«Καί ἐπέπεσε πολλά και χαλεπά κατά στάσιν ταῖς πόλεσιν, γιγνόμενα μέν καί ἀεὶ ἐσόμενα, έως άν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων». Θουκυδίδης, Ιστορίαι 3.2
Ο Θουκυδίδης (περίπου 460 -398 π.κ.ε.) ήταν αρχαίος Έλληνας στρατηγός και ιστορικός, παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται τα γεγονότα του πολέμου μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης (Πελοποννησιακός Πόλεμος, 431 – 404 π.κ.ε.).
Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 82
[Για όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνουν…
1. Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί να πη κανείς ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμόνιους. όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε και την διάθεση να τους καλέσουν για βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρη ευκαιρία να προκαλέση εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψη τους αντιπάλους της και να ενισχυθή η ίδια για ν’ ανατρέψη το πολίτευμα.
2. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
3. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις.
4. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων.
Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή.
5. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ξακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όταν υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πριν από τον άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει.
6. Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας. Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στην συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς.
7. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήταν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού.
Αλλά μόλις παρουσιαζόταν εικαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κι ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολώτερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς.
8. Αιτία όλων αυτών είναι η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζωνται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη.
Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερώτερα πράγματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους.
Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθή να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.]
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Αντίθετα με τον προγενέστερό του Ηρόδοτο (τον αποκαλούμενο από τον Ρωμαίο Κικέρωνα «πατέρα της Ιστορίας»), ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στην μυθολογία και στους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν επίμονα και σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε.
Ίσως και να κατέληξε ασυνείδητα σε ορισμένα βεβιασμένα συμπεράσματα. Για παράδειγμα σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Θουκυδίδης υποτίμησε την περσική επιρροή στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Μάλιστα εικάζεται ότι κατά την περίοδο του θανάτου του σχεδίαζε να αναθεωρήσει πλήρως το έργο του, συνειδητοποιώντας αυτή την παράβλεψη. Παρ’ ολ’ αυτά υπήρξε ο πρώτος ιστορικός που πάσχισε πραγματικά να είναι πλήρως αντικειμενικός. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας (της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος) υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία.
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας. Αυτοί τον παρότρυναν να μη δέχεται τα πράγματα όπως είναι και να αμφισβητεί τις καθιερωμένες αλήθειες, τον δίδαξαν τις τεχνικές που χρησιμοποίησε στη συγγραφή και τον βοήθησαν να αναπτύξει τις ικανότητες εκείνες που χρησιμοποίησε για να προσεγγίσει την αλήθεια.
Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος. Ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που απεχθανόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον ακολουθούσαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Ίσως η επιτομή της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου να είναι ο Μηλίων Διάλογος. Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο απόσπασμα, καθώς είναι γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο. Σ’ αυτό αναδεικνύεται καθαρά ο ιμπεριαλιστικός κυνισμός των Αθηναίων, οι οποίοι αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ή της ουδετερότητας στους Μηλίους.
Πρόκειται για ένα έμμεσο αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στη λογική και όχι στη δύναμη, προκειμένου κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσουν οι πόλεμοι και η ανθρώπινη εκμετάλλευση. Μ’ άλλα λόγια, ως πραγματική αιτία του πολέμου παρουσιάζεται η άρνηση των Αθηναίων να χρησιμοποιήσουν τη λογική στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και η επιμονή τους να επεκτείνουν συνεχώς την ηγεμονία τους βασιζόμενοι στη στρατιωτική και οικονομική δύναμή τους, πράγμα το οποίο οι Πελοποννήσιοι (το αντίπαλο δέος) φυσικά δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό,τι θεωρούσε ό,τι σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο. Επίσης άξιο προσοχής αποτελεί τ’ ότι είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα.
Θουκυδίδου Ιστορίαι
Μετά την πτώση των Τριάκοντα τυράννων (404 π.κ.ε.), επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άρχισε να γράφει το έργο του. Απογοητευμένος όμως, σύντομα επέστεψε στην Σκαπτή Ύλη, όπου συνέχισε τη συγγραφή, την οποία διέκοψε ο ξαφνικός θάνατός του. Το έργο της ζωής του ήταν η εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου έως το 21ο έτος του, το 411 π.κ.ε.. Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο αυτό, ούτε το διαίρεσε σε βιβλία. Η διαίρεσή του σε 8 βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλεται στους αρχαίους γραμματικούς.
Στο Α’ βιβλίο, μετά το προοίμιο ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακό πολέμου και των προηγουμένων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας. Κατόπιν, ύστερα από ορισμένες μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ερευνώνται οι άμεσες αιτίες του πολέμου, με μια αναδρομή στις πρώτες αρχές και στη εξέλιξη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Στο Β΄βιβλίο ξεκινά την εξιστόρηση του πολέμου, την οποία συνεχίζει με χρονολογική σειρά. διαιρώντας κάθε χρόνο σε καλοκαίρι και χειμώνα. Σημαντικότερα μέρη του είναι εκείνα που αναφέρονται στις δύο επιδρομές των Λακεδαιμονίων στη Αττική και στον Επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου με τον οποίο ο ιστορικός εξιδανικεύει την πόλη των Αθηνών και στο φοβερό λοιμό που εξουθένουσε την Αθήνα.
Στο Γ΄ βιβλίο εκτίθενται οι ωμότητες των τριών επόμενων χρόνων και παρεμβάλλονται οι δημηγορίες του Κλέωνα και του συνετού Διόδοτου για την αποστασία και την τιμωρία των Μυτιληναίων.
Στο Δ΄βιβλίο (7ο, 8ο και 9ο έτος του πολέμου) πραγματεύεται την κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Λακκεδαιμονίου στρατηγού Βρασίδα στη Χαλκιδική.
Σημαντικό μέρος του Ε΄ βιβλίου αναφέρεται στην πολυσυζητημένη επιχείρηση των Αθηναίων κατά της Μήλου και ο «διαλογος των Μηλίων», όπου δίνεται ανάγλυφη παράσταση της επεκτατικής πολιτικής ης Αθήνας.
Στα βιβλία ΣΤ΄και Ζ΄εξιστορεί το δράμα της εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία (415-413).
Στο Η΄βιβλίο περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια του Δεκελεικού πολέμου, την παρέμβαση των Περσών στις ελληνικές υποθέσεις και την αποστασία πολλών συμμάχων από τους Αθηναίους
Η αφήγησή του τελειώνει απότομα στο μέσο του έτους 411 π.κ.ε., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Αναφέρεται δε, ότι το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση !
Τι θα έγραφε ο Θουκυδίδης για σήμερα άραγε; Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε, μιας και καθόλου καλύτεροι δεν είναι σήμερα απ’ τους προγόνους τους οι Νεοέλληνες. Άσχετα αν τους αρέσει να θεοποιούν κάθε τι αρχαίο, μέσα στην απίστευτη βλακεία τους και να διαιωνίζουν την αυταπάτη του σημαντικού και υπερουσίου λαού. Ειδικά σήμερα, που εκτός των άλλων, (δεν ξέρουν να μιλούν και να γράφουν Ελληνικά) κατάντησαν και χριστιανοί ορθόδοξοι.
Ο Θουκυδίδης (περίπου 460 -398 π.κ.ε.) ήταν αρχαίος Έλληνας στρατηγός και ιστορικός, παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται τα γεγονότα του πολέμου μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης (Πελοποννησιακός Πόλεμος, 431 – 404 π.κ.ε.).
Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 82
[Για όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνουν…
1. Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί να πη κανείς ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμόνιους. όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε και την διάθεση να τους καλέσουν για βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρη ευκαιρία να προκαλέση εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψη τους αντιπάλους της και να ενισχυθή η ίδια για ν’ ανατρέψη το πολίτευμα.
2. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
3. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις.
4. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων.
Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή.
5. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ξακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όταν υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πριν από τον άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει.
6. Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας. Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στην συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς.
7. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήταν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού.
Αλλά μόλις παρουσιαζόταν εικαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κι ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολώτερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς.
8. Αιτία όλων αυτών είναι η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζωνται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη.
Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερώτερα πράγματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους.
Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθή να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.]
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Αντίθετα με τον προγενέστερό του Ηρόδοτο (τον αποκαλούμενο από τον Ρωμαίο Κικέρωνα «πατέρα της Ιστορίας»), ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στην μυθολογία και στους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν επίμονα και σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε.
Ίσως και να κατέληξε ασυνείδητα σε ορισμένα βεβιασμένα συμπεράσματα. Για παράδειγμα σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Θουκυδίδης υποτίμησε την περσική επιρροή στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Μάλιστα εικάζεται ότι κατά την περίοδο του θανάτου του σχεδίαζε να αναθεωρήσει πλήρως το έργο του, συνειδητοποιώντας αυτή την παράβλεψη. Παρ’ ολ’ αυτά υπήρξε ο πρώτος ιστορικός που πάσχισε πραγματικά να είναι πλήρως αντικειμενικός. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας (της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος) υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία.
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας. Αυτοί τον παρότρυναν να μη δέχεται τα πράγματα όπως είναι και να αμφισβητεί τις καθιερωμένες αλήθειες, τον δίδαξαν τις τεχνικές που χρησιμοποίησε στη συγγραφή και τον βοήθησαν να αναπτύξει τις ικανότητες εκείνες που χρησιμοποίησε για να προσεγγίσει την αλήθεια.
Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος. Ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που απεχθανόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον ακολουθούσαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Ίσως η επιτομή της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου να είναι ο Μηλίων Διάλογος. Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο απόσπασμα, καθώς είναι γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο. Σ’ αυτό αναδεικνύεται καθαρά ο ιμπεριαλιστικός κυνισμός των Αθηναίων, οι οποίοι αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ή της ουδετερότητας στους Μηλίους.
Πρόκειται για ένα έμμεσο αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στη λογική και όχι στη δύναμη, προκειμένου κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσουν οι πόλεμοι και η ανθρώπινη εκμετάλλευση. Μ’ άλλα λόγια, ως πραγματική αιτία του πολέμου παρουσιάζεται η άρνηση των Αθηναίων να χρησιμοποιήσουν τη λογική στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και η επιμονή τους να επεκτείνουν συνεχώς την ηγεμονία τους βασιζόμενοι στη στρατιωτική και οικονομική δύναμή τους, πράγμα το οποίο οι Πελοποννήσιοι (το αντίπαλο δέος) φυσικά δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό,τι θεωρούσε ό,τι σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο. Επίσης άξιο προσοχής αποτελεί τ’ ότι είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα.
Θουκυδίδου Ιστορίαι
Μετά την πτώση των Τριάκοντα τυράννων (404 π.κ.ε.), επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άρχισε να γράφει το έργο του. Απογοητευμένος όμως, σύντομα επέστεψε στην Σκαπτή Ύλη, όπου συνέχισε τη συγγραφή, την οποία διέκοψε ο ξαφνικός θάνατός του. Το έργο της ζωής του ήταν η εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου έως το 21ο έτος του, το 411 π.κ.ε.. Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο αυτό, ούτε το διαίρεσε σε βιβλία. Η διαίρεσή του σε 8 βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλεται στους αρχαίους γραμματικούς.
Στο Α’ βιβλίο, μετά το προοίμιο ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακό πολέμου και των προηγουμένων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας. Κατόπιν, ύστερα από ορισμένες μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ερευνώνται οι άμεσες αιτίες του πολέμου, με μια αναδρομή στις πρώτες αρχές και στη εξέλιξη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Στο Β΄βιβλίο ξεκινά την εξιστόρηση του πολέμου, την οποία συνεχίζει με χρονολογική σειρά. διαιρώντας κάθε χρόνο σε καλοκαίρι και χειμώνα. Σημαντικότερα μέρη του είναι εκείνα που αναφέρονται στις δύο επιδρομές των Λακεδαιμονίων στη Αττική και στον Επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου με τον οποίο ο ιστορικός εξιδανικεύει την πόλη των Αθηνών και στο φοβερό λοιμό που εξουθένουσε την Αθήνα.
Στο Γ΄ βιβλίο εκτίθενται οι ωμότητες των τριών επόμενων χρόνων και παρεμβάλλονται οι δημηγορίες του Κλέωνα και του συνετού Διόδοτου για την αποστασία και την τιμωρία των Μυτιληναίων.
Στο Δ΄βιβλίο (7ο, 8ο και 9ο έτος του πολέμου) πραγματεύεται την κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Λακκεδαιμονίου στρατηγού Βρασίδα στη Χαλκιδική.
Σημαντικό μέρος του Ε΄ βιβλίου αναφέρεται στην πολυσυζητημένη επιχείρηση των Αθηναίων κατά της Μήλου και ο «διαλογος των Μηλίων», όπου δίνεται ανάγλυφη παράσταση της επεκτατικής πολιτικής ης Αθήνας.
Στα βιβλία ΣΤ΄και Ζ΄εξιστορεί το δράμα της εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία (415-413).
Στο Η΄βιβλίο περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια του Δεκελεικού πολέμου, την παρέμβαση των Περσών στις ελληνικές υποθέσεις και την αποστασία πολλών συμμάχων από τους Αθηναίους
Η αφήγησή του τελειώνει απότομα στο μέσο του έτους 411 π.κ.ε., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Αναφέρεται δε, ότι το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση !
Τι θα έγραφε ο Θουκυδίδης για σήμερα άραγε; Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε, μιας και καθόλου καλύτεροι δεν είναι σήμερα απ’ τους προγόνους τους οι Νεοέλληνες. Άσχετα αν τους αρέσει να θεοποιούν κάθε τι αρχαίο, μέσα στην απίστευτη βλακεία τους και να διαιωνίζουν την αυταπάτη του σημαντικού και υπερουσίου λαού. Ειδικά σήμερα, που εκτός των άλλων, (δεν ξέρουν να μιλούν και να γράφουν Ελληνικά) κατάντησαν και χριστιανοί ορθόδοξοι.
To διαβάσαμε στο Edw Hellas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου