ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ : (γιατί ακόμα και η εύρεση τίτλων ή ορισμών είναι κάτι το περιοριστικό!)

Ξέσκισμα!
Της ψυχής. Των ίδιων των ενστίκτων. Της ελεύθερης ανάπτυξης της σκέψης. Των πιο αυθεντικών χαμόγελων, κυρίως αυτών στα οποία εκείνοι δεν έβλεπαν το λόγο. Των παιδικών μας παιχνιδιών στη γειτονιά, όταν οι γειτόνοι έσκουζαν κι αγρίευαν για το πόσο ταράζουμε την ησυχία τους και οι γέροι μας μάς φώναζαν να χωθούμε στα σπίτια μας για να μην ενοχλούμε. Των πρώτων μας σκιρτημάτων που ενοχοποιούνταν και καταδικάζονταν από την αρρώστια της χαμηλοβλεπούσας κομπλεξικής ομήγυρης, κοινωνιούλας γονιών, συγγενών, δασκάλων, αυτόκλητων δικαστών, παπάδων, ηθικολόγων υποκριτών.
Της αγάπης για μάθηση από το παραλήρημα σογιών και περίγυρων και εκπαιδευτικών κάτεργων για προσκόμμιση των πρέποντων βαθμών και απόκτησης λειψής και στρεβλής γνώσης.
Των πανιών στα καραβάκια που φτιάχναμε από μικροί.
Των σχεδίων πλεύσης σε ρότες προσωπικές, περιπειώδεις, ανακαλυπτικές.
Της άρνησης ψυχαναγκαστικής εισόδου μας στη δουλεμπορική αγορά εργασίας τους, στα σαλόνια της ασφυκτικής κι αυτοματοποιημένης κανονικότητάς τους, στα πυραμιδικά ιδρύματα της πραγματικότητάς τους.
Των εννοιών που μας δίδασκαν στη θεωρία τους και σταύρωναν στην πράξη τους.
Της ανάγκης να φωνάξεις, να φωνάξεις έστω και αν παραμείνεις λουφαγμένος στη γωνία, αλλά όχι! τους κακοφαινόταν ακόμη κι αυτό, γιατί...ακούγεσαι! Οφείλαμε να σφραγίζουμε το στόμα μας όταν μας έπνιγε η μυστική κραυγή του πεσμένου σε κώμα που αντιλαμβανόταν το φως της ύπαρξης μα δεν μπορούσε να σαλέψει κινούμενος προς αυτό...

Αλλά...

...η επανάσταση είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που, αγριεμένα και πιασμένα χέρι χέρι, αφήνουν πίσω τις νουθεσίες των γνωστικών γονέων και την αποσύνθεση της ασφάλειας και των μεταμφιέσεων του μνήματος του παλιού κόσμου. Και, μεθυσμένα από τις αιώνιες χαρές και πιο γενναίες υποσχέσεις της ζωής, ανακαλύπτουν μαζί καινούργιες συναρπαστικές διαδρομές. Όχι για να σταθούν στο ξεκίνημά τους εκθειάζοντάς τες απλώς. Όχι για να παγιδευτούν σε ατέλευτες ομιλίες, θεωρίες και διακηρύξεις γύρω από το ρίσκο και τα οφέλη του τολμήματος. Όχι για να γενούν στο πέρασμα τελικά τα σκιάχτρα του εαυτού τους και των αρχικών προθέσεών του, ώστε ν'αποθαρρύνουν και μελλοντικούς συν-οδοιπόρους. Αλλά για να γενούν τα ίδια το ταξίδι, ο αυτοκαθορισμός της πορείας και η εκπλήρωση της λαχτάρας...

" Όλη μου τη ζωή ο κόσμος προσπαθεί να ταρακουνήσει το κλουβί μου για να με αναγκάσει να εκραγώ. Με δοκιμάζει. Προσπαθώντας να βρει την αδυναμία μου. Η μάνα μου έλεγε 'γιε μου μην κάθεσαι στο κρύο' κι ο πατέρας μου το ίδιο. Θα έλεγε 'ποτέ σου μη χάσεις τον έλεγχο του εαυτού σου'. Αλλά ανοίγω το παράθυρο. Αφήνω τον κρύο αέρα να διαπερνάει. Έχασα τον έλεγχο" - Ποίημα του νεαρού Brian Deneke, τραγικού ήρωα της ταινίας "BOMB CITY"

Μην μου λες ότι είμαι ένας κακόμοιρος τοσοδούλης μπροστά σε ασύλληπτα για την κατανόησή μου μεγέθη. Ακόμα και η τοσοδούλα του παραμυθιού κατάφερε στο τέλος να...αποκτήσει φτερά! Μην μου τσαμπουνάς ότι είμαι πολύ μικρός για να καταφέρω οτιδήποτε σημαντικό, για να'χω δυνατότητες που αγγίζουν δυσθεώρητα ύψη, για να αλλάξω οτιδήποτε μέσα στο υπέροχο Χάος της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Αφού κι εγώ είμαι κομμάτι ενεργό αυτού του ...εύρυθμου χάους! Θέλω να γίνω ο δαμαστής του θηρίου του εαυτού μου, που αν καταφέρω να γνωρίσω την Ουσία και τη Δύναμη πίσω από τα αυτοματοποιημένα περιτυλίγματά του, μπορώ να γίνω ο μοναδικός κυρίαρχός του...Και ξέρεις; Μπορώ από κάμπια που σέρνεται να μεταμορφωθώ σε πεταλούδα. Που το άνοιγμα των φτερών της στο Τόκιο μπορεί να φέρει τυφώνες στη Νέα Υόρκη και το αντίστροφο...Μπορεί να φέρει τη δραματική ανατροπή, την ολοσχερή μεταβολή κλειστών συστημάτων, την εκτροπή της ροής των "πραγμάτων" προς μεταμορφωτικές κοσμικές λεωφόρους. Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ...

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

" Η καρδιά του σκότους"


Το βιβλίο «Η καρδιά του σκότους», γραμμένη το 1900, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κονγκό. Κεντρικός του άξονας είναι η «λεηλασία» της αφρικανικής ηπείρου και η πολλές φορές απάνθρωπη μεταχείριση των ανθρώπων της από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες.

 Ο δε Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, με έργα που διαπνέονται από μια έντονη ανησυχία για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Γεννήθηκε στην Πολωνία και μετά πήρε τη Βρετανική υπηκοότητα. Κορυφαία του έργα είναι «Η καρδιά του σκότους» (βιβλίο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα»), «Λόρδος Τζιμ», «Νοστρόμο» και «Μυστικός πράκτορας».

 Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το μεγαλειώδες έργο του "Η καρδιά του σκότους":


   "  Έχω δει το δαίμονα της βίας, και το δαίμονα της απληστίας, και το δαίμονα του πιο αχαλίνωτου πόθου. Αλλά, στο Θεό που πιστεύετε, αυτοί ήταν όλοι ρωμαλέοι, δυνατοί, πύρινοι δαίμονες που εξουσίαζαν και έσερναν ανθρώπους – κανονικούς ανθρώπους! Εκεί όμως που στεκόμουν στην πλαγιά, προαισθάνθηκα πως μέσα στο ανελέητο λιοπύρι εκείνης της γης θα γνώριζα ένα δαίμονα αλλιώτικο, τον μαλθακό, υποκριτικό, χτικιάρικο δαίμονα της πιο αρπαχτικής και αδίστακτης παραφροσύνης. Και το πόσο ύπουλος μπορούσε να γίνει θα το μάθαινα πολλούς μήνες αργότερα και χίλια μίλια πιο μακριά. Στάθηκα για μια στιγμή έντρομος, σαν να είχα δει κάποιο κακό προμήνυμα. Τελικά κατέβηκα λοξά την πλαγιά, για να κάνω μια βόλτα στο σύδεντρο.
 Γλίτωσα από μια τεράστια σκαμμένη τρύπα που είχε ανοίξει κάποιος στην πλαγιά, και το σκοπό της οποίας στάθηκε εντελώς αδύνατο να μαντέψω. Δεν ήταν πάντως νταμάρι, ούτε αμμωρυχείο. Ήταν απλώς μια τρύπα. Ύστερα κόντεψα να πέσω σε μια πολύ στενή χαράδρα, σαν εγκοπή σχεδόν, στην πλαγιά του λόφου. Και ανακάλυψα πως ένα πλήθος αποχετευτικοί σωλήνες που είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη για τον οικισμό, ήταν πεταμένοι εκεί μέσα. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην ήταν σπασμένος. Γινόταν ένα όργιο αναίτιας καταστροφής. Τελικά έφτασα στα δέντρα. Σκόπευα να κάνω μια βόλτα στη σκιά, αλλά αμέσως μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα, μου φάνηκε πως είχα μπει στον ανήλιαγο κύκλο κάποιας Κόλασης. Οι καταρράκτες ήταν κάπου κοντά, και ένας ακατάπαυστος, μονότονος, ορμητικός, μανιασμένος θόρυβος κατέκλυζε τη νεκρική ακινησία του σύδεντρου – όπου ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε ανάσα δεν έπνεε – με ένα μυστηριώδες βουητό, λες και το ιλιγγιώδες στροβίλισμα της γης είχε γίνει ξάφνου ακουστό.
 Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν.
 Αργοπέθαιναν – ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια – ήταν μονάχα μαύρες σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού, σωριασμένα ανάκατα μες στο πρασινωπό σκοτάδι. Κουβαλημένοι από κάθε γωνιά της ακτής με όλη τη νομιμότητα των χρονικών συμβάσεων, χάνονταν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, τρέφονταν με ανοίκειες τροφές, αρρώσταιναν, γίνονταν άχρηστοι, και τότε τους επέτρεπαν να συρθούν λίγο πιο κει και να αναπαυθούν. Αυτές οι ετοιμοθάνατες σκιές ήταν ελεύθερες σαν τον άνεμο – και το ίδιο άυλες. Άρχισα να διακρίνω το φέγγισμα των ματιών ανάμεσα στα δέντρα. Και κοιτάζοντας κάτω, είδα ένα πρόσωπο δίπλα στο χέρι μου. Ο μαύρος σκελετός ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, με τον ένα ώμο ακουμπισμένο στο δέντρο, και είδα τα βλέφαρα να αργοσηκώνονται, τα βουλιαγμένα μάτια να με κοιτάζουν, πελώρια και απλανή, κάτι σαν μουντή αναλαμπή που έσβησε πάλι αργά. "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου