Εκείνο που υποτίθεται πως ξεκίνησε το 2008 και ονομαζόταν ή ακόμα ονομάζεται «Μεγάλη Κρίση» δεν ήταν ή εξακολουθεί να μην είναι κρίση ούτε ξεκίνησε με την δημοσιονομική κατάρρευση του 2008 Μπορεί να την εντοπίσει κανείς πίσω στην μεταπολεμική αντίδραση στο Νιου Ντιλ. Μπορεί να εντοπιστεί στην εφεύρεση της ατμομηχανής και στην βιομηχανική επανάσταση που προκάλεσε. Αν θέλουμε ωστόσο να εντοπίσουμε αυθαίρετα τις απαρχές της λεγόμενης σήμερα «Νέας Κανονικότητας» σε ένα μοναδικό γεγονός που συνέβη στην διάρκεια της ζωής πολλών Αμερικανών που ζουν ακόμα και υποφέρουν σήμερα, από τις όχι και τόσο έμμεσες επιπτώσεις του, πρέπει να αρχίσουμε από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας το 1981, η οποία οδήγησε
στην διάλυση της Οργάνωσης Επαγγελματιών Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας επί κυβέρνησης Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Οι ρυθμιστές εναέριας κυκλοφορίας ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου το συνδικάτο τους (PATCO) απαγορευόταν, εκ του νόμου, να απεργήσει. Απέργησε όμως ούτως ή άλλως για τις συνήθεις αυξήσεις μισθών και επιδομάτων, και ζητούσε επίσης να εξαιρεθεί από το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων ούτως ώστε να μην απαγορεύεται να απεργεί.
Ο Ρέιγκαν έδωσε στους ρυθμιστές εναέριας κυκλοφορίας διορία 48 ωρών για να επιστρέφουν στην δουλειά και όταν εκείνοι αρνήθηκαν, απέλυσε πάνω από 11.000 από αυτούς, τους εξαίρεσε διά βίου από προσλήψεις στο δημόσιο, προσέλαβε απεργοσπάστες για να τους αντικαταστήσει και έβγαλε παράνομο το σωματείο.
Ζούσα στην Νέα Υόρκη τότε, τον καιρό της απεργίας όμως βρισκόμουν στο Λος Άντζελες για δουλειά και ετοιμαζόμουν να επιστρέφω σπίτι. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που είχε ευρύτερους δεσμούς με τον συνδικαλισμό και είχα διδαχθεί από μικρός πως οι κυρίες και οι κύριοι δεν σπάνε ποτέ τις απεργίες εκτός και αν συντρέχουν πραγματικά πολύ σοβαροί λόγοι.
Επίσης δεν χρειαζόταν να μου πει κανείς πως το να πετάξεις από την μιαν άκρη της χώρας στην άλλη όταν οι ρυθμιστές εναέριας κυκλοφορίας είχαν αντικατασταθεί από απεργοσπάστες αμφιβόλου κατάρτισης, δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα για πολύ λιγότερο ιδεαλιστικούς λόγους. Ηθελα παρ’ όλα αυτά πολύ να γυρίσω πίσω και έτσι επικοινώνησα με τον Τζιν Ροντενμπέρι, που ήταν πιλότος και τον ρώτησα αν θα ταξίδευε ως επιβάτης κάτω από αυτές τις συνθήκες και η απάντηση που πήρα δεν ήταν και πολύ απρόσμενη: «Ούτε με σφαίρες!»
Ηταν όχι μόνο αναμενόμενη αλλά και καλοδεχούμενη αυτή η απάντηση, μιας και ήξερα πολύ καλά ποιο ήταν το διακύβευμα. Ηθελα το συμφέρον μου και η ασφάλεια μου να υποστηρίζουν την απόφαση που θεωρούσα πολιτικά απαραίτητη. Γιατί ήξερα πως αν ο Ρέιγκαν την έβγαζε καθαρή με μια τέτοια κατάφωρα αντισυνδικαλιστική επίθεση, μια επίθεση που έβαζε επίσης σε κίνδυνο και την ίδια την ασφάλεια των επιβατών, αντικαθιστώντας τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας με απεργοσπάστες επιλεγμένους εν μία νυκτί, θα ήταν μόνο το πρώτο βήμα μιας εκστρατείας για το τσάκισμα του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Δεν χρειαζόταν να είσαι ιδιοφυία της στρατηγικής για να γνωρίζεις ότι ο μόνος τρόπος να νικήσεις σε αυτή την ολομέτωπη επίθεση, σε αυτό το Περλ Χάρμπορ για τον συνδικαλισμό, θα ήταν να κηρύξει η AFL-CIO Γενική Απεργία. Μια από τις συνδικαλιστικές οικογενειακές διασυνδέσεις μας ήταν ο Τζέρι Γουρφ, πρόεδρος του ομοσπονδιακού σωματείου υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενός σωματείου που επίσης απαγορευόταν να απεργήσει. Αυτό όμως δεν απέτρεψε τον Γουρφ από το να κηρύξει απεργίες ούτως ή άλλως, μιας και η πρώτη και αδιαπραγμάτευτη διεκδίκηση ήταν πάντοτε η εξασφάλιση ότι τα μέλη του σωματείου δεν θα διώκονταν για την συμμετοχή τους στην απεργία, προτού συζητηθεί οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της συζήτησης για το τέλος της απεργίας.
Γιατί δεν έπραξε το ίδιο η AFL-CIO; Γιατί δεν προκήρυξε γενική απεργία και δεν οργάνωσε εργατικούς αποκλεισμούς που οι Τίμστερς, το σωματείο των φορτηγατζήδων, δεν θα έσπαγαν, πράγμα που σημαίνει πως τα φορτηγά δεν θα έκαναν παραδόσεις στα αεροδρόμια ή, μέχρις ότου ο Ρέιγκαν να επανανομιμοποιήσει το σωματείο, να απολύσει τους απεργοσπάστες, να μη κινηθεί δικαστικά εναντίον των απεργών και να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό με το σωματείο σαν πολιτισμένος εργοδότης;
Με λίγα λόγια, γιατί δεν επέδειξε συνδικαλιστική δύναμη αντί για ανημποριά; Πρώτα απ’ όλα, επειδή ο Τζόρτζ Μίνι, ένας σκληροτράχηλος καργιόλης που είχε τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο, δεν ήταν πλέον πρόεδρος της AFL-CIO. Πρόεδρος ήταν ο Λέιν Κέρκλαντ, και δεν το έκανε.
Και επιπλέον, οι Τίμστερς είχαν εκδιωχθεί από την Ομοσπονδία για διάφορους λίγο πολύ καλούς λόγους και δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στην βοήθεια ή την υποστήριξή τους σε μια τέτοια απεργία. Και ο αποφασιστικός παράγοντας ήταν πως το PATCO υπήρξε το μόνο μεγάλο σωματείο που στήριξε τον μετέπειτα καταστροφέα του, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, στις προεδρικές εκλογές του 1980, σε μια κίνηση που το είχε απομονώσει από τα υπόλοιπα – και ο Τζίπερ* το ήξερε αυτό, χα, χα, χα.
[*Gipper: Ψευδώνυμο του Τζορτζ Τζιπ, παίχτη του αμερικάνικου ράγκμπι, ο οποίος πέθανε στα 25 του από στρεπτόκοκκο και πνευμονία. Στην ταινία Knute Rockne, All American (1940) τον υποδύθηκε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν.]
Η συνέχεια της θλιβερής αυτής ιστορίας είναι η κατακόρυφη υποχώρηση του αμερικανικού εργατικού κινήματος μέχρι την ευνουχισμένη, σχεδόν ασήμαντη μορφή που έχει μέσα στην Νέα Κανονικότητα στην οποία βρισκόμαστε και εμείς σήμερα.
Για να το απλοποιήσουμε, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ξεκίνησε ως ένα αντισυμβατικό τρίτο κόμμα που εξέλεξε τον Αβραάμ Λίνκολν και μετά έγινε το κυρίαρχο κόμμα για δεκαετίες, οι σωτήρες της Ενωσης και υπερασπιστές της παραχώρησης πολιτικών δικαιωμάτων στους πρώην σκλάβους του Νότου, ενώ οι Δημοκρατικοί έγιναν το κόμμα του αντιδραστικού λευκού Νότου και η μειοψηφία οπουδήποτε αλλού.
Αυτή όμως δεν είναι ολόκληρη η ιστορία, από την στιγμή που το σχίσμα μεταξύ των Βόρειων Ελεύθερων Πολιτειών και των Νότιων δουλοκτητικών πολιτειών, το οποίο επέσπευσε τον Εμφύλιο Πόλεμο, είχε και μια οικονομική πτυχή. Η αγροτική νότια οικονομία εξαρτιόταν κυρίως από την εργασία των σκλάβων στις φυτείες, ενώ η πιο βιομηχανοποιημένη βόρεια οικονομία όχι. Ετσι κατά την διάρκεια των δεκαετιών της πολιτικής κυριαρχίας των Ρεπουμπλικανών, καθώς η αμερικάνικη οικονομία εκβιομηχανιζόταν όλο και περισσότερο, το κόμμα του Λίνκολν μεταμορφώθηκε στο κόμμα των βιομηχανικών και χρηματιστικών συμφερόντων.
Και κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, εξ ορισμού σε κάποιο βαθμό, το λιγότερο δυνατό Δημοκρατικό Κόμμα έφτασε σε μεγάλο βαθμό να αντιπροσωπεύει μια συμμαχία από λευκούς αντιδραστικούς, μικροκαλλιεργητές και βιομηχανικούς εργάτες, των οποίων το φυσικό συμφέρον ερχόταν σε σύγκρουση με εκείνο των τραπεζιτών και των βιομηχάνων.
Αν αυτό ακούγεται σαν το κόμμα του Λίνκολν να έγινε το κόμμα των ανώτερων τάξεων, καλά κάνει, γιατί αυτό ακριβώς συνέβη. To Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο ξεκίνησε ως ένα ριζοσπαστικό κόμμα, έγινε το κόμμα του οικονομικού συντηρητισμού, αντιπροσωπεύοντας εκείνους που κέρδιζαν από την καθεστηκυία τάξη – κυρίως εκείνους που οι Γάλλοι αποκαλούν rentiers [τάξη των ραντιέρηδων, των εισοδηματιών], εκείνους που δεν χρειάζεται να δουλέψουν για να ζήσουν γιατί κατέχουν τα μέσα παραγωγής, τους σιδηρόδρομους και τα εργοστάσια: τους πλούσιους δηλαδή.
Οχι ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δημοκρατικά νομιμοποιημένο. Οποιοδήποτε δημοκρατικό κράτος θα καταλήξει να έχει ένα κόμμα που θα αντιπροσωπεύει τέτοια ιδιοτελή συμφέροντα, και στις καλές εποχές θα μπορεί να έχει την ικανότητα να ελέγχει μια εκλογική πλειοψηφία για όσο καιρό η αναδιανεμητική οικονομική πολιτική συμβάλλει σε αυτές τις καλές εποχές.
Αλλά φυσικά κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει στις εκλογές παραδεχόμενο ανοιχτά πως είναι ο πολιτικός υπερασπιστής των συμφερόντων της πλούσιας μειοψηφίας. Ετσι οι Ρεπουμπλικάνοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν προκειμένου να καλύψουν αυτήν την απλή και δημοκρατικά νόμιμη, πλην όμως πολιτικά δηλητηριώδη, αλήθεια διακηρύττοντας πως η Αμερική είναι μια «αταξική κοινωνία» και πως η «τάξη» καθαυτή είναι μια «αντιαμερικανική» σύλληψη, συνώνυμη του Αμαρτωλού Αθεου Κομμουνισμού. Δαιμονοποιώντας με αυτό τον τρόπο λοιπόν, τους Δημοκρατικούς ως συγγενείς του σοσιαλισμού και τους σοσιαλιστές ως συγγενείς του αναρχισμού και τους αναρχικούς ως μηδενιστές τρομοκράτες, οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές και να επικρατήσουν στις περισσότερες βουλευτικές εκλογές μέχρι που ξεχείλισε ο οικονομικός βόθρος το 1929.
Στην Γερμανία, η οικονομική καταστροφή και η μαζική ανεργία κατέστρεψαν την φιλελεύθερη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και κατέληξαν στην εκλογή των Ναζί, ενός ασφαλώς ρατσιστικού, δικτατορικού σοβινιστικού κόμματος, το πλήρες όνομα του οποίου όμως ήταν Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, και το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένα συντηρητικό κόμμα από οικονομική άποψη.
Στις ΗΠΑ, αυτή η βαθιά κρίση του οικονομικά συντηρητικού καπιταλισμού δεν έπληξε την φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά το πολιτικά χρεοκοπημένο και οικονομικά συντηρητικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που κατείχε την εξουσία κατά την διάρκεια της καταστροφής, και έφερε στην θέση του, σε μεγάλο βαθμό ίσως αρχικά λόγω έλλειψης εναλλακτικών, τον Φραγκλίνο Ντιλάνο Ρούσβελτ και τους Δημοκρατικούς.
Ο Ρούσβελτ δεν ήταν σοσιαλιστής και οι Δημοκρατικοί δεν ήταν σοσιαλιστικό κόμμα, το Νιου Ντιλ όμως -με τα κρατικά χρηματοδοτούμενα προγράμματα απασχόλησης της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων, την Κοινωνική Ασφάλιση και την Ασφάλιση Ανεργίας, με τις αγροτικές επιδοτήσεις, την υποστήριξη των σωματείων, τον διαβαθμισμένο φόρο εισοδήματος και ούτω καθεξής- αποτέλεσε πράγματι μια φιλελεύθερη δημοκρατική επανάσταση η οποία έσωσε την αμερικάνικη οικονομία της αγοράς από τις ίδιες τις αυτοκαταστροφικές υπερβολές της, κράτησε την Προεδρία σε δημοκρατικά χέρια για είκοσι συναπτά έτη, και διατήρησε την πλειοψηφία στο Κογκρέσο σχεδόν ανέπαφη, την ίδια περίοδο.
Υστερα από αυτή την εικοσαετία στην πολιτική εξορία, οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν τόσο περιθωριοποιημένοι ώστε ο μόνος τρόπος να κερδίσουν στο τέλος τις εκλογές ήταν να προτείνουν τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ για πρόεδρο, ένα ήρωα πολέμου τόσο δημοφιλή και τόσο πολιτικά ουδέτερο ώστε πολλοί υπέθεταν πως θα έβαζε υποψηφιότητα με τους Δημοκρατικούς. Επιπλέον, στο μεγαλύτερο μέρος της οκταετούς θητείας του, ο Αϊζενχάουερ είχε να αντιπαρατεθεί, και αυτός δεν είναι ακριβώς ο σωστός όρος, σε ένα Δημοκρατικό Κογκρέσο, και όταν ο αντιπρόεδρος του, Ρίτσαρντ Νίξον, μπήκε στην κούρσα της διαδοχής του, έχασε από τον Δημοκρατικό Τζον Κένεντι.
Οταν δολοφονήθηκε ο Κένεντι, και την προεδρία ανέλαβε ο Λίντον Τζόνσον, εμβόλισε το Κογκρέσο με το Νόμο Περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, μολονότι παραδεχόταν ανοιχτά πως θα κόστιζε στο Δημοκρατικό Κόμμα τον αποκαλούμενο και «συμπαγή νότο» για μια γενιά τουλάχιστον. Πράγμα που συνέβη. Ακόμα και έτσι όμως, ο Τζόνσον επανεκλέχθηκε με μια σαρωτική νίκη επί του Γκάρι Γκολντγουότερ.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε πεθάνει – ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Ο Πόλεμος του Βιετνάμ όμως, η αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960 και ο αδίστακτα πραγματιστικός κυνισμός του Ρίτσαρντ Νίξον το έβγαλαν από τον λάκκο που είχε πέσει. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ήταν ανίκανο να νικήσει εκλογές βάσει του οικονομικού του προγράμματος τουλάχιστον από την εποχή του Χέρμπερτ Χούβερ, και το κύριο πρόγραμμά του ήταν (βλ. Τζο Μακάρθι) το κυνήγι των κομμουνιστών, των αριστερών και της Σοβιετικής Ένωσης, με αρκετά μέτρια αποτελέσματα.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ και η άνοδος του κινήματος της αντικουλτούρας δίχασε το Δημοκρατικό Κόμμα ανάμεσα στην κεντρώα και στην αριστερή του τάση· της κεντρώας ηγούνταν ο Τζόνσον και της αριστερής οι Γιουτζίν Μακάρθι και Ρόμπερτ Κένεντι, οι οποίοι στις προκριματικές εκλογές του 1968 τόλμησαν να προκαλέσουν έναν Πρόεδρο του ίδιου του κόμματός τους όπως και ο ένας τον άλλον. Οταν ο Τζόνσον έκανε πίσω και ο Μπόμπι Κένεντι δολοφονήθηκε, το χρίσμα των Δημοκρατικών παίχτηκε μεταξύ του αντιπροέδρου του Τζόνσον, του Χιούμπερτ Χάμφρι, ενός παθιασμένου άλλοτε φιλελεύθερου αναγκασμένου να υποστηρίζει έναν πόλεμο και έναν οικονομικό συντηρητισμό στα οποία δεν πίστευε ιδιαίτερα, και του Μακάρθι, ενός καλού παιδιού που προερχόταν από την μετριοπαθή αριστερή αντικουλτούρα που δεν είχε καμία ελπίδα να πάρει το χρίσμα, πόσο μάλλον να εκλεγεί.
Ο Χάμφρι παρέμενε οικονομικά φιλελεύθερος και οι Ρεπουμπλικάνοι παρέμεναν το κόμμα που υποστήριζε τα συμφέροντα της ελίτ που κατείχε την οικονομική ισχύ. Ο Νίξον όμως και ο υποψήφιος του για την αντιπροεδρία και εκτελεστής των βρομοδουλειών του, Σπίρο Άγκνιου, εξασφάλισαν ότι οι εκλογές του 1968 δεν θα διεξάγονταν στο έδαφος της οικονομίας. Προκειμένου να κερδίσουν τις εθνικές εκλογές, οι Ρεπουμπλικάνοι έπρεπε να κάνουν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν ενάντια στο ίδιο τους το οικονομικό συμφέρον και αυτή την φορά δεν διέθεταν έναν ουδέτερο ήρωα πολέμου ως βασικό χαρτί, είχαν μόνο τον Μπαγαπόντη τον Ντικ.
Ο Ντικ όμως αποδείχτηκε μέγας μπαγαπόντης. Και πέρα για πέρα βρόμικος.
Ο Νίξον και ο Άγκνιου έχρισαν τους εαυτούς τους και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πολιτισμικούς πολεμιστές της λεγάμενης «Σιωπηρής Πλειοψηφίας», όρο που επινόησαν επί τούτου, με κύρια ενδιαφέροντα φυλετικά, θρησκευτικά και αντιδραστικά ζητήματα, και η οποία αποτέλεσε την δημογραφική εκλογική βάση του κόμματος από τότε.
Το κόμμα των κατεστημένων δομών οικονομικής ισχύος και των πλούσιων υπέθαλψε φονταμενταλιστές της *Ζώνης της Βίβλου, πολιτιστικά αντιδραστικούς, κρυφούς και μη ρατσιστές, δημιουργώντας έναν παρανοϊκό τρόμο για οποιονδήποτε μπορούσαν να κατηγοριοποιήσουν ως Αλλον, προκειμένου να παρασύρουν τον κόσμο να ψηφίσει ενάντια στα οικονομικά του συμφέροντα.
[*Ζώνη της Βίβλου (αγγλικά Bible Belt): όρος που περιγράφει την ευρύτερη περιοχή των νοτιοανατολικών και νότιων κεντρικών Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία κυριαρχεί ο κοινωνικά συντηρητικός Ευαγγελικός Προτεσταντισμός, και στις οποίες γενικότερα οι κάτοικοι θεωρούνται πιστοί και συντηρητικοί.]
Το 1968 και το 1972 αλλά και αργότερα, οι Άλλοι ήταν οι χίπηδες, οι αριστεροί, οι ειρηνιστές, οι άθεοι, το σεξ, τα ναρκωτικά, το ροκ εν ρολ, και σε κάποιες περιοχές τόσο στον βορρά όσο και στον νότο, οι «καβαλημένοι νέγροι». Το 2004, χάρη στον Οσάμα Μπιν Λάντεν, οι άλλοι έγιναν οι μουσουλμάνοι και ούτω καθεξής. Ακολουθούν οι υπέρμαχοι των εκτρώσεων, οι παράνομοι μετανάστες, οι ομοφυλόφιλοι και οι συμπαθούντες τους, οι προστάτες των δασών, η ίδια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι άνδρες με τα μαύρα και οι εξωγήινοι της Περιοχής 51. Στην Γερμανία της Βαϊμάρης, οι οικονομικές δυνάμεις συμφώνησαν με ένα αντικομουνιστικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και έναν που άκουγε στο όνομα Αδόλφος Χίτλερ, τον οποίο ήταν σίγουρες πως μπορούσαν να ελέγξουν όπως μια μαριονέτα.
Οι παράφρονες όμως κατέλαβαν το άσυλο.
Καλώς ήλθατε στο Τρίτο Ράιχ.
Στις ΗΠΑ, οι αντίστοιχοι ρεπουμπλικάνοι άρχοντες της οικονομίας έκαναν συμμαχία με την παρανοϊκή δεξιά προ- κειμένου να κερδίσουν τις εκλογές.
Οι παράφρονες έχουν όντως την τάση να καταλαμβάνουν το άσυλο όμως, όχι;
Καλώς ήλθατε στο Ρεπουμπλικανικό Τρελό Κόμμα του Τσαγιού.
Καλώς ήλθατε στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Καλώς ήλθατε στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 υπήρξε αποτέλεσμα του σκασίματος της χρηματιστηριακής φούσκας και οδήγησε το εν πολλοίς μη ρυθμισμένο τραπεζικό σύστημα σε τέτοια κρίση που διέλυσε την οικονομία της αγοράς και έφερε μαζική ανεργία, η οποία μείωσε την ζήτηση, μιας και το εισόδημα των καταναλωτών μειωνόταν, και η οποία με την σειρά της οδήγησε την ζήτηση σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο.
Η Μεγάλη Κρίση που ξεκίνησε το 2008 υπήρξε αποτέλεσμα του σκασίματος μιας φούσκας στην στεγαστική αγορά, οδήγησε σε κρίση το τραπεζικό σύστημα που μετριάστηκε εν μέρει μόνο από τα δολάρια των φορολογούμενων, οδηγώντας σε τεράστια μείωση του πλούτου των ιδιοκτητών ακινήτων, η οποία με την σειρά της έφερε μεγάλη μείωση στην καταναλωτική ζήτηση, η οποία δημιούργησε μαζική ανεργία και προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη μείωση στην ζήτηση σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο.
Μοιάζει οικείο;
«plus ça change, plus c’est la même chose?»
[Οσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα τόσο παραμένουν τα ίδια.]
Ενα επίγραμμα του Jean-Baptiste Alphonse Karr στο τεύχος Ιανουαρίου 1849 του περιοδικού του Les Guêpes («Οι σφήκες»)
Η μήπως όχι;
Γιατί οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η Μεγάλη Κρίση του 2008 ήταν κατά μερικές δεκαετίες διαφορετική από εκείνες που προκάλεσαν την Μεγάλη Υφεση που ξεκίνησε το 1929. Είναι αλήθεια πως η απορύθμιση του τραπεζικού συστήματος την εποχή του Κλίντον μιμήθηκε τις χαλαρές ρυθμίσεις της εποχής πριν το Νιου Ντιλ. Η ιδέα όμως των λεγάμενων «εξασφαλισμένων ομολόγων χρέους» που πυροδότησε την Μεγάλη Κρίση δεν υπήρχε το 1929. Οπως δεν υπήρχε και η φουσκωμένη ανάπτυξη της εικονικής οικονομίας-καζίνο σε βάρος της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας που έχει προκαλέσει και την ακραία διαφορά στο εισόδημα και στον πλούτο ανάμεσα στο περίφημο ι% και τη συνεχώς μειούμενη μεσαία τάξη.
Οι τράπεζες έδιναν αδιακρίτως ατέλειωτα ενυπόθηκα δάνεια σε ανθρώπους που δεν διέθεταν το εισόδημα για να συνεχίσουν να πληρώνουν την μηνιαία δόση τους, ύστερα τύλιξαν αυτά τα ποσά με παράγωγα που λέγονται εξασφαλισμένα ομόλογα χρέους, τα οποία με την συμπαιγνία των οίκων αξιολόγησης αγοράστηκαν και πωλήθηκαν ως «πλούτος» ακόμα και αν ήταν το οικονομικό και ηθικό ισοδύναμο των επίχρυσων τούβλων ή των μετοχών της Γέφυρας του Μπρούκλιν.
Ναι, οι εκδότες των ενυπόθηκων δανείων, οι τυλιχτές των παραγωγών, οι επενδυτικές τράπεζες, οι γκουρού των αμοιβαίων κεφαλαίων, οι οίκοι αξιολόγησης – ολόκληρη η ανεξέλεγκτη εικονική οικονομία-καζίνο, που δεν βασιζόταν σε τίποτα παραπάνω από παπαριές και αέρα κοπανιστό και δεν προσέφερε τίποτα στην πραγματική οικονομία- υπέγραψαν πράγματι την μεγαλύτερη ακάλυπτη επιταγή στην ιστορία και την πέρασαν στον εαυτό τους.
Η Μεγάλη Ύφεση του ’30, με ποσοστά ανεργίας τριπλάσια από εκείνα της Κρίσης του ’ο8, με μια χρηματιστηριακή αγορά να σκάει τόσο περίφημα που έκανε τους γκουρού της Γουόλ Στριτ να πηδάνε από τα παράθυρα, χωρίς ασφάλιση ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση, και ούτω καθεξής σαν ασφαλιστικές δικλίδες, υπήρξε μια τέτοια καταστροφή που το μόνο αποτέλεσμα που μπορούσε να έχει ήταν κάποια μορφή επανάστασης -ήτοι ασυνέχεια, βίαιη ή μη, δημοκρατική ή μη- μια κομμουνιστική επανάσταση (που τότε ήταν ένας πραγματικός φόβος), μια φασιστική επανάσταση, όπως εκείνη που αντικατέστησε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης με το Τρίτο Ράιχ· ή, όπως ευτυχώς συνέβη, κάτι σαν το Νιου Ντιλ.
Το Νιου Ντιλ ήταν όντως επανάσταση. Αντί για μια βίαιη εξέγερση ενάντια στους πλουτοκράτες που ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή, έγιναν δημοκρατικές εκλογές, που είχαν ως αποτέλεσμα μια σαρωτική νίκη από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ και τους κοινοβουλευτικούς Δημοκρατικούς. Αντί για μια ανατροπή της οικονομίας της αγοράς από έναν μαρξιστικό κομμουνισμό, φαβιανό σοσιαλισμό ή έναν φασιστικό μερκαντιλισμό, ο Ρούσβελτ, με την υποστήριξη μια συντριπτικής πλειοψηφίας στο Κογκρέσο, επέβαλε μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της αμερικάνικης οικονομίας της αγοράς.
Προγράμματα τεράστιων δημόσιων έργων για την μείωση της ανεργίας και την αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης. Επιδοτήσεις στην γεωργία και μείωση των τιμών. Ασφάλιση ανεργίας. Κοινωνική ασφάλιση. Φιλεργατικοί νόμοι και ρυθμίσεις. Αναδιανεμητική φορολογία που μετέφερε εισόδημα και πλούτο από τους πλούσιους στους φτωχούς, διογκώνοντας έτσι την μεσαία τάξη.
Ο Ρούσβελτ δεν ήταν κανένας φλογερός σοσιαλιστής, αλλά γόνος μιας σπουδαίας οικογένειας του κατεστημένου. Εσωσε τον αμερικανικό καπιταλισμό και την αμερικανική οικονομία της αγοράς από την ίδια τους την απληστία με την σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου, μια πραγματιστική συμφωνία που αποτέλεσε την ατμομηχανή της αμερικανικής μεταπολεμικής οικονομικής ευημερίας, το λεγόμενο Αμερικάνικο Ονειρο. Για να το θέσουμε όσο πιο απλά γίνεται, το συμβόλαιο αυτό εξασφάλιζε πως εκείνοι που παρήγαν τα αγαθά θα είχαν και λεφτά για να τα αγοράζουν.
Μοιάζει σκέτη παράνοια να κάνει περικοπές το Κογκρέσο στις Ομοσπονδιακές δαπάνες ενώ η ανεργία είναι σε υψηλά ποσοστά ή να μπλοκάρει τις μισθολογικές αυξήσεις στον σχεδόν ασήμαντο ελάχιστο μισθό των 7,25 δολαρίων την ώρα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που ακόμα και αν έχουμε να κάνουμε με πλήρη απασχόληση, δεν ανεβάζει κανέναν πάνω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Είναι όμως το «κανονικό».
Είναι αυτό που ονομάζεται Νέα Κανονικότητα. Είναι ο Εφιάλτης που αντικαθιστά το Αμερικάνικο Όνειρο.
Καθώς η ανεργία είναι υψηλή και οι μισθοί όχι μόνο δεν είναι στάσιμοι, αλλά έχουν μειωθεί κιόλας με όρους πληθωριστικής προσαρμογής, καθώς η αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος είναι στάσιμη και συνεχώς στο όριο για να σημειώσει αρνητικά ποσοστά, τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών είναι αστρονομικά, και το χρηματιστήριο συνολικά χαίρει άκρας υγείας.
Το κοινωνικό συμβόλαιο που εγκαθίδρυσε το Νιου Ντιλ ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, και το οποίο αποτέλεσε την ουσία του Αμερικάνικου Ονείρου, που μας έχει πια αφήσει χρόνους, υπονομεύτηκε έως την διάλυσή του. Ο ευνουχισμός του εργατικού κινήματος, η υψηλή ανεργία, και η ανάθεση της παραγωγής σε χώρες με χαμηλά επίπεδα μισθών χάρη στην «παγκοσμιοποίηση» έριξαν τους αμερικανικούς μισθούς, ενώ αύξησαν την «παραγωγικότητα» και ως εκ τούτου τα κέρδη. Οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές υπεραξίας κεφαλαίου σε σχέση με το εισόδημα διογκώνει περαιτέρω το κομμάτι της πίτας που χλαπακιάζει η τάξη των ραντιέρηδων.
Αν είσαι τέτοιος, η Νέα Κανονικότητα σου ταιριάζει γάντι. Είσαι μια χαρά, έτσι δεν είναι, Τζακ;
Βραχυπρόθεσμα. Ισως ακόμα και μεσοπρόθεσμα. Παρ’ όλα αυτά, όπως το έθεσε και Μάλκολμ X σε διαφορετικό πλαίσιο, αργά ή γρήγορα τα κοτόπουλα θα επιστρέφουν σπίτι να κουρνιάσουν. Επειδή η Νέα Κανονικότητα έχει μια μοναδικότητα στον πυρήνα της. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, δεν θα λειτουργήσει, επειδή σε απόλυτους όρους καθαρών αποτελεσμάτων, πολύ απλά είναι αδύνατο.
Οπως πιθανόν όλοι γνωρίζουμε ήδη, η πρωταρχική οδηγία μιας οικονομίας της αγοράς, τα Ιερά Καθαρά Αποτελέσματα, προέρχονται από το να παράγεις όσο φθηνότερα γίνεται και συνάμα να πουλάς όσο ακριβότερα γίνεται, με τη μεταξύ τους διαφορά να λέγεται κέρδος. Πανεύκολο να το καταλάβει κανείς αυτό στην πράξη, θα λειτουργήσει όμως στην θεωρία;
Οχι.
Και αυτό επειδή η επίτευξη του θεωρητικά υπέρτατου σκοπού της οικονομίας της αγοράς, ήτοι να φτιάχνεις πράγματα τσάμπα και να τα πουλάς για ένα καράβι λεφτά, θα κατέστρεφε την οικονομία. Αν τα πάντα παράγονται από μισθωτούς σκλάβους και ρομπότ, δεν θα υπάρχουν πελάτες με χρήματα να αγοράσουν αυτά που παράγονται στο τσάμπα.
Σε απόλυτους όρους, η πρωταρχική οδηγία μιας οικονομίας της αγοράς προσεγγίζει κάτι το μοναδικό στα μαθηματικά των Καθαρών Αποτελεσμάτων αυτών καθαυτών, μια οικονομική μαύρη τρύπα. Αν δεν υπάρχει εργατικό κόστος και η ανεργία είναι πλήρης, δεν υπάρχει ζήτηση για ό,τι παράγεται.
Για να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα μια οικονομία της αγοράς, ακόμα και για τους πλούσιους και τους υπερπλούσιους, πρέπει να υπάρχει μια μεγάλη και σχετικά ευημερούσα μεσαία τάξη. Αυτό έκανε το Νιου Ντιλ ή, για την ακρίβεια, αυτό είναι που την διέσωσε ομολογουμένως, από τα ερείπια της Μεγάλης Ύφεσης. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πρέπει να διαθέτουν αρκετά χρήματα για να καταναλώνουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγουν, αλλιώς η οικονομία θα γλιστρήσει στην μαύρη τρύπα.
Αυτή είναι η ουσία του άγραφου κοινωνικού συμβολαίου του Αμερικάνικου Ονείρου, και αυτή το έκανε οικονομικά βιώσιμο. Αυτή είναι η πραγματική οικονομία. Αυτό έκανε την Αμερική μεγάλη. Αυτή την ισορροπία απειλεί η Νέα Κανονικότητα. Η πραγματική οικονομία που υποστηρίζει την ευημερούσα μεσαία τάξη και ως εκ τούτου δημιουργεί την ζήτηση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγει έχει επισκιαστεί και διασαλευτεί από μια εικονική οικονομία, από την οικονομία-καζίνο, η οποία δεν παράγει τίποτα που να έχει πραγματική οικονομική ή κοινωνική αξία, ένα οικονομικό βαμπίρ που δεν παράγει τίποτα παρά κέρδη για τον εαυτό του.
Κάποτε οι τράπεζες έβγαζαν λεφτά από τις καταθέσεις και τα δάνεια: η διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο που πλήρωναν για τις καταθέσεις και στο επιτόκιο που χρέωναν για τα δάνεια ήταν το κέρδος τους. Κάποτε οι εταιρείες εξέδιδαν μετοχές για να συγκεντρώσουν κεφάλαια προκειμένου να δημιουργήσουν ή να επεκτείνουν τις δουλειές τους, και τα χρηματιστήρια υπήρχαν ούτως ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν αυτά τα πιστοποιητικά μερικής ιδιοκτησίας. Οι χρηματιστές έβγαζαν λεφτά λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι σ’ αυτές τις απαραίτητες εμπορικές συναλλαγές.
Προφανώς οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια και οι χρηματιστές παρείχαν υπηρεσίες που ήταν ουσιαστικές για την λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, η οποία δύσκολα θα υπήρχε χωρίς όλα αυτά. Τα χρηματιστήρια συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης εξυπηρετούσαν επίσης την πραγματική οικονομία, επιτρέποντας στους αγρότες να εισπράττουν προκαταβολές από σοδειές που δεν είχαν ακόμα παραχθεί προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την σπορά και τον θερισμό. Αυτή η εικονική οικονομία -εικονική επειδή στην πραγματικότητα δεν παρήγαγε αγαθά ή σοδειές ή άμεσες υπηρεσίες σε καταναλωτές- ήταν απαραίτητη στην πραγματική οικονομία – δεν κυριαρχούσε όμως ουσιαστικά σε αυτήν ούτε λειτουργούσε παρασιτικά πάνω της.
Οχι πια. Οχι στην εποχή της Νέας Κανονικότητας.
Κάποτε, όχι και τόσο παλιά, οι οικονομικές σελίδες των μεγάλων εφημερίδων όπως οι Νιου Γιορκ Τάιμς και οι Λος Αντζελες Τάιμς ήταν γεμάτες από δείκτες μετοχών. Οχι πια. Κάποτε, ακόμα πιο πρόσφατα, δηλαδή πριν την κυβέρνηση Κλίντον, οι εμπορικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια που ζούσαν από καταθέσεις και δάνεια ήταν διαχωρισμένες από τις επενδυτικές τράπεζες που ζούσαν από αγοραπωλησίες μετοχών, ομολόγων και παράγωγων. Οχι πια. Η εικονική οικονομία ξεκίνησε αρκετά αθώα για να εξυπηρετήσει την πραγματική οικονομία, στην συνέχεια όμως άρχισε να εξαπλώνεται και να μεγαλώνει σαν ανεξέλεγκτος μεταστατικός όγκος.
Τα αμοιβαία κεφάλαια έδειχναν αρκετά αθώα. Αντί να επενδύεις σε μεμονωμένες μετοχές, μπορούσες να αγοράζεις και να πουλάς μετοχές σε αμοιβαία κεφάλαια που αγόραζαν και πουλούσαν μεγάλα πακέτα μετοχών για λογαριασμό σου. Και έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα πρωτόγονα παράγωγα.
Οι σελίδες των οικονομικών ένθετων των εφημερίδων όμως αφιερώνουν πλέον περισσότερο χώρο στις τιμές των αμοιβαίων κεφαλαίων απ’ ό,τι στις υποκείμενες μετοχές. Υπάρχουν ταμεία πλέον που δεν αγοράζουν καν υποκείμενες μετοχές, αλλά στην πραγματικότητα στοιχηματίζουν στις κινήσεις τους. Περιουσίες φτιάχνονται από τα funds, τις επενδυτικές τράπεζες, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, και ακόμα πιο σκοτεινές ακατονόμαστες οντότητες, που δεν επενδύουν σε μετοχές ή σε ομόλογα, αλλά σε πολύπλοκα παράγωγα παραγώγων, όπως, χμ, τα εξασφαλισμένα ομόλογα χρέους και σε πακεταρισμένα παράγωγα αυτών.
Καλώς ήλθατε στην οικονομία παραγώγων.
Καλώς ήλθατε στην οικονομία-καζίνο.
Καλώς ήλθατε στην εικονική οικονομία.
Μια εικονική οικονομία τόσο πολύπλοκη που το 5ο% των συναλλαγών της διεξάγεται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέσα σε νανοδευτερόλεπτα, που όχι μόνο αγοράζουν ή πουλάνε, αλλά κάνουν τοποθετήσεις και αποσύρονται ώστε να χειραγωγούν τις τιμές. Μια τόσο αχανής εικονική οικονομία ώστε η καθημερινή παγκόσμια εμπορική αξία σε δολάρια είναι μεγαλύτερη από το ΑΕΠ ολόκληρου του κόσμου!
Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Ισως επειδή, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, το επιβάλλει η Νέα Κανονικότητα.
Οταν εκατομμύρια άνθρωποι δεν εργάζονται και εκατομμύρια ακόμη σπρώχνονται εκτός της μεσαίας τάξης με μειώσεις αμοιβών, μισθών, αξιών ακινήτων, με αυξήσεις των σπουδαστικών δανείων, των χρεών στις πιστωτικές κάρτες, μειώνοντας έτσι την καταναλωτική ζήτηση, η οποία με την σειρά της μειώνει την παραγωγή, που με την σειρά της μειώνει τις επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα, τι ακριβώς θα κάνει το ι% ή ακόμα και το 1ο% της κορυφής όλα αυτά τα λεφτά;
Ε, τι άλλο μπορείς να κάνεις με ό,τι σου έχει περισσέψει μετά από την αγορά της τέταρτης έπαυλης, του τρίτου κότερου, του δεύτερου ιδιωτικού τζετ, του ισόβιου αποθέματος σε χαβιάρι, σαμπάνια και κοκαΐνη, από το να επενδύσεις για να βγάλεις περισσότερα λεφτά;
Σε μια υγιή οικονομία, κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως επενδύεις στην βιομηχανία, στην γεωργία, στις καταναλωτικές υπηρεσίες, που με τη σειρά τους είτε θα αύξαναν την απασχόληση όπου είναι αυτό δυνατό είτε θα ενίσχυαν μια σφιχτή αγορά εργασίας για να απαιτήσει υψηλότερες αμοιβές και μισθούς, αυξάνοντας έτσι την ζήτηση, και ούτω καθεξής σε μια ανοδική σπειροειδή γραμμή.
Στην οικονομία της Νέας Κανονικότητας όμως όλος αυτός ο πλεονάζων πλούτος που οι πλούσιοι, βρόμικοι και μη, δεν μπορούν να σπαταλήσουν αγοράζοντας αγαθά και ο οποίος πολύ λογικά δεν μπορεί να επενδυθεί εκεί όπου δεν υπάρχει ζήτηση, καταλήγει να διοχετεύεται σε παράγωγα της εικονικής οικονομίας, σε παράγωγα παραγώγων – σε μια οικονομία-καζίνο, όπου ο «οίκος» γρήγορα μετατρέπεται κυριολεκτικά σε μια ανεγκέφαλη συνωμοσία νοημόνων ρομπότ που τζογάρουν το ένα ενάντια στο άλλο.
Ο,τι μόλις περιέγραψα αποτελεί μια οικονομική μοναδικότητα, μια συνεχώς διευρυνόμενη μαύρη τρύπα που αργά ή γρήγορα θα καταβροχθίσει την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς στην ολότητά της. Δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία ούτε για κάποιο μαρξιστικό δόγμα, είναι η Θεωρία Παιγνίων που διαπερνά τα απλά μαθηματικά των Ιερών Καθαρών Αποτελεσμάτων.
Καλωσορίστε την Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα.
Αργά ή γρήγορα, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, θα αναγκαστείτε να την αποχαιρετίσετε.
«Είναι προτιμότερο να ανάψεις ένα μόνο κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι».
Από την στιγμή που δεν βλέπω καν έναν από το Κογκρέσο ή τον Λευκό Οίκο ή ακόμα και από τους κυρίαρχους αναλυτές να υποδεικνύουν κάποιον τρόπο εξόδου από αυτή την Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα, από αυτή την μαύρη τρύπα αυτής της μαλακίας, νομίζω πως οφείλω να κάνω τουλάχιστον μια προσπάθεια.
Δεν είναι τόσο δύσκολο στην θεωρία, μπορεί να εφαρμοστεί όμως στην πολιτική πρακτική;
Δεν είναι και τόσο εύκολο, επειδή, όπως και στο Νιου Ντιλ, δεν θα απαιτούσε απλώς μια επανάσταση, θα όφειλε να είναι μια επανάσταση, μιας και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δημοκρατικό ή μη, βίαιο ή ειρηνικό, δεν υπάρχει καμία διέξοδος χωρίς αυτή. Επειδή η Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα αποτελεί κάτι το μοναδικό, ένα οικονομικό σύστημα που όχι απλώς δεν λειτουργεί, αλλά που δεν μπορεί να λειτουργήσει. Μια μαύρη τρύπα της λογικής που δεν μπορεί να τροποποιηθεί, αλλά πρέπει να αντικατασταθεί.
Τι εννοώ λέγοντας επανάσταση;
Κάθε επανάσταση αποτελεί μια αλλαγή παραδείγματος, μια ασυνέχεια μεταξύ μιας πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής τάξης και μιας άλλης η οποία τη διαδέχεται. Μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, μια βίαιη ασυνέχεια, όπως η Αμερικανική Επανάσταση ή όπως η Ρωσική, δεν είναι απαραίτητο όμως αυτό. Μπορεί να επιτευχθεί στις κάλπες, μέσα στο πλαίσιο της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, όπως το Νιου Ντιλ ή όπως είναι, εδώ που τα λέμε, η ίδια Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα, από την ανάποδη. Δεν υπάρχει ωστόσο επανάσταση χωρίς νικητές και ηττημένους, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Και αυτό ακριβώς πρέπει να συμβεί για να σωθεί η αμερικάνικη οικονομία από την Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα.
Ο λεγόμενος μονεταρισμός, το οικονομικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο μικρές αλλαγές στο επίπεδο του πληθωρισμού, στα επιτόκια και στο ποσοστό του χρέους, είναι αλήθεια πως μπορεί να κινητοποιήσει τεράστιες αλλαγές στην πραγματική οικονομία. Αν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, μπορεί να συμβεί εξίσου και το αντίστροφο: ήτοι πως πρέπει να κάνεις εντελώς σκατά την πραγματική οικονομία για να προκαλέσεις μικρές αλλαγές στην εικονική οικονομία, όπως έπραξε καταστροφικά η παγκοσμιοποιημένη Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα. Τα μερεμέτια της δημοσιονομικής λιτότητας, του πληθωρισμού και των επιτοκίων, των κρατικών δαπανών και ούτω καθεξής ενδεχομένως να απαλύνουν προσωρινά την οικονομική ύφεση, δεν μπορούν να επιλύσουν όμως το υπαρξιακό ελάττωμα του ίδιου του συστήματος.
Και αυτό το υπαρξιακό ελάττωμα είναι ότι το εισόδημα και ο πλούτος της παραπαίουσας μεσαίας τάξης, η οποία χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της για να αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες, συρρικνώνεται συνεχώς και προκαλεί μείωση της ζήτησης, η οποία μειώνει στην συνέχεια την επένδυση στην αύξηση της παραγωγής, η οποία μειώνει την απασχόληση και διοχετεύει το πλεονάζον εισόδημα των ήδη πλουσίων και υπερπλουσίων στην εικονική οικονομία-καζίνο, όπου το μόνο που συμβαίνει είναι να γίνονται οι πλούσιοι ακόμα πλουσιότεροι.
Εκείνο που πρέπει να επιτύχει η επανάσταση είναι να αλλάξει την ροή του εισοδήματος και του πλούτου όχι τόσο από τους άπληστους προς τους αναξιοπαθούντες, αλλά από τους άπληστους προς την δημογραφικά και οικονομικά κυρίαρχη μεσαία τάξη. Αυτό θα αυξήσει την ζήτηση, η οποία θα αυξήσει την παραγωγή, η οποία θα αυξήσει την απασχόληση και όλα αυτά θα προκαλέσουν περαιτέρω αύξηση της ζήτησης. Η συνολική οικονομία θα αναπτυχθεί και ως εκ τούτου στο τέλος μπορεί να σώσει ακόμα και την άρχουσα τάξη από την ίδια της την υπερβολική απληστία. Στην θεωρία, για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν απαιτεί κάποιο επίπεδο γνώσης οικονομικών αντίστοιχο με ενός νομπελίστα αεροναυπηγικής.
Η αύξηση και η διεύρυνση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού ούτως ώστε κάθε θέση πλήρους απασχόλησης να αυξήσει το εισόδημα, ας πούμε, κατά 20% πάνω από το όριο της φτώχειας – διατηρώντας το σε αυτό το επίπεδο.
Εξάλειψη της ευνοϊκής φορολογίας επί των κεφαλαιακών κερδών, φορολόγηση κάθε εισοδήματος ισοδύναμα, με υπολογισμό όμως του μέσου όρου. Μικρή αύξηση του ποσοστού φορολόγησης του ανώτερου εισοδήματος και ελαφριά μείωση των φορολογικών συντελεστών της μεσαίας τάξης. Νομική απαγόρευση της δυνατότητας των δανειστών να πωλούν το χρέος σε άλλες οντότητες χωρίς ρητή γραπτή συναίνεση του οφειλέτη. Απαγόρευση των ταχύτατων ηλεκτρονικών συναλλαγών μετοχών, ομολόγων, παραγώγων και λοιπών προϊόντων. Επαναφορά του διαχωρισμού μεταξύ των τραπεζών που βγάζουν κέρδη από την διαφορά μεταξύ των επιτοκίων των δανείων και των επιτοκίων των καταθέσεων, και των «επενδυτικών τραπεζών» που παίζουν στις εικονικές αγορές-καζίνο.
Διορισμό υπουργού εργασίας που προέρχεται όντως από το εργατικό κίνημα, υποστηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την υγεία των συνδικάτων και ενθαρρύνοντας τον συνδικαλισμό των χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας.
Αντικατάσταση της ασφάλισης ανεργίας και της πρόνοιας από ένα εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα για όλους τους Αμερικανούς (όπως προτάθηκε κάποτε με την ταμπέλα του «*φόρου αρνητικού εισοδήματος» από εκείνο το διαβόητο κομμούνι, τον Ρίτσαρντ Μ. Νίξον). Οχι μόνο θα εξοικονομούσε πολλά λεφτά κάτι τέτοιο, με την απλοποίηση του μηχανισμού, αλλά θα εξασφάλιζε πως κανείς δεν θα έχανε την ασφάλιση ανεργίας του, ενώ θα ήταν δυνατόν να επιδοτηθεί και η μερική απασχόληση.
[*Προοδευτικός φόρος εισοδήματος σύμφωνα με τον οποίο κάθε φορολογούμενος που έχει εισόδημα κάτω από ένα ορισμένο ποσό, όχι μόνο απαλλάσσεται από την καταβολή φόρου αλλά λαμβάνει και συμπληρωματική αμοιβή από την κυβέρνηση. Ουδέποτε εφαρμόστηκε πλήρως από οποιαδήποτε κυβέρνηση.]
Αυτά τα σκανδαλωδώς δίκαια και σκανδαλωδώς προφανή βήματα δεν θα μετέτρεπαν την Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα σε Επίγειο Παράδεισο. Δεν θα εξολόθρευαν την οικονομική διαστρωμάτωση της αμερικανικής κοινωνίας και δεν θα την μετέτρεπαν σε μια «αταξική κοινωνία», που ούτως ή άλλως πιθανότατα να μην είναι και μια τόσο καλή ιδέα. Θα ανέστρεφαν όμως την φορά του οικονομικού καθοδικού φαύλου κύκλου που έχει δημιουργήσει η Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα.
Πολιτικά αδύνατο, λέτε;
Με τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, μάλλον είναι. Αργά ή γρήγορα, όμως, είτε θα συμβεί μια επανάσταση μέσα στο σύγχρονο δημοκρατικό σύστημα, όσο ατελές και διεφθαρμένο είναι αυτό, είτε θα φτάσουμε στην μοναδικότητα προς την οποία κουτρουβαλάει η Ακανόνιστη Νέα Κανονικότητα, τα σκατά θα ξεχειλίσουν και θα υπάρξει όντως μια αλλαγή παραδείγματος χωρίς καμία εγγύηση πως το αποτέλεσμα θα είναι ρόδινο – όπως και να το φαντάζεται κανείς.
Η αποτυχημένη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, εξάλλου, δεν αντικαταστάθηκε από μια πεφωτισμένη ουτοπία ελεύθερης αγοράς ή από κάποιον εργατικό παράδεισο, αλλά από το Τρίτο Ράιχ.
Το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού και η μόνη δικαιοσύνη που υπάρχει, οικονομική ή άλλη, είναι εκείνη που δημιουργούμε εμείς.
Norman Spinrad / απόσπασμα από το βιβλίο του «Της Κολάσεως» Στο βιβλίο περιέχει αυτό το δοκίμιό του όπου παραθέτει την οπτική του για την ιστορία των ΗΠΑ και τον σύγχρονο καπιταλισμό καθώς και μια συνέντευξη, χαρακτηριστική του ύφους και της ιστορίας του συγγραφέα.
«Ο Σατανάς, ο Εωσφόρος, Εκείνος που έφερε το Φως κατά την αρχέγονη εξέγερση του απέναντι στον Σπουδαίο Εγώ Ειμί ο Ων, όντας ο γενικός διευθυντής του μέρους εκείνου που καταλήγουν οι καταδικασμένες ψυχές στο παιχνίδι που έχει στήσει ο Τέλειος Παλιόφιλος, ο Πάνσοφος και Παντοδύναμος αιώνιος εχθρός του, είναι επίσης καταδικασμένος να βρίσκεται στην Κόλαση.
Το παράξενο είναι πως δεν συμφωνεί με αυτή την κοσμική ετυμηγορία, όχι επειδή κάποτε έχασε, αλλά επειδή όσο και αν νικάει, συνειδητοποιεί πως το παιχνίδι είναι στημένο εσαεί. Οσο όμως και αν ανατρέχει στην μνήμη του, δεν θυμάται ποτέ του να έχει χάσει τον έλεγχο εκεί όπου παραμένει ο κυρίαρχος. Κι όμως, αυτή την φορά συμβαίνει! Και όλα, κατά πώς φαίνεται, έχουν ξεκινήσει στον τομέα των καταδικασμένων συνδικαλιστών όπου μόλις έχει καταφτάσει ένας νεοφερμένος, ο Βρόμικος Τζίμι, ο συνδικαλιστής ηγέτης των απεργοσπαστών των ΗΠΑ…»
Ο Νόρμαν Σπίνραντ, με την σαρκαστική του πένα και τα αιρετικά του μυθιστορήματα που έκαναν το βρετανικό κοινοβούλιο να συζητάει την απαγόρευση έργων του, και το αμερικάνικο εκδοτικό κατεστημένο να μην του εκδίδει τα μυθιστορήματα του εδώ και χρόνια, μας χαρίζει ένα καταπληκτικό διδακτικό διήγημα όπου με έναν ιδιαίτερο τρόπο ανακατεύονται οι Γραφές και η σύγχρονη συνδικαλιστική και οικονομική ιστορία των ΗΠΑ.
Προφήτης κοινωνικών εξελίξεων, ουτοπικός και δυστοπικός ταυτόχρονα, πολυπράγμων και κυρίως εριστικός, ο Σπίνραντ παραμένει μια από τις σημαντικότερες πένες που μας έχει παραδώσει η ανθρώπινη φαντασία σήμερα. Αναζητήστε το για να ακονίζετε τον Νου σας.
GYPAS /terrapapers.com
Το δανειστήκαμε από ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου