Το μεγάλο εορταστικό δέντρο τούς φαινόταν ειρωνικό προς τους διαβάτες,
που προχωρούσαν στην πλειοψηφία τους σαν ολότελα χαμένοι σε δίνες από έγνοιες και με
σκυμμένα τα κεφάλια. Μπορεί να δέσποζε στο κέντρο της πολυσύχναστης πλατείας,
μπορεί να έβριθε από στολίδια και να φωτοβολούσε σαν πυροτέχνημα μέσα στη νύχτα, αλλά…Κάτι δεν
τους πήγαινε καλά.
Ούτε τα λαμπιόνια, ούτε τα στολίδια, ούτε οι κράχτες
αγιοβασίληδες μπροστά σε εμπορικά μαγαζιά, ούτε οι αγιοβασίληδες με τα ξωτικά
και τα πόνυ που χρέωναν τις φωτογραφίες των πιτσιρικιών μαζί τους σε προσιτές
τιμές, ούτε τα ανάλογα εορταστικά τραγουδάκια με τα οποία τα εξωτερικά ηχεία βομβάρδιζαν
τους κεντρικούς δρόμους, τίποτε απ’όλο αυτό το «πακέτο» δεν τους έκανε
εντύπωση. Ούτε τους γέμιζε με κάτι από αυτό που αποκαλούνταν (έστω και
προσωρινή) αγαλλίαση των ημερών. Η οποία αμέσως μετά χανόταν κάπου μεταξύ
λογαριασμών που κρέμονταν σα θηλειές σε λαρύγγια και μεταξύ μιας δυσβάσταχτης
φοβίας ότι τα χειρότερα έρχονται, σαν τους καλικάντζαρους που θα αποτέλειωναν
το ροκάνισμα του δέντρου της ζωής.
Κάτι δεν τους πήγαινε καλά. Ένιωθαν ότι η αυξημένη συγκινησιακή φόρτιση των ημερών είχε
κάτι το συναινετικά νοσηρό. Κάτι το εξόφθαλμα ευπαθές.
Έμοιαζε με τον ασθενή που γυρεύει παρηγορητικά λόγια, γεμάτα καλολογικά στοιχεία, για να ξεγελάσει την ανημπόρια και την αρρώστια, για την οποία αδυνατούσε να πληρώσει ώστε να εξασφαλίσει το ενδεδειγμένο γιατρικό. Σκέφτονταν ότι η αγάπη δεν είναι δυνατόν να θυμάται την ύπαρξή της μόνο κάποιες συμφωνημένες ημέρες και βαριεστησμένη να αφήνει τα ακριβά πολιτικά γραφεία, τις αίθουσες συμβουλίων και παραγωγής δημιουργικής ασάφειας και δημιουργικής ρεμούλας, τα αθλητικά και πριβέ κλαμπ και τα κέντρα διασκέδασης. Και να μοιράζει γεύματα σε στρατιές αστέγων και πένητων και ευχές και δωράκια σε ορφανά και παρατημένα παιδιά σε δυσλειτουργικές, επί το πλείστον, λόγω έλλειψης κονδυλίων από την «επίσημη αγάπη» και πρόνοια, δημόσιες υποδομές. Παιδάκια ανήμπορων να τα θρέψουν πια γονέων.
Έμοιαζε με τον ασθενή που γυρεύει παρηγορητικά λόγια, γεμάτα καλολογικά στοιχεία, για να ξεγελάσει την ανημπόρια και την αρρώστια, για την οποία αδυνατούσε να πληρώσει ώστε να εξασφαλίσει το ενδεδειγμένο γιατρικό. Σκέφτονταν ότι η αγάπη δεν είναι δυνατόν να θυμάται την ύπαρξή της μόνο κάποιες συμφωνημένες ημέρες και βαριεστησμένη να αφήνει τα ακριβά πολιτικά γραφεία, τις αίθουσες συμβουλίων και παραγωγής δημιουργικής ασάφειας και δημιουργικής ρεμούλας, τα αθλητικά και πριβέ κλαμπ και τα κέντρα διασκέδασης. Και να μοιράζει γεύματα σε στρατιές αστέγων και πένητων και ευχές και δωράκια σε ορφανά και παρατημένα παιδιά σε δυσλειτουργικές, επί το πλείστον, λόγω έλλειψης κονδυλίων από την «επίσημη αγάπη» και πρόνοια, δημόσιες υποδομές. Παιδάκια ανήμπορων να τα θρέψουν πια γονέων.
Και καθώς κοιτούσαν το μεγάλο στολισμένο δέντρο στο κέντρο
της πλατείας, που έχασκε σαν αστραφτερή φάρσα σε βάρος της παθητικότητας και
συνάμα μακαριότητας που ξέπεφτε η ανθρώπινη υπόσταση τον ένα απογοητευτικό με
τον άλλο ασφυχτικό χρόνο, τον ένα σκοτεινό με τον άλλο απατεώνα αιώνα, ένιωσαν
να παρασύρονται από μια φλογερή παρόρμηση.
Ξέροντας την ίδια στιγμή ότι έτσι δεν θα άλλαζε τίποτα, ότι
ίσως πάρα πολλοί να μην κατανοούσαν καθόλου την κραυγή του συμβολισμού, ότι θα
κατηγορούνταν σαν απαίσιοι βάνδαλοι. Από τους κοινωνικούς βανδάλους, τους
φιλήσυχους υποτακτικούς, τα ιερατεία της φύλαξης και νομιμοποίησης της
κοινωνικής αταξίας και που η οποία, ωστόσο, δεν ενοχλούσε καθόλου το θέλημα
ή…το σχέδιο του υπέρτατου όντος, το οποίο κι ευλογούσε από κάπου κει πάνω κι ετούτη την περιρρέουσα εορταστική ατμόσφαιρα. Κι αυτές τις ημέρες της αγάπης με την παθολογική στωικότητα, τις
ξεδιάντροπες διακρίσεις και τους πολυεθνικούς σπόνσορες.
Αλλά…
Σε λίγο η πλατεία φάνταζε σα να είχε εισχωρήσει σε άλλες εποχές.
Όπου είχε δεχθεί την άγρια επιδρομή παγανιστών πολεμιστών από απρόσιτες αρχέγονης ομορφιάς περιοχές, με ανέμους που δεν αφήνουν τον άνθρωπο σε βολή. Έτσι όπως το μεγάλο δέντρο είχε παραδοθεί στις φλόγες…
Όπου είχε δεχθεί την άγρια επιδρομή παγανιστών πολεμιστών από απρόσιτες αρχέγονης ομορφιάς περιοχές, με ανέμους που δεν αφήνουν τον άνθρωπο σε βολή. Έτσι όπως το μεγάλο δέντρο είχε παραδοθεί στις φλόγες…
Όταν ξανάνοιξαν τα μάτια, ύστερα από αυτή τη συμφωνημένη
ολιγόλεπτη νοητική αναπαράσταση, η κανονικότητα των ημερών, με τα εορταστικα της
μπιχλιμπίδια και τα φωτάκια έστεκε πεισματικά στη θέση της.
«Καθόλου άσχημα», είπε ο πρώτος. « Αλλά πραγματικά δεν θα άλλαζε
τίποτα. Άσε που μπορεί να διέδιδαν ότι υπεύθυνοι είναι οι οπαδοί του άλλου Μεγάλου,
ανταγωνιστή του δικού τους». «Ποιοι άλλοι οπαδοί;», ρώτησε ο δεύτερος της παρέας.
«Αυτοί μωρέ οι μισογύνηδες, με τις μικρές και μεγάλες τζιχάντ τους, την ακαμψία
της δικιάς τους πίστης, τη θρησκευτική τους αστυνομία και τους φανατισμένους ιμάμηδές
τους που ξερνάνε δηλητήρια μίσους όπως έκαναν οι ρασοφόροι τόσους αιώνες, μέχρι
και τώρα». «Δίκιο έχεις», είπε ο τρίτος, «αν και θα’χε την πλάκα του να αρχίσουν
να τρώγονται οι μεν με τους δε, λες και δεν μας πλασάρουν με κάθε προβοκατόρικο
και μοχθηρό τρόπο τον καινούργιο πόλεμο των θρησκειών και των πολιτισμών που τους
συνδέουν αναπόσπαστα με αυτές.» Πήρε το λόγο και ο τέταρτος, που μέχρι εκείνη
τη στιγμή τους άκουγε χαμογελώντας: «Παιδιά, ξέρετε τι λένε για τα πίτουρα και
τα κοτόπουλα. Ας κρατιόμαστε με νύχια και με δόντια μακριά τους, ας τους αποφεύγουμε
όπως ο διάβολός τους το λιβάνι τους, γιατί τα πίτουρα ήταν και είναι το βασικό
είδος διατροφής και οι κότες αποτελούνε δυστυχώς θλιβερή ακόμα πλειοψηφία. Κι ας
γιορτάζουμε κάθε μέρα εμείς.». Οι άλλοι τον κοίταξαν με ενδιαφέρον αυξημένο. «Και
τι θα γιορτάζουμε;» «Ναι!», απάντησε αυτός,
«το γεγονός ότι είμαστε αναγκασμένοι να βαδίζουμε ανάμεσα σε κάθε είδους ναρκοπέδια
και κινούμενη άμμο και στεκόμαστε ακόμα ζωντανοί, όρθιοι κι ευθυτενείς. Συμφωνείτε;»
Ο τρίτος ως απάντηση έσπευσε να συμπληρώσει: «Και για το όσο κι αν βαράνε οι
βιολιτζήδες τους και όποιοι άλλοι οργανοπαίχτες τους, έχουμε σφραγισμένα αυτιά
και σφιγμένες γροθιές για παν ενδεχόμενο». Ο δεύτερος είχε κι αυτός κάτι να πει: «Και για
το ότι καταφέραμε να παραμείνουμε πρωτόγονοι, να μην έχουμε εθιστεί στα πολιτισμικά τους δηλητήρια, ούτε να
έχουμε καταπιεί τις διανοητικές τους φόλες». Για να κλείσει τους λόγους της δικής
τους διαρκούς γιορτής ο πρώτος: «Και γιατί αποφασίσαμε να είμαστε αυτοεξόριστοι
και από τα ουράνια και από τα επίγεια βασίλειά τους».
Δεν είχαν πάρει όμως είδηση την καλοβαλμένη ηλικιωμένη γυναίκα
που καθόταν στο παγκάκι, σε απόσταση αναπνοής και τους άκουγε μέχρι που σηκώθηκε
και τους πλησίασε για να τους πει με σοβαρό ύφος, αλλά και με βλέμμα που μάλλον
θα έλεγες ότι εξέπεμπε συμπάθεια προς αυτούς: «Παιδιά μου συγχωρέστε μου που
ανακατεύομαι στις κουβέντες σας και μη με παρεξηγήσετε, αλλά να! Θέλω αυτές τις άγιες
ημέρες να ευχηθώ ο Θεός να σας φωτίζει, να σας δίνει δύναμη και…μυαλό!»
Εκείνοι φάνηκαν στην αρχή ενοχλημένοι, αλλά αμέσως μετά της απάντησαν
με ευγένεια ότι αμφέβαλαν σοβαρά για την πραγματοποίηση της ευχής της, ωστόσο έλπιζαν
εκείνη να περάσει καλά στις γιορτές.
Και οι ενοχλητικές (και παραλίγο εμπρηστικές) για το
εορταστικό vibe των ημερών σιλουέτες τους απομακρύνθηκαν από τη στολισμένη
πλατεία, για να χαθούν μέσα στο σκοτάδι της φωτοχυσίας…
What I don't know
Can never hurt me
I live a life
That's working for me
What i respect
You just can't see
What you expect
I'll never be
Primitive
That's how I live
Primitive
I take what you give
'Cause I love and I live
Primitive
The things I do
You'd never try
What I get free
You have to buy
I'm proud of my life
But don't ask me why
'Cause if i told ya,
I'd probably...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου