Aν και οι παρακάτω στίχοι γράφτηκαν "τότε", διαβάζοντάς τους "τώρα" δεν μπορείς να μην αναλογιστείς πόσο σαδιστικά το τότε ομοιάζει με το τώρα! Ένα διαχρονικό ψυχογράφημα του "ρωμηού". Ένας όρος, όπως και η παραγόμενη "ρωμηοσύνη", που καμία σχέση δεν έχει με τον ελληνισμό ή πιο σωστά πολιτισμό των ένδοξων προγόνων. Τους οποίους επικαλούνται οι "φλογεροί πατριώτες" του σήμερα για να καλύψουν με πολιτισμικούς χιτώνες του μακρινού παρελθόντος, ή με κορώνες αγωνιστικού φρονήματος του λιγότερου μακρινού παρελθόντος, τα πνευματικά και πολιτισμικά κουρέλια του παρόντος. Ένα παρόν που όσο αρνείται να διδαχτεί από τα λάθη, τις αστοχίες, τις παρανοήσεις και την βλακεία με αρχαιοελληνική περικεφαλαία -σαν αυτή που φοράνε στις εξέδρες των γηπέδων οι οπαδοί της εθνικής ποδοσφαίρου- τόσο και θα αδυνατεί να παράξει στοιχειώδη έστω πολιτισμό. Με ότι συνεπάγεται αυτό για ένα λαό και την επιβίωση και ιστορική του συνέχεια.
Ο Ένοικος...
Ο Ρωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Διαβάστε κι αυτά τα αποσπάσματα από το άρθρο του συνδέσμου που παραθέσαμε παραπάνω:
Όπως εξάλλου το διατυπώνει πιο ειλικρινά (και απροσχημάτιστα) ένας άλλος μεγάλος θεωρητικός της Ρωμηοσύνης, ο αγιογράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου: “Η Ρωμηοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμηοσύνη.” (δηλαδή στους δύο –Βυζάντιο και Ρωμηοσύνη- τρίτος δεν χωρεί: ποιός ελληνικός πολιτισμός, λοιπόν, και πρασινάλογα...).
Για την ιστορία ας επισημάνουμε ότι το, κατά τον Γ. Μεταλληνό, «ἱστορικό μέγεθος, πού ἐγκαθιδρύθηκε στήν ἱστορία, στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ., μέ τά ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὅλης της Εὐρώπης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης», ισοπέδωσε σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά, γραπτά κ.α. μνημεία του ελληνικού πολιτισμού.
Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της «υπερχιλιόχρονης βασιλείας» του, δεν παρήγαγε ποτέ απολύτως τίποτα που να έχει κάποια παγκοσμιότητα, ούτε ένα βιβλίο που να μπορεί να διαβαστεί από πολιτισμένο (ή και απλώς νοήμονα) άνθρωπο, δεν άφησε ούτε ένα θεατρικό έργο, ούτε ένα επιστημονικό σύγγραμμα, ούτε ένα αρχιτεκτονικό μνημείο αντάξιο και του πιο βιαστικά φτιαγμένου ελληνικού. Τα μόνα «πολιτισμικά» επιτεύγματα (βλ. σαβούρα) που μας κληροδότησε η Νέα Ρώμη («Βυζάντιο») είναι τα καταγέλαστα «χρονικά από κτίσεως κόσμου», οι επίσης καταγέλαστοι βίοι ανύπαρκτων μαρτύρων, τα καταθλιπτικά και αντιαισθητικά «μοναστήρια» και ναοί της (στην πλειοψηφία τους χτισμένα με υλικό από κατεδαφισθέντα ελληνικά μνημεία), η ελεεινά κακόηχη θρησκευτική «μουσική» της (με τα ολέθρια για την ψυχή και τη διάθεση αποτελέσματα), τα μισελληνικά τροπάρια των ψαλτών της (σε κακοποιημένη ελληνική) και οι πλήρεις κακογουστιάς εκκλησιαστικές τοιχογραφίες της (με την ανύπαρκτη προοπτική, την κατηφή αντίληψη περί χρώματος και τους βλοσυρούς και ανέραστους αγίους της). Αυτό όμως, που κατεξοχήν μας κληροδότησε είναι η (χωρίς εισαγωγικά) καμμένη γη του ελληνικού (προχριστιανικού) πολιτισμού.
Η ίδια η λέξη «έλληνας» ως πολιτισμικός αυτοπροσδιορισμός είχε απαγορευθεί καθ΄όλη τη διάρκεια του χριστιανοβυζαντινού μεσαίωνα και είχε αντικατασταθεί με τον αστείο «ρωμηός». Λόγω της συνωνυμίας, η λέξη «έλληνας» είχε φυσικά απαγορευθεί και ως εθνικός προσδιορισμός και χρησιμοποιείτο μειωτικά για να δηλώσει τον «ειδωλολάτρη» και τον αρνητή της «μόνης αληθινής πίστης» (όλοι ξέρουμε ποιά είναι). Τον αυτοπροσδιορισμό «έλληνας» τον εισηγήθηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της ελληνικής εκδοχής του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Κωνσταντίνος Κούμας, υπήρξαν σκληροί αντιβυζαντινιστές και αντικληρικαλιστές ενώ και οι περισσότεροι ηγέτες των εξεγερμένων (π.χ. οι Φιλικοί, στους οποίους ανήκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσας κ.α.) υπήρξαν μασόνοι (όπως άλλωστε και οι ηγέτες της αμερικανικής, ή της γαλλικής επανάστασης - κάτι σύνηθες εκείνη την εποχή όπου ο Τεκτονισμός ήταν επαναστατική δύναμη) και όχι χριστιανοί και ... «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου» κατά την έκφραση του Κόντογλου (σχετικά με τη συμβολή του Τεκτονισμού στην επανάσταση βλ. http://www.aasr.gr/grandLodge/gr/masonry_and_revolution.html).
Χάρις στην ιδεολογική ζύμωση που προκάλεσε ο Διαφωτισμός, η επανάσταση του 1821 ξεκίνησε ως απότοκος της γαλλικής, δηλαδή ως κοινωνική και πολιτισμική (όπως, δηλαδή, όλες οι επαναστάσεις εκείνης της περιόδου) και όχι ως στενά «εθνικοαπελευθερωτική», όπως διδάσκει η σχολική προπαγάνδα. Μετά τη λήξη της επανάστασης το 1828, και επί μερικές δεκαετίες, το διαφωτιστικό και το βυζαντινό πνεύμα συγκρούστηκαν για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του νέου κράτους. Ο αγώνας υπήρξε άνισος για τον εγχώριο Διαφωτισμό (λόγω του πανίσχυρου εκκλησιαστικού ελέγχου -συνειδησιακού και κρατικού- το μήνυμά του δεν βρήκε μεγάλη απήχηση στον ελλαδικό πληθυσμό) και τελικά ο βυζαντινισμός -και τα ήθη του- επανέκαμψε ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά (βλ. Η χαμένη μάχη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού – πώς παραμείναμε φασκιωμένοι στη βυζαντινή μούμια). Έτσι, αν και η επανάσταση υποκινήθηκε από τους μορφωμένους μεσοαστούς έλληνες της Ευρώπης, απέτυχε πλήρως αφού δεν δημιούργησε μια ευρωπαϊκή (όπως κι αν την εννοεί κάποιος) χώρα, αλλά ένα (νεο)βυζαντινό απολειφάδι (το τελευταίο εναπομείναν στον σύγχρονο κόσμο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου