Τη σιωπή του συχνά έσπαγε και μερικές ολιγαρκείς, στρωτές κουβέντες σπαταλούσε. Και έμοιαζαν με φλόγα που απότομα φούντωνε σ'ένα χλωμό κερί. Με αχτίδες έμοιαζαν που διαπερνούσαν την καταχνιά και φώτιζαν το τοπίο. Και ύστερα στρεφόταν και πάλι στη θαλπωρή της οικείας του σιωπής.
Δεν μας ένοιαζε, το΄χαμε συνηθίσει κι αποδεχτεί και λαχταρούσαμε για την επόμενη στιγμή που θα ξετύλιγε το κουβάρι της κουβέντας. Δεν φοβότανε να πει αυτά που είχε στο μυαλό του, δεν ήταν ποτέ φωνακλάς και επίμονος στα λεγόμενά του και το κυριότερο;-κι αυτό που τόσο εκτιμούσαμε- άκουγε πάντα προσεχτικά τον άλλο πριν μιλήσει και δεν παρασυρόταν ποτέ από το θόρυβο των δικών του σκέψεων, ευτελίζοντας μια συζήτηση. "Μια καλή συζήτηση να ξέρετε πως δεν κρατάει πολύ, δεν μακρυγορεί, δεν φλυαρεί, δεν επαναλαμβάνει τα ίδια, δεν γυρεύει να καπελώσει ούτε να υποταχτεί, δεν παρεξηγιέται και δεν χαϊδεύει αυτιά, αγαπάει το γέλιο το ίδιο με τη σοβαρότητα και πάντα έχει να δώσει κάτι και να πάρει". Συνήθιζε να μας λέει.
Ο λόγος του γινότανε συχνά λεπίδι κοφτερό. Ήταν το φύσημα του ανέμου που κατεδάφιζε παλάτια χτισμένα στην άμμο. Ήταν το φιλί του πρίγκιπα που ξυπνούσε τη συνείδηση από το λήθαργο. Γινόταν ιπτάμενο χαλί που σε ύψωνε στα σύννεφα και συγχρόνως σου έδειχνε κάτω τη γη για να μη ξεχνάς πως δεν φτάνει να ξέρεις μόνο να πετάς αλλά και να πατάς και στα πόδια σου.
Ή σε έλκυε ή σε απωθούσε, ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεσαι κι αξιολογείς το χορό των ερεθισμάτων και των μηνυμάτων της ζωής και τους χορευτές-φορείς τους. Αν τα αντιλαμβάνεσαι! Πάντως αυτός, όποτε αποφάσιζε κι έκρινε σωστό να πάρει το λόγο, αδιάφορος δεν περνούσε με τίποτε!
Κάποια νύχτα του τη στήσανε και τον έσπασαν στο ξύλο. Αυτοί που δεν αντέχουν να ακούνε την αλήθεια, όσο λιτά κι ευγενικά αν τους προσφέρεται -κι ας μην το αξίζουν αυτό- και κυρίως όταν νιώθουν γυμνοί από επιχειρήματα μπροστά στο χάρισμα της νοηματοδότησης των εννοιών. Τον χτύπησαν πολύ άσχημα τα μικροαστικά φασιστοειδή, που ένιωσαν μπροστά σε κόσμο τις αξίες τους να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα από την πειθώ και απλότητα των επιχειρημάτων του.
Την επόμενη στο νοσοκομείο είχε πυρετό και πονούσε. Δεν μπορούσε καλά καλά να μιλήσει. Μα ψιθύριζε πως δεν τον πείραζε, πως έτσι είναι οι άνθρωποι, πως δεν γυρεύει εκδίκηση, πως νιώθει κουρασμένος.
Από τότε κούτσαινε και βασανιζόταν από συχνούς πονοκεφάλους και μιλούσε όλο και λιγότερο, αλλά και πάλι χαιρόσουν να ακούς αυτά που είχε να πει και να βλέπεις την ευγένεια στο πρόσωπό του. Όμως η σιωπή φαινόταν να τον κερδίζει όλο και περισσότερο, να προτιμά τη συνδιαλλαγή με αυτή περισσότερο από τους ανθρώπους. Και φαινόταν όλο και πιο χαμένος στους αχανείς ορίζοντες του μυαλού του, αυτού του καθαρού και δυνατού μυαλού. Και μια μελαγχολία μοναχική μα αποφασιστική -σαν και τον ίδιο- στο τέλος φαινόταν να έχει μόνιμα εγκατασταθεί στα χαρακτηριστικά του.
Ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε κυριολεκτικά. Μετακόμισε κι από τη μικρή γκαρσονιέρα του και κανείς δεν έμαθε πού πήγε, κανείς δεν τον ξαναείδε ή άκουσε κάτι γι'αυτόν.
Ίσως και να'γινε ένα με τη σιωπή του. Αυτή, την καλύτερη φίλη του, που του πρόσφερε απάτητο καταφύγιο για κάθε περίεργο ή παρείσακτο, για όλη την κακότητα και ανοησία του κόσμου. Εμείς όμως δεν έχουμε πάψει να τον έχουμε ως σημείο αναφοράς στις συζητήσεις μας. Ίσως γιατί ακόμα ακούμε τις αντηχήσεις της λαλιάς του να μας εμπνέουν.
Ο Ένοικος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου