλαλείς σαν σημαντικά και ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή μου, τα θεωρώ ΓΕΛΟΙΑ και ΑΣΗΜΑΝΤΑ.
Δεν μπορείς να με εκβιάσεις λεγοντας μου πως θα μου αφαιρέσεις όλα αυτά που είναι ασήμαντα περιτυλίγματα σε μια ΣΤΗΜΕΝΗ καθημερινότητα. Κάτω από αυτή τη χειμωνιάτικη απόλυτη σκοτεινιά , χαμογελώ γιατί είμαι τόσο πλούσια, ζάπλουτη και τα αγαθά που κατέχω δεν μπορείς να τα αγγίξεις. Μπορείς να διανοηθείς πόσο αδύναμος είσαι μπροστά μου? Ακόμα και το γατάκι που έχω στο σπίτι έχει περισσότερη δύναμη επάνω μου από σένα, ανόητε χαρτογιακά, αχυράνθρωπε, ανιαρή κουραδομηχανή..
Ξέρεις πόσοι υπάρχουν σαν και μένα? Πολλοί. Πάρα πολλοί πλέον. Κοντά στα σκιάχτρα που έχτιζες με τόση επιμέλεια μέσα στο χωράφι σου, σου ξέφευγαν κάτι σποράκια και φτύτρωναν δεξιά κι αριστερά έτσι τυχάρπαστα, και μεγάλωσαν. Γίναν καρπός και φτιάξαν χωράφι μες το χωράφι σου .. αόρατο.
Γέννησες απελπισμένους, γέννησες φοβισμένους, γέννησες πρόβατα υπάκουα, λαχταριστούς μεζέδες στο πιάτο σου, αλλά κοντά σ΄αυτά σου προέκυψαν και κάτι σκληρόπετσα ζωντανά που δεν μασιούνται με τίποτα. Είναι η υποσημείωση στο συμβόλαιο που άφησες για αργότερα, τα ψιλά γράμματα που αγνόησες, η λαδιά πάνω στη σελίδα που δε φεύγει με τίποτα.
Είναι οι άνθρωποι που δεν εκβιάζονται δεν φοβούνται και σε γράφουν κανονικά όσο και να ουρλιάζεις τις βλακείες σου. Πως είπες? Θα βρεις τρόπο να τους τσακίσεις? Να τσακίσεις τι? Υπάρχουν όνειρα που έχουν σφραγισμένες τις πόρτες στους εισβολείς. Υπάρχουν πλανήτες που δεν έχουν φτάσει ακόμα οι δορυφόροι σου. Υπάρχουν κήποι μυστικοί που κατοικούνε πλάσματα που αγαπάνε τη νύχτα, δεν τη φοβούνται.
Μπορεί να γίνεις ο κυριάρχος των παλιόχαρτων, ο άρχοντας των στατιστικών και των εξισωσεων, μπορείς να διαφεντεύεις τις ζωές των φοβισμένων και απελπίσμενων ανθρωπάκων, αλλά δεν μπορείς να απειλήσεις ότι δεν φτάνεις. Είσαι πολύ κοντός για να φτάσεις σε μερικά ύψη. ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ. Είσαι λιγότερο κι από το τίποτα στη χώρα του κανένα.
Στη χώρα με τους λίγους κατοίκους και τα μεγάλα πλούτη. Σε τσιγγλάω έτσι για το χαβαλέ. Ναι έχει πολύ πλούτο στη χώρα των αόρατων αλλά δεν μπορείς ούτε καν να πλησιάσεις ηλίθιε.
Κι όσο απειλείς, τόσο γελάμε. Οσο παριστάνεις το λύκο, τόσο οι αληθινοί λύκει φτιάχνουν στομάχι από τα γέλια.
Τη καλήμέρα μου από τη χώρα τη μικρή πλατεία. Μη τη ψάξεις. Είναι περιττό. Ποτέ δεν τη βρήκες. Αιώνες τώρα. Κι ούτε πρόκειται.
Καλως ήρθες χάος. Καλως ήρθες μεγάλη νύχτα. Εδώ είμαστε. Κάνει κρύο αλλά έχουμε γερή γούνα. Και δυνατό βλέμμα. Κι αυτή η όσφρηση.. Αυτή η όσφρηση μας προφύλαξε πάντα από τις φόλες. Αλίμονο σ΄αυτούς που η ζωή τους είναι γεμάτη μόνο από τέτοιες, πλέον..
Ετσι αυθόρμητα λοιπόν, κάτω από τη χειμωνιάτικη νύχτα, σ΄αυτό το απειλητικό τοπίο που έχει μετατρέψει τη χαρά της ζωής σε φόβο.. η απάντηση φθάνει σαν πεφτάστερο. Από μένα θα πάρετε από τα τρία το μακρύτερο. Ετσι απλά χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς περιττές κουβέντες. Πως το είχε πει ο ποιητής? Δεν έχω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαιι ελεύθερος.
Δεν έχω τίποτα που να σας κινεί το ενδιαφέρον, δεν ελπίζω σε τίποτα από τις αηδίες που λέτε, είμαι ελεύθερη να επιλέξω να σας αγνοώ. Ακόμα και να δέσεις έναν άνθρωπο χειροπόδαρα, υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις, πόσο μακριά φτάνει η σκέψη του. Εμενα π.χ. αυτή τη στιγμή έχει περάσει τα σύνεφα, έχει ξεφύγει από το ηλιακό σύστημα, έχει ταξιδέψει κάπου δέκα γαλαξίες πιο πέρα, κι έχει κατασκηνώσει σ΄ενα πλανήτη που δεν τον έχετε βρει ακόμα. Γιατί έτσι γουστάρω...
Μιλάς στο χαζοκούτι και υπάρχεις όσο εγώ το έχω ανοικτό. Αν το κλείσω είσαι ανύπαρκτος. Αισθάνεσαι κυριάρχος του παιχνιδιού όσο εγώ παίζω μαζί σου. Αν γυρίσω από την άλλη και δεν σε βλέπω, δεν υπάρχεις κι αν το ζορίσω περισσότερο, μπορώ να μην γυρίσω καν από την άλλη, μπορείς να είσαι μπροστά μου και να μην υπάρχεις στο δικό μου σύμπαν.
Μπορώ να βάλω στη ζυγαριά τι είναι σημαντικό και να σε πετάξω έξω οποιαδήποτε στιγμή. Μπορώ να κρατήσω πάνω στη ζυγαριά ένα αδέσποτο σκυλί από σένα, τις εντολές σου, τους νόμους σου. Γιατί μπορώ? Γιατί δεν μπορείς να με τρομάξεις. Γιατί δεν μπορείς να με τρομάξεις? Γιατί όλα αυτά που διαλαλείς σαν σημαντικά και ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή μου, τα θεωρώ ΓΕΛΟΙΑ και ΑΣΗΜΑΝΤΑ.
Δεν μπορείς να με εκβιάσεις λεγοντας μου πως θα μου αφαιρέσεις όλα αυτά που είναι ασήμαντα περιτυλίγματα σε μια ΣΤΗΜΕΝΗ καθημερινότητα. Κάτω από αυτή τη χειμωνιάτικη απόλυτη σκοτεινιά , χαμογελώ γιατί είμαι τόσο πλούσια, ζάπλουτη και τα αγαθά που κατέχω δεν μπορείς να τα αγγίξεις. Μπορείς να διανοηθείς πόσο αδύναμος είσαι μπροστά μου? Ακόμα και το γατάκι που έχω στο σπίτι έχει περισσότερη δύναμη επάνω μου από σένα, ανόητε χαρτογιακά, αχυράνθρωπε, ανιαρή κουραδομηχανή..
Ξέρεις πόσοι υπάρχουν σαν και μένα? Πολλοί. Πάρα πολλοί πλέον. Κοντά στα σκιάχτρα που έχτιζες με τόση επιμέλεια μέσα στο χωράφι σου, σου ξέφευγαν κάτι σποράκια και φτύτρωναν δεξιά κι αριστερά έτσι τυχάρπαστα, και μεγάλωσαν. Γίναν καρπός και φτιάξαν χωράφι μες το χωράφι σου .. αόρατο.
Γέννησες απελπισμένους, γέννησες φοβισμένους, γέννησες πρόβατα υπάκουα, λαχταριστούς μεζέδες στο πιάτο σου, αλλά κοντά σ΄αυτά σου προέκυψαν και κάτι σκληρόπετσα ζωντανά που δεν μασιούνται με τίποτα. Είναι η υποσημείωση στο συμβόλαιο που άφησες για αργότερα, τα ψιλά γράμματα που αγνόησες, η λαδιά πάνω στη σελίδα που δε φεύγει με τίποτα.
Είναι οι άνθρωποι που δεν εκβιάζονται δεν φοβούνται και σε γράφουν κανονικά όσο και να ουρλιάζεις τις βλακείες σου. Πως είπες? Θα βρεις τρόπο να τους τσακίσεις? Να τσακίσεις τι? Υπάρχουν όνειρα που έχουν σφραγισμένες τις πόρτες στους εισβολείς. Υπάρχουν πλανήτες που δεν έχουν φτάσει ακόμα οι δορυφόροι σου. Υπάρχουν κήποι μυστικοί που κατοικούνε πλάσματα που αγαπάνε τη νύχτα, δεν τη φοβούνται.
Μπορεί να γίνεις ο κυριάρχος των παλιόχαρτων, ο άρχοντας των στατιστικών και των εξισωσεων, μπορείς να διαφεντεύεις τις ζωές των φοβισμένων και απελπίσμενων ανθρωπάκων, αλλά δεν μπορείς να απειλήσεις ότι δεν φτάνεις. Είσαι πολύ κοντός για να φτάσεις σε μερικά ύψη. ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ. Είσαι λιγότερο κι από το τίποτα στη χώρα του κανένα.
Στη χώρα με τους λίγους κατοίκους και τα μεγάλα πλούτη. Σε τσιγγλάω έτσι για το χαβαλέ. Ναι έχει πολύ πλούτο στη χώρα των αόρατων αλλά δεν μπορείς ούτε καν να πλησιάσεις ηλίθιε.
Κι όσο απειλείς, τόσο γελάμε. Οσο παριστάνεις το λύκο, τόσο οι αληθινοί λύκει φτιάχνουν στομάχι από τα γέλια.
Τη καλήμέρα μου από τη χώρα τη μικρή πλατεία. Μη τη ψάξεις. Είναι περιττό. Ποτέ δεν τη βρήκες. Αιώνες τώρα. Κι ούτε πρόκειται.
Καλως ήρθες χάος. Καλως ήρθες μεγάλη νύχτα. Εδώ είμαστε. Κάνει κρύο αλλά έχουμε γερή γούνα. Και δυνατό βλέμμα. Κι αυτή η όσφρηση.. Αυτή η όσφρηση μας προφύλαξε πάντα από τις φόλες. Αλίμονο σ΄αυτούς που η ζωή τους είναι γεμάτη μόνο από τέτοιες, πλέον..
το διαβάσαμε στο Συνήθη Ύποπτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου