ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ : (γιατί ακόμα και η εύρεση τίτλων ή ορισμών είναι κάτι το περιοριστικό!)

Ξέσκισμα!
Της ψυχής. Των ίδιων των ενστίκτων. Της ελεύθερης ανάπτυξης της σκέψης. Των πιο αυθεντικών χαμόγελων, κυρίως αυτών στα οποία εκείνοι δεν έβλεπαν το λόγο. Των παιδικών μας παιχνιδιών στη γειτονιά, όταν οι γειτόνοι έσκουζαν κι αγρίευαν για το πόσο ταράζουμε την ησυχία τους και οι γέροι μας μάς φώναζαν να χωθούμε στα σπίτια μας για να μην ενοχλούμε. Των πρώτων μας σκιρτημάτων που ενοχοποιούνταν και καταδικάζονταν από την αρρώστια της χαμηλοβλεπούσας κομπλεξικής ομήγυρης, κοινωνιούλας γονιών, συγγενών, δασκάλων, αυτόκλητων δικαστών, παπάδων, ηθικολόγων υποκριτών.
Της αγάπης για μάθηση από το παραλήρημα σογιών και περίγυρων και εκπαιδευτικών κάτεργων για προσκόμμιση των πρέποντων βαθμών και απόκτησης λειψής και στρεβλής γνώσης.
Των πανιών στα καραβάκια που φτιάχναμε από μικροί.
Των σχεδίων πλεύσης σε ρότες προσωπικές, περιπειώδεις, ανακαλυπτικές.
Της άρνησης ψυχαναγκαστικής εισόδου μας στη δουλεμπορική αγορά εργασίας τους, στα σαλόνια της ασφυκτικής κι αυτοματοποιημένης κανονικότητάς τους, στα πυραμιδικά ιδρύματα της πραγματικότητάς τους.
Των εννοιών που μας δίδασκαν στη θεωρία τους και σταύρωναν στην πράξη τους.
Της ανάγκης να φωνάξεις, να φωνάξεις έστω και αν παραμείνεις λουφαγμένος στη γωνία, αλλά όχι! τους κακοφαινόταν ακόμη κι αυτό, γιατί...ακούγεσαι! Οφείλαμε να σφραγίζουμε το στόμα μας όταν μας έπνιγε η μυστική κραυγή του πεσμένου σε κώμα που αντιλαμβανόταν το φως της ύπαρξης μα δεν μπορούσε να σαλέψει κινούμενος προς αυτό...

Αλλά...

...η επανάσταση είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που, αγριεμένα και πιασμένα χέρι χέρι, αφήνουν πίσω τις νουθεσίες των γνωστικών γονέων και την αποσύνθεση της ασφάλειας και των μεταμφιέσεων του μνήματος του παλιού κόσμου. Και, μεθυσμένα από τις αιώνιες χαρές και πιο γενναίες υποσχέσεις της ζωής, ανακαλύπτουν μαζί καινούργιες συναρπαστικές διαδρομές. Όχι για να σταθούν στο ξεκίνημά τους εκθειάζοντάς τες απλώς. Όχι για να παγιδευτούν σε ατέλευτες ομιλίες, θεωρίες και διακηρύξεις γύρω από το ρίσκο και τα οφέλη του τολμήματος. Όχι για να γενούν στο πέρασμα τελικά τα σκιάχτρα του εαυτού τους και των αρχικών προθέσεών του, ώστε ν'αποθαρρύνουν και μελλοντικούς συν-οδοιπόρους. Αλλά για να γενούν τα ίδια το ταξίδι, ο αυτοκαθορισμός της πορείας και η εκπλήρωση της λαχτάρας...

" Όλη μου τη ζωή ο κόσμος προσπαθεί να ταρακουνήσει το κλουβί μου για να με αναγκάσει να εκραγώ. Με δοκιμάζει. Προσπαθώντας να βρει την αδυναμία μου. Η μάνα μου έλεγε 'γιε μου μην κάθεσαι στο κρύο' κι ο πατέρας μου το ίδιο. Θα έλεγε 'ποτέ σου μη χάσεις τον έλεγχο του εαυτού σου'. Αλλά ανοίγω το παράθυρο. Αφήνω τον κρύο αέρα να διαπερνάει. Έχασα τον έλεγχο" - Ποίημα του νεαρού Brian Deneke, τραγικού ήρωα της ταινίας "BOMB CITY"

Μην μου λες ότι είμαι ένας κακόμοιρος τοσοδούλης μπροστά σε ασύλληπτα για την κατανόησή μου μεγέθη. Ακόμα και η τοσοδούλα του παραμυθιού κατάφερε στο τέλος να...αποκτήσει φτερά! Μην μου τσαμπουνάς ότι είμαι πολύ μικρός για να καταφέρω οτιδήποτε σημαντικό, για να'χω δυνατότητες που αγγίζουν δυσθεώρητα ύψη, για να αλλάξω οτιδήποτε μέσα στο υπέροχο Χάος της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Αφού κι εγώ είμαι κομμάτι ενεργό αυτού του ...εύρυθμου χάους! Θέλω να γίνω ο δαμαστής του θηρίου του εαυτού μου, που αν καταφέρω να γνωρίσω την Ουσία και τη Δύναμη πίσω από τα αυτοματοποιημένα περιτυλίγματά του, μπορώ να γίνω ο μοναδικός κυρίαρχός του...Και ξέρεις; Μπορώ από κάμπια που σέρνεται να μεταμορφωθώ σε πεταλούδα. Που το άνοιγμα των φτερών της στο Τόκιο μπορεί να φέρει τυφώνες στη Νέα Υόρκη και το αντίστροφο...Μπορεί να φέρει τη δραματική ανατροπή, την ολοσχερή μεταβολή κλειστών συστημάτων, την εκτροπή της ροής των "πραγμάτων" προς μεταμορφωτικές κοσμικές λεωφόρους. Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ...

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Πόρνες στη Γαλλία


LaureAdler, Η καθημερινή ζωή στους οίκους ανοχής της Γαλλίας (1830-1930), μετάφραση: Αναστασία Μεθενίτη, Παπαδήμα, Αθήνα 2000, 247 σελ.

Προς αυτό το κόκκινο φανάρι κι αυτόν τον αδιάκριτο αριθμό 
Μέσα στη νύχτα των κάτω συνοικιών 
Όπου οι νεαροί σοσιαλιστές 
Μιλούν με ευχέρεια για έναν ζαλισμένο τύπο
Σ’ ένα βρομερό ρινγκ, ανάμεσα σε τερπνά σκουπίδια
Είναι απαραίτητο, αν η μοίρα μας πρέπει να πραγματοποιηθεί
Σύμφωνα με τον έξυπνο ρυθμό που τα βιβλία μας της επιβάλλουν,
Να αναζητήσουμε άλλα φώτα από εκείνα του Ηλίου και της Σελήνης
Βόρεια φώτα για διαμέρισμα καλά περιορισμένο.
Εκεί, ανάμεσα στα κορίτσια ενός ευχάριστου διανοητικού εμπορίου
Με το παντελόνι γυρισμένο πάνω στις μεταξωτές κάλτσες,
Θ’ ακούσουμε, με ευχαρίστηση που ανανεώνεται,
Το μπάντζο που περνάει
Και το βιολί του συντρόφου του να γεμίζουν την κόκκινη αίθουσα
Ενός «Οίκου» που δεν υπάρχει:
Ένας οίκος ευχαρίστησης τελείως φανταστικός,
Αυτός που καθένας από εμάς έχει στο εύθραυστο κεφάλι του.
Και που μια ημέρα θα διαπιστώσουμε πλήρως τα τρομακτικά του αποτελέσματα.

Pierre Mac Orlan, L’ Inflation sentimentale

Δεν είναι η πρώτη φορά που το φεμινιστικό κίνημα ως φορέας κοινωνικής, ηθικής και πολιτικής αλλαγής ταράζει τα νερά. Στη μακρόχρονη ιστορία του δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κινήθηκε σε ολισθηρά εδάφη, χωρίς να κατορθώσει να αλώσει διαφιλονικούμενες περιοχές και να ολοκληρώσει τις επιθυμητές μεταβάσεις. Τώρα, μέσω μιας εκπροσώπου του και βουλευτή του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Γαλλία, της Μοντ Ολιβιέ, θέτει στο στόχαστρο την πορνεία με ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο που ξεσηκώνει αντιδράσεις και προκαλεί ποικίλες συζητήσεις, εντάσεις και ενστάσεις, κυρίως με το επίμαχο 16ο άρθρο του, που προβλέπει ποινικές ευθύνες για τους πελάτες εκδιδόμενων γυναικών, που επισύρουν πρόστιμο 1.500 ευρώ. Το νομοσχέδιο προβλέπει διπλασιασμό του προστίμου εφ’ όσον ο παραβάτης υποπέσει στο αδίκημα για δεύτερη φορά, ενώ υποχρεούται και στην παρακολούθηση σεμιναρίων «ευαισθητοποίησης», στο πρότυπο εκείνων που διενεργούνται για τους κινδύνους της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ και παρακολουθούν όσοι συλλαμβάνονται να οδηγούν μεθυσμένοι. Θεωρητικά τουλάχιστον, το νομοσχέδιο σκοπεύει στην καταπολέμηση του δικτύου σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών, αλλά και στη διάρθρωση υποστηρικτικών συστημάτων και δικτύων ένταξης για όσες επαγγελματίες πόρνες προσβλέπουν σε αλλαγή απασχόλησης.


Αναμφίβολα, η κυρία Ολιβιέ κατέχει το θέμα της και, από την πλευρά της, μπορεί να τεκμηριώσει τις θέσεις της, που έχουν ενδιαφέρον. Εξ ίσου ενδιαφέρον θα ήταν για μας, φαντάζομαι, να παρακολουθήσουμε μια ενδεχόμενη συνομιλία της με την κυρία Λωρ Αντλέρ, ιστορικό, κοινωνιολόγο, δημοσιογράφο, πρώην σύμβουλο του Φρανσουά Μιτεράν σε θέματα πολιτισμού και συγγραφέα ουκ ολίγων βιβλίων: ανάμεσά τους, μια μελέτη για τις φεμινίστριες δημοσιογράφους του 19ου αιώνα. Και άλλη μία – όχι ακριβώς μελέτη, όσο ένα απροσδόκητο, ιδιαιτέρως σοβαρό λογοτεχνικό δοκίμιο με θέμα τις πόρνες. Του 19ου αιώνα, επίσης. Intriguant, n' est-cepas;

Πιθανότατα υπάρχουν αρκετοί που αναγνωρίζουν στο προαναφερθέν εγχείρημα, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται, λίγο-πολύ, ως απόπειρα εξάλειψης της πορνείας, εντιμότητα, αγωνιστική ειλικρίνεια και ευγενείς προθέσεις. Φυσικά, υπάρχουν κι εκείνοι που δικαίως, από την πλευρά τους, εξεγείρονται ενάντια στη μάστιγα της πολιτικής ορθότητας που μοιάζει να σαρώνει τα τελευταία χρόνια τον κόσμο μας, οριοθετώντας μείζονα ζητήματα στο πλαίσιο ενός κοινωνικοοικονομικού μοντέλου, όπου τα πάντα λειτουργούν ως στυγνή συναλλαγή, δίχως το ελάχιστο εκτόπισμα πραγματικής ψυχής – βλέποντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος, την ίδια στιγμή που αχανείς εκτάσεις τροπικής σαβάνας τυλίγονται στις φλόγες. Μια ομάδα αντρών, με επίδικο αντικείμενο την ελεύθερη απόλαυση του αγοραίου έρωτα, συνέταξαν και υπέγραψαν ως «343 γουρούνια» ένα μανιφέστο διαμαρτυρίας, εκφράζοντας την αγανάκτησή τους για την ποινικοποίηση του ρόλου τους ως πελάτες.
Η παραπομπή στις «343 γουρούνες», που το 1971 κυκλοφόρησαν μανιφέστο για να δηλώσουν ότι είχαν κάνει άμβλωση, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, επειδή παραλληλίζει την ποινικοποίηση των πελατών της πορνείας με τον αγώνα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων – το Σοσιαλιστικό Κόμμα χαρακτήρισε την ανοιχτή επιστολή «σκανδαλώδη και αντιδραστική […] αποκαλυπτική του πραγματικού στόχου όσων υπερασπίζονται την πορνεία – που είναι η διατήρηση της ανδρικής κυριαρχίας και της γυναικείας υποταγής». Το κείμενο φέρει τον τίτλο ««Κάτω τα χέρια από την πόρνη μου» και είδε το φως της δημοσιότητας στο μηνιαίο περιοδικό Causeur, ενώ η Libération παραθέτει ένα απόσπασμα:

Είμαστε οι απελπισμένοι, οι διεστραμμένοι και οι ψυχοπαθείς, όπως μας περιγράφουν οι θιασώτες μιας ιδεολογίας της καταπίεσης που έχει περιβληθεί το μανδύα του φεμινιστικού αγώνα. [...] Αρνούμαστε οι επιθυμίες και οι απολαύσεις μας να υπαγορεύονται από κανόνες που ορίζουν βουλευτές […] Πιστεύουμε ότι όλοι έχουν το δικαίωμα να πωλούν ελεύθερα τα κάλλη τους – ακόμη και να το απολαμβάνουν […] Εν τούτοις καταδικάζουμε τη σεξουαλική πράξη δίχως τη συναίνεση του έτερου εμπλεκόμενου ατόμου, καταδικάζουμε τη βία και το εμπόριο σάρκας […] Αγαπούμε την ελευθερία, τη λογοτεχνία και την οικειότητα. Όταν το κράτος αρχίζει να αναλαμβάνει την ευθύνη των γεννητικών μας οργάνων, και τα τρία βρίσκονται σε κίνδυνο. [...] Σε αντίθεση προς τους «σεξουαλικά ορθούς», σκοπεύουμε να ζήσουμε ως ενήλικες.

Κανένας δεν αμφισβητεί ότι η μετατόπιση της ποινικής ευθύνης από τις ιερόδουλες στους πελάτες τους, είτε αυτοί γνωρίζουν αν στοιχειοθετούνται συνθήκες σεξουαλικής εκμετάλλευσης είτε όχι, καθώς και το «αυτόβουλο» της άσκησης πορνείας, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ανακινούν σημαντικά ζητήματα σε δικαιοπολιτικό επίπεδο – ειδικά όταν ο νομικός φορμαλισμός, η τυποποίηση διά νόμου μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, ένα από τα βασικά στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στον αποχαρακτηρισμό της πορνείας ως προσβολής των ηθών, κάτι που απηχεί, φυσικά, την ιδεολογική προσέγγιση του νομοθέτη και, συχνότατα, το εσφαλμένο σημείο εκκίνησής του: τα ισχύοντα νομοθετικά πλαίσια κρίνονται ως ανεπαρκή και προβληματικά, καθώς, πέρα από την απαγόρευση της μαστροπείας, του αποζήν από τα κέρδη πορνείας και της διατήρησης οίκου ανοχής, απουσιάζουν από αυτά εκτενέστερες ρυθμίσεις για την άσκησηπορνείας.

Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Κάτι που, ωστόσο, φαίνεται συστηματικά να διαφεύγει (και να αποσιωπάται) από τις διάφορες υποθετικές εκδοχές εφαρμοσμένου φεμινισμού –από όλες αυτές τις φωνές που συνενώνονται προς υπεράσπιση των θυμάτων σεξουαλικής εκμετάλλευσης (τα οποία είναι ήδη υπεράριθμα και δυστυχώς διαρκώς πολλαπλασιάζονται)– είναι η δυνατότητα αντιστροφής του επιχειρήματος. Η δυνατότητα, η γυναικεία σεξουαλικότητα, δηλαδή, στην προσλαμβάνουσα παράσταση και συνθήκη της, να γίνεται αντιληπτή ως πραγματικό φυσικό πλεονέκτημα και να αξιολογείται ως ιστορική ευκαιρία, είτε γίνεται λόγος για περιστασιακή άσκηση επιρροής και εξουσίας στο ανδρικό φύλο είτε για διαχρονική ισχύ υπονόμευσης της ανδρικής κυριαρχίας.

Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, η Λωρ Αντλέρ, βιογράφος, μεταξύ άλλων, της Μαργκερίτ Ντυράς, της Σιμόν Βέιλ και της Χάννα Άρεντ, έχει καταθέσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1990 στη Γαλλία από τον εκδοτικό οίκο Hachette και το 2000 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Παπαδήμα – και με την οικονομική ενίσχυση του υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας. Η καθημερινή ζωή στους οίκους ανοχής της Γαλλίας – (1830-1930) είναι μια καταγραφή του βίου των πορνών τον 19οαιώνα, μια απόπειρα ιχνηλάτησης της πορείας αυτών των γυναικών που ανέκαθεν κινήθηκαν στα όρια μεταξύ μύθου και ιστορίας, πραγματικότητας και μυθοπλασίας, που τροφοδότησαν την πιο ισχυρή ποιητική φαντασία –και ποιητική του πόθου– και την πιο ποταπή ρεαλιστική αναπαράσταση ενός κόσμου που καραδοκούσε πάντα, σε καθεστώς βλάσφημης ανθοφορίας, στις σκιές, στο μισοσκόταδο, στο ημίφως: ουράνιες και πάνδημες Αφροδίτες οι ίδιες, των μπαρ, των μπουντουάρ, των χαμαιτυπείων, των καμπαρέ, μεθυσμένα φτηνοκόριτσα, αδέσποτες μαντόνες με αδηφάγα στόματα και μάτια λυπημένα, εύθυμα ή απαθή, αγέρωχες σφίγγες με το μυστικό τους επτασφράγιστο. Ευτυχώς ή δυστυχώς, το θέμα των πορνών μάλλον δεν μπορεί να το προσεγγίσει κανείς χωρίς λυρικές εξάρσεις, λογοτεχνικές εξιδανικεύσεις, φεμινιστικές κορώνες, υγειονομικές καταγγελίες ή διαπρύσια ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Χωρίς την εμμονοληπτική καθήλωση στην ανοικειότητά τους, που τις καθιστά μη διαχειρίσιμες. Όλα αντενδείκνυνται, όμως όλα εμπεριέχονται. Θα προχωρήσουμε ασύνετα, με άγνοια κινδύνου, αλλά εμπύρετοι ως λαθροθήρες ή ξεδιάντροποι τυμβωρύχοι. Αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη για το στραβοπάτημα στον πάγο, για την αναζωπύρωση της φλόγας, θα συντριβούμε ηρωικά κάτω απ’ το βάρος της ίδιας της απερισκεψίας μας. Και χωρίς απαντήσεις.

Η Αντλέρ διερευνά στο βιβλίο της τη μυθολογία της πόρνης. Αναμετράται με το θέμα της, δεν το φοβάται. Θεϊκή, Μαρία κτύπημα σπαθιού, Κόσμημα, Πεπέ η Πάνθηρας, Εσταυρωμένη, Αναρριχώμενη – ονόματα, χαϊδευτικά, παρατσούκλια. Επινοήσεις εαυτού και ξαναβαφτίσματα. Παλλακίδες, κορίτσια της χαράς, κορίτσια της νύχτας, περιπατητικές, φιλόδειπνες, πέτρινες, οριζόντιες, ελαφίνες, λέαινες, επισκέπτριες καλλιτεχνών, εταίρες. Ιεραρχία, συστήματα, διαβαθμίσεις: η ζωή των αγοραίων κοριτσιών εξαρτάται από το μέρος όπου ασκούν τη γοητεία τους, από την τύχη τους, την ομορφιά τους, τις συναντήσεις. Οι εταίρες, σαν διάττοντες αστέρες του πόθου, είναι αυτές που εκποιούν λιγότερο την ελευθερία τους – οι άλλες, τα κορίτσια του πορνείου, οι παράνομες, οι δηλωμένες θα υφίστανται συχνά το ζυγό της ταπείνωσης. Όμως πώς να φανταστεί κανείς τη χαρά και τη λύπη όλων των μικρών κοριτσιών που θα συναντήσουμε κλεισμένα σ’ αυτά τα σκάφη της ακολασίας; Και κάποιες είναι όντως μικρές, πολύ μικρές, πάμφτωχες – και προσφέρονται:

Χάβρη, 6 Ιουνίου 1874 – Κυρία, έχω ακούσει να μιλούν για τον οίκο σας και, θέλοντας να έρθω σ΄ εσάς, προσφέρομαι. Είμαι δεκαπεντέμισι ετών. Είμαι χαριτωμένη, με ωραία μαλλιά, όμορφα δόντια, καλοσχηματισμένη, με ολόλευκο δέρμα και χωρίς να έχω ούτε μια κηλίδα στο σώμα και αν θέλετε να στείλετε κάποιον απ’ το ταχυδρομικό ατμόπλοιο του Μπορντώ για να πληροφορηθεί αν οι πληροφορίες που σας δίνω για μένα είναι ακριβείς. Δεν έχω ασπρόρουχα και χρειάζομαι 300 φράγκα προτού φύγω. Αν σας κάνω, αφού πάρετε τις πληροφορίες σας, στείλτε κάποιον για να με πάρει από το σπίτι μου και να με οδηγήσει στο δικό σας.

Υπάρχουν, ωστόσο, και οι άλλες – οι μαρκησίες των υψηλών πεζοδρομίων, αυτές που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας των συντηρούμενων γυναικών: τις αποκαλούν ακόλαστες και από την ακολασία τους αντλούν τη δύναμή τους. Πυργοδέσποινες που πλήττουν, αστές που δεν τις καταλαβαίνουν, εκκεντρικές θεατρίνες κατέχουν το παιχνίδι των διαρκών μεταμορφώσεων και των συνταρακτικών εντυπώσεων, την προτίμηση της νύχτας, την αίσθηση της ανάλωσης, την επιστήμη της εγκατάλειψης και την τέχνη του να ξοδεύουν χρήματα. Επιδεικνύουν τη δύναμη του φύλου τους και ζουν αυτή την εξουσία σαν μια απόλαυση, μια διεύρυνση του εαυτού τους. Κάνουν να μοιάζει σα να αποπλανούν ενώ πουλιούνται, αλλά και η πιο κολοσσιαία περιουσία δεν θα μπορέσει ποτέ να τις χορτάσει. Το χρήμα κυλάει στα χέρια τους – αδύνατον να τις ορίσει ή να τις ικανοποιήσει και ποτέ δεν θα έχουν αρκετά. Διαθέτουν το σώμα τους, την ομορφιά τους, τα νιάτα τους, την εμπειρία τους ως κεφάλαιο – και η κρυμμένη αλλά βαθιά περιφρόνηση για τους εραστές πελάτες τους είναι το πιο αποτελεσματικό τους όπλο: Δεν αρκεί να πληρώσει κανείς για να μπορέσει να κατέχει. Αλλά πρέπει κατ’ αρχάς να πληρώσει. Να πληρώσει το ιδιαίτερο ξενοδοχείο, τις άμαξες, τα ρούχα, τις εσπερίδες. Ξοδεύουν, καταβροχθίζουν, καταστρέφουν – οι εταίρες αυτής της κλάσεως παραχωρούνται για λίγο ως βραβεία, μετακινούνται σαν μοιρασμένα έπαθλα ή σαν τρόπαια δανεικά προορισμένα να κοσμήσουν μια πατρογονική εταζέρα όσο διαρκεί η περίσταση, χωρίς ποτέ να τις παραλαμβάνει ένας τελικός νικητής. Επιδίδονται. Μόνο. Σε καμώματα, κυκλοθυμικές κρίσεις, καπρίτσια. Ποτέ δεν παραδίδονται, δεν αποδίδονται, δεν υποκύπτουν. Ανυπότακτες στον άνδρα τον οποίο έχουν ανάγκη ως οικονομική πηγή, παραμένουν ασύλληπτες. Προσφέρουν στους εραστές τους το απρόσμενο, την ανισορροπία, την ανατροπή – καθοδηγούμενες από τα ένστικτά τους προσφέρονται σε όποιον θέλουν, όταν το θέλουν.

Η Αντλέρ εμβαθύνει στη μυθολογία της πόρνης επιλέγοντας από το έξοχο δειγματολόγιο της γαλλικής λογοτεχνίας μια αριστουργηματική τριπλέτα – τη Νανά του Ζολά, την Εστέρ (τη λεγόμενη Τορπίλλη) του Μπαλζάκ (από τις Λαμπρότητες και Αθλιότητες Εταιρών) και τη Μαργαρίτα Γκωτιέ του υιού Δουμά (την Κυρία με τας Καμελίας, φυσικά). Υπάρχουν κι άλλες – ολόκληρο το έργο του Μπωντλαίρ διατρέχεται απ’ αυτές, στοιχειώνεται, τρέμει. Και ας μην ξεχνάμε τη Ναστάζια Φιλίπποβνα του Ντοστογιέφσκι – όμως εδώ μπαίνουμε σε ρώσικη περιοχή.

Στην εισαγωγή του βιβλίου της η Αντλέρ επισημαίνει:

Χρησιμοποίησα, διασταυρώνοντας, τις διάφορες πηγές: πραγματείες ιατρών, υγιεινολόγων, ηθικολόγων, στοιχεία αρχείων που προέρχονταν κυρίως από την ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης του Παρισιού, κείμενα δικαστικά και διοικητικά, σπάνιες μαρτυρίες πορνών που βρέθηκαν σε συλλέκτες και στη βιβλιοθήκη Άρσεναλ, καθώς και λογοτεχνικά κείμενα. Σ’ αυτό το περιβάλλον όπου το μυστικό βαραίνει, το ψέμα και η μεταμφίεση είναι στο πρόγραμμα, θα ’ταν αφελές να φανταστεί κανείς ότι αγγίζει την αλήθεια και μπορεί, σαν να μην υπήρχε τίποτα, να επιδοθεί σε μια ανασύνθεση της ζωής των πορνών, εξ ορισμού καλυμμένη, οριστικά εκτός βολής […] Αποκωδικοποιώντας αυτά τα έργα για την πορνεία και αντιμετωπίζοντας την ποικιλία τους, ο ίλιγγος έρχεται γρήγορα και ακόμη και η ανάγνωση των κειμένων προκαλεί συγκινήσεις όλων των ειδών […] Έτσι λοιπόν μην αναζητάτε αμεροληψία σ’ αυτή την αφήγηση που προήλθε και αυτή από ύφανση πολλαπλών αφηγήσεων που έφτιαξαν το αντικείμενο πορνεία […] Γιατί θα ήταν ψέμα να αρνηθώ το γεγονός ότι η ματιά μου – ματιά γυναίκας που εργαζόταν πάνω σ’ αυτό «το κατακάθι της ανθρωπότητας» που είναι οι πόρνες – όφειλε να επηρεαστεί […] Πέρα λοιπόν από την πορνεία ως φαινόμενο της κοινωνίας που στη διάρκεια ενός αιώνα παρήγαγε παθιασμένα σχόλια διαφόρων πρωταγωνιστών της κοινωνικής σκηνής, προσπάθησα να ξαναβρώ τις πόρνες, γυναίκες πάνω απ’ όλα όπως όλες οι άλλες γυναίκες.

Το επίμαχο νομοσχέδιο για την ποινικοποίηση του πελάτη του πληρωμένου σεξ που εισηγήθηκε η κυρία Μοντ Ολιβιέ κατατέθηκε στο γαλλικό Κοινοβούλιο στις 14 Οκτωβρίου και η συζήτησή του είχε προγραμματιστεί για τις 27 Νοεμβρίου. Καλό θα ήταν να θυμάται κανείς ότι, σε όλα τα ερωτηματικά που θα προκύψουν, στον πυρήνα της απάντησης βρίσκονται, με τον τρόπο που το έθεσε η Αντλέρ (και) οι γυναίκες. Και ότι για κάθε εκδοχή εξαθλίωσης που αντιμετωπίζουμε, χρειάζεται, για να επιζήσουμε, διόλου στο ακέραιο και βαθιά τραυματισμένοι, να διασώζουμε μέσα μας μια εκδοχή φαντασμαγορίας.

+ Τεύχος 38
To διαβάσαμε στο book's journal

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου