Ο «αιώνας της ταπείνωσης», η πολυχρονική κινεζική στρατηγική
και η σχέση της Κίνας με τον «Δεύτερο Μεγάλο Πολιτισμό»
του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Κατά την άποψη του γράφοντος, την οποία έχει εκφράσει και σε προηγούμενα άρθρα του στο HN, κλειδί για την επιβίωση της Ελλάδας του μέλλοντος είναι μια πολυδιάστατη και πλουραλιστική γεωπολιτική στρατηγική, που θα έχει απομακρυνθεί αποφασιστικά από την αντίληψη ότι η σοφή εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα είναι αυτή της απόφυσης της Δύσης.
Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στην τελετή για την υποδοχή του 18ου στόλου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στο λιμάνι του Πειραιά, τον περασμένο Φεβρουάριο.
Μια ανεξάρτητη, πλουραλιστική και ρεαλιστική, ελληνική γεωστρατηγική, που θα κινείται εκτός του γνωστού πλαισίου τού «ανήκομεν εις την Δύσιν», δεν περιορίζεται στη δραστική ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία, όπως υποθέτουν πολλοί. Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα του πλανήτη με την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά τη δυνατότητα δραστικής ενίσχυσης των γεωπολιτικών της δεσμών. Η δεύτερη σημαντικότερη υποψήφια είναι η Κίνα.
Όμως, ενώ η πιθανότητα δραστικής ενίσχυσης των δεσμών της Ελλάδας με τη Ρωσία έχει φανατικούς φίλους αλλά και εχθρούς, μια αντίστοιχη στρατηγική με την Κίνα αντιμετωπίζεται με πολύ μεγαλύτερη μετριοπάθεια, αλλά και περιφρόνηση ταυτοχρόνως. Αν και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε τόσο πολλά θλιβερά και δουλοπρεπή επιχειρήματα που υπάγονται στη γενική κατηγορία «δεν θα μας αφήσουν οι Αμερικανοί», εντούτοις η Κίνα προσεγγίζεται με τη λογική ότι «κείται μακριά». Επιπροσθέτως, μια γενική αντίληψη που κυριαρχεί, τόσο στους οπαδούς όσο και στους αντιπάλους της ελληνοκινεζικής προσέγγισης, είναι ότι το Πεκίνο δεν έχει ζωτικά γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή μας και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν και μεγάλα περιθώρια ουσιαστικής ενίσχυσης των σχέσεων με τη χώρα μας.
Το μόνο ενδιαφέρον των Κινέζων για την Ελλάδα είναι, υποτίθεται, η χρήση της ως πύλη εισόδου για τα κινεζικά προϊόντα στην Ευρώπη. Άρα, η Κίνα δεν μπορεί να αποτελέσει και δεν ενδιαφέρεται να αποτελέσει στρατηγικό συνεργάτη της Ελλάδας. Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή η άποψη είναι υπερβολικά μονοδιάστατη και περιοριστική, και αγνοεί μια σειρά από παράγοντες, τόσον όσον αφορά τη «βαθιά» κινεζική γεωπολιτική ταυτότητα, όσο και τη νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί στην Ευρασία.
Η ΚΙΝΑ ΚΑΙ Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ «ΕΝΙΑΙΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»
Κατ’ αρχάς, η άποψη του αποκλειστικού εμπορικού ενδιαφέροντος της Κίνας, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο εν συνόλω, είναι εξόχως περιοριστική όσον αφορά το χρονικό της βάθος. Ακόμη και αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, αυτό συμβαίνει σήμερα. Όμως οι Κινέζοι δεν λειτουργούν και δεν σχεδιάζουν με γνώμονα το σήμερα, αλλά το μακρινό μέλλον, καθώς και το μακρινό παρελθόν. Σε αντίθεση με τη Δύση που είναι μονοχρονική (monochromic) η Κίνα είναι πολυχρονική (polycrhonic). Αυτό δεν σημαίνει, απλώς, ότι έχει πολύ μεγαλύτερο χρονικό βάθος όσον αφορά τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της, αλλά και ότι αντιλαμβάνεται τον χρόνο (παρελθόν - παρόν - μέλλον) ως μια αδιαίρετη ενότητα. Το παρελθόν δεν είναι κάτι που έχει περάσει, και έχει φύγει και χαθεί, αλλά κάτι που υπάρχει και ρυθμίζει και τα σημερινά πράγματα, καθώς και το μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η Κίνα δίνει έμφαση στην ανάπτυξη σχέσεων με έθνη τα οποία έχουν και αυτά μεγάλο ιστορικό βάθος, όπως και το κινεζικό, ενώ αντιμετωπίζει μάλλον με περιφρόνηση τα «φρέσκα» έθνη. Επιπροσθέτως, από τη στιγμή που το παρελθόν είναι ζωντανό για τους Κινέζους, τα προβλήματα και οι προσβολές του παρελθόντος είναι επίσης ζωντανές. Βασικό στοιχείο της γεωπολιτικής ταυτότητας της Κίνας είναι η αίσθηση της αδικίας και του ανεκπλήρωτου ιστορικού πεπρωμένου που προέκυψε από την κακόβουλη δράση ιμπεριαλιστικών χωρών.
Ιδιαίτερα σημαντικός για τους Κινέζους, δε, είναι ο λεγόμενος «Αιώνας της Ταπείνωσης», που περιλαμβάνει μεγάλο μέρος του 19ου και του 20ου αιώνα, ξεκινώντας από τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου το 1839 και φθάνοντας στην άνοδο των Κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ στην εξουσία. Μεγάλο δε μέρος της λαϊκής νομιμοποίησης που απολαμβάνει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα προέρχεται από το ότι απεκατέστησε την ιστορική αυτοτέλεια του κινεζικού έθνους, εκδίωξε τους ξένους εισβολείς και εφάρμοσε μια εθνικιστική πολιτική.
Γι’ αυτόν τον «Αιώνα της Ταπείνωσης», για τον οποίο ευθύνονται σε σημαντικότατο βαθμό οι Ευρωπαίοι, οι Κινέζοι δεν έχουν κάνει ακόμη τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε «να αποκατασταθεί η ιστορική ισορροπία» (…) και δεν πρόκειται να ησυχάσουν μέχρι να το καταφέρουν, έστω και αν χρειαστεί να περάσουν χίλια χρόνια. Και για να το επιτύχουν θέλουν να δημιουργήσουν ένα πλέγμα σχέσεων σε πλανητικό επίπεδο που θα τους επιτρέψει να έχουν αποφασιστική παρουσία στα διεθνή γεωπολιτικά δρώμενα, όταν και εφόσον χρειαστεί. Και η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς σε ένα από τα πιο κομβικά σημεία του διεθνούς συστήματος που θα μπορούσε να τους βοηθήσει σε αυτήν τους την προσπάθεια.
Αυτή η «γεωπολιτική της ταπείνωσης» έχει δυσανάλογα μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της μακρόπνοης στρατηγικής της χώρας, σε σχέση με ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει ένας Δυτικός. Και δεν έχει μόνο αρνητικό, δηλαδή ρεβανσιστικό, χαρακτήρα. Περιλαμβάνει και μια θετική διάσταση, η οποία δίνει έμφαση στην ενίσχυση των σχέσεων με άλλα έθνη στον πλανήτη που έχουν υποστεί άδικη συμπεριφορά και καταπίεση από ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Μεταξύ των άλλων, ένα στοιχείο που ευνοεί την ενίσχυση των σινορωσικών σχέσεων, παρ’ όλη τη σαφέστατα ανταγωνιστική σχέση των δύο χωρών με κριτήριο την άμεση γεωπολιτική τους ταυτότητα, αλλά και την ιστορική τους δυναμική, είναι ότι και οι δύο θεωρούν ότι υπέστησαν «κακόβουλη ταπείνωση» από τη Δύση στο παρελθόν και θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να πάρουν τη ρεβάνς. Για την ακρίβεια, η Κίνα θεωρεί ότι ο «Αιώνας της Ταπείνωσης» συνεχίζεται και οι Δυτικοί απλά περιμένουν μια ευκαιρία, ώστε να συνεχίσουν την άδική τους επίθεση εναντίον της και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο αυτό.
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Ωστόσο, θα ήταν επικίνδυνα παραπλανητικό και άδικο να θεωρήσουμε ότι η Κίνα θα επεδίωκε να έχει ένα πάτημα στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να έχει καλύτερες πιθανότητες να ασκήσει προβολή ισχύος στη Δύση, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «ιστορικής ανταπόδοσης». Εκτός τού ότι η Κίνα αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σεβασμό την Ελλάδα λόγω του πολιτισμικού-ιστορικού της βάθους, η μακρόπνοη πολυχρονική κινεζική γεωστρατηγική επιδιώκει να προετοιμάσει τη χώρα για ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όπου θα δεχθεί εκ νέου την επίθεση της Δύσης.
Συγκεκριμένα, το Πεκίνο ανησυχεί ότι έχει εγκλωβιστεί, ή θα εγκλωβιστεί οσονούπω, σε μια «θουκυδίδεια παγίδα» με τη Δύση. Δηλαδή, σε μια κατάσταση όπου «η άνοδος της ισχύος της Αθήνας προκάλεσε τον φόβο και την αντίδραση της Σπάρτης καθιστώντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο αναπόφευκτο», αντικαθιστώντας τη λέξη «Αθήνα» με την Κίνα και τη λέξη «Σπάρτη» με τη Δύση.
Όσο και αν διακηρυγμένη πολιτική του Πεκίνου είναι η «ειρηνική ανάπτυξη», είναι θέμα χρόνου, ανεξαρτήτως της θέλησης του Πεκίνου, η κινεζική ισχύς να ανέλθει δραστικά σε όλα τα επίπεδα. Και τότε η αποδυναμωμένη, αλλά ακόμη ισχυρή, Δύση μπορεί να αντιδράσει σπασμωδικά, υπό το κράτος πανικού και να προσπαθήσει να περιορίσει την Κίνα, βαφτίζοντάς την «επιθετική δύναμη», όπως έκανε και με τη Ρωσία για το ζήτημα της Κριμαίας. Ακόμη και η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, αυτή καθεαυτή, αναμένεται να είναι τέτοια στις επόμενες δεκαετίες, που θα προκαλέσει την αντίδραση των Ευρωπαίων, αν δουν ότι η βιομηχανική τους παραγωγή οδηγείται σε ολοκληρωτική απαξίωση.
Και ο καλύτερος τρόπος για να πλήξουν οι Δυτικοί την Κίνα και να την καθυποτάξουν είναι να εκμεταλλευτούν την περιφερειακή θέση της τελευταίας στον παγκόσμιο χάρτη και να την απομονώσουν. Βέβαια, οι Κινέζοι, χάρη στην πίεση που ασκούν οι Δυτικοί προς τη Ρωσία, έχουν αποκτήσει απρόσμενα ένα τεράστιο στρατηγικό βάθος προς δυσμάς και πρόσβαση στους αστείρευτους ρωσικούς φυσικούς πόρους. Όμως η σχέση τους με τη Ρωσία είναι εύθραυστη και περιλαμβάνει και πολλά ανταγωνιστικά στοιχεία. Έτσι, είναι κρίσιμης σημασίας για το Πεκίνο να ξεφύγει από τον δίδυμο κλοιό των Δυτικών πιέσεων και της αναγκαστικής στρατηγικής συμμαχίας με τη Μόσχα. Και ίσως ένας από τους καλύτερους τρόπους για να το κάνει είναι να αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε ένα από τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά κέντρα του κόσμου. Αυτό της Ανατολικής Μεσογείου. Και ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχει κάτι τέτοιο είναι να ενισχύσει αποφασιστικά τους μακρόπνοους δεσμούς της με τον «άλλο μεγάλο πολιτισμό του πλανήτη», τους Έλληνες.
ΓΕΩΣΥΣΤΗΜΑ ΕΥΡΑΣΙΑΣ-ΑΦΡΙΚΗΣ: Ο ΚΟΜΒΟΣ-ΚΛΕΙΔΙ
Επιπροσθέτως, όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει και σε παλαιότερα άρθρα του, η τήξη του στρώματος των πάγων στον Αρκτικό Ωκεανό διασπά το βόρειο φράγμα που χώριζε τη Δυτική με την Ανατολική Ευρασία και, έτσι, επιτρέπει την ενοποίηση του δυτικού και του ανατολικού άκρου της μεγάλης ηπείρου του κόσμου. Έτσι, σε σημαντικό βαθμό, το γεωσύστημα Ευρασίας-Αφρικής διαχωρίζεται από αυτό της αμερικανικής ηπείρου, ενώ μειώνεται δραστικά η σημασία των ανοιχτών ωκεάνιων εκτάσεων, μιας και δημιουργείται μια νέα «περιφερειακή λεωφόρος» γύρω από την Ευρασία και την Αφρική, η οποία επιτρέπει τη γρήγορη επικοινωνία μεταξύ των ευρασιατικών χωρών, χωρίς να χρειάζονται τους ωκεάνιους διαύλους.
Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, το γεωσύστημα Ευρασίας-Αφρικής, αυτονομείται από τον υπόλοιπο πλανήτη. Στο κέντρο, λοιπόν, αυτού τού υπό διαμόρφωση αυτονομημένου ευρασιατικού - αφρικανικού κόσμου, βρίσκεται μια εσωτερική θάλασ-σα, η αξία της οποίας, υπό τις νέες συνθήκες, είναι πολύ μεγα-λύτερη από οποιαδήποτε ωκεάνια έκταση. Η θάλασσα αυτή εί-ναι, φυσικά, η Μεσόγειος. Και το σημαντικότερο κομμάτι της Μεσογείου είναι αυτό στα ανατολικά της.
Η Ανατολική Μεσόγειος δεσπόζει στο κέντρο ενός σπονδυλω-τού θαλάσσιου συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει τη Μαύρη Θάλασσα, τα Στενά του Βοσπόρου, τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τα Δαρδανέλια, το Αιγαίο Πέλαγος, τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τα Στενά του Άντεν. Το υπερσύστημα αυτό αλληλεπιδρά και με τον Περσικό Κόλπο και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το εσωτερικό αίθριο του πλέγματος Ευρασίας - Αφρικής, επιτρέποντας τη γρήγορη εσωτερική επικοινωνία πολλών σημαντικών χωρών. Ταυτοχρόνως, μπορεί να λειτουργήσει και ως το φράγμα που θα αποκόψει το ανατολικό κομμάτι της Ευρασίας από το δυτικό. Άρα, εν πολλοίς, αυτός που θα ελέγξει το εν λόγω σύστημα μπορεί να ελέγξει και τον κόσμο. Και οι χώρες που δεσπόζουν στο κέντρο αυτού του συστήματος είναι δύο. Η Ελλάδα και η Τουρκία.
Έτσι, αν η Κίνα είναι σε θέση να ασκεί επιρροή στο κομβικό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, θα μπορεί να αντισταθμίσει, εν μέρει, την περιφερειακή της θέση στην Ευρασία και τη συνεπακόλουθη αδυναμία της να ελέγχει τους διεθνείς διαύλους που επιτρέπουν την τροφοδοσία της με κρίσιμους φυσικούς πόρους.
Εν κατακλείδι, οι ελληνοκινεζικές σχέσεις ενδέχεται να έχουν ένα στρατηγικό βάθος και μια δυναμική που δεν γίνεται ορατή με μια αρχική ματιά, και αυτό προσφέρει τεράστιες, εν δυνάμει, ευκαιρίες για την ελληνική εξωτερική πολιτική στον «μεταευρωπαϊκό» κόσμο που ενδέχεται να προκύψει για τη χώρα μας, στο κοντινό μέλλον. Έναν κόσμο που θα είναι απαλλαγμένος από ελκυστικά, αλλά και απατηλά όνειρα, και θα περιλαμβάνει πολλούς κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες για τους Έλληνες του μέλλοντος, αν θέλουν βέβαια να διεκδικήσουν την επιβίωσή τους. ΗΝ
το διαβάσαμε στο Hellenic Nexus
και η σχέση της Κίνας με τον «Δεύτερο Μεγάλο Πολιτισμό»
του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Κατά την άποψη του γράφοντος, την οποία έχει εκφράσει και σε προηγούμενα άρθρα του στο HN, κλειδί για την επιβίωση της Ελλάδας του μέλλοντος είναι μια πολυδιάστατη και πλουραλιστική γεωπολιτική στρατηγική, που θα έχει απομακρυνθεί αποφασιστικά από την αντίληψη ότι η σοφή εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα είναι αυτή της απόφυσης της Δύσης.
Μια ανεξάρτητη, πλουραλιστική και ρεαλιστική, ελληνική γεωστρατηγική, που θα κινείται εκτός του γνωστού πλαισίου τού «ανήκομεν εις την Δύσιν», δεν περιορίζεται στη δραστική ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία, όπως υποθέτουν πολλοί. Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα του πλανήτη με την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά τη δυνατότητα δραστικής ενίσχυσης των γεωπολιτικών της δεσμών. Η δεύτερη σημαντικότερη υποψήφια είναι η Κίνα.
Όμως, ενώ η πιθανότητα δραστικής ενίσχυσης των δεσμών της Ελλάδας με τη Ρωσία έχει φανατικούς φίλους αλλά και εχθρούς, μια αντίστοιχη στρατηγική με την Κίνα αντιμετωπίζεται με πολύ μεγαλύτερη μετριοπάθεια, αλλά και περιφρόνηση ταυτοχρόνως. Αν και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε τόσο πολλά θλιβερά και δουλοπρεπή επιχειρήματα που υπάγονται στη γενική κατηγορία «δεν θα μας αφήσουν οι Αμερικανοί», εντούτοις η Κίνα προσεγγίζεται με τη λογική ότι «κείται μακριά». Επιπροσθέτως, μια γενική αντίληψη που κυριαρχεί, τόσο στους οπαδούς όσο και στους αντιπάλους της ελληνοκινεζικής προσέγγισης, είναι ότι το Πεκίνο δεν έχει ζωτικά γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή μας και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν και μεγάλα περιθώρια ουσιαστικής ενίσχυσης των σχέσεων με τη χώρα μας.
Το μόνο ενδιαφέρον των Κινέζων για την Ελλάδα είναι, υποτίθεται, η χρήση της ως πύλη εισόδου για τα κινεζικά προϊόντα στην Ευρώπη. Άρα, η Κίνα δεν μπορεί να αποτελέσει και δεν ενδιαφέρεται να αποτελέσει στρατηγικό συνεργάτη της Ελλάδας. Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή η άποψη είναι υπερβολικά μονοδιάστατη και περιοριστική, και αγνοεί μια σειρά από παράγοντες, τόσον όσον αφορά τη «βαθιά» κινεζική γεωπολιτική ταυτότητα, όσο και τη νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί στην Ευρασία.
Η ΚΙΝΑ ΚΑΙ Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ «ΕΝΙΑΙΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»
Κατ’ αρχάς, η άποψη του αποκλειστικού εμπορικού ενδιαφέροντος της Κίνας, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο εν συνόλω, είναι εξόχως περιοριστική όσον αφορά το χρονικό της βάθος. Ακόμη και αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, αυτό συμβαίνει σήμερα. Όμως οι Κινέζοι δεν λειτουργούν και δεν σχεδιάζουν με γνώμονα το σήμερα, αλλά το μακρινό μέλλον, καθώς και το μακρινό παρελθόν. Σε αντίθεση με τη Δύση που είναι μονοχρονική (monochromic) η Κίνα είναι πολυχρονική (polycrhonic). Αυτό δεν σημαίνει, απλώς, ότι έχει πολύ μεγαλύτερο χρονικό βάθος όσον αφορά τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της, αλλά και ότι αντιλαμβάνεται τον χρόνο (παρελθόν - παρόν - μέλλον) ως μια αδιαίρετη ενότητα. Το παρελθόν δεν είναι κάτι που έχει περάσει, και έχει φύγει και χαθεί, αλλά κάτι που υπάρχει και ρυθμίζει και τα σημερινά πράγματα, καθώς και το μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η Κίνα δίνει έμφαση στην ανάπτυξη σχέσεων με έθνη τα οποία έχουν και αυτά μεγάλο ιστορικό βάθος, όπως και το κινεζικό, ενώ αντιμετωπίζει μάλλον με περιφρόνηση τα «φρέσκα» έθνη. Επιπροσθέτως, από τη στιγμή που το παρελθόν είναι ζωντανό για τους Κινέζους, τα προβλήματα και οι προσβολές του παρελθόντος είναι επίσης ζωντανές. Βασικό στοιχείο της γεωπολιτικής ταυτότητας της Κίνας είναι η αίσθηση της αδικίας και του ανεκπλήρωτου ιστορικού πεπρωμένου που προέκυψε από την κακόβουλη δράση ιμπεριαλιστικών χωρών.
Ιδιαίτερα σημαντικός για τους Κινέζους, δε, είναι ο λεγόμενος «Αιώνας της Ταπείνωσης», που περιλαμβάνει μεγάλο μέρος του 19ου και του 20ου αιώνα, ξεκινώντας από τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου το 1839 και φθάνοντας στην άνοδο των Κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ στην εξουσία. Μεγάλο δε μέρος της λαϊκής νομιμοποίησης που απολαμβάνει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα προέρχεται από το ότι απεκατέστησε την ιστορική αυτοτέλεια του κινεζικού έθνους, εκδίωξε τους ξένους εισβολείς και εφάρμοσε μια εθνικιστική πολιτική.
Γι’ αυτόν τον «Αιώνα της Ταπείνωσης», για τον οποίο ευθύνονται σε σημαντικότατο βαθμό οι Ευρωπαίοι, οι Κινέζοι δεν έχουν κάνει ακόμη τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε «να αποκατασταθεί η ιστορική ισορροπία» (…) και δεν πρόκειται να ησυχάσουν μέχρι να το καταφέρουν, έστω και αν χρειαστεί να περάσουν χίλια χρόνια. Και για να το επιτύχουν θέλουν να δημιουργήσουν ένα πλέγμα σχέσεων σε πλανητικό επίπεδο που θα τους επιτρέψει να έχουν αποφασιστική παρουσία στα διεθνή γεωπολιτικά δρώμενα, όταν και εφόσον χρειαστεί. Και η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς σε ένα από τα πιο κομβικά σημεία του διεθνούς συστήματος που θα μπορούσε να τους βοηθήσει σε αυτήν τους την προσπάθεια.
Αυτή η «γεωπολιτική της ταπείνωσης» έχει δυσανάλογα μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της μακρόπνοης στρατηγικής της χώρας, σε σχέση με ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει ένας Δυτικός. Και δεν έχει μόνο αρνητικό, δηλαδή ρεβανσιστικό, χαρακτήρα. Περιλαμβάνει και μια θετική διάσταση, η οποία δίνει έμφαση στην ενίσχυση των σχέσεων με άλλα έθνη στον πλανήτη που έχουν υποστεί άδικη συμπεριφορά και καταπίεση από ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Μεταξύ των άλλων, ένα στοιχείο που ευνοεί την ενίσχυση των σινορωσικών σχέσεων, παρ’ όλη τη σαφέστατα ανταγωνιστική σχέση των δύο χωρών με κριτήριο την άμεση γεωπολιτική τους ταυτότητα, αλλά και την ιστορική τους δυναμική, είναι ότι και οι δύο θεωρούν ότι υπέστησαν «κακόβουλη ταπείνωση» από τη Δύση στο παρελθόν και θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να πάρουν τη ρεβάνς. Για την ακρίβεια, η Κίνα θεωρεί ότι ο «Αιώνας της Ταπείνωσης» συνεχίζεται και οι Δυτικοί απλά περιμένουν μια ευκαιρία, ώστε να συνεχίσουν την άδική τους επίθεση εναντίον της και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο αυτό.
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Ωστόσο, θα ήταν επικίνδυνα παραπλανητικό και άδικο να θεωρήσουμε ότι η Κίνα θα επεδίωκε να έχει ένα πάτημα στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να έχει καλύτερες πιθανότητες να ασκήσει προβολή ισχύος στη Δύση, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «ιστορικής ανταπόδοσης». Εκτός τού ότι η Κίνα αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σεβασμό την Ελλάδα λόγω του πολιτισμικού-ιστορικού της βάθους, η μακρόπνοη πολυχρονική κινεζική γεωστρατηγική επιδιώκει να προετοιμάσει τη χώρα για ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όπου θα δεχθεί εκ νέου την επίθεση της Δύσης.
Συγκεκριμένα, το Πεκίνο ανησυχεί ότι έχει εγκλωβιστεί, ή θα εγκλωβιστεί οσονούπω, σε μια «θουκυδίδεια παγίδα» με τη Δύση. Δηλαδή, σε μια κατάσταση όπου «η άνοδος της ισχύος της Αθήνας προκάλεσε τον φόβο και την αντίδραση της Σπάρτης καθιστώντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο αναπόφευκτο», αντικαθιστώντας τη λέξη «Αθήνα» με την Κίνα και τη λέξη «Σπάρτη» με τη Δύση.
Όσο και αν διακηρυγμένη πολιτική του Πεκίνου είναι η «ειρηνική ανάπτυξη», είναι θέμα χρόνου, ανεξαρτήτως της θέλησης του Πεκίνου, η κινεζική ισχύς να ανέλθει δραστικά σε όλα τα επίπεδα. Και τότε η αποδυναμωμένη, αλλά ακόμη ισχυρή, Δύση μπορεί να αντιδράσει σπασμωδικά, υπό το κράτος πανικού και να προσπαθήσει να περιορίσει την Κίνα, βαφτίζοντάς την «επιθετική δύναμη», όπως έκανε και με τη Ρωσία για το ζήτημα της Κριμαίας. Ακόμη και η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, αυτή καθεαυτή, αναμένεται να είναι τέτοια στις επόμενες δεκαετίες, που θα προκαλέσει την αντίδραση των Ευρωπαίων, αν δουν ότι η βιομηχανική τους παραγωγή οδηγείται σε ολοκληρωτική απαξίωση.
Και ο καλύτερος τρόπος για να πλήξουν οι Δυτικοί την Κίνα και να την καθυποτάξουν είναι να εκμεταλλευτούν την περιφερειακή θέση της τελευταίας στον παγκόσμιο χάρτη και να την απομονώσουν. Βέβαια, οι Κινέζοι, χάρη στην πίεση που ασκούν οι Δυτικοί προς τη Ρωσία, έχουν αποκτήσει απρόσμενα ένα τεράστιο στρατηγικό βάθος προς δυσμάς και πρόσβαση στους αστείρευτους ρωσικούς φυσικούς πόρους. Όμως η σχέση τους με τη Ρωσία είναι εύθραυστη και περιλαμβάνει και πολλά ανταγωνιστικά στοιχεία. Έτσι, είναι κρίσιμης σημασίας για το Πεκίνο να ξεφύγει από τον δίδυμο κλοιό των Δυτικών πιέσεων και της αναγκαστικής στρατηγικής συμμαχίας με τη Μόσχα. Και ίσως ένας από τους καλύτερους τρόπους για να το κάνει είναι να αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε ένα από τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά κέντρα του κόσμου. Αυτό της Ανατολικής Μεσογείου. Και ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχει κάτι τέτοιο είναι να ενισχύσει αποφασιστικά τους μακρόπνοους δεσμούς της με τον «άλλο μεγάλο πολιτισμό του πλανήτη», τους Έλληνες.
ΓΕΩΣΥΣΤΗΜΑ ΕΥΡΑΣΙΑΣ-ΑΦΡΙΚΗΣ: Ο ΚΟΜΒΟΣ-ΚΛΕΙΔΙ
Επιπροσθέτως, όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει και σε παλαιότερα άρθρα του, η τήξη του στρώματος των πάγων στον Αρκτικό Ωκεανό διασπά το βόρειο φράγμα που χώριζε τη Δυτική με την Ανατολική Ευρασία και, έτσι, επιτρέπει την ενοποίηση του δυτικού και του ανατολικού άκρου της μεγάλης ηπείρου του κόσμου. Έτσι, σε σημαντικό βαθμό, το γεωσύστημα Ευρασίας-Αφρικής διαχωρίζεται από αυτό της αμερικανικής ηπείρου, ενώ μειώνεται δραστικά η σημασία των ανοιχτών ωκεάνιων εκτάσεων, μιας και δημιουργείται μια νέα «περιφερειακή λεωφόρος» γύρω από την Ευρασία και την Αφρική, η οποία επιτρέπει τη γρήγορη επικοινωνία μεταξύ των ευρασιατικών χωρών, χωρίς να χρειάζονται τους ωκεάνιους διαύλους.
Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, το γεωσύστημα Ευρασίας-Αφρικής, αυτονομείται από τον υπόλοιπο πλανήτη. Στο κέντρο, λοιπόν, αυτού τού υπό διαμόρφωση αυτονομημένου ευρασιατικού - αφρικανικού κόσμου, βρίσκεται μια εσωτερική θάλασ-σα, η αξία της οποίας, υπό τις νέες συνθήκες, είναι πολύ μεγα-λύτερη από οποιαδήποτε ωκεάνια έκταση. Η θάλασσα αυτή εί-ναι, φυσικά, η Μεσόγειος. Και το σημαντικότερο κομμάτι της Μεσογείου είναι αυτό στα ανατολικά της.
Η Ανατολική Μεσόγειος δεσπόζει στο κέντρο ενός σπονδυλω-τού θαλάσσιου συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει τη Μαύρη Θάλασσα, τα Στενά του Βοσπόρου, τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τα Δαρδανέλια, το Αιγαίο Πέλαγος, τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τα Στενά του Άντεν. Το υπερσύστημα αυτό αλληλεπιδρά και με τον Περσικό Κόλπο και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το εσωτερικό αίθριο του πλέγματος Ευρασίας - Αφρικής, επιτρέποντας τη γρήγορη εσωτερική επικοινωνία πολλών σημαντικών χωρών. Ταυτοχρόνως, μπορεί να λειτουργήσει και ως το φράγμα που θα αποκόψει το ανατολικό κομμάτι της Ευρασίας από το δυτικό. Άρα, εν πολλοίς, αυτός που θα ελέγξει το εν λόγω σύστημα μπορεί να ελέγξει και τον κόσμο. Και οι χώρες που δεσπόζουν στο κέντρο αυτού του συστήματος είναι δύο. Η Ελλάδα και η Τουρκία.
Έτσι, αν η Κίνα είναι σε θέση να ασκεί επιρροή στο κομβικό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, θα μπορεί να αντισταθμίσει, εν μέρει, την περιφερειακή της θέση στην Ευρασία και τη συνεπακόλουθη αδυναμία της να ελέγχει τους διεθνείς διαύλους που επιτρέπουν την τροφοδοσία της με κρίσιμους φυσικούς πόρους.
Εν κατακλείδι, οι ελληνοκινεζικές σχέσεις ενδέχεται να έχουν ένα στρατηγικό βάθος και μια δυναμική που δεν γίνεται ορατή με μια αρχική ματιά, και αυτό προσφέρει τεράστιες, εν δυνάμει, ευκαιρίες για την ελληνική εξωτερική πολιτική στον «μεταευρωπαϊκό» κόσμο που ενδέχεται να προκύψει για τη χώρα μας, στο κοντινό μέλλον. Έναν κόσμο που θα είναι απαλλαγμένος από ελκυστικά, αλλά και απατηλά όνειρα, και θα περιλαμβάνει πολλούς κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες για τους Έλληνες του μέλλοντος, αν θέλουν βέβαια να διεκδικήσουν την επιβίωσή τους. ΗΝ
το διαβάσαμε στο Hellenic Nexus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου