του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
O τεχνοκρατικός νεοφιλελεύθερος λόγος δεν είναι μόνο αντιδραστικός και ανιστορικός, αλλά και θεολογικός. Στο εξής άλλοι Θεοί, κυρίως δε νέοι, «άγνωστοι Θεοί», δεν συγχωρείται πλέον ούτε να υπάρχουν ούτε να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι αυτόκλητοι Μωυσήδες αρκούνται λοιπόν στο να κηρύσσουν τον ήδη γνωστό και ιδεολογικά αποστεωμένο λόγο του Κυρίου, επικαλούμενοι απλώς ένα προκωδικοποιημένο θέλημα που κανείς δεν δικαιούται να συζητήσει, να αμφισβητήσει ή ακόμα και να ερμηνεύσει. Στο όνομα του μοναδικού Θεού, οι προφήτες δεν έχουν παρά να αποκαλύπτουν και να εντέλλονται. «Ξεχάστε εκείνα που ξέρατε, ανασκουμπωθείτε, εργαστείτε σκληρά, μη διεκδικείτε τίποτε, σοβαρευτείτε, πειθαρχήστε, υποταχθείτε, αποκηρύξτε εκείνα στα οποία είχατε πιστέψει και, κυρίως, μετανοήστε για αυτό που έχετε κάποτε υπάρξει». Όπως θα μπορούσε να έχει πει ο Πιραντέλλο, είστε και πρέπει να είστε εκείνοι που σας λέμε πως είστε, επειδή έτσι μας αρέσει. Ακόμα και ως αόρατος, ίσως μάλιστα επειδή ακριβώς είναι αόρατος, ο Θεός ομιλεί τη μόνη «α-λήθεια».
Εδώ ακριβώς εντοπίζονται τα άρρητα
ιδεολογικά συμπαραδηλούμενα του συνδρόμου ΤΙΝΑ (There is no
alternative). Δίχως να το λέει ρητά, η απόφανση ότι «δεν υπάρχουν άλλες
υπαλλακτικές λύσεις» υπαινίσσεται επίσης ότι «δεν επιτρέπεται να υπάρξει άλλος υπαλλακτικός λόγος».
Με αυτή την έννοια, η «διαρκής κατάσταση ανάγκης» δεν αναφέρεται μόνο
στις πολιτικές αποφάσεις και τα «πράγματα», αλλά επεκτείνεται και στις
ιδέες, στις λέξεις και στον ίδιο το λόγο. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια
«απλή» κατάσταση πολιτικής ανάγκης η οποία επικαθορίζεται από τις
έκτακτες «περιστάσεις» που κάποτε ίσως θα περάσουν, αλλά για μια πολύ
θεμελιακότερη και διαρκέστερη κατάσταση «λογικής ανάγκης» η οποία εκτείνεται σε άπειρο χρόνο και η οποία, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατάσταση διαρκούς θεολογικής ανάγκης
που κηρύσσεται από άμβωνος. Μπροστά στο χάος, μόνο ο ένας και μοναδικός
αληθινός Θεός μπορεί να ξέρει, να προβλέπει, να ομιλεί, να εντέλλεται,
άρα και να ανταμείβει και να τιμωρεί.
Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία όλων των
μονοθεϊσμών που, όπως επισήμαινε ο Φρόυντ, οδήγησαν τελικώς στις
θρησκευτικές και ιδεολογικές αδιαλλαξίες και στις δογματικές βεβαιότητες
που έλειπαν χαρακτηριστικά από την κλασική πολυθεϊστική ή ακόμα
περισσότερο από την αναδυόμενη «αγνωστικιστική» αρχαιότητα. Και οι
μονοθεϊσμοί οριοθετούν τις δικές τους κλειστές μεθόδους. Πράγματι, η
ανάγκη να αναπαράγεται πιστά και με ακρίβεια η μία και μοναδική αλήθεια
τείνει πάντα να υπηρετείται από ειδικά και συχνά «θεσπισμένα σώματα»,
που επιφορτίζονται με την αποκλειστική αρμοδιότητα να καλλιεργούν
μονοπωλιακά και από καθέδρας έναν επίσημο και αυτονόητο λόγο. Υπό τις
συνθήκες αυτές λοιπόν, οι στρατηγικές της γνώσης και οι στρατηγικές της
εξουσίας τείνουν να ταυτίζονται απολύτως. Και στα πλαίσια αυτά, μπορεί
πλέον να γίνεται ευρύτερα δεκτό πως η οποιαδήποτε σχετικοποίηση της
«α-λήθειας» είναι εκ του πονηρού. Δεν είναι τυχαίο ότι, ολοένα και
περισσότερο, απειλώντας να αποτελέσει το ιστορικό προανάκρουσμα για τον
κατακερματισμό και την υπονόμευση των δεσποζουσών ιδεολογικών, άρα και
των πολιτικών εξουσιών, κάθε «άλλη» ανορθόδοξη άποψη τείνει να
εμφανίζεται όχι μόνο ως ανορθολογική, αλλά συχνά και ως «προδοτική».
Υπό τους όρους αυτούς, φαίνεται να
ξαναπαίρνουν σάρκα και οστά οι μεσαιωνικές καταβολές της θεμελιώδους
τριμερούς διαίρεσης των υπό σταθεροποίηση δυτικών κοινωνιών:
εκβιαζόμενοι και πειθαναγκαζόμενοι από τους ένστολους και ένοπλους
«πολεμιστές» (bellatores) που κατέχουν το μονοπώλιο της έννομης βίας και
εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης, οι εργαζόμενοι
(laboratores) που παράγουν τον υλικό πλούτο πρέπει να κινούνται και να
σκέφτονται στους κόλπους ενός συστήματος λόγου που παράγεται και
αναπαράγεται από ειδικούς «χειριστές ιδεών», τους μονοπωλιακά
οργανωμένους επαγγελματίες ρήτορες, κληρικούς ή οργανικούς διανοούμενους
(oratores). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στο πλαίσιο της νέας ιδεολογικά
ασταθούς συγκυρίας, μόνο οι επισήμως διαπιστευμένοι προφήτες, οι
αυστηρά αυτοσυγκρατημένοι τεχνοκράτες, οι γκρίζοι τραπεζίτες, οι πιστοί
και άβουλοι υπηρέτες του αγοραίου ορθολογισμού και οι μίσθαρνοι
εκλαϊκευτές δικαιούνται πλέον να ασκούν (λελογισμένη και μόνο) κριτική
και να λαμβάνουν τις δέουσες αποφάσεις, πάντα φυσικά μετά «λόγου
αγοραίας γνώσεως».
Όπως ο ανονόμαστος Θεός, έτσι και ο λόγος της αγοράς
δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ουδέτερος, αποστασιοποιημένος,
δίκαιος, ανεξίκακος αλλά ταυτόχρονα και παντογνώστης. Κανείς δεν μπορεί
να κρυφτεί από το αμείλικτο βλέμμα Του, κανείς δεν δικαιούται να
διανοηθεί να αντιταχθεί στο θέλημά Του, κανείς δεν επιτρέπεται να
αμφισβητήσει τη σοφία Του. Και γι’ αυτόν ίσως το λόγο εμφανίζεται με
πολλαπλά πρόσωπα. Όπως ο Θεός, έτσι και η αγοραία λογική είναι λοιπόν
τρισυπόστατη. Για να είναι δυνατόν να επικρατήσει στον κατακερματισμένο
κόσμο των εν δυνάμει αμαρτωλών, πρέπει να μπορεί να εμφανίζεται ως ήδη
συγκροτημένη από τα εξ ων συνετέθη. Ο αγέννητος Πατήρ είναι το αιώνιο
Κεφάλαιο, ο Θεάνθρωπος Υιός το γήινο, αλλά και ουράνιο συνάμα, κέρδος
και το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Άγιο Πνεύμα ο κωδικοποιός του Θείου
ορθολογισμού που λούζει ολόκληρο τον κόσμο στο θεόπεμπτο φως του ή,
ίσως, με την έκφραση του Λούντβιχ Φόυερμπαχ, «το αναστενάζον πλάσμα, ο πόθος τού δημιουργήματος για το Θεό» και του ατόμου για το συμφέρον του.
Και γι’ αυτό ακριβώς, το Θεό αυτό δεν
επιτρέπεται αλλά και δεν χρειάζεται να τον επικαλούμαστε «επί ματαίω».
Με δεδομένη τη γενική πρωτοκαθεδρία των ατομικών συμφερόντων, έπεται πως
ο σεβασμός του ελεύθερου αγοραίου συμβατικού λόγου πρέπει να είναι
λογικά δεσμευτικός για όλους όσοι πιστεύουν στη Θεία τάξη πραγμάτων.
Όλοι βέβαια παραμένουν πάντα ελεύθεροι να επιλέγουν και να διατρανώνουν
την πίστη τους. Στο όνομα του ίδιου τους του συμφέροντος όμως, οφείλουν
να παραμένουν συνεπείς στους όρους που επιτρέπουν τη συνεχή του
επιδίωξη. Και στα πλαίσια αυτά φαίνονται να πείθονται, με επιχειρήματα
αντίστοιχα με εκείνα που ανέπτυσσε ο Πασκάλ, στοιχηματίζοντας
«ορθολογικά» πάνω στην αιώνια ύπαρξη και φερεγγυότητα της Αγίας Αγοραίας
Τριάδας.
Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, είναι απολύτως λογικό να
θεωρείται έσχατη Ύβρις ακόμα και η αμυδρή υποψία ότι τέτοια ιδιοτελή
στοιχήματα μπορεί τελικώς να είναι, όπως έλεγε ο Ζακ Πρεβέρ, «ηλίθια».
Εξάλλου, η εμμονή στην προσήλωση των φαντασιώσεων των πιστών στην ύπαρξη
και παντοδυναμία ενός κατά τεκμήριον ωφελούμενου Θεού δεν αποβαίνει
ποτέ σε όφελος των πρώτων. Αλίμονο όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν
επιβεβαιώνεται παρά μόνο εκ του αποτελέσματος. Οι παράδεισοι, επίγειοι
και ουράνιοι, παραμένουν πάντα απροσπέλαστοι στη γνώση και στην πρόγνωση
των θνητών. Όλοι όμως οφείλουν να γνωρίζουν, ή τουλάχιστον να
υποψιάζονται, ότι στον καπιταλισμό εκείνος που γελάει τελευταίος, και
προφανώς καλύτερα, είναι πάντα το κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου