αφροδισιακά νοσήματα
Φαντάσου να ήσουν αόρατος. Θα γινόμουν κι εγώ τυφλή. Όχι, δε θα έβγαζα τα μάτια μου με τις πόρπες της ρόμπας του μπαμπά ή τίποτα τέτοιο αιματηρό ούτε θα στεκόμουν στη μέση του δρόμου να με χτυπήσει αυτοκίνητο για να τυφλωθώ όπως γίνεται στις ελληνικές ταινίες. Απλώς θα τυφλωνόμουν, απλώς θα το’ παιρνα απόφαση και θα συνέβαινε, περίπου όπως αποφασίζει κανείς να κόψει τα νύχια του ή τα μαλλιά του. Ως κάτι περιττό, κάτι που εμποδίζει. Φαντάσου τώρα να δίναμε ραντεβού σ’ ένα μπαρ. Ή σε μια πλατεία. Χωρίς να ξέρουμε πώς μοιάζει ο καθένας. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Η μόνη διαφορά μας από τους υπόλοιπους αγνώστους θα ήταν ότι εμείς θα είχαμε ραντεβού. Ανάμεσα σε αγνώστους τόσο γνώριμους που δυσκολεύομαι ακόμα και να τους φανταστώ.
Ο πλανώδιος με τα μπαλόνια κι ο πλανόδιος με τα ψητά καλαμπόκια. Οικογένειες με υπερκινητικά παιδάκια και βαριεστημένους γονείς. Μια παρέα αγοριών που επιδεικνύουν την αρρενωπότητά τους βαραίνοντας βεβιασμένα τις φωνές τους. Μια παρέα κοριτσιών που επιδεικνύουν τη θηλυκότητά τους γελώντας υστερικά με το παραμικρό και αφήνοντας επιφωνήματα υποτιθέμενης συγκίνησης στη θέα οποιουδήποτε αντικειμένου ή πλάσματος θα μπορούσε να είναι έστω και αμυδρά χαριτωμένο. Ένας τύπος καθισμένος στο πεζούλι μόνος του, με βρεγμένα μαλλιά που μαρτυρούν ότι έχει βγει εσπευσμένα και κάπως άσκοπα στο δρόμο αφού έσκυψε στο νιπτήρα κι έριξε μερικές χούφτες νερό στα μούτρα του, ελπίζοντας ότι θα συνέλθει από κάτι που τον συνθλίβει. Μια χοντρή κυρία που περπατάει βασανιστικά αργά σαν να ταλαντεύεται σε κάθε βήμα από το ένα πέλμα στο άλλο. Το σκυλάκι της με το φουντωτό τρίχωμα και το γουρλωμένο βλέμμα του κοκαϊνομανή. Ένα κορίτσι γερμένο σε έναν τοίχο, που προσπαθεί μάταια να διαβάσει ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο περιμένοντας το αγόρι της, το οποίο έχει αργήσει ή μήπως αυτή έφτασε πολύ νωρίς ή μήπως κάτι του έτυχε ή μήπως απλώς δε θα έρθει ή μήπως να φύγει πριν προλάβει να γίνει τόσο μεγάλος ο χρόνος της αναμονής που θα ξεχάσει ποια ήταν όταν έφτασε στην πλατεία. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που σκοτώνει την ώρα του με έναν ψευτοτσακωμό για το αν είναι πιο νόστιμο το μαλλί της γριάς ή το μαλλί του γέρου. Ένας μεθυσμένος που έχει ξαπλώσει σε μια γωνιά προσπαθώντας ανεπιτυχώς να δείχνει νηφάλιος. Το φεγγάρι που έχει σχεδόν γεμίσει και σκέφτεται από Δευτέρα δίαιτα πάλι.
Φαντάσου λοιπόν όλους αυτούς τους αγνώστους κι άλλους ομοίους τους (γιατί όλοι οι άγνωστοι είναι όμοιοι) και φαντάσου κι εμάς τους δυο ανόμοιους (άρα ίσως όχι αγνώστους).
Φαντάσου ότι καταφθάνεις στην πλατεία αόρατος και κανείς από όλους αυτούς δε σε βλέπει. Φαντάσου ότι καταφθάνω κι εγώ τυφλή και δεν βλέπω κανέναν από όλους αυτούς. Φαντάσου την τυραννία του ματιού ανίσχυρη, αφοπλισμένη.
Και τώρα μόνο ένα πράγμα ακόμα πρέπει να φανταστείς, πως συνεχίζεις απλώς να περπατάς και συνεχίζω απλώς να περπατώ, εμείς οι δυο ανόμοιοι, αφημένοι στην αδικαιολόγητη κι ανακουφιστική σιγουριά πως δε χρειάζεται τίποτα άλλο, μόνο να συνεχίσουμε να περπατάμε στις προκαθορισμένες μας τροχιές, για να βρεθεί το σημείο μηδέν μας ακόμα κι αν χρειαστεί να καταρρεύσουν τριγύρω όλα τα υπόλοιπα ασήμαντα κορίτσια, αγόρια, παιδάκια, σκυλάκια, φεγγάρια, μπαλόνια, νιπτήρες, μαλλιά της γριάς και μαλλιά του γέρου, ώστε να απομείνει μόνο αυτό το εφήμερα κοινό σημείο. Ανόμοιοι άρα όχι άγνωστοι, εσύ αόρατος εγώ τυφλή, οι δυο μας μια εικόνα που αχρηστεύει όλες τις υπόλοιπες, παιδιά της ξελευτερίας. Από εδώ και στο εξής ένα μόνο πράγμα μπορούμε κι οι δυο να φανταστούμε, τόσο συγκεκριμένο που δεν μπορεί πια απλώς να το φανταζόμαστε. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή σε μια τέτοια παρτίδα κρυφτού.
το διαβάσαμε στο φανζίν chimeres
Tην εικόνα της ανάρτησης αλιεύσαμε από ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου