«Κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα», υποστήριζε μια διαφήμιση για πατατάκια. Σύμφωνα με τον David Α. Κessler, πρώην επικεφαλής του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, δεν είναι απλά διαφημιστικό τρικ αλλά πραγματικότητα.
Εξαιρετικά νόστιμα φαγητά όσα περιέχουν μεγάλες ποσότητες λίπους, ζάχαρης και αλατιού- διεγείρουν τον εγκέφαλο να εκκρίνει ντοπαμίνη, η οποία συνδέεται με το κέντρο ευχαρίστησής του και η ευεξία που προκαλούν τα καθιστά «ακαταμάχητα». Μάλιστα κάποιες φορές κατά τον Κessler ο εγκέφαλος εθίζεται τόσο, που ενεργοποιείται ο νευροδιαβιβαστής ντοπαμίνης απλώς και μόνο στη θέα ενός μπισκότου ή ενός καταστήματος φαστ φουντ και η επιθυμία για φαγητό γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Για τον διαιτολόγο-διατροφολόγο κ. Παρασκευά Παπαχρήστο «είναι μια κατάσταση που δύσκολα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε εθισμό, ωστόσο το πολύ αλάτι και η πολλή ζάχαρη προκαλούν ευεξία και φυσικά ο άνθρωπος ξανατρώει». Προσθέτει δε ότι «οι μεγάλες ποσότητες είναι υπεύθυνες και για τη γρήγορη εμφάνιση αυτού του αισθήματος, πράγμα που καθιστά ακόμη πιο δελεαστικό το φαγητό που τις περιέχει».
Γονιδιακή «μνήμη» Ο κ. Βλάσης Γκέργκης, καθηγητής στο Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων του ΤΕΙ Αθηνών, επισημαίνει ότι «ενώ όντως κάποιες τροφές περιέχουν χημικές ουσίες ή φυσικούς ενισχυτές που ενεργοποιούν το μονοπάτι ανταμοιβής του εγκεφάλου και θεωρητικά μπορούν να γίνουν ακαταμάχητες, χωράει πολλή συζήτηση το αν αυτή η “εξάρτηση” δύναται να φτάσει στο σημείο να ενεργοποιείται η ντοπαμίνη στη θέα και μόνο ενός φαστ-φουντ».
Συμπληρώνει δε ότι «αν και είναι αποδεδειγμένο ότι τα γονίδιά μας έχουν “μνήμη” για τη ζάχαρη και τα λίπη, ο κάθε άνθρωπος ανταποκρίνεται διαφορετικά στο κάθε τρόφιμο».
Μεγάλη παγίδα: Για τον κ. Γκέργκη, η βιομηχανία των τροφίμων γνωρίζει και εκμεταλλεύεται την «πληρότητα» που μπορεί να προκαλούν κάποια συστατικά προκειμένου να δημιουργεί δελεαστικά προϊόντα. Σύμφωνα δε με τον κ. Παπαχρήστο, η λεγόμενη «κρυφή» ζάχαρη και το «κρυφό» αλάτι είναι γνωστό τρικ της βιομηχανίας, «ειδικά στα υποθερμιδικά τρόφιμα- που προτιμά ο καταναλωτής για δίαιτα- ώστε να βελτιώσουν τη γεύση και να τα καταστήσουν επιθυμητά.
Αρκεί να σκεφτείτε ότι ένα τυρί με χαμηλά λιπαρά έχει διπλάσια ποσότητα αλατιού από τη φέτα για να είναι νόστιμο. Ή τα πατατάκια με ελαιόλαδο, τα οποία περιέχουν επίσης διπλάσια ποσότητα αλατιού», αναφέρει. Και, φυσικά, εδώ υποστηρίζει ότι κρύβεται και η μεγάλη παγίδα: «Οι καταναλωτές θεωρούν ότι αγοράζουν κάτι υγιεινό, αλλά στην ουσία δεν είναι».
Τα μυστικά της ετικέτας: O κ. Παπαχρήστος σημειώνει ότι ο κυριότερος τρόπος να προστατευθούν οι καταναλωτές- αν δεν μπορούν να αποφύγουν τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα- είναι να ελέγχουν τις ετικέτες. «Να μην εστιάζουμε μόνο στη διατροφική αξία αλλά να ελέγχουμε τα GDΑ΄s, δηλαδή τις ειδικές επισημάνσεις που αναφέρουν για θερμίδες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, σάκχαρα, λιπαρά, κορεσμένα λιπαρά, νάτριο- αλάτι και φυτικές ίνες που περιέχει το φαγητό ανά μερίδα».
Βέβαια και εδώ υπάρχουν κάποια τρικ που αφορούν τα συστατικά που «εθίζουν» το ανθρώπινο μυαλό. «Όσο μεγαλύτερη περιεκτικότητα ενός συστατικού τόσο πιο πάνω στην ετικέτα πρέπει να βρίσκεται. Το κυριότερο κόλπο γίνεται με την “κρυφή” ζάχαρη, αφού ναι μεν η συνολική περιεκτικότητα είναι μεγάλη αλλά οι εταιρείες τροφίμων χρησιμοποιούν 5 ή 6 διαφορετικούς τύπους σακχάρων και έτσι η ζάχαρη μπαίνει πολύ πιο χαμηλά στην ετικέτα».
Οι εταιρείες fast food έχουν σημειώσει συγκλονιστική άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Πώς όμως καταφέρνουν, παρά τη γενική γνώση των ανθρώπων ότι τα προϊόντα που προσφέρουν είναι βλαβερά για τον ανθρώπινο οργανισμό, να συνεχίζουν να διατηρούν την τεράστια πελατεία τους; Όπως υποδεικνύει ένα νέο βιβλίο, του ερευνητικού δημοσιογράφου Μάικλ Μος, με τίτλο «Salt, Sugar, Fat», οι εταιρείες ακολουθούν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, ειδικά σχεδιασμένο έτσι ώστε να λανσάρουν τα φαγητά τους, εστιάζοντας στην ψυχολογία των πελατών τους και στην επιθετική πολιτική ενάντια σε κάθε επίμαχό τους. Όπως αναφέρει η DailyBeast, αυτά είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που καθιστούν τις εταιρείες fast food κυριολεκτικά αχτύπητες.
Ξέρουν ακριβώς τί μας αρέσει: Οι παραγωγοί φαγητών δεν έχουν την πολυτέλεια να μην μας αρέσει το προϊόν που πουλάνε. Έτσι, έχουν ξοδέψει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, προκειμένου να προσδιορίσουν τι ακριβώς αρέσει στον κόσμο. Όχι μόνο διαθέτουν εργαστήρια φαγητού, σχεδιασμένα να ανακαλύψουν το «σημείο ευτυχίας» του ανθρώπου –το σημείο δηλαδή που η ζάχαρη και το αλάτι στα φαγητά τους είναι στα απολύτως επιθυμητά επίπεδα-, αλλά προσλαμβάνουν και ανθρώπους όπως ο Χάουαρντ Μόσκοβιτς, ένας «ειδικός απόλαυσης», δουλειά του οποίου είναι να προσδιορίσει το πότε η ζάχαρη, το αλάτι και τα λιπαρά σε ένα φαγητό είναι σε σωστά επίπεδα.
Ισοπεδώνουν οποιονδήποτε τους εναντιωθεί: Για όποιον σκέφτεται να σηκώσει ανάστημα έναντι των διατροφικών κολοσσών, προσοχή! Η βιομηχανία φαγητού λειτουργεί με μοχθηρή αυτοάμυνα απέναντι σε οποιοδήποτε σήμα κινδύνου και, σαν να μην έφτανε αυτό, έχει και λεφτά για ξόδεμα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα περιστατικό της δεκαετίας του 1950, όταν καθηγητές οικιακής οικονομίας των ΗΠΑ αποφάσισαν να ξεσηκωθούν ενάντια στις εταιρείες ταχυφαγείων. Ανταπαντώντας, οι εταιρείες «δημιούργησαν» τη δικιά τους εκδοχή καθηγήτριας, την Μπέτυ Κρόκερ, σκοπός της οποίας ήταν να ενημερώνει το κοινό για τις ευεργετικές ιδιότητες των γευμάτων fast food.
Έχουν τις «πλάτες» των κυβερνήσεων: Μερικές από τις πιο σοκαριστικές αποκαλύψεις του Μος περιέχονται στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη σχέση των εταιρειών με τις κυβερνήσεις. Στο κεφάλαιο αυτό, ο δημοσιογράφος αναφέρεται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης των ΗΠΑ, το οποίο ψέγει για την έλλειψη πληροφοριών στα ενημερωτικά φυλλάδια των εταιρειών fast food, καθώς και στις παχυλές επιχορηγήσεις που λαμβάνουν οι εταιρείες αυτές από την αμερικανική κυβέρνηση.
Διαχειρίζονται πολλά περισσότερα από το προϊόν τους: Το προϊόν αυτό καθαυτό είναι μόλις μία μικρή μεταβλητή στην εξίσωση της αγοράς fast food. Οι εταιρείες στην πραγματικότητα ελέγχουν τα πάντα, από το που θα τοποθετηθούν τα προϊόντα τους στα σουπερμάρκετ, μέχρι την ποσότητα των προϊόντων που θα διανέμονται σε καταστήματα διαφορετικών περιοχών, ανάλογα με την έρευνα που έχουν πραγματοποιήσει για τις καταναλωτικές συνήθειες των κατοίκων τους.
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται: Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε μάθει να ελέγχουμε τα συστατικά στα προϊόντα που αγοράζουμε. Ακόμα και τα συστατικά που αναγράφονται, ωστόσο, δεν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια. «Το ήξερες πως ο χυμός φρούτων που αναγράφεται στα συστατικά στη συσκευασία είναι επεξεργασμένος σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ζάχαρη» είπε ένας εταιρικός επιστήμονας στον Μος. Ακόμα και το αλάτι, όπως αναφέρεται, είναι χημικά επεξεργασμένο και αναδομημένο, προκειμένου να παράγει την καλύτερη δυνατή γεύση.
Τα στελέχη τους τρέφονται υγιεινά: Στις δικές τους διατροφικές συνήθειες, οι περισσότεροι από τους επιστήμονες, τους ερευνητές και τα στελέχη των εταιρειών fast food αποφεύγουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν. Ένας πρώην δοκιμαστής γνωστής εταιρείας αναψυκτικών εκμυστηρεύτηκε στον Μος πως αναγκάστηκε να σταματήσει να καταναλώνει το αναψυκτικό που δοκίμαζε, επειδή «δεν είναι καθόλου καλό για την υγεία μου». Τρώγοντας δείπνο με τον «ειδικό απόλαυσης» κ. Μόσκοβιτς, ο Μος διαπίστωσε πως ο ερευνητής απέφευγε να καταναλώσει τα ίδια προϊόντα, για τα οποία έχει δώσει αγώνα προκειμένου να προωθήσει. Ρωτώντας τον γιατί δεν ήθελε να πιει λίγο από το αναψυκτικό του, ο Μόσκοβιτς αρκέστηκε στο να απαντήσει: «Δεν πίνω αναψυκτικά. Κάνουν κακό στα δόντια».
To διαβάσαμε στο terra papers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου