ένα εξαιρετικό δοκίμιο...
Ζ. Δ. Αϊναλής
Αγάπη και Έρωτας, Εξέγερση κι Επανάσταση [1]
O gentlemen, the time of life is short!
To spend that shortness basely were too long,
If life did ride upon a dial’s point,
Still ending at th’ arrival of an hour.
An if we live, we live to tread on kings;
If die, brave death, when princes die with us!
Now, for our consciences, the arms are fair,
When the intent of bearing them is just.
Shakespeare, Henry IV, Act V, Scene II
Συχνά πυκνά μαρξιστές και μαρξίζοντες στοχαστές γκρινιάζουν για την διχοτομία «αγάπη – έρωτας» στην ελληνική γλώσσα (καθόσον στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν υπάρχει παρά μόνο ένας όρος για να δηλώσει και τα δύο σημαινόμενα love, amour, amore, liebe), θεωρώντας την ένα οχληρό κατάλοιπο ενός ελληνοκεντρικού χριστιανογενούς ιδεαλισμού. Εντούτοις, τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους ουδέποτε τους άκουσα να παραπονιούνται ή να εξίστανται για την χαρακτηριστικά ελληνική ταυτολογία «εξέγερση – επανάσταση» (που επιτρέπει την μετάφραση ενός θεμελιώδους βιβλίου της ελευθεριακής σκέψης του 20ου αι. όπως το L’homme révolté ως Ο επαναστατημένος άνθρωπος). Δεν θέλω να πω φυσικά πως οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι ή συνώνυμοι, το κάθε άλλο, αλλά πως η χρήση τους από την ελληνική αριστερά τους κατάντησε σχεδόν συνώνυμους, ευνουχίζοντας τον όρο εξέγερση για να τον ταυτίσει, καιροσκοπικά, με τον όρο επανάσταση. Διότι, βέβαια, σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες οι όροι «εξέγερση – επανάσταση» εξακολουθούν πάντα να χρησιμοποιούνται με ένα σαφώς διακριτό περιεχόμενο (révolte – révolution, revolt [αλλά και riot και rebellion] – revolution, aufstand – revolution, rivolta [αλλά και rissa] – rivoluzione). Σας φαντάζει μήπως παράλογος, ή ακόμα και άσχετος, ο παραπάνω παραλληλισμός; Αν ναι, επιτρέψτε μου ορισμένα σχόλια.
Είναι γεγονός ότι η διχοτομία «αγάπη – έρωτας» αν και προϋπάρχει του χριστιανισμού, οριστικοποιείται από τον χριστιανισμό, ή καλύτερα οριστικοποιείται από τον απόστολο Παύλο, στον βαθμό που η χριστιανική θρησκεία είναι δημιούργημα του. Ο λόγος, όμως, που περιθωριοποιείται ο έρωτας στα πλαίσια του χριστιανισμού είναι καθαρά ιδεολογικής τάξης και εκπορεύεται από το ίδιο το πνεύμα του χριστιανισμού. Εξηγούμαι. Σε σύγκριση με την συστηματική, σχεδόν καταχρηστική, χρήση του όρου «αγάπη» στην Καινή Διαθήκη, ο όρος «έρωτας» δεν απαντάται πουθενά και σε κανένα σημείο. Η σημειολογική αυτή εμμονή των συγγραφέων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν εκπλήσσει καθόλου. Όσα λόγια κι αν βάζει ο Πλάτων στο στόμα του Σωκράτη, στην απαράμιλλης ομορφιάς παλινωδία του τελευταίου στο Φαίδρο, ο έρωτας είναι πάθος, ένας πόθος απελπισμένος, ο οποίος εμπερικλείει βεβαίως και τον σεξουαλικό πόθο. Ένα πάθος να κατακτήσεις ένα έτερο ον του οποίου η κατοχή φαντάζει στα μάτια του ερωτευμένου («εραστή») ως προαπαιτούμενη και αποκλειστική συνθήκη για την κατάκτηση της ευτυχίας. Κι ο έρωτας από πάθος γίνεται εμμονή, εμμονή που τυφλώνει κρύβοντας όχι μόνο τη θέα των άλλων γενικά, αλλά και τη θέα του συγκεκριμένου «άλλου», του οποίου η κατάκτηση επιδιώκεται. Κατ’ επέκταση, ο «άλλος», ο «ερώμενος», χάνει την αυθυπόσταση του, την υποκειμενικότητα του. Ο «ερώμενος» μετατρέπεται σε αντικείμενο προορισμένο να ικανοποιήσει εγωιστικά, και σχεδόν φετιχιστικά, την ατομικιστικά βουλιμική ανάγκη του «εραστή» για ευτυχία. Ο έρωτας είναι πάντα ένα παιχνίδι εξουσίας· ένα παιχνίδι εξουσίας κατά τη διάρκεια του οποίου το Εγώ ζητά να κατακτήσει, να υποτάξει κι αφού υποτάξει με τη σειρά του να υποταχθεί. Έτσι, ο έρωτας είναι ένα πάθος «αντικοινωνικό». Περιχαρακώνει το Εγώ στον εσώτερο εαυτό του και δεν του επιτρέπει παρά να ατενίζει το ίδιο το εγώ του και το ‘αντικείμενο’ του πόθου του. Θέτοντας όμως σε αντιπαράσταση δυο διαφορετικές ατομικότητες, εκ των οποίων η μία, ή και οι δύο κάποτε, προορίζονται μοιραία να ξεπέσουν σε αντικείμενο, να αντικειμενοποιηθούν, χάνοντας την υποκειμενικότητα τους, ο έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι ένα πάθος εγωιστικό.
Η αγάπη είναι ολότελα διαφορετική. Χωρίς αναγκαστικά να αποκλείει τον σεξουαλικό πόθο, είναι ένα συναίσθημα που μπορεί (δυνητικά) ή επιχειρεί (βουλητικά) να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους, την ανθρωπότητα ολόκληρη. Στοχεύει στο Όλον και όχι στην αποκοπή από το Όλον. Βαδίζει πλάι-πλάι με το Όλον. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα αλτρουιστικό. Είναι ανιδιοτελής, γλυκιά, είναι στοργική. «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη, οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.» (Παύλος, Κορ. Α’, ΧΙΙΙ 4-8). Ο ερωτευμένος απαιτεί, ο αγαπών μοιράζεται. Ο ερωτευμένος ζητά, ο αγαπών δίνει. Κατανοούμε τώρα γιατί για ένα χριστιανό η υψηλότερη αξία – καθώς και ο μοναδικός Νόμος τον οποίον οφείλει να εφαρμόζει – είναι η αγάπη και μόνο, και γιατί, απ’ την άλλη, ο έρωτας του είναι επικίνδυνος και απευκταίος. Αν θα θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αν θα θέλαμε να ‘ανανεώσουμε’ την ανθρωπότητα, το μόνο μέσο θα ήταν να την αγαπήσουμε. Ή αντίθετα, ο μόνος τρόπος για να σωθείς κι ο ίδιος θα ήταν να αγαπηθείς. Η ανάγκη όμως να αγαπηθείς, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, δεν είναι κατά βάθος παρά, όπως παρατηρεί ο Hegel, « η ανάγκη ενός όλου, της ένωσης». Η απουσία της αγάπης είναι ο διαχωρισμός, η αποστασιοποίηση, ο επιμερισμός. Η αποξένωση. Το έγκλημα του Ρασκόλνικοβ δεν είναι ο φόνος της γριάς ενεχυροδανείστριας, κι η τιμωρία του δεν είναι, βέβαια, το κάτεργο. Το έγκλημα του είναι η Υπερηφάνεια του, ο έρωτας του εαυτού του, που τον χωρίζει και τον αποξενώνει απ’ τους άλλους, από το Όλον που είναι η ανθρωπότητα. Η τιμωρία του είναι ο πραγματικός χωρισμός του από όλους τους άλλους, η καταδίκη του να ζει ‘μοναχός χωρίς αγάπη’. Και ο μόνος τρόπος να αλλάξεις την ανθρωπότητα, να την ανανεώσεις προκειμένου να της χαρίσεις μια νέα ιστορία, μια ιστορία απαλλαγμένη από την κτητικότητα και τον εγωισμό, τον πόλεμο και το αίμα, τον παραλογισμό και τον τρόμο, θα ήταν η ανεξάντλητη αγάπη ενός πρίγκιπα Μίσκιν, ακόμα κι αν ήταν καταδικασμένη στο τέλος κι αυτή να βυθιστεί στις σκοτεινές αβύσσους της παράνοιας…
Τα παραπάνω σχόλια τα αφορώντα το δίπολο «αγάπη – έρωτας» βρίσκονται εντούτοις, παραδόξως, σε πλήρη αντιστοιχία με το δίπολο «εξέγερση – επανάσταση». Η επανάσταση είναι μια έννοια βαθιά συντηρητική. Επαναστατείς εναντίον μιας εξουσίας, ενός καθεστώτος ή μιας κατάστασης για να βάλεις στη θέση τους ένα καινούργιο καθεστώς, μια νέα κατάσταση, μιαν εξουσία νέα. Στην επανάσταση, όπως και στον έρωτα, στη θέση του πεπαλαιωμένου βάζεις πάντα κάτι καινούργιο. Το υποκείμενο μεταχειρίζεται τους άλλους ως αντικείμενα και όχι ως ισότιμα υποκείμενα. Επιδιώκει και στις δύο περιπτώσεις να κατακτήσει το όποιο «άλλο» σαν να ήταν αντικείμενο. Και επιδιώκοντας να κατακτήσει είναι ωφελιμιστική. Και ως ωφελιμιστική, η επανάσταση, όπως και ο έρωτας, είναι εγωιστική. Κοιτάει και δεν βλέπει παρά μονάχα τον εαυτό της. Σάμπως φιλάρεσκη γυναίκα δεν αντικρίζει στον καθρέφτη παρά μονάχα την αντανάκλαση της δικής της μορφής. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ’ όλες; Και η απάντηση γνωστή. Απαιτεί, ζητάει, δεν μοιράζεται, δεν δίνει. Είναι εγωιστική γιατί το επαναστατημένο υποκείμενο καραδοκεί να υποκαταστήσει το ίδιο την από το ίδιο καταστρατηγημένη εξουσία. Να εδραιώσει την δική του αιμοβόρα εξουσία επάνω στα ζεστά κουφάρια των ηττημένων. Επιμερίζοντας το Όλον μοιραία δημιουργεί ‘συλλογικότητες’. Και δημιουργώντας ‘συλλογικότητες’ τις θέτει εξ ανάγκης σε αντιπαράσταση, αντικειμενικοποιώντας μοιραία την πεπαλαιωμένη, και χωρίζοντας, αποξενώνοντας οριστικά την νέα από το Όλον από το οποίο ξεπήδησε. Η επανάσταση δεν αποσκοπεί στο Όλον, αλλά στον χωρισμό απ’ το Όλον. Στην ιδιαιτερότητα και στον επιμερισμό. Στην αποξένωση. Και ως τέτοια η επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι αυτιστική κι αντικοινωνική… και ως αντικοινωνική κωφεύει στη βούληση της όποιας κοινωνίας, μεταμορφώνοντας την κατά την ιδία της βούληση και στα δικά της μέτρα, ένα εξάρτημα στα χέρια της η κοινωνία… ένα εξάρτημα για την αυτοϊκανοποίηση της ιδίας της της δίψας για εξουσία… και να πληθαίνουνε ακέφαλα τα πτώματα ολόγυρ’ απ’ την γκιλοτίνα… Κι οι μεγαλύτεροι επαναστάτες όλων των εποχών υπήρξαν εκείνοι που καπηλεύτηκαν στυγνά την έμφυτη (έμφυτη καθόσον εκπορεύεται από την άρνηση του υποκειμένου να μεταχειρίζεται ως αντικείμενο) αναγκαιότητα των λαών για εξέγερση.
Η επανάσταση, η έννοια της επανάστασης, που είναι η αποξένωση, αντιβαίνει στην έννοια της εξέγερσης, που είναι η ένωση, και που δεν έχει πραγματιστική στόχευση, δεν είναι ωφελιμιστική. Η εξέγερση δεν στοχεύει ποτέ σ’ ένα αντικείμενο. Μόνοι της στόχοι η ένωση κι η ύπαρξη: η ενοποίηση. «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχουμε, έλεγ’ ο σκλάβος» (τα λόγια του Camus). Η εξέγερση είναι ασυνείδητη και ενστικτώδης, αναβλύζει από μια βαθιάν αναγκαιότητα. Η εξέγερση είναι ανιδιοτελής, είναι ειλικρινής. Είναι ανέμελη, χαρούμενη, και προχωράει γελώντας. Είναι η άγρια χαρά που φουσκώνει τα στήθη. Η εξέγερση είναι η Ουτοπία, η ξεβράκωτη πορεία με δικέλλια και τσουγκράνες κατ’ απ’ τα τείχη της Βαστίλης. Η εξέγερση δεν χειραγωγείται, δεν συμβιβάζεται, δεν ποδηγετείται. Μια χειραγωγημένη εξέγερση είναι μια πετυχημένη επανάσταση. Η εξέγερση είναι εκ φύσεως καθολική και αντιτίθεται στο μικροπρεπές εγώ, το υπερβαίνει, το αναιρεί και το συγκαλύπτει εμπεριέχοντας το. Δεν αποσκοπεί στον διαχωρισμό απ’ το Όλον. Η εξέγερση μοιράζεται, δίνει, συνενώνει. Κλείνει τα μάτια μπροστά στην συνεπαγόμενη ανάδειξη μιας κάποιας ευαγγελιζόμενης θεούς και δαίμονες συλλογικότητας. Καταστρατηγεί τις επιμέρους συλλογικότητες για να φτάσει στο Όλον. Είναι το Όλον. Και είναι το Ένα. Είναι η Μήτρα. Και είναι το αίμα. Είναι όμως το αίμα της αναγέννησης, το αίμα της γέννας και το κλάμα του βρέφους και όχι το αίμα των πεδίων των μαχών κι ο ρόγχος των ετοιμοθανάτων. Η εξέγερση δεν κοιτά σε κανέναν καθρέφτη γιατί φροντίζει να σπάσει όλους τους καθρέφτες και όλες τις αντανακλάσεις. Να καταστρατηγήσει όλες τις φαινομενικότητες. Φροντίζει να γίνει η ίδια και όνειρο και ζωή και να μετατρέψει σε όνειρο τη ζωή και το όνειρο σε ζωή. Είναι η άρνηση του τρομερού παραλογισμού και του παράλογου τρόμου. Είναι η άρνηση της άρνησης. Η εξέγερση είναι η ενστικτώδης σοφία της κοσμικής αναγέννησης και της κατάργησης της ατομικότητας μέσω της ένωσης με το Όλον. Είναι γιορτή και τέχνη λαϊκή. Ο Camus γράφει πως «η καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά απαίτηση ενότητας και άρνηση του κόσμου». Η ίδια η εξέγερση, πραγματωμένη ενότητα και άρνηση ταυτόχρονα του κόσμου, δεν μπορεί να είναι παρά η υψηλότερη μορφή τέχνης, η μόνη εντός της ίδιας της ζωής πραγματωμένη τέχνη. Είναι η ίδια η ζωή.
«Αν ζούμε, ζούμε για να βαδίσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων» λοιπόν… Ναι, να βαδίσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων, αλλά πως; Όχι Αγάπη ή Εξέγερση, αλλά Αγάπη κι Εξέγερση. Η Αγάπη χρειάζεται την Εξέγερση κι η Εξέγερση την Αγάπη. Η Εξέγερση σε μαθαίνει να λες Εγώ και να στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να φοβάσαι. Η Εξέγερση σε μαθαίνει να λες Εγώ και να κοιτάς δίπλα σου και να βλέπεις, να βλέπεις χιλιάδες, εκατομμύρια Εγώ να στέκονται δίπλα σου και να μην φοβούνται, να μην φοβούνται να είναι Εγώ, χιλιάδες, εκατομμύρια Εγώ και μόνο Εγώ και τίποτε άλλο, όχι πια κοπάδι και σύνθεση μα ένα σύνολο, σύνολο μεγάλο από μονάδες. Η Αγάπη σε μαθαίνει να λες Εσύ και να στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να φοβάσαι. Η Αγάπη σε μαθαίνει να λες Εσύ και να κοιτάς δίπλα σου και να βλέπεις, να βλέπεις χιλιάδες, εκατομμύρια Εσύ να στέκονται δίπλα σου και να μην φοβούνται, να μην φοβούνται να βλέπουν και να λένε Εσύ, χιλιάδες, εκατομμύρια Εσύ και μόνο Εσύ και τίποτε άλλο, όχι πια πλησίον και μάζα μα ένα σύνολο, σύνολο αγαπημένο από μονάδες. Ο Ένας στο πρόσωπο του Άλλου απαλά να φυσά την πνοή του και ν’ σφιχταγκαλιάζει το Εγώ το Εσύ, αφού έχει πρώτα αναγνωρίσει το Εγώ ως Εγώ κι έχει δει στο Εσύ τον Άλλο. «Δεν σας διδάσκω τον πλησίον, μα τον φίλο. Είθε για εσάς να είναι ο φίλος γιορτή της γης και πρόγευση του υπερανθρώπου. Σας διδάσκω τον φίλο και την υπερχειλίζουσα καρδιά. Μα πρέπει να μάθει κανείς να είναι σφουγγάρι, σαν θέλει ν’ αγαπηθεί από υπερχειλίζουσες καρδιές», έτσι είναι που μίλησεν ο Ζαρατούστρα.
Δεν είναι δυνατότητα, αλλά αναγκαιότητα η ζωή… μια γεμάτη, ολοκληρωμένη, όμως, ζωή… μια ζωή ενοποιημένη… κάπως σαν μια αποθεατροποίηση του θεάτρου και μια θεατροποίηση της ίδιας της ζωής, σαν μια μετατροπή της τέχνης σε ζωή και την εξάλειψη της αποκομμένης από την ζωή τέχνη, σαν την άγρια χαρά φτωχοδιαβόλων κολασμένων εξέγερση χιλιόμετρα χαρούμενη πορεία, σαν την απαλλαγμένη από την εγωιστική κτητικότητα αγάπη και τον ζωώδη κανιβαλισμό, σαν το πουλί πετώντας την ελευθερία… ότι η ζωή δεν είναι φυλακή. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι, γιατί να ζούμε μόνοι; Μια άλλη ζωή είναι δυνατή… σήμερα… τώρα… το σπάσιμο της πέτρας του Σισύφου: Μία ζωή διαρκής εξέγερση πραγματωμένη αγάπη ελευθερία.
Παρίσι, Νοέμβρης 2008
http://www.vakxikon.gr/content/view/231/264/lang,el/
Αλιεύτηκε από ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου