Καθώς η πόλη κοιμάται τη νύχτα και τίποτα δεν φαίνεται να ταράζει τη συναινετική μακαριότητά της..Που συντίθεται από υπολογιστικές και μοιρολατρικές κανονικότητες και πολιτισμικές νευρώσεις και αποδοχές αναπόφευκτων παγιώσεων και αναμονή της επόμενης μέρας. Που δεν θα φέρει τίποτα το καινούργιο στη ροή και την υφή του χρόνου των αστικών χάμστερ και αρουραίων. Που ίσως σε κάποιο διαυγές ονείρεμα της δίχως άστρα νύχτας τους, ίσως και να ένιωσαν-μίλησαν-συνευρέθηκαν και υψώθηκαν-πέταξαν ο καθένας με τα δικά του μαγικά κι ατσαλάκωτα φτερά και μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους. Την επόμενη όμως ημέρα δεν θα θυμούνται ίσως τίποτα. Πρέπει να επιστρέψουν στην ψυχοφθόρα σκλαβιά που τους είπαν ότι ονομάζεται "εργασία" ή αναζήτηση αυτής και στην οποία όλοι έχουν δικαίωμα, αλλά πρέπει να παλέψουν γι'αυτό, δηλαδή να δεχτούν περισσότερο εγκλεισμό και ταπείνωση και να φιλήσουν τα πόδια των δεσμοφυλάκων αν τους βρουν μια θεσούλα σε κάποια από τα καταναγκαστικά έργα που προσφέρει η φυλακή τους. Η κοινωνική προσφορά της πόλης. Η χοάνη που θέλει να μην αφήνει ούτε υποψία δημιουργικότητας και φαντασίας και κλεφτής ή υπερβατικής ματιάς έξω από τα τείχη της και πέρα από τις βεβαιότητες των καταστατικών της και τις δικλείδες ασφαλείας των κατασκευαστών της.
Αλλά καθώς η πόλη κοιμάται τη νύχτα, οι ώρες της κοινής ησυχίας μεταφράζονται για κάποιους σε ώρες κοινής ανησυχίας. Και περιπλάνησης, όπου ο καθένας διαλέγει τους τρόπους και τα βήματα, είτε μοναχικά είτε με τις παρέες που του πάνε. Κοιτώντας με φλεγόμενο ή παράξενο και συνωμοτικό βλέμμα την παγωμάρα που σκεπάζει το αέναο, εξαγνιστικό και μορφοποιό απ'τη φύση του πυρ. Και δεν σταματούν να σαμποτάρουν τη διαγραφή τρελαμένων κύκλων στο κλουβί των πειραματόζωων της πόλης και να στοιχειώνουν ακόμα και την ακινησία των ονείρων τους.
Γιατί αυτή η πόλη, αυτό το κακό ξόρκι του "κατασκευαστικού ιερατείου" και των επιτηρητών και δεσμοφυλάκων του, αυτή η γλίτσα και θανατερή οσμή βάλτου, δεν μπορεί να συντηρείται και να τροφοδοτείται από τις σάρκες και την ενέργεια των αλυσοδεμένων κρατουμένων αιώνια.
Και κάποιοι το ξέρουν καλά. Και εκτοξεύουν με ανυποχώρητο πείσμα αυτό το μήνυμα, σαν βέλος που βγάζουν απ'τη φαρέτρα τους και στοχεύει τα γρανάζια της μηχανής που κάνει την πόλη να λειτουργεί και να παρασιτεί ακόμα. Σε βάρος της φύσης και της ανθρώπινης φύσης.
Ο Ένοικος...
Αλλά καθώς η πόλη κοιμάται τη νύχτα, οι ώρες της κοινής ησυχίας μεταφράζονται για κάποιους σε ώρες κοινής ανησυχίας. Και περιπλάνησης, όπου ο καθένας διαλέγει τους τρόπους και τα βήματα, είτε μοναχικά είτε με τις παρέες που του πάνε. Κοιτώντας με φλεγόμενο ή παράξενο και συνωμοτικό βλέμμα την παγωμάρα που σκεπάζει το αέναο, εξαγνιστικό και μορφοποιό απ'τη φύση του πυρ. Και δεν σταματούν να σαμποτάρουν τη διαγραφή τρελαμένων κύκλων στο κλουβί των πειραματόζωων της πόλης και να στοιχειώνουν ακόμα και την ακινησία των ονείρων τους.
Γιατί αυτή η πόλη, αυτό το κακό ξόρκι του "κατασκευαστικού ιερατείου" και των επιτηρητών και δεσμοφυλάκων του, αυτή η γλίτσα και θανατερή οσμή βάλτου, δεν μπορεί να συντηρείται και να τροφοδοτείται από τις σάρκες και την ενέργεια των αλυσοδεμένων κρατουμένων αιώνια.
Και κάποιοι το ξέρουν καλά. Και εκτοξεύουν με ανυποχώρητο πείσμα αυτό το μήνυμα, σαν βέλος που βγάζουν απ'τη φαρέτρα τους και στοχεύει τα γρανάζια της μηχανής που κάνει την πόλη να λειτουργεί και να παρασιτεί ακόμα. Σε βάρος της φύσης και της ανθρώπινης φύσης.
Ο Ένοικος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου