Η δεκαετία του '80 ήταν η εποχή που εδραιώθηκαν τα πιο σάπια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, που θεσμοποιήθηκαν ο τραμπουκισμός του ισχυρότερου και ο ολέθριος ατομικισμός. Και εμείς οι πιτσιρικάδες, χαμένοι μέσα σε όλα αυτά χωρίς πυξίδα, συμμορίες, βία, επιθετικότητα για το τίποτα, ένας διαρκές freak out. Όταν ακούω ανθρώπους να εξωραΐζουν τα 80's μόνο και μόνο επειδή τότε ήταν νέοι, δεν ξέρω αν πρέπει να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα. Η κυρίαρχη αίσθηση για μας ήταν η αποξένωση. Ίσως γι' αυτό τότε ταυτιστήκαμε τόσο εύκολα με σκηνικά τύπου «Ήμουν ένας έφηβος λυκάνθρωπος» ή «ο χορός των ζόμπι» που έλεγαν οι Cramps, και όλη τη μυθολογία του garage punk και των b-movies, γι' αυτό μας «μίλησε» με τον τρόπο που μας «μίλησε» το σφυροκόπημα των Birthday Party στο Σπόρτινγκ το '82. Εκ των υστέρων, ίσως οι μπάντες και οι μουσικές παρέες –ροκενρολάδες στο Περιστέρι, μοντάδες στο Θησείο ή ό,τι άλλο- να εξέφραζαν μια απαραίτητη ανάγκη για πραγματική συλλογικότητα, σε ένα τόπο όπου η συλλογικότητα είχε πεθάνει από ασφυξία στα κομματικά μαντριά. Είχαν περισσότερο αμυντικό χαρακτήρα, ήταν μια συνθήκη για επιβίωση.
(Αλέξης Καλοφωλιάς, τραγουδιστής και μπασίστας των Last Drive, από συνέντευξή του τον Μάιο τού 2011 στην ιστοσελίδα "Ελληνική Σκηνή")
Φυσικά, όπως σήμερα έτσι και τότε, την αφόρητη ψυχολογική πίεση δεν την αντιλαμβάνονταν όλοι οι έφηβοι το ίδιο. Αυτοί που ήσαν οι πιο "προβληματικοί", ήσαν οι πιο υγιείς, οι πιο ισχυροί χαρακτήρες και, φυσικά, οι πιο ευφυείς. Αυτοί που δυσανασχετούσαν και αντιδρούσαν, αυτοί ήσαν και οι στιγματισμένοι, οι "αλήτες", οι "απροσάρμοστοι" και οι μαθητές του τελευταίου θρανίου. Αυτοί ήσαν που είχαν πρόβλημα ταυτότητας (παρ' όλο που, φυσικά, ήσαν οι μόνοι που είχαν ταυτότητα). Στο άλλο άκρο ήσαν τα "φυτά" και οι "σπασίκλες" (διαχρονικά μέτρα σύγκρισης για τον νεοέλληνα γονιό, που ντρεπόταν για τα δικά του παιδιά, αν δεν ήσαν κι αυτά τέτοιοι). Στο ενδιάμεσο ήταν όπως πάντα η σιωπηλή πλειοψηφία των ενδιάμεσων μετριοτήτων (ο λεγόμενος και "εθνικός κορμός").
Το μόνο καταφύγιο του -απροσάρμοστου- άνθους τής νεοελληνικής νεολαίας ήταν η μουσική (και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο σήμερα): είναι η εποχή όπου δημιουργείται στην Ελλάδα μια ροκ σκηνή με όλη τη σημασία της λέξης, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, στον άξονα Άνω Πατήσια - Κυψέλη - Εξάρχεια (ουσιαστικά στις συνοικίες κατά μήκος της οδού Πατησίων, στην "από πάνω" πλευρά της). Εγκαταλειμμένα κτίρια, εφηβικά δωμάτια και κάθε είδους υπόγεια μετατρέπονται σε "προβάδικα", ανοίγουν τα πρώτα εξειδικευμένα ροκ clubs για live εμφανίσεις και τα πρώτα εξειδικευμένα ροκ δισκάδικα. Η παραγόμενη μουσική είναι καταφανώς επηρεασμένη (όπως άλλωστε και σε όλη την Ευρώπη τότε) από το punk και το σκοτεινό βρετανικό new wave (που το είχε κάνει γνωστό στην Ελλάδα - ποιός άλλος;- ο Γιάννης Πετρίδης): στα συναισθήματα των χαρισματικών εφήβων με "πρόβλημα ταυτότητας" κυριαρχούν η οργή, ο πεσσιμισμός και η κατάθλιψη. Όπως είχε γράψει γλαφυρά και ο Κανέλλος Τερζής στην κριτική του για το Uknown Pleasures των Joy Division, η μουσική αυτή "ήταν η ίδια η μετεμψύχωση του τέλους του ονείρου των '60s και τα απανωτά χαστούκια που ακολούθησαν [...] τελείωμα μιας ακόμη επανάστασης, σαν απώλεια του ελέγχου, γοερή κραυγή για τα γουρούνια που θα ξανακαθήσουν στους σβέρκους μας, ίσως και ακόμη αναπαυτικότερα από ό,τι στο παρελθόν" (περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, Μάρτιος 1985).
Πλην απειροελαχίστων εξαιρέσεων, το μέσο επίπεδο (κυρίως το συνθετικό / στιχουργικό) των εγχωρίων πανκ και new wave συγκροτημάτων μπορεί να μην φτάνει τα ανάλογα π.χ. βρετανικά, γερμανικά, ή ολλανδικά (το ίδιο άλλωστε ίσχυε και για τα ελληνικά συγκροτήματα της αμέσως προηγούμενης περιόδου), αλλά η εγχώρια underground έκφραση, παρά τον εμφανή μιμητισμό της, τη συνθηματολογία και την έλλειψη πρωτοτυπίας, εκπληρώνει μια χαρά τον ρόλο της. Ορόσημα εκείνης της εποχής υπήρξαν η συναυλία των Police (γήπεδο Σπόρτινγκ Μάρτιος 1980 - η πρώτη ξένου συγκροτήματος -και μάλιστα new wave- στην Ελλάδα μετά από εκείνη των Rolling Stones το 1967...), το new wave τριήμερο ελληνικών και ξένων συγκροτημάτων επίσης στο Σπόρτινγκ (Σεπτέμβριος 1982)
η συναυλία ελληνικού new wave στη Γκράβα (Μάρτιος 1984)
καθώς και τα επεισόδια μεταξύ πανκς και Κ.Ν.Α.Τ. στη συναυλία -που τελικά δεν έγινε- στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. (Οκτώβριος 1984).
Οι δε σχέσεις του κόσμου τής νέας -τότε- ροκ με αυτόν τής παλαιότερης δεν ήσαν και οι αγαθότερες (βλ. πρόσφατη συνέντευξη των Metro Decay στην Εφημερίδα): η παλιά -τότε- γενιά της ροκ (οι αποκαλούμενοι και "φρικιά") θεωρείτο ξεπερασμένη και αποτυχημένη. Για πρώτη φορά εμφανιζόταν στο εσωτερικό της ροκ το φαινόμενο τού κοινωνιολογικώς αποκαλούμενου χάσματος γενεών. Άλλωστε το ίδιο το new wave ήθελε να περνιέται σαν προϊόν παρθενογένεσης και γι' αυτό είχε διαρρήξει τους δεσμούς με τη ροκ παράδοση και τις καταβολές της: σαν μουσική έμοιαζε πράγματι να έχει έρθει από το πουθενά.
Από τις αρχές πλέον των '80s το άνθος της εγχώριας νεολαίας, όχι μόνο υπάρχει αλλά και απ' ό,τι φαίνεται, έχει επιβάλλει την παρουσία του, αφού ο ελληνοχριστιανικός "εθνικός κορμός" πασών των κομματικών αποχρώσεων (από τους νοσταλγούς της χούντας μέχρι το Κ.Κ.Ε.) έχει κυριολεκτικά λυσσάξει μαζί του. Ίσως και γιατί το γεμάτο "αγκάθια" αυτό αγριολούλουδο περιφρονούσε με χαρακτηριστική ασέβεια τα κομματικά μαντριά και τους "αγωνιστές" τής μεταπολίτευσης και είχε συνδεθεί (άλλοτε χαλαρά κι άλλοτε εμφατικότερα) με τον -ανερχόμενο τότε- αναρχικό ("αντιεξουσιαστικό") χώρο.
Πατησίων και Στουρνάρα, τέλη των '80s
Ωστόσο η σχολική εφηβεία κάποτε περνάει, οι "ορμόνες" ισορροπούν και αρχίζεις να συνειδητοποιείς -και να συγκεκριμενοποιείς- καλύτερα τους λόγους, για τους οποίους σού την έδινε τόσο πολύ η κατάσταση στη χώρα, όπου είχες την ατυχία να γεννηθείς (η οποία -ας μην ξεχνιόμαστε- έχει σαν εθνικό της ήρωα τον κουτοπόνηρο, υποκριτάκο και χαμερπή Καραγκιόζη). Σε αυτό ίσως βοηθάει το άνοιγμα των οριζόντων και η χρονική πίστωση που απολαμβάνει κάποιος αν εισαχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και τότε από επαναστάτης μόνο λόγω διαίσθησης ή ενστίκτου (="χωρίς αιτία") γίνεσαι επαναστάτης και ... με ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια.
Παράλληλα, κάπου στα 1983 το new wave έχει πλέον ξεφουσκώσει διεθνώς και έχει αρχίσει να μεταμορφώνεται σε αυτό το μάλλον παρακμιακό πράγμα που σήμερα αποκαλείται goth (τουλάχιστον για όσους από τους εκπροσώπους του δεν ξέπεσαν σε μια γλυκερή και ατάλαντη ποπ). Ο θάνατός του μοιάζει με εκείνον τών replicas στην ταινία Blade Runner, που γεννιούνται και πεθαίνουν ενήλικες και ξαφνικά, ενώ η διάρκεια ζωής τους δεν ξεπερνά τα πέντε χρόνια. Πιθανότατα γι' αυτό φταίει το ότι το ίδιο το new wave μέσα στον γενικότερο αρνητισμό του δεν ήθελε να λειτουργήσει ως κρίκος μιας εξελικτικής αλυσίδας, δεν ήθελε να έχει ρίζες και παρελθόν και άρα δεν θα μπορούσε να έχει και μέλλον (ή έστω έναν κύκλο του συνήθους τύπου ρίζωμα-κυοφορία-γέννηση-ανάπτυξη-ωρίμανση-γηρατειά-θάνατος-γονιμοποίηση μιας νέας ζωής κλπ.).
Και τότε είναι που η ροκ για άλλη μια φορά (όπως το 1963, ή το 1976) αναγεννάται από τις στάχτες της. Μόνο που αυτή τη φορά το πράγμα γίνεται μέσω μιάς αναζωογονητικής αξιοποίησης μίας ήδη σχηματισμένης παράδοσης τριών δεκαετιών (αυτής ακριβώς που είχε απαξιωθεί από το new wave).
Στην πραγματικότητα βέβαια αυτή ήταν η συνήθης διαδικασία αναγεννήσεων της ροκ: το 1963 υπήρξε η καταβύθιση στο μπλουζ και στη φολκ (βλ. Beatles, Rolling Stones, Bob Dylan κλπ.), ενώ το 1976 η επιστροφή στην αμεσότητα και το do it yourself τού πρώιμου rock 'n' roll των '50s. Άλλωστε και το ίδιο το rock 'n' roll το 1954, είχε προκύψει από έναν παθιασμένο πολιτισμικό γάμο μεταξύ παραδοσιακών μουσικών ειδών όπως η κάντρυ και το μπλουζ.
Ένα φρέσκο ανοιξιάτικο αεράκι από συγκροτήματα κυρίως αμερικάνικα και αυστραλέζικα αρχίζει να φυσάει πάνω από τους θύλακες των ροκ κοινοτήτων της Ευρώπης. Οι πανκς και οι νεοκυματικοί κοιτούν με ειρωνικό γεροντοκορισμό αφού η όλη διαδικασία "αναβιώνει" ξεδιάντροπα (για τα new wave αφτιά) την ψυχεδέλεια και το γκαράζ των '60s, ενώ φαίνεται να προβάλλει και μια πιο ... εγκόσμια εκδοχή τού "επάρατου" χιππισμού (με τον οποίο τόσο οι νεοκυματικοί όσο και οι πανκς έβγαζαν σπυριά...).
Για κάποιους άλλους όμως, έμοιαζε σαν η ροκ να είχε ξαναβρεί τον εαυτό της μετά από μια (αναγκαία;) περίοδο νεανικής κατάθλιψης: ήταν σαν κάποιος να άνοιγε τα παντζούρια τών από χρόνια κλειστών δωματίων και να έμπαινε μέσα τους ο ήλιος κι ο καθαρός αέρας. Συγκροτήματα σαν τους R.E.M. τους True West, τους Rain Parade, τους Wipers, ή τους Sunnyboys έδιωχναν την ψυχική μούχλα και τη μαυρίλα και ξαναέδιναν στη ροκ τον ερωτισμό, τον ανοιχτό ορίζοντα, το μέτρο και την υγεία. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο φυσικά για αναβίωση, νοσταλγία και ρετρομανία, αλλά για αναζήτηση ενός χώρου, μιάς κοινότητας και μιας ταυτότητας (κάτι που δεν είχε καταφέρει να κάνει ούτε το οργίλο και αυτοκαταστροφικό πανκ, ούτε το τελικώς παγιδευθέν στον ναρκισσισμό, τη σπουδαιοφάνεια, τον στόμφο και τη μοιρολατρεία, new wave).
Όπως είχαν δείξει σε ένα κείμενο/ορόσημο στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi (Μάρτιος 1985 - πρόκειται για το ίδιο τεύχος από όπου και το κείμενο του Κανέλλου Τερζή που αναφέραμε πιο πάνω) οι Πασχάλης και Γιώργος Μουχταρίδης: "Σήμερα στην Αμερική, όπως και σ' άλλες χώρες, παράδοση δεν είναι μόνο η κάντρυ, τα μπλουζ, η φολκ, το γκόσπελ, αλλά όλη η ιστορία του ροκ εν ρολ, άρα και η ταραγμένη περίδος τού γκαράζ πανκ και της ψυχεδέλειας. Και αυτό γιατί το ροκ σαν καθαρή λαϊκή τέχνη αποκτά συνείδηση μέσα από την ίδια την ιστορία του, είτε αυτό λέγεται αναβίωση, ή μίμηση, ή επανεξέταση, είτε συνέχεια. [...] Άλλη μια έννοια που κρύβει η συμφιλίωση με τις ρίζες είναι η αναζήτηση της ταυτότητας των ατόμων. Η εκφραστική ένταση του σύγχρονου ρόκερ δηλώνει την αίσθηση απομόνωσης που νιώθει το άτομο στο σύγχρονο περιβάλλον και επομένως την έλλειψη ταυτότητας. Αυτή η έντασή του ανακουφίζεται όταν ανακαλύψει διαμέσου την ιστορίας έναν δικό του χώρο, μιά κοινότητα [...] Η τεχνοκρατική κοινωνία αντιδρά σ' αυτήν τήν, μέσα από τη συνέχεια της ζωής, αναζήτηση ταυτότητας μια και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να δημιουργεί καταναλωτές. Κοινωνία, που πέρα απ' αυτό, επιτρέπει στον εαυτό της να καλλιεργεί νοσταλγικές διαθέσεις ή μοναχικά ουρλιαχτά και τίποτα παραπάνω."
Το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης της ιστορικής συλλογής Τhe Enigma Variations (1985), όπου φιγουράρουν μερικά από τα ονόματα του βαρέως πυροβολικού τού ανεξάρτητου ροκ των '80s: Rain Parade, Green On Red, Plasticland, Greg Sage, Jet Black Berries κ.α.
Αυτή ακριβώς η μουσική, που κυριολεκτικά μύριζε άνοιξη, επανέφερε στη ροκ τις ιδρυτικές της αξίες, όπως το ότι καμμία προσωπική ή άλλη επανάσταση δεν μπορεί να είναι αυθεντική αν δεν κάνει "σημαίες" της το χαμόγελο, τον έρωτα, το χιούμορ, αν δεν ελευθερώνει από τις αυτοπαγιδεύσεις και αν δεν προσέξει την αισθητική της. Με αυτή την έννοια φαινόταν να διαθέτει μια σοφία και ένα αθόρυβο κύρος και ταυτόχρονα ένα αυθεντικό "νεύρο", τα οποία δεν είχε το new wave (που είχε κάνει σημαία του την κατάθλιψη). Ήταν, από κάθε άποψη, η ήρεμη δύναμη (όπως δηλαδή ήταν η ροκ στην ακμή της, πίσω στα '60s):
όχι μόνο μέσα από τους δίσκους αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις ανθρώπων όπως π.χ. ο Μάικλ Στάιπ (R.E.M.), ο Νταν Στιούαρτ (Green On Red), ή ο Σιντ Γκρίφφιν (Long Ryders) καταλάβαινες ότι επρόκειτο για μια νέα οντότητα απολύτως ώριμη και σίγουρη για τον εαυτό της, η δύναμη τής οποίας πήγαζε ακριβώς από τη βιωματική (και όχι απλώς διανοουμενίστικη) γνώση του παρελθόντος της. Μια τέχνη φτιαγμένη από ανθρώπους για το είδος των οποίων, όπως έχει πει και ο Τ.Σ. Έλιοτ, "όχι μόνο τα καλύτερα αλλά και τα πιο προσωπικά μέρη του έργου (τους) θα είναι ίσως εκείνα με τα οποία οι πεθαμένοι ποιητές, οι πρόγονοί του(ς), επιβάλλουν με τον εντονότερο τρόπο την αθανασία τους".
Επιπλέον, ακόμα και στις λίγες κάπως σκοτεινές πλευρές της (π.χ. Wipers), ήταν μια μουσική φυσική με την έννοια ότι μπορούσες να την ακούσεις και εκτός αστεακού περιβάλλοντος (ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορούσαν κάποιοι να ακούν Joy Division το καλοκαίρι σε ένα νησί). Έμοιαζε σαν μια μουσική φτιαγμένη κατά παραγγελία για το κλίμα και τα τοπία της Ελλάδας.
Παρά την -φαινομενική- απλότητα και τη μή επιτήδευσή της (ή μήπως εξαιτίας τους;) η άποψη αυτή της ροκ σπανίως ευδοκίμησε στην Ελλάδα πέραν κάποιων μάλλον περιορισμένων (συνήθως φοιτητικών) ακροατηρίων. Όμως η γονιμοποιός επίδρασή της υπήρξε τόσο βαθιά που ήρκεσε για να δημιουργήσει μια μικρή τοπική σκηνή, από την οποία προέκυψε το τρίτο κατά χρονολογική σειρά (μετά τους Socrates και τους Aphrodite's Child) διεθνών προδιαγραφών ελληνικό ροκ συγκρότημα: οι Last Drive.
Πάνω απ' όλα όμως, χάρις σε αυτή τη μουσική κάποιοι ξέφυγαν από τη μιζέρια της Πατησίων και από μια αυτοτροφοδοτούμενη κατάθλιψη. Κι αν η κυρίαρχη αίσθηση της ανάμνησης εκείνης της εποχής εξακολουθεί να είναι μάλλον δυσάρεστη, αν κάποιοι (οι πιο χαρισματικοί) τάχθηκαν έκτοτε σε έναν πεισματικό αγώνα, για να μην καταντήσουν αυτό που η κοινωνία/Προκρούστης ήθελε να τους κάνει (που σημαίνει ότι δεν είχαν ποτέ την πολυτέλεια της ηρεμίας ώστε να σκεφτούν ψύχραιμα τί πραγματικά θα ήθελαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους), τουλάχιστον υπάρχει αυτή η μουσική σαν ένα είδος υπαρξιακού οδοδείκτη ότι ο αγώνας αυτός δεν ήταν/είναι χιμαιρικός.
Κι επειδή είναι αδύνατον να μην θυμόμαστε τη νεότητά μας (έστω και ως "μή πλήρως αξιοποιημένη" ευκαιρία), τουλάχιστον ας επιλέγουμε να ανακαλούμε στη μνήμη ό,τι δεν μας αρρωσταίνει και ό,τι από αυτήν αξίζει να μας καθοδηγεί και σήμερα. Γι' αυτό και ο γράφων εδώ και δύο δεκαετίες έχει πλέον "ξεφορτώσει" όλους τους δίσκους του των διαφόρων Cure, Joy Division, Bauhaus, Sisters Of Mercy και λοιπών πεθαμενατζήδων στο Μοναστηράκι (διασώθηκαν μόνο όσοι αποδείχθηκε ότι διέθεταν κάποια μουσική -και γενικότερη- παιδεία, ώστε σήμερα να μην μού ακούγονται αρρωστημένοι και γραφικοί, όπως π.χ. οι εκ Βρετανίας Stranglers, Damned και Danielle Dax, οι αυστραλοί Dead Can Dance, ή οι ολλανδοί Mecano). Στην κούτα με τα βινύλια υπάρχουν πλέον σχεδόν μόνο '50s, '60s και γκαραζο/ψυχεδέλειες από τα '80s.
Για το τέλος είναι μια playlist (ή "κασσέττα", όπως το έλεγαν τότε) με μερικά σπουδαία συγκροτήματα της τότε ανεξάρτητης post new wave διεθνούς ροκ σκηνής (δηλαδή των μικρών εξειδικευμένων δισκογραφικών εταιρειών και όχι των πολυεθνικών δεινοσαύρων, που κατάντησαν τη μουσική "download" ξεπέτα και σήμερα ευτυχώς κλείνουν ο ένας μετά τον άλλον). Χάρις σε αυτού του είδους τους μουσικούς, τα '80s υπήρξαν η τελευταία κοσμογονική περίοδος της ροκ (δηλαδή η τελευταία εποχή όπου η ροκ υπήρξε το κυριότερο μέσο έκφρασης του αφρού της δυτικής νεολαίας - μετά ήρθαν το ραπ, το χιπ χοπ, η ελεκτρόνικα κ.α.). Ειδικά η Ελλάδα έζησε εκείνη την εποχή κάτι σαν δική της δεκαετία του 1960 (κάλλιο αργά παρά ποτέ...) αφού εκπροσωπούνταν όλες οι "φυλές" της ροκ και μάλιστα σε καθόλου ευκαταφρόνητους "πληθυσμιακούς" αριθμούς (μερικές από τις οποίες αναφέρει και ο Καλοφωλιάς των Last Drive στο απόσπασμα της συνέντευξής του στην αρχή αυτού του κειμένου). Κάπου μετά τις αρχές των '90s η ροκ ξανακύλησε στη ναρκισσιστική μελαγχολία, ξαναέχασε το αίσθημα κοινότητας, ξαναέχασε την επαφή με την παράδοσή της (μπλουζ, φολκ, ψυχεδέλεια κ.α.) αλλά και με τον αρχαίο φιλοσοφικό ευδαιμονισμό που είχαν επαναφέρει κυρίως οι χίππυς των '60s. Το αποτέλεσμα ήταν να απωλέσει ό,τι την έκανε να διαφέρει κι ό,τι συνιστούσε το "καύσιμό" της, να σβήσει ως υπαρξιακό, φιλοσοφικό και πολιτικό κίνημα και να επιβιώνει συμβατικά πλέον ως άλλη μια μουσική ανάμεσα σε τόσες άλλες (και μάλιστα με ένα ακροατήριο ολοένα συρρικνούμενο).
Σχεδόν όλοι αυτοί οι μουσικοί και τα τραγούδια παίζονταν και στην Ελλάδα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, του Αργύρη Ζήλου, του Χρήστου Δασκαλόπουλου, του Αιμίλιου Κατσούρη κ.α. Μιλάμε για δημόσιο ραδιόφωνο, αφού τότε όλο αυτό το σημερινό σκουπιδαριό της επιχειρηματικής ("ιδιωτικής") ραδιοφωνίας ήταν ακόμα άγνωστος εφιάλτης.
Με αφορμή τη φετινή άνοιξη, ένας χαιρετισμός -και ίσως ένα κάλεσμα- σε όσους παλιόφιλους από εκείνη την εποχή ακούν (ακόμα και σε όσους δεν είχα την τιμή να γνωρίσω).
To διαβάσαμε -πού αλλού;- στον ΥΠΝΟΒΑΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου