γράφει ο Άκης κουστουλίδης
Κλεισμένος εδώ και μήνες μέσα σε ένα δωμάτιο με μουσικά όργανα, βιβλία, ταινίες και πινέλα ψάχνει ο καλλιτέχνης να βρει άλλο ένα απάτητο μονοπάτι της ψυχής του, ψάχνει μία νότα που θα τον ησυχάσει, ένα στιχάκι που θα απαλύνει τον πόνο των καιρών.
Ταξιδεύει μέσα από τα βιβλία σε κόσμους τρελών ποιητών, σε κόσμους δολοφονημένων φιλοσόφων, ταξιδεύει μέσα σε νότες μιας αρχαίας άρπας, ταξιδεύει μέσα σε ήχους μιας ηλεκτρικής κιθάρας, μα η φωτιά σιγοκαίει τα σωθικά του.
Τα νέα από τον πέρα κόσμο τρυπώνουν σαν το σαράκι στον κόσμο του μέσα από το γυαλί και του πληγώνουν την καρδιά.
Τον πνίγει το αίμα που κυλά πάνω στην γη, αίμα από παιδάκια, αίμα από μάνες, αίμα από αθώους εξαπατημένους στρατιώτες, αίμα από ανθρώπους που ξεχάσαν την ψυχή τους σε κάποια πουλημένη ελπίδα, αίμα από ανθρώπους που πούλησαν την ψυχή τους στην ηδονή της σάρκας.
Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο και πιάνει την κιθάρα, μα τα δάχτυλα δεν μπορούν να συντονιστούν με τους ήχους της ψυχής, ανοίγει ένα βιβλιαράκι με ποιήματα μα δεν μπορεί να διαβάσει τις λέξεις που έχουν αντέξει στου χρόνου την φθορά.
Κάνει ένα βήμα πίσω, ξεκολλάει με δύναμη από πάνω του τον καλλιτέχνη και αρχίζει να τον ρωτάει σαν άνθρωπος πλέον.
Άραγε πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί εδώ και χιλιάδες χρόνια που προσπάθησαν να ομορφαίνουν τον κόσμο μας;
Άραγε πόσοι ποιητές έχουν γράψει με την μελάνι της ψυχής τους ποιήματα που φανέρωσαν την αγάπη μπροστά στα μάτια μας;
Άραγε πόσοι ζωγράφοι έχουν παντρέψει τον αόρατο κόσμο τους με την φρικτή μας πραγματικότητα, προσφέροντάς μας τον παράδεισο μέσα σε ένα κάδρο;
Άραγε πόσοι φιλόσοφοι μάτωσαν μέσα σε νοήματα, πάλεψαν με την λογική και τελικά μας πρόσφεραν αλήθειες που θα έχτιζαν έναν κόσμο καλύτερο;
Άραγε όλοι αυτοί οι τρελοί που προσπάθησαν να αλλάξουν τον κόσμο από ένα πεδίο μάχης σε έναν παράδεισο με λίγες λέξεις, ήταν στην πραγματικότητα τρελοί που πιστεύανε πως θα αλλάξουν τον κόσμο;
Ξαναπήρε τον καλλιτέχνη, τον κόλλησε στον εαυτό του και πέταξε τον άνθρωπο στον έξω κόσμο να πεθάνει με τους ομοίους του.
Σε κείνο τον κόσμο που από φόβο οι άνθρωποι δεν τον αλλάζουν και συνεχίζουν να γράφουν τις ίδιες ματωμένες σελίδες της ιστορίας τους, μέχρι να αυτο-αφανιστούν τελείως από το πρόσωπο της γης.
ΑΝ δεν είναι φόβος τότε θα είναι η πιο τρελή μορφή παραφροσύνης που κυρίευσε τον ανθρώπινο νου.
Όχι δεν είναι αρρώστια απαντάει μόνος του, είναι ο φόβος που κουβαλάει από την ώρα που γεννιέται ο οποιοσδήποτε σαν άνθρωπος και υπό την σκιά του ζούσε και ζει.
Από φόβο δεν καταστρέφει κάθε μορφής όπλου που έχει ο ίδιος κατασκευάσει και ας μην είχε εχθρό ποτέ του.
Και είναι τόσα πολλά και τόσα διαφορετικά που απορεί ο καλλιτέχνης μα ποιος είναι αυτός ο εχθρός που μας απειλεί;
Γιατί τόσο αίμα στο όνομα του θεού, του έθνους, της ιδεολογίας;
Γιατί αυτοί που βλέπουν και νιώθουν τον κόσμο όμορφο χαρακτηρίζονται τρελοί, ρομαντικοί και εκτός πραγματικότητας;
Και ενώ ο καλλιτέχνης ρωτάει και ξαναρωτάει , η ανθρώπινη του μορφή αργοπεθαίνει για να μην απαντήσει ποτέ, πεθαίνει και ας φοβότανε τον θάνατο από την πρώτη του ανάσα.
Καθώς η ανθρωπιά του καλλιτέχνη αφήνει την τελευταία της ανάσα, ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του, ένα δάκρυ που του ανοίγει την πόρτα για ένα ακόμη μονοπάτι της ψυχής του.
Ένα μονοπάτι με νότες της ψυχής, με όμορφα στιχάκια, με ποιήματα να δίνουν πνοή στην ζωή,
με κόσμους χτισμένους μέσα σε βιβλία, με ιστορίες που έχουν για τέλος την αρχή της αγάπης.
Την αγάπη που τόσο πολύ πολέμησε με το μυαλό του για να την κρατήσει μέσα στην ψυχή του και να βλέπει τον κόσμο με τα δικά της μάτια…………….
Πιάνει την κιθάρα και οι νότες τον τραβούν στην δικιά τους πλάνη, μα λίγο πριν χαθεί ο καλλιτέχνης ψελλίζει: καλύτερα τρελός και ρομαντικός παρά λογικός οικονομικός αιχμάλωτος……..
ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΑΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου