Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η περίφημη πόλη που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος, γύρω στα μέσα του 2ου προ κοινής χρονολόγησης ελληνιστικού αιώνα, επί Πτολεμαίου Γ΄του επονομαζόμενου Ευεργέτη. Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που είχε ήδη στήσει κάποιες δεκαετίες πριν ο στρατηγός του Αλεξάνδρου Πτολεμαίος Α΄ο "Σωτήρας", αποτελεί την ανεκτίμητη απόλυτη τράπεζα δεδομένων ολόκληρου του γνωστού -αλλά και άγνωστου- τότε κόσμου! Όλη, κι εννοώ Όλη, η Γνώση βρίσκεται συγκεντρωμένη στους 800.000 περίπου τόμους της -!- όπου μπορούσε κάποιος να έχει πρόσβαση σε όλο το φάσμα της: Ιατρική, μαθηματικά και γεωμετρία, αστρονομία, φυσική, αλχυμεία, Ιστορία -η πραγματική του ανθρώπινου είδους- βιολογία και ζωολογία, γεωγραφία, φιλολογία, τεχνική και μηχανική, αρχιτεκτονική .. Για αποκόμμιση γνώσης αλλά και περαιτέρω έρευνας κι εξέλιξης στο αντικείμενο που τον απασχολούσε, σε έναν χώρο που δεν ήταν ένα μόνο απλό αποθετήριο βιβλίων αλλά ένα ζωντανό πανεπιστήμιο κι εργαστήρι κάθε είδους επιστημονικών ερευνών και συγχρόνως μία ασίγαστη Μήτρα παραγωγής πολιτισμού.
Σύμφωνα, και με πολυετείς έρευνες του συγγραφέα του άρθρου που ακολουθεί κι ίσως όχι μόνο, τα υπερπολύτιμα για το ίδιο το μέλλον και την εξέλιξη της ανθρωπότητας συγγράμματα της αρχαίας, και ίσως προ-αρχαίας, Γνώσης ΔΕΝ κάηκαν, στη συντριπτική
πλειοψηφία τους!
Ούτε από τον Ιούλιο Καίσαρα, ούτε από άλλους στους αιώνες που ακολούθησαν. Ούτε από τα λυσσασμένα σκοταδιστικά πλήθη των φανατισμένων χριστιανικών κατακαθιών που -με τις ευλογίες του επισκόπου Κύριλλου, τον οποίο αργότερα η εκκλησία ανακήρυξε και σε άγιο- διαμέλισαν φριχτά μία από τις κορυφαίες, και δυστυχώς εκ των τελευταίων στο είδος της, φιλοσόφους των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, την -πάνσοφη- φιλόσοφο, μαθηματικό και αστρονόμο Υπατία, κόρη του φημισμένου μαθηματικού Θέωνα. Διευθυντή της ξακουστής μέχρι τα πέρατα του τότε κόσμου Βιβλιοθήκης-πρόκλησης για τις μισαλλόδοξες δογματικές "διδαχές" του επικρατούντα ιουδαιοχριστιανικού σκοταδισμού. Το βίντεο της αρχής είναι από την ταινία "Agora" του 2009, αφιερωμένη στη μεγάλη Φιλόσοφο, με την πολύ καλή Rachel Weisz στον βασικό ρόλο, με φόντο τον "απόλυτο οίκο της σοφίας" να φαίνεται πως ανακαλύπτει τις αδυναμίες του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου.
-Πρώτος που είχε μιλήσει για ηλιοκεντρικό μοντέλο, στα ελληνιστικά χρόνια της τεράστιας επιστημονικής ανάπτυξης, υπήρξε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος και ο Κοπέρνικος απλά επαναδιατύπωσε, πολύ αργότερα, τα λόγια αυτού -..
- «Eκ του δίφρου εκβαλόντες, επί την εκκλησίαν Kαισάριον συνέλκουσιν· αποδύσαντές τε την εσθήτα, οστράκοις ανείλον. Kαι μεληδόν διασπάσαντες, επί τον καλούμενον Kιναρώνα τα μέλη συνάραντες, πυρί κατηνάλωσαν» (Σωκράτης ο Σχολαστικός, «Eκκλησιαστική Iστορία», 5ος αι. μ.X.). που στα νεοελληνικά λέει: «αφού την άρπαξαν από το άρμα της την έσυραν στην εκκλησία
που λεγόταν Καισάριο, και αφού την γύμνωσαν την κομμάτιασαν με θραύσματα αγγείων. Και αφού την κομμάτιασαν, σώριασαν τα κομμάτια της στον λεγόμενο Κιναρώνα και τα αφάνισαν με φωτιά». Η δολοφονία της Υπατίας της Αλεξανδρινής, που σφράγισε το τέλος της λογικής, της πίστης στο τελείως ελεύθερο από δογματισμούς ανθρώπινο πνεύμα, της αρμονίας της ίδιας της ζωής και σήμανε την οριστική επικράτηση για πολλούς αιώνες του θρησκευτικού σκοταδισμού και της εξελικτικής οπισθοδρόμησης του ανθρώπινου είδους.
Τα πολύτιμα βιβλία λοιπόν της Βιβλιοθήκης, όπως έχει υποστηριχτεί κι από το συγγραφέα του άρθρου της συνέχειας και ίσως ακόμη κι από κάποιους άλλους μελετητές του ζητήματος, βάσει έρευνας και συλλογής στοιχείων, φαίνεται να φυγαδεύτηκαν -ή κλάπηκαν- μέσα στους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν την εποχή της υπέρλαμπρης ακτινοβολίας και δόξας της. Και διασκορπίστηκαν ανά τον κόσμο, με πρώτους άρπαγες τους κατακτητές Ρωμαίους. Εικάζεται, βάσει ενδείξεων και ίσως μέχρι και αποδείξεων σε κάποιες περιπτώσεις, ότι σήμερα δεκάδες χιλιάδες συγγράμματα βρίσκονται στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά, πάρα πολλά και στις δαιδαλώδεις υπόγειες βιβλιοθήκες του Βατικανό, αλλά και στις βιβλιοθήκες κάποιων φημισμένων σήμερα πανεπιστημίων, ίσως κι αρκετά σε ιδιωτικές ίσως συλλογές για ίδιον όφελος ισχυρών και "φιλομαθών συλλεκτών", κι αλλού, όπως σε κάποια άλλα χριστιανικά μοναστήρια -έχει ακουστεί εντόνως και το Άγιο Όρος στη χερσόνησο του Άθω..-
Ο Ένοικος...
Ακολουθεί η ιστορία της ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, που η απώλεια ή σκόπιμη εξαφάνιση -και άρα η ΜΗ πρόσβαση σε αυτά των "κοινών θνητών"- των συγγραμμάτων της αποτέλεσε και συνεχίσει να αποτελεί τεράστιο ζωτικό πλήγμα για την ίδια την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.
Η Αλεξάνδρεια, χτισμένη στην μεσογειακή παραλία της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου, ήταν από τις μεγαλύτερες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο την άνοιξη του 331 π.Χ. και για χίλια περίπου έτη, ώς το έτος 641 μ.Χ που κατακτήθηκε άπο τους Άραβες, υπήρξε η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα της Μεσογείου, ή οποία ως αειφεγγής φάρος σκόρπισε σε όλο τον κόσμο την υλική και την πνευματική της λάμψη. Για τον λό γο αυτόν δικαίως οί συγγραφείς την ωνόμαζαν «Πρώτην», «Κορυφήν των πόλεων», και «Ενδοξοτάτην».
Ή πόλη σύμφωνα μέ το σχέδιο του Αρχιτέκτονος Δεινοκράτους, είχε διαιρεθή σε πέντε συνοικίες, εκ των οποίων ή σπουδαιότερη ήταν το «Βρούχιον». Ήταν η μεγαλύτερη συνοικία της Αλεξανδρείας, κατελάμβανε το ένα τρίτο της πόλεως, και περιελάμβανε τα πλέον περίλαμπρα και εντυπωσιακότερα κτήρια, ανάμεσα στα όποια οι βασιλικοί κήποι, τα ανάκτορα και το «Μουσείον».
Το «Μουσείον» που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα των ανακτόρων, διέθετε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ως
ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Ήταν, δηλαδή, ενα ινστιτούτο ερεύνης μέ εργαστήρια, επιστημονικές συσκευές, αστεροσκοπεία αναγνωστήρια αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεων κλπ. Στον χώρο αυτό διέμεναν και εργάζονταν επιστήμονες καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι τών γραμμάτων και της τέχνης άπό τους οποίους γνωστό τεροι ήταν ο Ευκλείδης, ο Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο ιατρός Ηρόφιλος κ.λπ. Το σημαντικώτερο τμήμα του «Μουσείου» αποτελούσε η βιβλιοθήκη ή ονομαζόμενη «η εντός» η «του Βρουχίου» η «Βασιλική» η «του Μουσείου» γνωστή στο ευρύ κοινό, ώς «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας»
Ή πόλη σύμφωνα μέ το σχέδιο του Αρχιτέκτονος Δεινοκράτους, είχε διαιρεθή σε πέντε συνοικίες, εκ των οποίων ή σπουδαιότερη ήταν το «Βρούχιον». Ήταν η μεγαλύτερη συνοικία της Αλεξανδρείας, κατελάμβανε το ένα τρίτο της πόλεως, και περιελάμβανε τα πλέον περίλαμπρα και εντυπωσιακότερα κτήρια, ανάμεσα στα όποια οι βασιλικοί κήποι, τα ανάκτορα και το «Μουσείον».
Το «Μουσείον» που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα των ανακτόρων, διέθετε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ως
ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Ήταν, δηλαδή, ενα ινστιτούτο ερεύνης μέ εργαστήρια, επιστημονικές συσκευές, αστεροσκοπεία αναγνωστήρια αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεων κλπ. Στον χώρο αυτό διέμεναν και εργάζονταν επιστήμονες καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι τών γραμμάτων και της τέχνης άπό τους οποίους γνωστό τεροι ήταν ο Ευκλείδης, ο Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο ιατρός Ηρόφιλος κ.λπ. Το σημαντικώτερο τμήμα του «Μουσείου» αποτελούσε η βιβλιοθήκη ή ονομαζόμενη «η εντός» η «του Βρουχίου» η «Βασιλική» η «του Μουσείου» γνωστή στο ευρύ κοινό, ώς «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας»
Υπήρξε ή κυριώτερη πνευματική εστία της ελληνιστικής εποχής και ή
ιστορία της είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια της διάδοσης, της
συγκέντρωσης, και της φιλολογικής αποκατάστασης των λογοτεχνικών
κειμένων της κλασσικής αρχαιότητος.
Ό Πτολεμαίος Α' ο επιλεγόμενος Σωτήρ, στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ύστερα άπό προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα το «Μουσείον» κεντρικό σημείο επιστημονικής έρευνας με την βιβλιοθήκη για την οποία υπολογίζεται ότι τοποθέτησε 200.000 τόμους. Ό διάδοχος του Πτολεμαίος Β', ό επιλεγόμενος Φιλάδελφος διπλασίασε τον αριθμό των βιβλίων της.
Στην μεγίστη άνθηση της έφτασε ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», όταν ό Πτολεμαίος ό Γ ό Ευεργέτης επιθυμώντας να συγκέντρωση όλα τα βιβλία της ανθρωπότητος, ξόδεψε για τον εμπλουτισμό της τεράστια ποσά. Αναφέρεται μάλιστα ότι δανείστηκε από τους Αθηναίους τά επίσημα χειρόγραφα τών μεγάλων τραγικών, βάζοντας υποθήκη το τεράστιο ποσό τών 15 ταλάντων. Αρνήθηκε όμως να τα επιστρέψη προ τιμώντας να χάση το ενέχυρο. Ακόμα λένε ότι είχε δώσει εντολή να κατάσχονται τα χειρόγραφα από τα πλοία που κατέπλεαν στην Αλεξάνδρεια δίδοντας στον ιδιοκτήτη ακριβές αντίγραφο. Μετά άπό αυτήν την δραστηριότητα ή βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιελάμβανε 700.000, κατ' άλλους συγγραφείς 800.000 τόμους.
Για την τύχη αυτού του μεγάλου ιδρύματος και κυρίως του περιεχομένου του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Εύλογα προκύπτουν τα ερωτήματα:
Πόσες όμως βιβλιοθήκες διέθετε η Αλεξάνδρεια; Σε ποια συνοικία ευρίσκοντο; Ποία ή τύχη των βιβλιοθηκών και του περιεχομένου των;
Δύσκολα και ακανθώδη τα ερωτήματα πού θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση.
Αποδεδειγμένο όμως είναι ότι ή Αλεξάνδρεια διέθετε και δεύτερη βιβλιοθήκη, την ονομαζόμενη βιβλιοθήκη του «Σεραπείου» (επειδή ευρίσκετο πλησίον του ναου του Σεραπείου), ή λεγομένη και «ή εκτός» ή «Ρακωτίς», ονομασία που πήρε άπο το προάστιο οπού εστεγάζετο.'Οπωσδήποτε όμως ήταν πολύ μικρότερη από την βιβλιοθήκη του Μουσείου. Ή κορωνίδα, ο αειφεγγής φάρος, ή αιωνία φωτοδότης η βιβλιοθήκη του Βρουχιου που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Σήμερα αν ρωτήσουμε οποιονδήποτε Έλληνα για την τύχη της «Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας» θα μας πει ότι ή βιβλιοθήκη κατεστράφη εξ' ολοκλήρου και μάλιστα δυο φορές. Την πρώτη φορά άπο τον Ιουλιο Καίσαρα το 47 π.Χ και την δεύτερη άπο τους Άραβες όταν κατάκτησαν την Αλεξάνδρεια το 641 μ.Χ.
Τίθεται όμως το ερώτημα: "΄Οντως κατεστράφη ή βιβλιοθήκη ή μήπως η υποτιθέμενη πυρπόληση της είναι σατανικό επινόημα κάποιων διαβολικών κύκλων, οι οποίοι καρπώθηκαν την γνώση άπο τα διασκορπισθέντα (ή κλεμμένα) βιβλία της βιβλιοθήκης και σήμερα παριστάνουν τους μεγάλους;
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις πήγες και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες έστω ικανοποιητικές απαντήσεις.
Ό Πτολεμαίος Α' ο επιλεγόμενος Σωτήρ, στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ύστερα άπό προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα το «Μουσείον» κεντρικό σημείο επιστημονικής έρευνας με την βιβλιοθήκη για την οποία υπολογίζεται ότι τοποθέτησε 200.000 τόμους. Ό διάδοχος του Πτολεμαίος Β', ό επιλεγόμενος Φιλάδελφος διπλασίασε τον αριθμό των βιβλίων της.
Στην μεγίστη άνθηση της έφτασε ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», όταν ό Πτολεμαίος ό Γ ό Ευεργέτης επιθυμώντας να συγκέντρωση όλα τα βιβλία της ανθρωπότητος, ξόδεψε για τον εμπλουτισμό της τεράστια ποσά. Αναφέρεται μάλιστα ότι δανείστηκε από τους Αθηναίους τά επίσημα χειρόγραφα τών μεγάλων τραγικών, βάζοντας υποθήκη το τεράστιο ποσό τών 15 ταλάντων. Αρνήθηκε όμως να τα επιστρέψη προ τιμώντας να χάση το ενέχυρο. Ακόμα λένε ότι είχε δώσει εντολή να κατάσχονται τα χειρόγραφα από τα πλοία που κατέπλεαν στην Αλεξάνδρεια δίδοντας στον ιδιοκτήτη ακριβές αντίγραφο. Μετά άπό αυτήν την δραστηριότητα ή βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιελάμβανε 700.000, κατ' άλλους συγγραφείς 800.000 τόμους.
Για την τύχη αυτού του μεγάλου ιδρύματος και κυρίως του περιεχομένου του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Εύλογα προκύπτουν τα ερωτήματα:
Πόσες όμως βιβλιοθήκες διέθετε η Αλεξάνδρεια; Σε ποια συνοικία ευρίσκοντο; Ποία ή τύχη των βιβλιοθηκών και του περιεχομένου των;
Δύσκολα και ακανθώδη τα ερωτήματα πού θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση.
Αποδεδειγμένο όμως είναι ότι ή Αλεξάνδρεια διέθετε και δεύτερη βιβλιοθήκη, την ονομαζόμενη βιβλιοθήκη του «Σεραπείου» (επειδή ευρίσκετο πλησίον του ναου του Σεραπείου), ή λεγομένη και «ή εκτός» ή «Ρακωτίς», ονομασία που πήρε άπο το προάστιο οπού εστεγάζετο.'Οπωσδήποτε όμως ήταν πολύ μικρότερη από την βιβλιοθήκη του Μουσείου. Ή κορωνίδα, ο αειφεγγής φάρος, ή αιωνία φωτοδότης η βιβλιοθήκη του Βρουχιου που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Σήμερα αν ρωτήσουμε οποιονδήποτε Έλληνα για την τύχη της «Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας» θα μας πει ότι ή βιβλιοθήκη κατεστράφη εξ' ολοκλήρου και μάλιστα δυο φορές. Την πρώτη φορά άπο τον Ιουλιο Καίσαρα το 47 π.Χ και την δεύτερη άπο τους Άραβες όταν κατάκτησαν την Αλεξάνδρεια το 641 μ.Χ.
Τίθεται όμως το ερώτημα: "΄Οντως κατεστράφη ή βιβλιοθήκη ή μήπως η υποτιθέμενη πυρπόληση της είναι σατανικό επινόημα κάποιων διαβολικών κύκλων, οι οποίοι καρπώθηκαν την γνώση άπο τα διασκορπισθέντα (ή κλεμμένα) βιβλία της βιβλιοθήκης και σήμερα παριστάνουν τους μεγάλους;
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις πήγες και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες έστω ικανοποιητικές απαντήσεις.
Μερικοί υποστηρίξουν ότι η μεγάλη καταστροφή της βιβλιοθήκης έγινε, το
47 π.Χ. όταν ο στόλος του Ιουλίου Καίσαρος πυρπολήθηκε μέσα στο λιμάνι
της Αλεξανδρείας άπο τον στρατηγό του Πτολεμαίου IΓ Άχιλλά, και η φωτιά
μεταδόθηκε αρχικά στα ναυπηγεία και μετά στα κτήρια της ξηράς, με
αποτέλεσμα να καταστραφεί το Μουσείο και ή βιβλιοθήκη να γίνη παρανάλωμα
του πυρός. Κατ' άλλους ιστορικούς ο Ιούλιος Καίσαρ διέταξε τον εμπρησμό
του πτολεμαϊκού στόλου με τα ίδια αποτελέσματα.
Το γεγονός όπως και αν ετελέσθη, είναι πραγματικό η λόγω συγκεχυμένων ή φανταστικών πληροφοριών οί διάφοροι ιστορικοί κατέληξαν σε λανθασμένα συμπεράσματα;
Άς εξετάσουμε το θέμα.
Ο Ιούλιος Καίσαρ έκτος από μεγάλος στρατηγός ήταν και συγγραφέας. Στα ιστορικά συγγράμματα του Commentarii de bello Gallico (Απομνημονεύματα του Γαλατικου Πολέμου) και De Bello civilli (Περί του Εμφυλίου Πόλεμου), δεν αναφέρει καμμία πληροφορία για την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης. Αντιθέτως μάλιστα εντυπωσιασμένος από την ωραιότητα του ρυμοτομικού σχεδίου και των κτηρίων της Αλεξανδρείας, αναφέρει, μεταξύ των άλλων οτι οί οικοδομές της Αλεξανδρείας είναι κατασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν εγίνοντο εύκολα παρανάλωμα του πυρός. Αλλά και οΡωμαίος ιστορικός Ίρτιος που συμπλήρωσε το σύγγραμμα του Καίσαρος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης.
Ό πρώτος συγγραφεύς που αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης είναι ό Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (ο όποιος μαζί με τον Τάκιτο και τον Σαλλούστιο αποτελούν την τριάδα των μεγάλων Ρωμαίων Ιστορικών), όταν ανέλαβε μετά το 29 π.Χ. νά συγγράψη την Ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα από που άντλησε τις πληροφορίες αυτές ο Λίβιος Τίτος αφού ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα για συγκέντρωση πληροφοριών και στοιχείων, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε να πράττουν οι λόγιοι Ρωμαίοι. Είναι αξιόπιστα τα στοιχεία που παραθέτει στην Ιστορία του, μιας και οι κρίνοντες το έργο του απεφάνθησαν ότι ό Τίτος Λίβιος «στην επιθυμία του να γράψη μία ιστορία δεν πρόσεξε ούτε έλαβε διόλου υπ' όψιν του την αρχαιοδιφική έρευνα της εποχής του και των παλαιότερων γενεών. Ούτε παρέλαβε ή έκρινε σοβαρά τις διάφορες Ιστορίες που είχε στην διάθεση του, για να επισημάνη τις αποκλίσεις τους».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ρώμη άρχισε να έχει δικούς της (Ρωμαίους) ιστορικούς προς το τέλος του 3ου π.Χ αιώνα, οί οποίοι έμειναν γνωστοί στους συγχρόνους ιστορικούς ώς χρονογράφοι. Οίιμόνες αξιόπιστες πληροφορίες που διέθεταν για να γράψουν περι της παλαιοτέρας ιστορίας της Ρώμης ήταν κατάλογοι αρχόντων και συνθήκες συμμαχίας. Κατά τα άλλα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μυθολογία και προφορικές παραδόσεις. Ό Λίβιος βασίσθηκε στους χρονογράφους κι έτσι αν και τα έργα του είναι στο σύνολο τους αναξιόπιστα περιπτωσιακά εγκλείουν «ψήγματα» πληροφοριών που φαίνονται να αντανακλούν ακριβείς και γνήσιες παραδόσεις. Το καθήκον του σύγχρονου ιστορικού είναι να ξεχωρίσει αυτά τα ψήγματα από τα θολά λασπόνερα εντός των οποίων κινούνται.
Και εδώ συμβαίνει το έξης κωμικοτραγικό. "Όταν ό Λίβιος Τίτος γραφή για τον υποτιθέμενο εμπρησμό της βιβλιοθήκης ο Έλλην Γεωγράφος Στράβων ευρίσκεται στην Αλεξάνδρεια βλέπει την βιβλιοθήκη εργάζεται σ' αυτήν και περιγράφει το μεγαλείο της!!!
Μετά από έναν αιώνα ό Ρωμαίος Σενέκας στο έργο του «De tranquillitate animi ix» αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης κάνοντας παραπομπή στην ιστορία του Τίτου Λίβιου. Δηλαδή αντιγράφει τα γραφόμενα του Λίβιου Τίτου χωρίς να έξετάση την βασιμότητα των γραφομένων.
Ο Έλλην ιστορικός Δίων ό Κάσσιος (155 μ.Χ-235 μ.Χ), (πλήρες όνομα Κάσιος Δίων Κοκκηϊανός,) ο οποίος έγραψε την Ρωμαϊκή Ιστορία ως το 229 π.Χ στην Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως πήγες τα απομνημονεύματα του Αύγουστου, του Αδριανού, του Τάκιτου και του Τίτου Λίβιου, αναφέρει οτι, όταν πυρπολήθηκε ό στόλος του Ιουλίου Καίσαρα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας εκάησαν μόνον οι αποθήκες του λιμένος του σίτου και οι συλλογές τών βιβλίων που υπήρχαν εκεί για εξαγωγή. Το γεγονός αυτό φαντάζει ως το πλέον αληθινά, μιας και όλοι γνωρίζουν οτι ή Αλεξάνδρεια προμήθευε εις όλον τον κόσμο βιβλία πάπυρους και αντίγραφα βιβλίων.
Τον 2° αιώνα μ.Χ. ό Λατίνος γραμματικός Γέλλιος Αόλος στο σύγγραμμά του «Αττικές Νύχτες» αντιγράφοντας τους προηγούμενους, αναφέρει την πυρπόληση της βιβλιοθήκης, το ίδιο δε πράττει τον 4° αιώνα μ.Χ. και Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (330 μ.Χ-395 μ.Χ.). Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε μία βιβλιογραφία εκ του μηδενός. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο τόμοι μιας και όπως αναφέρει, η βιβλιοθήκη κατεστράφη.
Οι ανιστόρητες εμμονές όλων αυτών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας» κάηκε και μαζί μ' αυτήν έσβησε το φωτοβόλο πνεύμα που βρισκόταν στα ράφια της, ώδήγησαν την επιστημοσύνη του αειμνήστου Ακαδημαϊκού και πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλου να γράψει στην Εφημερίδα Καθημερινή:
«Ένα από τα σπουδαιότερα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι ή καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, που περιείχε το κυριώτερο υλικό απ' όσα είχε Θησαυρίσει η γνώση των σοφών της αρχαιότητος. Ωστόσο, ο Ιούλιος Καίσαρ δεν μνημονεύει το γεγονός στην ιστορία του. Οι ιστορικοί καταλήγουν να διαπιστώσουν το θλιβερό γεγονός από την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση αργότερα στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Περίεργη σιωπή γύρω από ένα τέτοιο γεγονός. Στην κρίση ένος Ρωμαίου στρατηγού ή πυρπόλησις της βιβλιοθήκης είχε ολιγώτερη σημασία από τις μάχες και τις κατακτήσεις. Κι όμως ό Καίσαρ ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και επιπλέον ιστορικός».
Τί μας λέει ό αείμνηστος Ακαδημαϊκός; Ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμπέραναν οτι κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», από την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!! Αν είναι δυνατόν αυτό να θεωρείται επιστημονική σκέψη, κάτι που τονίζει ό Όσκαρ ντε Βερτχάϊμερ συγγραφέας του κλασσικού βιβλίου «Κλεοπάτρα», ο οποίος επισημαίνει το κενό πού υπάρχει για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης και βεβαιώνει ότι: «ή τοποθέτηση και ή αιτία της καταστροφής μόνο με εικασίες και κατά τρόπο έμμεσο είναι δυνατόν να γίνη». Κι αυτό, φυσικά, αφήνει πολύ χώρο στην φαντασία και στην εφευρετικότητα των διαφόρων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα. Και πρέπει να ομολογήση κανείς ότι είναι πολύ ελκυστική ή έρευνα, τόσο για την αιτία δσο και για την χρονολόγηση της καταστροφής».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι καμμία αξιόπιστη πηγή δεν αναφέρεται στην καθολική καταστροφή της βιβλιοθήκης. Ή βιβλιοθήκη έμεινε ανέπαφη καθ' όλη την διάρκεια της πτολεμαϊκής εποχής και ο Ιούλιος Καίσαρ όχι μονό δεν ήταν υπεύθυνος για την υποτιθέμενη πυρπόληση της, αντιθέτως, εμπνεόμενος από το μεγαλείο της είχε την πρωτοβουλία να ίδρυση την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη. Δυστυχώς κάποιοι ανιστόρητοι ιστορικοί αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον δημιουργούν βιβλιογραφία, και χωρίς να ελέγξουν τις πηγές, από τις όποιες αντλούν τις πληροφορίες τους, καταλήγουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα όπως αυτό, της χειρονομίας του Αντωνίου να προσφέρη στην Κλεοπάτρα ώς δώρο την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!!
Άλλωστε ο Στράβων που διακρινόταν για τις βιβλιοφιλικές του ευαισθησίες επισκέφθηκε την βιβλιοθήκη μετά την αποχώρηση του Καίσαρα απο την Αλεξάνδρεια χωρίς να κάνη οποιοδήποτε σχόλιο που να υπαινίσσεται έστω κάποια περιπέτεια της συλλογής της.
Το γεγονός όπως και αν ετελέσθη, είναι πραγματικό η λόγω συγκεχυμένων ή φανταστικών πληροφοριών οί διάφοροι ιστορικοί κατέληξαν σε λανθασμένα συμπεράσματα;
Άς εξετάσουμε το θέμα.
Ο Ιούλιος Καίσαρ έκτος από μεγάλος στρατηγός ήταν και συγγραφέας. Στα ιστορικά συγγράμματα του Commentarii de bello Gallico (Απομνημονεύματα του Γαλατικου Πολέμου) και De Bello civilli (Περί του Εμφυλίου Πόλεμου), δεν αναφέρει καμμία πληροφορία για την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης. Αντιθέτως μάλιστα εντυπωσιασμένος από την ωραιότητα του ρυμοτομικού σχεδίου και των κτηρίων της Αλεξανδρείας, αναφέρει, μεταξύ των άλλων οτι οί οικοδομές της Αλεξανδρείας είναι κατασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν εγίνοντο εύκολα παρανάλωμα του πυρός. Αλλά και οΡωμαίος ιστορικός Ίρτιος που συμπλήρωσε το σύγγραμμα του Καίσαρος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης.
Ό πρώτος συγγραφεύς που αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης είναι ό Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (ο όποιος μαζί με τον Τάκιτο και τον Σαλλούστιο αποτελούν την τριάδα των μεγάλων Ρωμαίων Ιστορικών), όταν ανέλαβε μετά το 29 π.Χ. νά συγγράψη την Ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα από που άντλησε τις πληροφορίες αυτές ο Λίβιος Τίτος αφού ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα για συγκέντρωση πληροφοριών και στοιχείων, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε να πράττουν οι λόγιοι Ρωμαίοι. Είναι αξιόπιστα τα στοιχεία που παραθέτει στην Ιστορία του, μιας και οι κρίνοντες το έργο του απεφάνθησαν ότι ό Τίτος Λίβιος «στην επιθυμία του να γράψη μία ιστορία δεν πρόσεξε ούτε έλαβε διόλου υπ' όψιν του την αρχαιοδιφική έρευνα της εποχής του και των παλαιότερων γενεών. Ούτε παρέλαβε ή έκρινε σοβαρά τις διάφορες Ιστορίες που είχε στην διάθεση του, για να επισημάνη τις αποκλίσεις τους».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ρώμη άρχισε να έχει δικούς της (Ρωμαίους) ιστορικούς προς το τέλος του 3ου π.Χ αιώνα, οί οποίοι έμειναν γνωστοί στους συγχρόνους ιστορικούς ώς χρονογράφοι. Οίιμόνες αξιόπιστες πληροφορίες που διέθεταν για να γράψουν περι της παλαιοτέρας ιστορίας της Ρώμης ήταν κατάλογοι αρχόντων και συνθήκες συμμαχίας. Κατά τα άλλα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μυθολογία και προφορικές παραδόσεις. Ό Λίβιος βασίσθηκε στους χρονογράφους κι έτσι αν και τα έργα του είναι στο σύνολο τους αναξιόπιστα περιπτωσιακά εγκλείουν «ψήγματα» πληροφοριών που φαίνονται να αντανακλούν ακριβείς και γνήσιες παραδόσεις. Το καθήκον του σύγχρονου ιστορικού είναι να ξεχωρίσει αυτά τα ψήγματα από τα θολά λασπόνερα εντός των οποίων κινούνται.
Και εδώ συμβαίνει το έξης κωμικοτραγικό. "Όταν ό Λίβιος Τίτος γραφή για τον υποτιθέμενο εμπρησμό της βιβλιοθήκης ο Έλλην Γεωγράφος Στράβων ευρίσκεται στην Αλεξάνδρεια βλέπει την βιβλιοθήκη εργάζεται σ' αυτήν και περιγράφει το μεγαλείο της!!!
Μετά από έναν αιώνα ό Ρωμαίος Σενέκας στο έργο του «De tranquillitate animi ix» αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης κάνοντας παραπομπή στην ιστορία του Τίτου Λίβιου. Δηλαδή αντιγράφει τα γραφόμενα του Λίβιου Τίτου χωρίς να έξετάση την βασιμότητα των γραφομένων.
Ο Έλλην ιστορικός Δίων ό Κάσσιος (155 μ.Χ-235 μ.Χ), (πλήρες όνομα Κάσιος Δίων Κοκκηϊανός,) ο οποίος έγραψε την Ρωμαϊκή Ιστορία ως το 229 π.Χ στην Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως πήγες τα απομνημονεύματα του Αύγουστου, του Αδριανού, του Τάκιτου και του Τίτου Λίβιου, αναφέρει οτι, όταν πυρπολήθηκε ό στόλος του Ιουλίου Καίσαρα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας εκάησαν μόνον οι αποθήκες του λιμένος του σίτου και οι συλλογές τών βιβλίων που υπήρχαν εκεί για εξαγωγή. Το γεγονός αυτό φαντάζει ως το πλέον αληθινά, μιας και όλοι γνωρίζουν οτι ή Αλεξάνδρεια προμήθευε εις όλον τον κόσμο βιβλία πάπυρους και αντίγραφα βιβλίων.
Τον 2° αιώνα μ.Χ. ό Λατίνος γραμματικός Γέλλιος Αόλος στο σύγγραμμά του «Αττικές Νύχτες» αντιγράφοντας τους προηγούμενους, αναφέρει την πυρπόληση της βιβλιοθήκης, το ίδιο δε πράττει τον 4° αιώνα μ.Χ. και Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (330 μ.Χ-395 μ.Χ.). Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε μία βιβλιογραφία εκ του μηδενός. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο τόμοι μιας και όπως αναφέρει, η βιβλιοθήκη κατεστράφη.
Οι ανιστόρητες εμμονές όλων αυτών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας» κάηκε και μαζί μ' αυτήν έσβησε το φωτοβόλο πνεύμα που βρισκόταν στα ράφια της, ώδήγησαν την επιστημοσύνη του αειμνήστου Ακαδημαϊκού και πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλου να γράψει στην Εφημερίδα Καθημερινή:
«Ένα από τα σπουδαιότερα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι ή καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, που περιείχε το κυριώτερο υλικό απ' όσα είχε Θησαυρίσει η γνώση των σοφών της αρχαιότητος. Ωστόσο, ο Ιούλιος Καίσαρ δεν μνημονεύει το γεγονός στην ιστορία του. Οι ιστορικοί καταλήγουν να διαπιστώσουν το θλιβερό γεγονός από την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση αργότερα στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Περίεργη σιωπή γύρω από ένα τέτοιο γεγονός. Στην κρίση ένος Ρωμαίου στρατηγού ή πυρπόλησις της βιβλιοθήκης είχε ολιγώτερη σημασία από τις μάχες και τις κατακτήσεις. Κι όμως ό Καίσαρ ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και επιπλέον ιστορικός».
Τί μας λέει ό αείμνηστος Ακαδημαϊκός; Ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμπέραναν οτι κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», από την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!! Αν είναι δυνατόν αυτό να θεωρείται επιστημονική σκέψη, κάτι που τονίζει ό Όσκαρ ντε Βερτχάϊμερ συγγραφέας του κλασσικού βιβλίου «Κλεοπάτρα», ο οποίος επισημαίνει το κενό πού υπάρχει για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης και βεβαιώνει ότι: «ή τοποθέτηση και ή αιτία της καταστροφής μόνο με εικασίες και κατά τρόπο έμμεσο είναι δυνατόν να γίνη». Κι αυτό, φυσικά, αφήνει πολύ χώρο στην φαντασία και στην εφευρετικότητα των διαφόρων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα. Και πρέπει να ομολογήση κανείς ότι είναι πολύ ελκυστική ή έρευνα, τόσο για την αιτία δσο και για την χρονολόγηση της καταστροφής».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι καμμία αξιόπιστη πηγή δεν αναφέρεται στην καθολική καταστροφή της βιβλιοθήκης. Ή βιβλιοθήκη έμεινε ανέπαφη καθ' όλη την διάρκεια της πτολεμαϊκής εποχής και ο Ιούλιος Καίσαρ όχι μονό δεν ήταν υπεύθυνος για την υποτιθέμενη πυρπόληση της, αντιθέτως, εμπνεόμενος από το μεγαλείο της είχε την πρωτοβουλία να ίδρυση την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη. Δυστυχώς κάποιοι ανιστόρητοι ιστορικοί αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον δημιουργούν βιβλιογραφία, και χωρίς να ελέγξουν τις πηγές, από τις όποιες αντλούν τις πληροφορίες τους, καταλήγουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα όπως αυτό, της χειρονομίας του Αντωνίου να προσφέρη στην Κλεοπάτρα ώς δώρο την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!!
Άλλωστε ο Στράβων που διακρινόταν για τις βιβλιοφιλικές του ευαισθησίες επισκέφθηκε την βιβλιοθήκη μετά την αποχώρηση του Καίσαρα απο την Αλεξάνδρεια χωρίς να κάνη οποιοδήποτε σχόλιο που να υπαινίσσεται έστω κάποια περιπέτεια της συλλογής της.
Το άρθρο είναι του Κώστα Σπίνου και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου