Ο δε Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, με έργα που διαπνέονται από μια έντονη ανησυχία για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Γεννήθηκε στην Πολωνία και μετά πήρε τη Βρετανική υπηκοότητα. Κορυφαία του έργα είναι «Η καρδιά του σκότους» (βιβλίο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα»), «Λόρδος Τζιμ», «Νοστρόμο» και «Μυστικός πράκτορας».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το μεγαλειώδες έργο του "Η καρδιά του σκότους":
Γλίτωσα από μια τεράστια σκαμμένη τρύπα που είχε ανοίξει κάποιος στην πλαγιά, και το σκοπό της οποίας στάθηκε εντελώς αδύνατο να μαντέψω. Δεν ήταν πάντως νταμάρι, ούτε αμμωρυχείο. Ήταν απλώς μια τρύπα. Ύστερα κόντεψα να πέσω σε μια πολύ στενή χαράδρα, σαν εγκοπή σχεδόν, στην πλαγιά του λόφου. Και ανακάλυψα πως ένα πλήθος αποχετευτικοί σωλήνες που είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη για τον οικισμό, ήταν πεταμένοι εκεί μέσα. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην ήταν σπασμένος. Γινόταν ένα όργιο αναίτιας καταστροφής. Τελικά έφτασα στα δέντρα. Σκόπευα να κάνω μια βόλτα στη σκιά, αλλά αμέσως μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα, μου φάνηκε πως είχα μπει στον ανήλιαγο κύκλο κάποιας Κόλασης. Οι καταρράκτες ήταν κάπου κοντά, και ένας ακατάπαυστος, μονότονος, ορμητικός, μανιασμένος θόρυβος κατέκλυζε τη νεκρική ακινησία του σύδεντρου – όπου ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε ανάσα δεν έπνεε – με ένα μυστηριώδες βουητό, λες και το ιλιγγιώδες στροβίλισμα της γης είχε γίνει ξάφνου ακουστό.
Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν.
Αργοπέθαιναν – ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια – ήταν μονάχα μαύρες σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού, σωριασμένα ανάκατα μες στο πρασινωπό σκοτάδι. Κουβαλημένοι από κάθε γωνιά της ακτής με όλη τη νομιμότητα των χρονικών συμβάσεων, χάνονταν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, τρέφονταν με ανοίκειες τροφές, αρρώσταιναν, γίνονταν άχρηστοι, και τότε τους επέτρεπαν να συρθούν λίγο πιο κει και να αναπαυθούν. Αυτές οι ετοιμοθάνατες σκιές ήταν ελεύθερες σαν τον άνεμο – και το ίδιο άυλες. Άρχισα να διακρίνω το φέγγισμα των ματιών ανάμεσα στα δέντρα. Και κοιτάζοντας κάτω, είδα ένα πρόσωπο δίπλα στο χέρι μου. Ο μαύρος σκελετός ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, με τον ένα ώμο ακουμπισμένο στο δέντρο, και είδα τα βλέφαρα να αργοσηκώνονται, τα βουλιαγμένα μάτια να με κοιτάζουν, πελώρια και απλανή, κάτι σαν μουντή αναλαμπή που έσβησε πάλι αργά. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου