(στη νεοελληνική: αλίμονο στους ηττημένους, ή τους νικημένους)
Ένας φίλος μου αφηγείται μια εξωφρενική περίπτωση αργομισθίας. Συμβαίνει να γνωρίζει κάποιο δημόσιο υπάλληλο που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στη δουλειά του εδώ και χρόνια και βέβαια δεν τον έχουν αναζητήσει από τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Ο φίλος αναρωτιέται γιατί οι αριστεροί γραφιάδες δεν θίγουν τέτοιες περιπτώσεις. Και δεν έχει άδικο.
Τα τάγματα της βαρβαρότητας, από την άλλη, δεν διστάζουν να γενικεύουν ξεδιάντροπα ανάλογες περιπτώσεις προκειμένου να στραφούν λυσσαλέα ενάντια σε μία ολόκληρη επαγγελματική κατηγορία. Απροβλημάτιστα, με ισοπεδωτικές λογικές εξισώνουν τον υπερπτυχιούχο δημόσιο υπάλληλο που προσλήφθηκε με διαφανείς διαδικασίες και πασχίζει να φανεί παραγωγικός -για τον εαυτό του, για τη συνείδησή του, από μία διαστροφή μάλλον, αφού η μόνη ανταμοιβή θα 'ναι ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης ή μια καλή κουβέντα από τον άνθρωπο που εξυπηρετεί- με το κομματόσκυλο γραφειοκράτη που ανδρώθηκε στις πασοκικές νοοτροπίες της βαθιάς διαφθοράς.
Από τον αριστερό λόγο, όχι της κατ' επίφαση Αριστεράς, που εκπροσωπείται από το αδιανόητο πολιτικό μόρφωμα που συναινεί και συμπράττει στα ανοσιουργήματα μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης, κατά βάση απουσιάζουν οι παθολογίες του πολιτικού συστήματος που αποτυπώνονται και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, επιτρέποντας τελικά στους γραφιάδες της βαρβαρότητας να εμφανίζονται ως οι αποκλειστικοί επικριτές των σχετικών φαινομένων.
Σε γηπεδικές συνθήκες δημόσιου διαλόγου, η Αριστερά έχει στηθεί σε τείχος και της εκτελεί φάουλ το λεφούσι που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο, αν και μ' όλα τα μέσα ωθεί προς την προνεωτερικότητα. Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, με παράδειγμα τη διαβόητη «ανομία», η Αριστερά επέτρεψε «να κατηγορείται παραδόξως για το φαινόμενο της ανομίας -αν και άλλου τύπου- από το μνημονιακό μπλοκ, ενώ είναι γνωστό σε όλους πως το πελατειακό σύστημα που εξέθρεψε την πραγματική ανομία συντηρήθηκε με τη συμμετοχή πολιτευτών / στελεχών και ψηφοφόρων / υποστηρικτών των δυο μεγάλων κομμάτων, αποκλειστικά. Παραδοσιακά η Αριστερά στηλίτευε το πελατειακό σύστημα, το νεποτισμό, τη διαφθορά και όσα συναποτελούσαν την περιρρέουσα ανομία» (Αυγή, 23/12/2012).
Ο δημόσιος λόγος της Αριστεράς αναλώνεται μέσα σ' αυτές τις συνθήκες σε οπαδική, συνθηματολογική αντιπαράθεση με τους πολιτικούς της αντιπάλους -και εξαιρώ τους φασίστες, με αυτούς εξ ορισμού δεν μπορείς να συνομιλήσεις- και σε νεόκοπους θούριους που χαϊδεύουν τα αυτιά ημέτερων και που δεν αντέχουν σε ανάλυση γιατί είναι, κατά κανόνα, πολιτικά ανερμάτιστοι και συχνά εκπορεύονται απ' το κίνητρο του γράφοντος να αναδειχθεί ως η οργισμένη αλλά και ρομαντική φωνή του συλλογικού ασυνείδητου και βέβαια να αποκομίσει τιμές λαϊκού αγωνιστή.
Παράλληλα, βινιέτες έσχατης εξαθλίωσης κατακλύζουν κυρίως τα κοινωνικά μέσα αλλά και τα ΜΜΕ. Ομως, το ανοικονόμητο μελό του οικονομημένου, η ασύδοτη οιμωγή της αγοραίας αριστεροφροσύνης, παραπέμπουν περισσότερο σε κηρύγματα παπάδων από άμβωνος, συγχέοντας την αλληλεγγύη με την ελεημοσύνη, τον οικτιρμό με τον αγώνα, και τελικά λειτουργούν αντίστροφα ως προς τον υποτιθέμενο σκοπό τους. Δεν ευαισθητοποιούν πια, αλλά, χωρίς μάλιστα την απαιτούμενη συγγραφική δεξιοτεχνία, μας εθίζουν σε αναπαραστάσεις μιας φανερά μακρινής ως προς τον γράφοντα πραγματικότητας, που δεν παρέχουν περιθώριο ενεργοποίησης μηχανισμών ταύτισης με τους εξαθλιωμένους ήρωες των αφηγήσεων.
Δεν μιλώ για αυτολογοκρισία -πια πρέπει να διευκρινίζει κανείς και τα αυτονόητα-, μιλώ για φειδώ και για αιδώ. Μιλώ για λελογισμένη χρήση του ανθρώπινου δράματος του διπλανού μας. Μιλώ για ενσυναίσθηση, αναστοχασμό και διά ταύτα. Ο Τζακ Λόντον, για να γράψει τους «Ανθρώπους της αβύσσου» εγκατέλειψε έστω και προσωρινά τις ανέσεις του αστικού του βίου για να ζήσει τη ζοφερή πραγματικότητα της έσχατης φτώχειας στο East End του μητροπολιτικού Λονδίνου. Πουλάει όμως το μελό της ευκολίας, πουλάνε και τα επαναστατικά μανιφέστα του ποδαριού.
Η κρίση μας βρίσκεται σε κρίση. Σε συνθήκες πόλωσης είναι πια εξαιρετικά εύκολο να χαρακτηριστεί κανείς persona non grata, αν αποφασίσει να ασκήσει κριτική στο χώρο όπου ανήκει. Αλλά η δυνατότητά μας να ασκήσουμε κριτική κρίνεται από τη δυνατότητά μας για αυτοκριτική, και η αυτοκριτική είναι ό,τι μας σώζει από το να μετατραπούμε σε ένα μεγάλο «Κυνόδοντα». Και δεν σφυρίζει κανείς ένα ημίχρονο να δούμε πού βρισκόμαστε.
πηγή: http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr/2013/03/vae-victis.html
Ελευθεροτυπία, 30/ 03/ 2013
Ένας φίλος μου αφηγείται μια εξωφρενική περίπτωση αργομισθίας. Συμβαίνει να γνωρίζει κάποιο δημόσιο υπάλληλο που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στη δουλειά του εδώ και χρόνια και βέβαια δεν τον έχουν αναζητήσει από τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Ο φίλος αναρωτιέται γιατί οι αριστεροί γραφιάδες δεν θίγουν τέτοιες περιπτώσεις. Και δεν έχει άδικο.
Τα τάγματα της βαρβαρότητας, από την άλλη, δεν διστάζουν να γενικεύουν ξεδιάντροπα ανάλογες περιπτώσεις προκειμένου να στραφούν λυσσαλέα ενάντια σε μία ολόκληρη επαγγελματική κατηγορία. Απροβλημάτιστα, με ισοπεδωτικές λογικές εξισώνουν τον υπερπτυχιούχο δημόσιο υπάλληλο που προσλήφθηκε με διαφανείς διαδικασίες και πασχίζει να φανεί παραγωγικός -για τον εαυτό του, για τη συνείδησή του, από μία διαστροφή μάλλον, αφού η μόνη ανταμοιβή θα 'ναι ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης ή μια καλή κουβέντα από τον άνθρωπο που εξυπηρετεί- με το κομματόσκυλο γραφειοκράτη που ανδρώθηκε στις πασοκικές νοοτροπίες της βαθιάς διαφθοράς.
Από τον αριστερό λόγο, όχι της κατ' επίφαση Αριστεράς, που εκπροσωπείται από το αδιανόητο πολιτικό μόρφωμα που συναινεί και συμπράττει στα ανοσιουργήματα μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης, κατά βάση απουσιάζουν οι παθολογίες του πολιτικού συστήματος που αποτυπώνονται και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, επιτρέποντας τελικά στους γραφιάδες της βαρβαρότητας να εμφανίζονται ως οι αποκλειστικοί επικριτές των σχετικών φαινομένων.
Σε γηπεδικές συνθήκες δημόσιου διαλόγου, η Αριστερά έχει στηθεί σε τείχος και της εκτελεί φάουλ το λεφούσι που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο, αν και μ' όλα τα μέσα ωθεί προς την προνεωτερικότητα. Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, με παράδειγμα τη διαβόητη «ανομία», η Αριστερά επέτρεψε «να κατηγορείται παραδόξως για το φαινόμενο της ανομίας -αν και άλλου τύπου- από το μνημονιακό μπλοκ, ενώ είναι γνωστό σε όλους πως το πελατειακό σύστημα που εξέθρεψε την πραγματική ανομία συντηρήθηκε με τη συμμετοχή πολιτευτών / στελεχών και ψηφοφόρων / υποστηρικτών των δυο μεγάλων κομμάτων, αποκλειστικά. Παραδοσιακά η Αριστερά στηλίτευε το πελατειακό σύστημα, το νεποτισμό, τη διαφθορά και όσα συναποτελούσαν την περιρρέουσα ανομία» (Αυγή, 23/12/2012).
Ο δημόσιος λόγος της Αριστεράς αναλώνεται μέσα σ' αυτές τις συνθήκες σε οπαδική, συνθηματολογική αντιπαράθεση με τους πολιτικούς της αντιπάλους -και εξαιρώ τους φασίστες, με αυτούς εξ ορισμού δεν μπορείς να συνομιλήσεις- και σε νεόκοπους θούριους που χαϊδεύουν τα αυτιά ημέτερων και που δεν αντέχουν σε ανάλυση γιατί είναι, κατά κανόνα, πολιτικά ανερμάτιστοι και συχνά εκπορεύονται απ' το κίνητρο του γράφοντος να αναδειχθεί ως η οργισμένη αλλά και ρομαντική φωνή του συλλογικού ασυνείδητου και βέβαια να αποκομίσει τιμές λαϊκού αγωνιστή.
Παράλληλα, βινιέτες έσχατης εξαθλίωσης κατακλύζουν κυρίως τα κοινωνικά μέσα αλλά και τα ΜΜΕ. Ομως, το ανοικονόμητο μελό του οικονομημένου, η ασύδοτη οιμωγή της αγοραίας αριστεροφροσύνης, παραπέμπουν περισσότερο σε κηρύγματα παπάδων από άμβωνος, συγχέοντας την αλληλεγγύη με την ελεημοσύνη, τον οικτιρμό με τον αγώνα, και τελικά λειτουργούν αντίστροφα ως προς τον υποτιθέμενο σκοπό τους. Δεν ευαισθητοποιούν πια, αλλά, χωρίς μάλιστα την απαιτούμενη συγγραφική δεξιοτεχνία, μας εθίζουν σε αναπαραστάσεις μιας φανερά μακρινής ως προς τον γράφοντα πραγματικότητας, που δεν παρέχουν περιθώριο ενεργοποίησης μηχανισμών ταύτισης με τους εξαθλιωμένους ήρωες των αφηγήσεων.
Δεν μιλώ για αυτολογοκρισία -πια πρέπει να διευκρινίζει κανείς και τα αυτονόητα-, μιλώ για φειδώ και για αιδώ. Μιλώ για λελογισμένη χρήση του ανθρώπινου δράματος του διπλανού μας. Μιλώ για ενσυναίσθηση, αναστοχασμό και διά ταύτα. Ο Τζακ Λόντον, για να γράψει τους «Ανθρώπους της αβύσσου» εγκατέλειψε έστω και προσωρινά τις ανέσεις του αστικού του βίου για να ζήσει τη ζοφερή πραγματικότητα της έσχατης φτώχειας στο East End του μητροπολιτικού Λονδίνου. Πουλάει όμως το μελό της ευκολίας, πουλάνε και τα επαναστατικά μανιφέστα του ποδαριού.
Η κρίση μας βρίσκεται σε κρίση. Σε συνθήκες πόλωσης είναι πια εξαιρετικά εύκολο να χαρακτηριστεί κανείς persona non grata, αν αποφασίσει να ασκήσει κριτική στο χώρο όπου ανήκει. Αλλά η δυνατότητά μας να ασκήσουμε κριτική κρίνεται από τη δυνατότητά μας για αυτοκριτική, και η αυτοκριτική είναι ό,τι μας σώζει από το να μετατραπούμε σε ένα μεγάλο «Κυνόδοντα». Και δεν σφυρίζει κανείς ένα ημίχρονο να δούμε πού βρισκόμαστε.
πηγή: http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr/2013/03/vae-victis.html
Ελευθεροτυπία, 30/ 03/ 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου