Είχα νιώσει την ανάγκη να το μοιραστώ αρχικά με όλους όσους νιώθω δικούς μου ανθρώπους, είτε τους γνωρίζω προσωπικά είτε όχι, πριν κάτι χριστούγεννα , στον "προσωπικό μας ιπτάμενο δίσκο". Εκείνος είχε φύγει αρχές πάσχα και τώρα πάλι που με κατακλύζουν, χωρίς να το θέλω αλλά συμβαίνει!, και πάλι αναμνήσεις που με κάνουν και νιώθω θυμό ανάμεικτο με ενοχλητικά επώδυνη λύπη αλλά και μια περίεργη ζεστασιά στα βάθη της καρδιάς (πάλι καλά δηλαδή...), αποφάσισα να το μοιραστώ ξανά. Γιατί, θα μου πεις; και θα' χεις δίκιο να αναρωτιέσαι...Ίσως και για να εξωραΐσω με ένα δικό μου "μαγικό τρόπο" αυτή την εισροή αρνητικού συναισθηματικού φόρτου.
Αλλά και διότι κάτι που μου έχει διδάξει η ζωή, ως τώρα τουλάχιστον, και επιθυμώ να το μοιραστώ με όσους επιθυμούν να το αφουγκραστούν, είναι ότι δεν είναι καλό να χτίζουμε έναν τσιμεντένιο τοίχο μέσα στην καρδιά μας και να τον κάνουμε και παντιέρα μας. Καθώς κάποτε έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτουμε ότι έχουμε γίνει κι εμείς άκαμπτο κομμάτι του. Ασάλευτο και παγωμένο και απαγορευτικό ως προς το ευεργετικό φύσημα των εσωτερικών ανέμων. Αυτών που κάνουν τη ζώσα πνοή μας να πάλλεται στην κίνηση και κατανόηση της επώδυνης συχνά ορμής της ζωής και να διευρύνεται προκειμένου να συμφιλιωθεί με τον πιο μύχιο πόνο της και εντέλει να γνωρίσει και να αγαπήσει την ίδια της πρωτίστως την υπόσταση.
{ Ήταν, όπως τώρα, γιορτές όταν έφυγες. Ήμουν κοντά σου εκείνες τις τελευταίες ώρες του επιθανάτιου ρόγχου σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ταλαιπωρία σου, κι ας μην καταλάβαινες μάλλον τίποτε πια, γιατί η φύση φαίνεται προνοεί και κατεβάζει τους μοχλούς των νοητικών λειτουργιών ενός ανθρώπου που αποχωρεί με τόσο βασανιστικό τρόπο, ώστε να μην υποφέρει από την αγωνία του θανάτου που τον καλύπτει σαν μαύρη ομίχλη. Όμως δε θα ξεχάσω την ταλαιπωρία των τελευταίων στιγμών σου εξαιτίας του χειρισμού του υπεύθυνου ιατρού που με έβαλε και σε έτρεχα νυχτιάτικα ετοιμοθάνατο σε άλλο νοσοκομείο, με πιο κατάλληλο εξοπλισμό, για να διαπιστωθεί τι; τι που δεν έβλεπαν, που δεν καταλάβαιναν; ότι είχες τελειώσει οριστικά. Και να σε τρέχω πάνω σ'ένα φορείο από πόρτα σε πόρτα μέσα στο φοβερό χαμό του εφημερεύοντος νοσοκομείου και μετά να ψάχνω και να παρακαλώ για ένα κωλοασθενοφόρο να σε γυρίσω πίσω στο νοσοκομείο που νοσηλευόσουν και να σε ακούω να βογγάς, αν και σε αφασία, καθώς το ασθενοφόρο έπεφτε κάθε λίγο και λιγάκι μέσα σε λακούβες του κωλόδρομου. Και μετά από λίγες ώρες, όταν έφυγες οριστικά, ένιωσα πόσο με στοίχειωνε επίμονα εκείνη η φράση που είχα πει πριν κάμποσο καιρό στη μάνα μου, αυτήν που τόσο είχες αδικήσει:
"κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!"...
Aλλά να που ήμουν εκεί στο πλευρό σου, όπως όλη η υπόλοιπη οικογένειά σου, και ειδικά η μάνα, σε όλη την περίοδο της αρρώστιας.
Δεν πιστεύω ούτε σε θεούς ούτε σε διαβόλους, μάλλον ίσως στους δεύτερους, αυτούς με ανθρώπινες φάτσες. Δεν ξέρω και δεν με απασχολεί αν το μετά έχει να κάνει με τόπους χλοερούς ή ζεματιστούς ή με αέναη επανάληψη των χειρότερων εμπειριών και φόβων σαν σε ιδοφυούς κατασκευής κόλαση ή σε χωροχρόνους ρευστούς σαν σε όνειρο - με απασχολούν πιο πολύ τα ζητήματα των ζώντων ανθρώπων και οι επίγειες κολάσεις στις οποίες κάποιοι θεΐσκοι (ή οι ίδιες οι χειραγωγήσιμες επιλογές τους) τους καταδικάζουν.
Πιστεύω όμως ότι σου χρωστάω κάτι. Αυτά τα παρακάτω λόγια, αυτή την εξομολόγηση, αυτό το βάρος που δεν λέει να φύγει από πάνω μου αλλά θέλω τουλάχιστον να το εξωτερικεύσω και να το απαλύνω έστω κι έτσι, αυτή την πληγή που μου άφησε πολύ πιο βαθιά σημάδια απ'όσα νόμιζα...
Γιατί ίσως κι εσύ, αν και φευγάτος, μου χρωστούσες κάτι...πολλά! και φαίνεται σε βάραιναν; αν και τα'χες αφήσει όλα πίσω σου, "καλότυχε νεκρέ" που έζησες τελικά τη ζωούλα σου όπως γούσταρες εσύ και το εγώ σου. Αλλά και...γιατί κι εγώ είχα ανάγκη σαν παιδί κι αργότερα σαν έφηβος τον πατέρα του, τον γονιό του. Ναι ρε, σε είχα ανάγκη γαμώ τα εικονοστάσια, αυτά που ενίοτε, και ειδικά όταν αρρώστησες βαριά, προσκυνούσες με συνέπεια. Για να καλοπιάσεις "τον από πάνω"; μη δείχνοντας όμως τον ίδιο βαθμό έγνοιας προς τους ίδιους τους δικούς σου.
Αλλά γαμώτο, παρ'όλα αυτά όμως, παρόλα όσα είπα ή σκέφτηκα για σένα...}
στον πατέρα μου...
Θυμάμαι σαν εχθές το θλιβερό εκκλησάκι του νεκροταφείου και τον ανούσιο επικήδειο προς τιμή σου, από τους κατά συνθήκη φίλους σου και συμφεροντολόγους συγγενείς σου.
Θυμάμαι ακόμα καθαρά το ανοιγμένο φέρετρό σου. Έμοιαζες με σοφό γέροντα που κοιμόταν.
Θυμάμαι καλά ότι για λίγο έκλαψα από πάνω του, όταν είχαν απομακρυνθεί όλοι κι έμεινα μόνος. Αλλά μέχρι εκεί. Ήταν όμως αληθινό και το κατάλαβες, ε; Μου φάνηκε μάλιστα σα να διέκρινα ένα δάκρυ στο κάτασπρο το πρόσωπό σου. Και σκέφτηκα ότι τα ψιλοχάνω και πώς θα΄ρχόμουν στα ίσια μου αν πλακωνόμουν μετά στα ξίδια.
ανιχνευτής
Αλλά και διότι κάτι που μου έχει διδάξει η ζωή, ως τώρα τουλάχιστον, και επιθυμώ να το μοιραστώ με όσους επιθυμούν να το αφουγκραστούν, είναι ότι δεν είναι καλό να χτίζουμε έναν τσιμεντένιο τοίχο μέσα στην καρδιά μας και να τον κάνουμε και παντιέρα μας. Καθώς κάποτε έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτουμε ότι έχουμε γίνει κι εμείς άκαμπτο κομμάτι του. Ασάλευτο και παγωμένο και απαγορευτικό ως προς το ευεργετικό φύσημα των εσωτερικών ανέμων. Αυτών που κάνουν τη ζώσα πνοή μας να πάλλεται στην κίνηση και κατανόηση της επώδυνης συχνά ορμής της ζωής και να διευρύνεται προκειμένου να συμφιλιωθεί με τον πιο μύχιο πόνο της και εντέλει να γνωρίσει και να αγαπήσει την ίδια της πρωτίστως την υπόσταση.
{ Ήταν, όπως τώρα, γιορτές όταν έφυγες. Ήμουν κοντά σου εκείνες τις τελευταίες ώρες του επιθανάτιου ρόγχου σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ταλαιπωρία σου, κι ας μην καταλάβαινες μάλλον τίποτε πια, γιατί η φύση φαίνεται προνοεί και κατεβάζει τους μοχλούς των νοητικών λειτουργιών ενός ανθρώπου που αποχωρεί με τόσο βασανιστικό τρόπο, ώστε να μην υποφέρει από την αγωνία του θανάτου που τον καλύπτει σαν μαύρη ομίχλη. Όμως δε θα ξεχάσω την ταλαιπωρία των τελευταίων στιγμών σου εξαιτίας του χειρισμού του υπεύθυνου ιατρού που με έβαλε και σε έτρεχα νυχτιάτικα ετοιμοθάνατο σε άλλο νοσοκομείο, με πιο κατάλληλο εξοπλισμό, για να διαπιστωθεί τι; τι που δεν έβλεπαν, που δεν καταλάβαιναν; ότι είχες τελειώσει οριστικά. Και να σε τρέχω πάνω σ'ένα φορείο από πόρτα σε πόρτα μέσα στο φοβερό χαμό του εφημερεύοντος νοσοκομείου και μετά να ψάχνω και να παρακαλώ για ένα κωλοασθενοφόρο να σε γυρίσω πίσω στο νοσοκομείο που νοσηλευόσουν και να σε ακούω να βογγάς, αν και σε αφασία, καθώς το ασθενοφόρο έπεφτε κάθε λίγο και λιγάκι μέσα σε λακούβες του κωλόδρομου. Και μετά από λίγες ώρες, όταν έφυγες οριστικά, ένιωσα πόσο με στοίχειωνε επίμονα εκείνη η φράση που είχα πει πριν κάμποσο καιρό στη μάνα μου, αυτήν που τόσο είχες αδικήσει:
"κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!"...
Aλλά να που ήμουν εκεί στο πλευρό σου, όπως όλη η υπόλοιπη οικογένειά σου, και ειδικά η μάνα, σε όλη την περίοδο της αρρώστιας.
Δεν πιστεύω ούτε σε θεούς ούτε σε διαβόλους, μάλλον ίσως στους δεύτερους, αυτούς με ανθρώπινες φάτσες. Δεν ξέρω και δεν με απασχολεί αν το μετά έχει να κάνει με τόπους χλοερούς ή ζεματιστούς ή με αέναη επανάληψη των χειρότερων εμπειριών και φόβων σαν σε ιδοφυούς κατασκευής κόλαση ή σε χωροχρόνους ρευστούς σαν σε όνειρο - με απασχολούν πιο πολύ τα ζητήματα των ζώντων ανθρώπων και οι επίγειες κολάσεις στις οποίες κάποιοι θεΐσκοι (ή οι ίδιες οι χειραγωγήσιμες επιλογές τους) τους καταδικάζουν.
Πιστεύω όμως ότι σου χρωστάω κάτι. Αυτά τα παρακάτω λόγια, αυτή την εξομολόγηση, αυτό το βάρος που δεν λέει να φύγει από πάνω μου αλλά θέλω τουλάχιστον να το εξωτερικεύσω και να το απαλύνω έστω κι έτσι, αυτή την πληγή που μου άφησε πολύ πιο βαθιά σημάδια απ'όσα νόμιζα...
Γιατί ίσως κι εσύ, αν και φευγάτος, μου χρωστούσες κάτι...πολλά! και φαίνεται σε βάραιναν; αν και τα'χες αφήσει όλα πίσω σου, "καλότυχε νεκρέ" που έζησες τελικά τη ζωούλα σου όπως γούσταρες εσύ και το εγώ σου. Αλλά και...γιατί κι εγώ είχα ανάγκη σαν παιδί κι αργότερα σαν έφηβος τον πατέρα του, τον γονιό του. Ναι ρε, σε είχα ανάγκη γαμώ τα εικονοστάσια, αυτά που ενίοτε, και ειδικά όταν αρρώστησες βαριά, προσκυνούσες με συνέπεια. Για να καλοπιάσεις "τον από πάνω"; μη δείχνοντας όμως τον ίδιο βαθμό έγνοιας προς τους ίδιους τους δικούς σου.
Αλλά γαμώτο, παρ'όλα αυτά όμως, παρόλα όσα είπα ή σκέφτηκα για σένα...}
στον πατέρα μου...
Θυμάμαι ακόμα καθαρά το ανοιγμένο φέρετρό σου. Έμοιαζες με σοφό γέροντα που κοιμόταν.
Θυμάμαι καλά ότι για λίγο έκλαψα από πάνω του, όταν είχαν απομακρυνθεί όλοι κι έμεινα μόνος. Αλλά μέχρι εκεί. Ήταν όμως αληθινό και το κατάλαβες, ε; Μου φάνηκε μάλιστα σα να διέκρινα ένα δάκρυ στο κάτασπρο το πρόσωπό σου. Και σκέφτηκα ότι τα ψιλοχάνω και πώς θα΄ρχόμουν στα ίσια μου αν πλακωνόμουν μετά στα ξίδια.
Σκεφτόμουν συνέχεια ότι βιαζόμουν να τελειώσει η συμβατική τελετή, με τα καθιερωμένα συνθηματικά του παπά, τις ιδρωμένες μετά χειραψίες, τον άγευστο καφέ της παρηγοριάς. Τι δουλειά είχα εγώ εκεί κι ανάμεσα σε όλους αυτούς, γιατί συμφώνησα να έρθω;
Και δεν χρειαζόμουν ποτέ στη ζωή μου κανέναν να με παρηγορήσει για τίποτε. Θυμάμαι σκεφτόμουν ότι ήθελα να διακτινιστούν όλοι σχεδόν οι παρόντες πίσω στις προσωπικές τους ανιαρές, συνηθισμένες παλινωδίες. Έμοιαζαν πιο ξέψυχοι κι από εσένα.
Και θυμάμαι ότι πονούσα πιο πολύ όσο ζούσες. Κι ας το κράταγα αυτό κλειδωμένο στο υπόγειό μου το προσωπικό. Η απουσία σου έλαμπε σαν πύρινος αστέρας...
Και από νωρίς είχα βαλθεί να με πείσω ότι δεν με πείραζε, ότι αδιαφορούσα. Όπως εσύ για μας.
Σκέψου λοιπόν την έκπληξή μου για όλες αυτές τις αστρικές φορές που εισέβαλες ακάλεστος στις ονειροχώρες μου!
Για να εξιλεωθείς; Για να μου προσφέρεις βορά τη θολή σου μορφή στις πιο σκληρές επικρίσεις; Για να μου δώσεις τις εξηγήσεις που παρέλειψες όσο ζούσες;
Σίγουρα πάντως για να...μου σταθείς!
Θυμάσαι;
Όπως τότε που ήρθες και άπλωσες το σάβανο στο κρεβάτι μου, δηλώνοντας ατάραχα ότι πάνω του μονάχα εσύ ήταν για να ξαπλώσεις! Και την επόμενη κιόλας ημέρα που το'χα ξεχάσει...θυμάσαι; Τα φρένα του οχήματός μου χαλούσαν καταμεσής της πολυσύχναστης λεωφόρου κι εγώ γλίτωνα από του θεριστή το δρεπάνι σαν από θαύμα!
Ήταν και άλλες οι φορές που'ρχόσουν να μ'επισκεφτείς, πότε αλαφιασμένος πότε γαλήνιος, για να με ειδοποιήσεις ή να με καθησυχάσεις.
Κι εγώ όλες εκείνες τις φορές απόφευγα να ρωτήσω το λόγο. Βλέπεις ήξερα...ή ήθελα να νομίζω πως ξέρω την απάντηση.
Με αγαπούσες!
Γαμώτο...με αγαπούσες;
Και από νωρίς είχα βαλθεί να με πείσω ότι δεν με πείραζε, ότι αδιαφορούσα. Όπως εσύ για μας.
Σκέψου λοιπόν την έκπληξή μου για όλες αυτές τις αστρικές φορές που εισέβαλες ακάλεστος στις ονειροχώρες μου!
Για να εξιλεωθείς; Για να μου προσφέρεις βορά τη θολή σου μορφή στις πιο σκληρές επικρίσεις; Για να μου δώσεις τις εξηγήσεις που παρέλειψες όσο ζούσες;
Σίγουρα πάντως για να...μου σταθείς!
Θυμάσαι;
Όπως τότε που ήρθες και άπλωσες το σάβανο στο κρεβάτι μου, δηλώνοντας ατάραχα ότι πάνω του μονάχα εσύ ήταν για να ξαπλώσεις! Και την επόμενη κιόλας ημέρα που το'χα ξεχάσει...θυμάσαι; Τα φρένα του οχήματός μου χαλούσαν καταμεσής της πολυσύχναστης λεωφόρου κι εγώ γλίτωνα από του θεριστή το δρεπάνι σαν από θαύμα!
Ήταν και άλλες οι φορές που'ρχόσουν να μ'επισκεφτείς, πότε αλαφιασμένος πότε γαλήνιος, για να με ειδοποιήσεις ή να με καθησυχάσεις.
Κι εγώ όλες εκείνες τις φορές απόφευγα να ρωτήσω το λόγο. Βλέπεις ήξερα...ή ήθελα να νομίζω πως ξέρω την απάντηση.
Με αγαπούσες!
Γαμώτο...με αγαπούσες;
Έστω και με ένα δικό σου τρόπο όσο ζούσες;
Με νοιάζεσαι τελικά; Τώρα που δεν είσαι παρά μια στα όνειρά μου θολή μορφή...
Όπως... σε αγαπούσα κι εγώ κι ας μη στο φανέρωσα ποτέ όσο υπήρχες σε τούτη την πλευρά.
Και άκουσε, αν ακόμα μπορείς, όπου κι αν τη βγάζεις καθαρή ή όχι. Άκου με τι έχω να σου πω:
Με νοιάζεσαι τελικά; Τώρα που δεν είσαι παρά μια στα όνειρά μου θολή μορφή...
Όπως... σε αγαπούσα κι εγώ κι ας μη στο φανέρωσα ποτέ όσο υπήρχες σε τούτη την πλευρά.
Και άκουσε, αν ακόμα μπορείς, όπου κι αν τη βγάζεις καθαρή ή όχι. Άκου με τι έχω να σου πω:
Σε συγχωρώ!
Συγχώρα με κι εσύ.
Μα κυρίως συγχώρεσε τον εαυτό σου.
Και αναπαύσου εν ειρήνη.
Αν υπάρχει κάπου αυτή...
Συγχώρα με κι εσύ.
Μα κυρίως συγχώρεσε τον εαυτό σου.
Και αναπαύσου εν ειρήνη.
Αν υπάρχει κάπου αυτή...
ανιχνευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου