του Γεράσιµου Λυκιαρδόπουλου
Εδώ που έχουµε φτάσει δεν υπάρχει ελπίδα, παρεκτός κι αν τολµήσουµε ν’ απελπιστούµε στ’ αλήθεια : να τό πάρουµε απόφαση πως βρισκόµαστε πράγµατι σε µονόδροµο· αρκεί µόνο να οπλίσουµε τή µατιά µας µε περισσότερη λογική, δηλαδή µε περισσότερο θάρρος, ώστε να δούµε πως δεν πρόκειται για τόν περιβόητο «µονόδροµο» τής υποταγής στη µοίρα, στην ακόρεστη τυφλή και κουφή βούληση τών «αγορών», αλλά για τόν όντως µ ο ν ό δ ρ ο µ ο µιας ζωτικά αναγκαίας – πρωτίστως εσωτερικής – αναστροφής.
Ειδάλλως είµαστε χαµένοι από χέρι. Συνεχίζοντας να καταπίνουµε τό δόλωµα τής «ελπίδας» έρπουµε προς τό µοιραίο, ψυχρά υπολογισµένο και πολιτικά «κοστολογηµένο», τέλος µας. Κάθε κατάφασή µας (εκβιασµένη, κουρασµένη, υπνωτισµένη) προς αυτή τήν τζούφια ελπίδα προακυρώνει κάθε µελλοντικό ενδεχόµενο επαν–όρθωσης, ήτοι ανατροπής τής καθεστηκυίας αταξίας, ανοµίας και αδικίας. Αυτό που συµβαίνει σήµερα δεν είναι απλώς ο δίκην φυσικής καταστροφής θάνατος τής «οικονοµίας» αλλά ένα έγκληµα εν ψυχρώ εναντίον µας – στο οποίο εκβιαζόµαστε να συµµετάσχουµε µε τή δέουσα «πολιτική υπευθυνότητα».
Εκεί έχουµε φτάσει· και εκεί θα βαλτώσουµε για πάντα (ή όσο µπορεί να κρατήσει αυτό τό «πάντα»), εάν δεν υπάρξει η ατοµική και συλλογική εκείνη υπέρβαση που µόνο µια άξια τού ονόµατός της αριστερά θα µπορούσε να εµπνεύσει. Υπάρχει αυτή η αριστερά;
Στο σηµείο αυτό ας µάς επιτραπεί να «µιζεριάσουµε», ήγουν να κρίνουµε «εξ όνυχος τόν λέοντα» επιµένοντας σε κάποιες όχι και τόσο τυχαίες και όχι µόνο «συµβολικής» αξίας «λεπτοµέρειες». Πώς ανέχεται, λ.χ., η αριστερά τής «ρήξης και τής ανατροπής» κορυφαία στελέχη της να συναγελάζονται σε κοσµικές και «πνευµατικές» εκδηλώσεις µε τό άνθος τής εθνικής µας γκλαµουριάς «τιµώντας» «πατριαρχικές» φιγούρες τού κατεστηµένου ή να συνοµιλούν σε «γεύµατα εργασίας» µε τούς ολιγάρχες τών διαπλεκοµένων συµφερόντων;
Και τά πράγµατα γίνονται πιο απογοητευτικά όταν στα – φίλια πλην όµως δικαίως αυστηρά – ερωτήµατα που διατυπώνονται σχετικά ακούγονται απαντήσεις σαν αυτή που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας : «Μή φοβάστε, η συναναστροφή µας µε τόν διάβολο δεν θα µάς διαβολίσει» (ή κάπως έτσι). Απάντηση διόλου καθησυχαστική βέβαια, καθώς µέσα στην άνετη συγκαταβατικότητά της διαφαίνεται η µετάβαση τού παλαιολιθικού κοµµατοκρατικού λόγου από τό σκυθρωπό ήθος τής θεωρητικής «καθαρότητας» τού ΚΚΕ στον ελευθεριάζοντα παραγοντισµό και τή χαριτολογούσα τακτική τών δηµοσίων σχέσεων τής µεταµοντέρνας αριστεράς – αλλά ο σκληρός δογµατικός πυρήνας παραµένει πάντα ο ίδιος : «τό κόµµα ξ έ ρ ε ι καλύτερα από σένα».
Ωστόσο η σοβαρότητα τής κατάστασης που τή ζούνε στο πετσί τους αυτοί που «δεν ξέρουν», οι «από κάτω», δεν τά σηκώνει πλέον αυτά και απαιτεί τό ξερίζωµα και τό σάρωµα κάθε παρόµοιας νοοτροπίας και συµπεριφοράς. Αλλιώς έχουµε πάλι µια από τά ίδια : αµνηστεύουµε γι’ άλλη µια φορά τόν χειρότερό µας εαυτό κρύβοντας τά ξερά µέσα στα χλωρά, κλείνουµε τό µάτι στον αντίπαλο ξεπλένοντας τό µεγάλο του έγκληµα µέσα στις δικές µας µεγάλες ή µικρές αδυναµίες, γελοιογραφούµε τή σοβαρότητα ως σοβαροφάνεια και – κατ’ αντιστροφή – βαφτίζουµε τήν αρχαία λαµογιά νεωτεριστικό πνεύµα και τήν µπαγαποντιά τού αξιακού σχετικισµού πολιτική ευστροφία.
Έτσι συνεχίζουµε να βράζουµε στο ζουµί µας, ήτοι στην αµφίθυµη νεοελληνική «δυσφορία» που εκφυλίζεται είτε σε νοσταλγία τής παραδείσιας πασοκικής «καλοπέρασης» είτε σε προσδοκία τής νεοδηµοκρατικής «ανάπτυξης» τών τρωκτικών συµφερόντων που ροκανίζουν τήν Ελλάδα.
Απ’ αυτή την ισόπαλη αµφιθυµία, απ’ αυτό τόν ισοψηφούντα «δικοµµατισµό» απορρέει η έσχατη µορφή πνευµατικής έκπτωσης, ο υπαρκτός εκείνος µηδενισµός που δεν εκφράζεται µόνο στον «εθνολαϊκισµό» τών «ηλιθίων» µαζών αλλά και στην προϊούσα αποκολοκύνθωση τής πολιτικής ελίτ, η οποία από τή µία µεριά περιφέρει ως άλλη µπερλίνα ένα αµφιλεγόµενο νοµοσχέδιο ορθοπολιτικού µιντιακού «αντιρατσισµού» (αµφιβόλου µάλιστα χρησιµότητας καθώς οι ρατσιστές ξεσαλώνουν καθηµερινά, ουδόλως ενοχλούµενοι από τούς ήδη υπάρχοντες, επαρκώς αυστηρούς αλλά σκανδαλωδώς υπνώττοντες, σχετικούς νόµους), από τήν άλλη µεριά, η ίδια αυτή ελίτ, κανακεύει τούς νεοναζιστές πλέκοντάς τους ένα προστατευτικό κουκούλι υποκριτικής θεσµολαγνείας: «Τί να κάνουµε; Τούς έχει ψηφίσει ένα εκατοµµύριο Έλληνες!».
Σ’ αυτούς τούς ντροπαλούς εραστές τού πολιτικού τραµπουκισµού, σ’ αυτούς τούς ακραιφνείς «δηµοκράτες» που ψηφίζουν προθυµότατα νόµους που ποινικοποιούν τόν ρατσιστικό λ ό γ ο αλλά εµφανίζονται µάλλον απρόθυµοι να καταστείλουν τήν καθηµερινή ρατσιστική π ρ α κ τ ι κ ή θα θέλαµε να επαναλάβουµε ότι εάν όντως οι κανόνες τής δηµοκρατίας επιτρέπουν να µπαίνουν στο «ναό» της οι µαχαιροβγάλτες, τότε αυτή η «δηµοκρατία» είναι καταδικασµένη – και είναι άξια τής µοίρας της.
* Από τό περιοδικό « Σηµειώσεις » που κυκλοφορεί – τεύχος 77, Ιούνιος 2013
πηγή:http://oulaloum.espiv.net/?p=2204
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου