by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Τα φεστιβάλ ποίησης και οι αναγνώσεις ποίησης κατάντησαν η πιο χυδαία πνευματική νεκροφάνεια ποιητών εκδοτών και μικροεμπόρων.
Μέσα στον ετερότροφο παρασιτισμό τους, οι
κλίκες που επιφανώς έχουν διαπρέψει ως οπισθοαβανγκάρντ καλόγεροι του
καταραμένου κέντρου των Αθηνών-βλέπε κωλόμπαρα και εναλλακτικά
βιβλιοπωλεία-αυτά που, πρώην κνίτες που εγίναν αντικνίτες εν μια νυκτί
αναγνώσεως Δημουλά, τώρα κονσερβοποιούν το σκατούλι τους και το βάζουν
στο ράφι της καθημερινής μπανιστηρτζίδικης ουτοπίας.
Ψιλικατζήδες και γερογαμιάδες, κόμισες
και κομισάριοι, γυρολόγοι με άποψη και λίμπιντο, κόρες βιοτεχνών και
φιλάργυροι γαστρονόμοι, πυκνοπόγονοι νεολαίοι με πρόωρο γήρας-ακαύλωτοι
διαχειριστές του εαυτού τους-,πλάνητες και πλανεμένοι
καρβουνιάρηδες-μαυρισμένοι απ’ το υπερφίαλο τίποτα-αεροπτεριστές της
εφήμερης πλην καθεστωτικής Αυγής, χρυσόφτερνοι κλακαδόροι, χοντρόκωλοι
ακαδημαϊκοί σπεσιαλίστες τού κόπυ πέιστ, φιλόλογοι που σπούδασαν
γηρατειά στα δεκαοχτώ, πρώην διευθυντές εκπαιδεύσεως παιδεραστικής
κοπής, περιφερειάρχες και θυμωμένοι κομμωτές, ζεσταίνουν το πλεμόνι της
ποίησης στο μεγάλο τσουκάλι της μαλακίας, ξαναγυρίζοντας στη μισοντυμένη
αίσθηση ενός θαυμαστού εσωτερικού αυνανισμού πασπαλισμένου με τη
διάφανη αχλή του βρωμοαρώματος του καταλυτικού τους γιοταχί που θα τους
πάει στην ποιητική πλατφόρμα.
Παίχτες όλοι ενός ποιητικού σαρβάιβορ
έτοιμοι για τρελές πιπίλες. Για αναγνώριση και χειροκρότημα την στιγμή
που η εκσπερματική μοναξιά τους πιτσιλίζει τα πλήθη.
Το έπαθλον είναι εκατό χιλιάδες δάφνινα
στεφάνια πασπαλισμένα με τσουτσουνόσκονη απ’ το Λίγο Του Κώλου. Ω!
σύντροφοι, που δεν έχουμε συμφάγει ποτέ μαζί, πού χέζουν τελικά οι
παίχτες του σαρβάιβορ;
το διαβάσαμε στον Αδέσποτο Σκύλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου