Aποσπάσματα από το άρθρο του Κλεάνθη Γρίβα: "Θρησκεία – Σύμπτωμα Οικουμενικής Διανοητικής Διαταραχής;"
(το πλήρες άρθρο ΕΔΩ , περιοδικό ΖΕΝΙΘ)
Η Ψυχοπαθολογία της Φανατικής Πίστης: Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που μπορεί να πει «εγώ» (δηλαδή είναι το μοναδική όν που έχει επίγνωση του εαυτού του και συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελεί μια μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα). Παράλληλα είναι και το μοναδικό ζώο που ξέρει ότι θα πεθάνει.
Όντας λοιπόν σε υπαρξιακή αδυναμία να αποδεχθεί την αναπότρεπτη βιολογική αναγκαιότητα του θανάτου της μοναδικής και ανεπανάληπτης οντότητάς του, είναι επιρρεπής στην αποδοχή οποιονδήποτε ιδεολογικών κατασκευασμάτων που προσφέρουν τη δυνατότητα της επέκτασης της ύπαρξής του σε κάποιο ασαφές «επέκεινα».
Κι εδώ παρεμβαίνει η μεταφυσική και η θρησκεία, εν είδει ανακουφιστικού ψυχοφάρμακου, που όπως όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν άπειρες παρενέργειες και, κατά κανόνα, αποδεικνύονται χειρότερα από την αρρώστια.
Η θρησκεία είναι ένα συλλογικό ψυχοφάρμακο που εφευρέθηκε για να υποβαθμιστεί η αγωνία του θανάτου που ταλανίζει τον άνθρωπο, ο οποίος, λόγω της νευροφυσιολογικής του δομής, είναι καταδικασμένος να υφίσταται τις συνέπειες της αντίφασης ανάμεσα στο ότι είναι το μόνο ον που έχει συνείδηση του θανάτου του και την ασυνείδητη αδυναμία του να αποδεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται τόσο η πίστη όσο και ο ρόλος που επιφυλάσσει κάθε εκκλησία στους πιστούς της που έχει ως βάση του την τυφλή υποταγή στο «αλάνθαστο» της ηγετικής ομάδας που κατέχει κάθε φορά τη θρησκευτική εξουσία: Η εκκλησία διαχειρίζεται την πίστη και προσφέρει τη θρησκεία ως ψυχοφάρμακο με αντάλλαγμα την τυφλή υπακοή του πιστού.
Φυσική συνέπεια είναι ο αφορισμός κάθε ίχνους κριτικής σκέψης με τη διαρκή επανάληψη λέξεων-κλειδιών (όπως «δούλος», «κοπάδι» και «ποίμνιο», που προϋποθέτουν «αφέντες» και «ποιμένες»), οι οποίες υποκαθιστούν τις διανοητικές διεργασίες, απονεκρώνουν σταδιακά τη σκέψη, αυξάνουν την υποβολιμότητα του ατόμου και διευκολύνουν τη χειραγώγησή του.
Επειδή ακριβώς επειδή η κριτική σκέψη αποσαθρώνει τα διάφορα εξουσιαστικά ιδεολογήματα και θέτει υπό ριζική αμφισβήτηση την ουσιαστικότερη προϋπόθεση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας κάθε ιερατείου, τα άτομα που επιμένουν να διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους δεν μπορούν παρά ν’ αποτελούν εξ’ αντικειμένου μόνιμο στόχο των ηγετικών ομάδων που επανδρώνουν κάθε ολοκληρωτικό εκκλησιαστικό μηχανισμό.
Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι γίνονται στόχος κάθε Ιερατείου ακριβώς «στο βαθμό που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και τη σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός καθοδηγητής».
Όπως είναι ευνόητο, στο ψυχοδιανοητικό σύμπαν των φανατικών πιστών κάθε θρησκείας, οι όροι «αλλόθρησκος», «άπιστος» και «άθεος» δεν εκφράζουν την άρνηση του δικού τους ιδεολογικού μορφώματος αλλά αποτελούν ένα εύχρηστο «μαγικό» ξόρκι που αυτομάτως απαλλάσσει τον χρήστη του από κάθε υποχρέωση για επιχειρηματολογημένη αντίκρουση των κριτικών που θίγουν τη θεωρία, την πρακτική και την «πολιτική» των εκάστοτε διαχειριστών της δικής του θεολογίας.
Η χρήση της ξύλινης γλώσσας κάθε ιερατείου παίζει ένα καθοριστικότατο ρόλο στη διασφάλιση της άκριτης υποταγής του φανατικού πιστού στην εξουσία του «πνευματικού καθοδηγητή» του.
Γιατί όταν αυτή η γλώσσα συνδυάζεται με τη στερεότυπη επανάληψη ορισμένων όρων που έχουν μια απροσδιόριστη και δήθεν καθολικά «εξηγητική» σημασία (όπως το «θέλημα του θεού», η «θεία πρόνοια» και άλλα τινά) και τη μονότονη επαναδιατύπωση ορισμένων χαρακτηρισμών που έχουν ένα δήθεν καθολικά «απαξιωτικό» περιεχόμενο και ανάγονται σε «μαγικό» ξόρκι ικανό να εξοβελίζει κάθε «δαιμόνιο» (όπως «αιρετικός» ή «αντίθρησκος» και τα συναφή), εσωτερικεύεται από τον φανατικό πιστό ως «ακαταμάχητο» διανοητικό και επικοινωνιακό εργαλείο το οποίο από τη μια μεριά του ναρκώνει τη σκέψη και από την άλλη του επιτρέπει να αποφεύγει διαρκώς τη δοκιμασία της λογικής και συγχρόνως να βιώνει την τραγική του κατάσταση ως διανοητική «αυτάρκεια» και «ανωτερότητα».
Για όσο καιρό η περιχαράκωση της πραγματικότητας επιτρέπει την επιβίωση μιας ιδεατής εξιδανίκευσης της (που προβάλλεται σε κάποιο «επέκεινα»), όλες οι αντιφάσεις μεταξύ της πραγματικότητας και της εξιδανικευμένης αναπαράστασής της επικαλύπτονται πλασματικά στη συνείδηση του πιστού, κι αυτό του επιτρέπει να συντηρεί μια επισφαλή αλλά ανακουφιστική «ισορροπία» ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που φαντάζεται ότι είναι.
Αλλά από τη στιγμή της ανατροπής αυτής της «ισορροπίας», κάθε εμμονή στην άρνηση της πραγματικότητας συντελεί στη λύση της αποκαλυπτόμενης αντίθεσης σε βάρος της πραγματικότητας και προς όφελος των ιδεατών αναπαραστάσεών της, και το άτομο εισάγεται στο ψυχωτικό σύμπαν της εξουσιοφρένειας προκειμένου να συνεχίσει να «σκέπτεται» και να «ενεργεί» χωρίς σημαντικές διαλυτικές εσωτερικές συγκρούσεις, όχι σύμφωνα με αυτό που είναι αλλά σύμφωνα με αυτό που φαντάζεται ότι είναι. Έτσι διαφεύγει την ένταξή του στο χώρο της «παθολογικής σχιζοφρένειας», εντασσόμενος στο σύμπαν της «φυσιολογικής σχιζοφρένειας», καταστάσεις που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι «το παράλογο συστατικό της πρώτης είναι μεμονωμένο, ενώ ο παραλογισμός της δεύτερης είναι γενικά αποδεκτός».
............................
«Η Σκέψη Βλάπτει Σοβαρά την Υγεία!» Ο θρίαμβος του ανορθολογισμού που σηματοδοτείται με την μαζική στροφή στη θρησκεία, σκιαγραφεί ένα σκοτεινό μέλλον που θα φωτίζεται μόνο από τις πυρές που θα τροφοδοτούνται με κορμιά και βιβλία. Οι ρασοφόροι προειδοποιούν: «Η σκέψη βλάπτει σοβαρά την υγεία».
...........................
Ο Έριχ Φρομ κάνει διάκριση ανάμεσα σε δυο μορφές εξουσίας: Μια Αυθεντική και μια Παράλογη. Η αυθεντική, στηρίζεται μόνο στο προσωπικό παράδειγμα, την καλλιέργεια, την ευαισθησία, τον θαυμασμό και την αγάπη που προκαλεί. Η παράλογη, επιβάλλεται αποκλειστικά και μόνο με τη βία και έχει για στήριγμα της διάφορους μηχανισμούς καταστολής.
Ο Μαρξ, ο Μπετόβεν κι ο Πικάσο επηρεάζουν τον τρόπο που αισθανόμαστε και κατανοούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, με τη δημιουργική παρουσία τους και μόνο. Ο Αττίλας, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Διευθυντής κι ο Κλειδοκράτορας και ο εκκλησιαστικός ηγέτης, επηρεάζουν την συμπεριφορά μας μέσω των μηχανισμών βίας που ελέγχουν, δηλαδή με την καταστροφική παρουσία τους και μόνο. Η αυθεντική «εξουσία» είναι παράγωγο και παραγωγός υγείας. Η παράλογη εξουσία είναι παράγωγο και παραγωγός αρρώστιας.
Η εποχή μας είναι εποχή της θεοποίησης και της θεσμοποίησης της παράλογης εξουσίας, η οποία συνδυάζει τα αποκρουστικότερα χαρακτηριστικά των διαφόρων εκφάνσεων του πολιτικού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού του παρελθόντος σ’ ένα εφιαλτικό αμάλγαμα πολιτικού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, συγχρόνως. Είναι η εποχή της αποθέωσης ενός συνδυασμού ανορθολογισμού και παραλογισμού που ανατροφοδοτείται από μας τους ίδιους.
Γιατί, «Ο παραλογισμός δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο δυνατοί και μάλιστα πιο έξυπνοι από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν αναγκαστικά καταστάσεις που υποχρεώνουν τον άνθρωπο να παίζει σ’ ένα παιχνίδι όπου οι πιθανότητες της ολοκληρωτικής συντριβής του αυξάνουν συνεχώς».
(το πλήρες άρθρο ΕΔΩ , περιοδικό ΖΕΝΙΘ)
Η Ψυχοπαθολογία της Φανατικής Πίστης: Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που μπορεί να πει «εγώ» (δηλαδή είναι το μοναδική όν που έχει επίγνωση του εαυτού του και συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελεί μια μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα). Παράλληλα είναι και το μοναδικό ζώο που ξέρει ότι θα πεθάνει.
Όντας λοιπόν σε υπαρξιακή αδυναμία να αποδεχθεί την αναπότρεπτη βιολογική αναγκαιότητα του θανάτου της μοναδικής και ανεπανάληπτης οντότητάς του, είναι επιρρεπής στην αποδοχή οποιονδήποτε ιδεολογικών κατασκευασμάτων που προσφέρουν τη δυνατότητα της επέκτασης της ύπαρξής του σε κάποιο ασαφές «επέκεινα».
Κι εδώ παρεμβαίνει η μεταφυσική και η θρησκεία, εν είδει ανακουφιστικού ψυχοφάρμακου, που όπως όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν άπειρες παρενέργειες και, κατά κανόνα, αποδεικνύονται χειρότερα από την αρρώστια.
Η θρησκεία είναι ένα συλλογικό ψυχοφάρμακο που εφευρέθηκε για να υποβαθμιστεί η αγωνία του θανάτου που ταλανίζει τον άνθρωπο, ο οποίος, λόγω της νευροφυσιολογικής του δομής, είναι καταδικασμένος να υφίσταται τις συνέπειες της αντίφασης ανάμεσα στο ότι είναι το μόνο ον που έχει συνείδηση του θανάτου του και την ασυνείδητη αδυναμία του να αποδεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται τόσο η πίστη όσο και ο ρόλος που επιφυλάσσει κάθε εκκλησία στους πιστούς της που έχει ως βάση του την τυφλή υποταγή στο «αλάνθαστο» της ηγετικής ομάδας που κατέχει κάθε φορά τη θρησκευτική εξουσία: Η εκκλησία διαχειρίζεται την πίστη και προσφέρει τη θρησκεία ως ψυχοφάρμακο με αντάλλαγμα την τυφλή υπακοή του πιστού.
Φυσική συνέπεια είναι ο αφορισμός κάθε ίχνους κριτικής σκέψης με τη διαρκή επανάληψη λέξεων-κλειδιών (όπως «δούλος», «κοπάδι» και «ποίμνιο», που προϋποθέτουν «αφέντες» και «ποιμένες»), οι οποίες υποκαθιστούν τις διανοητικές διεργασίες, απονεκρώνουν σταδιακά τη σκέψη, αυξάνουν την υποβολιμότητα του ατόμου και διευκολύνουν τη χειραγώγησή του.
Επειδή ακριβώς επειδή η κριτική σκέψη αποσαθρώνει τα διάφορα εξουσιαστικά ιδεολογήματα και θέτει υπό ριζική αμφισβήτηση την ουσιαστικότερη προϋπόθεση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας κάθε ιερατείου, τα άτομα που επιμένουν να διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους δεν μπορούν παρά ν’ αποτελούν εξ’ αντικειμένου μόνιμο στόχο των ηγετικών ομάδων που επανδρώνουν κάθε ολοκληρωτικό εκκλησιαστικό μηχανισμό.
Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι γίνονται στόχος κάθε Ιερατείου ακριβώς «στο βαθμό που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και τη σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός καθοδηγητής».
Όπως είναι ευνόητο, στο ψυχοδιανοητικό σύμπαν των φανατικών πιστών κάθε θρησκείας, οι όροι «αλλόθρησκος», «άπιστος» και «άθεος» δεν εκφράζουν την άρνηση του δικού τους ιδεολογικού μορφώματος αλλά αποτελούν ένα εύχρηστο «μαγικό» ξόρκι που αυτομάτως απαλλάσσει τον χρήστη του από κάθε υποχρέωση για επιχειρηματολογημένη αντίκρουση των κριτικών που θίγουν τη θεωρία, την πρακτική και την «πολιτική» των εκάστοτε διαχειριστών της δικής του θεολογίας.
Η χρήση της ξύλινης γλώσσας κάθε ιερατείου παίζει ένα καθοριστικότατο ρόλο στη διασφάλιση της άκριτης υποταγής του φανατικού πιστού στην εξουσία του «πνευματικού καθοδηγητή» του.
Γιατί όταν αυτή η γλώσσα συνδυάζεται με τη στερεότυπη επανάληψη ορισμένων όρων που έχουν μια απροσδιόριστη και δήθεν καθολικά «εξηγητική» σημασία (όπως το «θέλημα του θεού», η «θεία πρόνοια» και άλλα τινά) και τη μονότονη επαναδιατύπωση ορισμένων χαρακτηρισμών που έχουν ένα δήθεν καθολικά «απαξιωτικό» περιεχόμενο και ανάγονται σε «μαγικό» ξόρκι ικανό να εξοβελίζει κάθε «δαιμόνιο» (όπως «αιρετικός» ή «αντίθρησκος» και τα συναφή), εσωτερικεύεται από τον φανατικό πιστό ως «ακαταμάχητο» διανοητικό και επικοινωνιακό εργαλείο το οποίο από τη μια μεριά του ναρκώνει τη σκέψη και από την άλλη του επιτρέπει να αποφεύγει διαρκώς τη δοκιμασία της λογικής και συγχρόνως να βιώνει την τραγική του κατάσταση ως διανοητική «αυτάρκεια» και «ανωτερότητα».
Για όσο καιρό η περιχαράκωση της πραγματικότητας επιτρέπει την επιβίωση μιας ιδεατής εξιδανίκευσης της (που προβάλλεται σε κάποιο «επέκεινα»), όλες οι αντιφάσεις μεταξύ της πραγματικότητας και της εξιδανικευμένης αναπαράστασής της επικαλύπτονται πλασματικά στη συνείδηση του πιστού, κι αυτό του επιτρέπει να συντηρεί μια επισφαλή αλλά ανακουφιστική «ισορροπία» ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που φαντάζεται ότι είναι.
Αλλά από τη στιγμή της ανατροπής αυτής της «ισορροπίας», κάθε εμμονή στην άρνηση της πραγματικότητας συντελεί στη λύση της αποκαλυπτόμενης αντίθεσης σε βάρος της πραγματικότητας και προς όφελος των ιδεατών αναπαραστάσεών της, και το άτομο εισάγεται στο ψυχωτικό σύμπαν της εξουσιοφρένειας προκειμένου να συνεχίσει να «σκέπτεται» και να «ενεργεί» χωρίς σημαντικές διαλυτικές εσωτερικές συγκρούσεις, όχι σύμφωνα με αυτό που είναι αλλά σύμφωνα με αυτό που φαντάζεται ότι είναι. Έτσι διαφεύγει την ένταξή του στο χώρο της «παθολογικής σχιζοφρένειας», εντασσόμενος στο σύμπαν της «φυσιολογικής σχιζοφρένειας», καταστάσεις που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι «το παράλογο συστατικό της πρώτης είναι μεμονωμένο, ενώ ο παραλογισμός της δεύτερης είναι γενικά αποδεκτός».
............................
«Η Σκέψη Βλάπτει Σοβαρά την Υγεία!» Ο θρίαμβος του ανορθολογισμού που σηματοδοτείται με την μαζική στροφή στη θρησκεία, σκιαγραφεί ένα σκοτεινό μέλλον που θα φωτίζεται μόνο από τις πυρές που θα τροφοδοτούνται με κορμιά και βιβλία. Οι ρασοφόροι προειδοποιούν: «Η σκέψη βλάπτει σοβαρά την υγεία».
...........................
Ο Έριχ Φρομ κάνει διάκριση ανάμεσα σε δυο μορφές εξουσίας: Μια Αυθεντική και μια Παράλογη. Η αυθεντική, στηρίζεται μόνο στο προσωπικό παράδειγμα, την καλλιέργεια, την ευαισθησία, τον θαυμασμό και την αγάπη που προκαλεί. Η παράλογη, επιβάλλεται αποκλειστικά και μόνο με τη βία και έχει για στήριγμα της διάφορους μηχανισμούς καταστολής.
Ο Μαρξ, ο Μπετόβεν κι ο Πικάσο επηρεάζουν τον τρόπο που αισθανόμαστε και κατανοούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, με τη δημιουργική παρουσία τους και μόνο. Ο Αττίλας, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Διευθυντής κι ο Κλειδοκράτορας και ο εκκλησιαστικός ηγέτης, επηρεάζουν την συμπεριφορά μας μέσω των μηχανισμών βίας που ελέγχουν, δηλαδή με την καταστροφική παρουσία τους και μόνο. Η αυθεντική «εξουσία» είναι παράγωγο και παραγωγός υγείας. Η παράλογη εξουσία είναι παράγωγο και παραγωγός αρρώστιας.
Η εποχή μας είναι εποχή της θεοποίησης και της θεσμοποίησης της παράλογης εξουσίας, η οποία συνδυάζει τα αποκρουστικότερα χαρακτηριστικά των διαφόρων εκφάνσεων του πολιτικού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού του παρελθόντος σ’ ένα εφιαλτικό αμάλγαμα πολιτικού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, συγχρόνως. Είναι η εποχή της αποθέωσης ενός συνδυασμού ανορθολογισμού και παραλογισμού που ανατροφοδοτείται από μας τους ίδιους.
Γιατί, «Ο παραλογισμός δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο δυνατοί και μάλιστα πιο έξυπνοι από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν αναγκαστικά καταστάσεις που υποχρεώνουν τον άνθρωπο να παίζει σ’ ένα παιχνίδι όπου οι πιθανότητες της ολοκληρωτικής συντριβής του αυξάνουν συνεχώς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου