της Αριάδνης Γερούκη
Δελχί 2010. Η Π. με κοιτάει ζωηρά στα μάτια και αναλύει με πάθος τις τελευταίες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Ινδία. Την ενδιαφέρει κυρίως η θέση της γυναίκας στη χώρα της, που μαστίζεται από γιγάντιες συγκρούσεις πολιτισμών και νοοτροπιών. Πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στη πλούσια παράδοση και στο προκλητικό παρόν με τους εκατομμύρια άστεγους, αναλφάβητους και άπορους συμπολίτες της. Η Π. τρέχει από δω κι από κει, συμμετέχει σε πάνελ, σε συνέδρια και σε ημερίδες και μιλάει πολύ. Μιλάει συνέχεια, ελπίζοντας ότι κάπου, κάπως θα εισακουστεί. Διακινδυνεύει πολλές φορές τη σωματική της ακεραιότητα, δέχεται απειλές αλλά δεν μασάει. Τολμάει να νοιώθει κοσμοπολίτισσα σ’ένα βαθιά εθνικιστικό περιβάλλον. Τολμάει να νοιώθει φεμινίστρια σ’ένα βαθιά σωβινιστικό περιβάλλον. Την διακρίνει η υπερηφάνεια της γνώσης. Την διακρίνει επίσης η χάρη της αυτοπεποίθησης. Είναι το κορίτσι που έγινε γυναίκα και που δεν χρειάζεται κανέναν να την «ολοκληρώσει», καθώς είναι από μόνη της ολόκληρη. Όταν στρίβει στη γωνία ανεμίζοντας το χρυσο-πορτοκαλί της σάρι, δεν ανησυχώ καθόλου. Γιατί η Π. δεν μπορεί να χαθεί. Η Π. λάμπει και θα λάμπει ό, τι κι αν γίνει.
Μεξικό 2017. Ημέρα των Νεκρών. Η Μ. μπαίνει φουριόζα στο δωμάτιο.
Φέρνει μαζί της όλα τα χρώματα και τα αρώματα της μέρας. Σήκω να ντυθούμε! μου λέει. Με βάφει άσπρη, μαύρη, κόκκινη, πράσινη. Με βάφει με την άγρια ομορφιά του θανάτου και της επαναγέννησης. Με ντύνει με τα ρούχα της παροδικότητας. Όταν κοιτάω στον καθρέφτη, δεν βλέπω πια «εμένα». Βλέπω έναν σκελετό που έχει ανθίσει. Βλέπω τη γη που αναδύει τους βλαστούς της μετά από τον παγωμένο χειμώνα. Βλέπω τα λουλούδια να βλαστάνουν μέσα από τα ερείπια της ζωής. Η Μ. είναι μυήτρια. Δεν χρειάζεται να «κάνει» κάτι για να με μυήσει σε όλο αυτό. Η απλή παρουσία της το κάνει. Το βλέμμα της είναι βαθύ και διεισδυτικό, η χαρά της ανεξέλεγκτη και η γνώση της αρχαία. Γελάει με το δράμα. Παίζει με το δράμα. Αναγεννιέται με το δράμα. Θέλει να με πάει στην οικογένειά της που την περιμένουν. Τους βρίσκουμε εκεί, στριμωγμένους όλους μαζί σ’ένα πορτοκαλί σπιτάκι. Τα αμέτρητα φωνακλάδικα αδέρφια και ξαδέρφια, στους χαμογελαστούς θείους και στις χρωματιστές θείες, γιαγιάδες και παππούδες που καπνίζουν την πίπα τους. Η οικογένειά της είναι ένα ολόκληρο χωριό ανθρώπων! Πίνουμε και τρώμε όλοι μαζί το ελιξήριο της ζωής. Χορεύουμε όλη τη νύχτα και κάποια στιγμή η Μ. μπαίνει σ’ένα αμάξι και χάνεται. Ρωτάω γύρω μου, τι έγινε; πού πάει; Ακούω ακόμη το γέλιο τους.
το διαβάσαμε ΕΔΩ
(απόσπασμα από το άρθρο της στο τελευταίο περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, τεύχος 155)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου