γράφει ο Άκης κουστουλίδης
Άλλη μια μέρα πέρασε στο ίδιο μοτίβο της φύσης.
Η νύχτα άρχισε σιγά - σιγά να σβήνει μία - μία τις αχτίδες φωτός απλώνοντας όλο της το μυστήριο .
Το σκοτάδι έκρυψε το μοναδικό μονοπάτι που συνδέει τον κόσμο με το κατώφλι της καλύβας και ο ζητιάνος άναψε ένα κεράκι για να μπορεί να βλέπει την πανέμορφη ασχήμια της καλύβας του.
Έβγαλε από την σακούλα του ένα κουλούρι που του είχε δώσει το πρωί μια γριούλα, έριξε στο ποτήρι του λίγο κρασί, κοίταξε για λίγο τ΄αστέρια από τις χαραμάδες της καλύβας του, μονολόγησε ένα ευχαριστώ και άρχισε το πρώτο και τελευταίο γεύμα της μέρας του.
Πέρασε κοντά μισή ώρα μέχρι να σταματήσει τους ήχους από το στομάχι του, μισή ώρα μέχρι να τελειώσει το γεύμα του, τελευταία μισή ώρα της μέρας που είχε να κάνει με τις σωματικές του επιθυμίες, τελευταία πράξη της μέρας του μέχρι να ανοίξει απερίσπαστος πλέον την πόρτα και να μπει στο απόλυτο σκοτάδι, στην απόλυτη σιωπή της ψυχής του και να αρχίσει να ζει στον κόσμο που δεν αντέχει ο πολιτισμένος κόσμος να ζει.
Προσπάθησε να ανασύρει από την μνήμη του κάτι σημαντικό από το χάος της μέρας για να το βάλει για διακόσμηση στον κόσμο της ψυχής του, μα τσάμπα κόπος, όλα είχαν κυλήσει το ίδιο μονότονα, ανούσια και γεμάτα νοητική παραφροσύνη εκεί έξω.
Η ίδια περιφρόνηση από σκιές ανθρώπων με νεκρά βλέμματα, η τιμή της ευτυχίας παρέμεινε το ίδιο ακριβή για τους αγοραστές της, η επιστήμη με τον ίδιο ρυθμό χαρίζει θάνατο ολοζώντανο, οι άρχοντες του τόπου στο ίδιο μεθύσι της εξουσίας χτίζουν κόσμους με τις λέξεις σε ένα παράλληλο φανταστικό σύμπαν, οι άνθρωποι του πνεύματος αναζητούν με την ίδια τρέλα το πνεύμα που είχαν ξεπουλήσει όσο όσο στις αγορές των θέσεων, οι τράπεζες παρέα με τις δυνάμεις καταστολής τρέχουν με τον ίδιο ρυθμό να εισπράξουν συμβόλαια υψηλών γραμμάτων και νοημάτων από αόρατες ζωές, τα μαγαζιά μπροστά στον βωμό της ευτυχίας γέμισαν τα ράφια με φέρετρα για κάθε γούστο, οι ναοί με τον ίδιο ρυθμό αναζητούν τους πιστούς που γεμίζουν το πουγγί τους χωρίζοντάς τους αιώνια ασυλία στην αμαρτία, στον ίδιο ρυθμό δύνονται τα επιδόματα στους κλέφτες και με τον ίδιο ρυθμό αυξάνονται οι φόροι στους δούλους της δημοκρατίας, με τον ίδιο ρυθμό η κοινωνία κινείται ψάχνοντας από γυαλί σε γυαλί τον καινούργιο αρχηγό και με τον ίδιο ρυθμό γεννιούνται καινούργιοι επίδοξοι αρχηγοί και μεγαλώνουν στα ίδια σιδερένια καλούπια των πρέπει, στα καλούπια της κοινής λογικής, μιας λογικής όπου έμεινε ορφανή από όρο που θα εξηγούσε την έννοιά της.
Και όμως όλη αυτή την δυστυχία ο ζητιάνος μπορούσε να την εξαφανίσει μέσα στο σκοτάδι της σιωπής, μπορούσε να της δώσει λίγο χώρο μέσα στην ψυχή του, μπορούσε να της δώσει λόγο ύπαρξης μέσα στον δικό του κόσμο.
Και όμως όλη αυτή η παραφροσύνη του θύμιζε πως η ψυχή του είναι ευτυχισμένη!!!!
Του θύμιζε τον παλιό του εαυτό, εκείνον τον εαυτό που κόντεψε να πεθάνει από την στέρηση ονείρων.
Του θυμίζει εκείνη την στιγμή που λίγο πριν χαρίσει την τελευταία του ανάσα στα ποσοστά, τόλμησε να κοιτάξει μέσα του αντικρίζοντας την απεραντοσύνη και την ομορφιά της ανθρωπιάς.
Και από τότε έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια που γυρνάει στους δρόμους ζητιανεύοντας λίγη ανθρωπιά.
Έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια και μόνο λίγους γνώρισε ομοίους του και όμως αυτοί οι αριθμητικά λίγοι είναι αυτοί που κουβαλάνε μέσα στον χρόνο την αιώνια αγάπη.
ὑπόγεια τάξις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου