Ακόμη
μια βάρδια έφτασε στο τέλος της. Πέρασε και σήμερα η ώρα, το
νυχτοκάματο βγήκε και απόψε, αρκετά κοπιαστικά μα τόσο τίμια. Πάει
καιρός που η αμοιβή της πρωινής δουλειάς δεν έφτανε καλά για τα βασικά, η
προσφερόμενη θέση πακετά στο φαγάδικο ενός παλιού συμμαθητή ήταν θείο
δώρο.
Γράφει ο ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ
Στο
παρελθόν ούτε καν θα μιλούσαμε για κάτι τέτοιο αλλά είναι η ανάγκη που
τα φέρνει έτσι και η γλώσσα μπαίνει μέσα και η μιλιά κόβεται. Παίρνεις
αυτό που σου προσφέρεται και το ευχαριστώ βγαίνει από μόνο του από μέσα
σου. Που να φτάσει ένας τσεκουρεμένος μισθός να ταΐσεις τη φαμίλια. Η
γυναίκα άνεργη, το νοίκι να τρέχει, τα χαράτσια του ηλεκτρικού να
απειλούν κατάματα και τα παιδιά να κλαίνε και να μη μπορούν να
καταλάβουν το νέο καθεστώς στο σπιτικό.
Ένα καθεστώς που τρυπώνει καθημερινά σε ολοένα και περισσότερα σπίτια, καθηλώνει απότομα οικογένειες στα πλοκάμια του, κόβοντας μαχαίρι τα όποια όνειρα και φέρνει άσχημους εφιάλτες στο πέρασμα του. Η φτώχεια είναι αυτή που επικρατεί παντού, κερδίζει κάθε μάχη με την καθημερινότητα και εμφανίζεται σε άτομα που ούτε καν είχαν φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να τα ζήσουν αυτά.
Οι σκέψεις αυτές δείχνουν να σε καθυστερούν. Κουμπώνεις τη ζακέτα σου βιαστικά, έχεις περπάτημα να κάνεις για την επιστροφή στο σπίτι, με τα πόδια φυσικά. Λεφτά για ταξί όχι απλά δεν περισσεύουν αλλά ούτε καν μπορείς να το σκεφτείς. Είναι μεγάλη η διαδρομή και το κρύο και η υγρασία δυνατή αλλά θα το παλέψεις, όπως έκανες πάντα, όπως κάνεις και τώρα.
Βέβαια το κρύο είναι λιγότερο εχθρικό από τις εικόνες που συναντάς κάθε βράδυ κατά την επιστροφή. Λουκέτα παντού, μαγαζιά το ένα πίσω από το άλλο κλειστά. Ανθρώπινες σκιές που στηρίζονται σε κάποιο τοίχο για να βρούνε ένα κομμάτι γαλήνη, άστεγοι που καθημερινά σου μοιάζουν και πιο πολλοί. Θαρρείς και υπάρχει ένα σύστημα τέτοιο που τα πρωινά πετά τον κόσμο από τα σπίτια του και εσύ τους συναντάς όλους μπροστά σου. Κάθε ηλικίας, κάθε φύλλου κολασμένοι της χώρας της κρίσης, που χτυπιούνται καθημερινά αλύπητα από τις κακουχίες.
Λίγο πιο πέρα αμέτρητα κλουβιά με ρόδες, ένστολες, στολισμένες άψυχες ψυχές που για να περάσει η δική τους βάρδια, βρίσκουν παιχνίδια να απασχολούν τον εαυτό τους, φανερώνοντας τα βαθιά ριζωμένα συμπλέγματα τους. Δέρνοντας μετανάστες, παρενοχλώντας συστηματικά αγόρια που ντύνονται γυναίκες, μήπως και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι αγόρια, καταπιεσμένα, που ντύνονται με τις στολές τους για να παριστάνουν τους άντρες;
Εικόνες πραγματικές που όσο πάει και θα χειροτερεύουν, παράνομα μάτια ακριβώς απέναντι από τους ένστολους κρατικούς τρομοκράτες. Γνωστά ντηλέρια που σκορπούν το θάνατο με τις ουσίες τους, είναι γνωστό ότι είναι αόρατα για αυτό ποτέ δε συλλαμβάνονται και ας κάνουν τις «δουλειές» τους ακριβώς μπροστά από τα μάτια του νόμου. Η πρέζα θερίζει και αμέτρητοι ναρκομανείς κοιμούνται κάτω από τα δέντρα, μήπως και ξεχάσουν για λίγο τον πόνο και τη δίψα τους για το ταξίδι, τη διαφυγή από αυτό το ρημαδιασμένο κόσμο.
Ο ίδιος πανικός επικρατεί και το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται παντού, η εξαθλίωση χτυπάει κόκκινο και οι νύχτες στο δρόμο μοιάζουν όλο και πιο πολύ σε κάτι τελείως άγνωστο. Πεινασμένα παιδιά να στέκονται πάνω από τους κάδους με τα σκουπίδια για να βρουν κάτι φαγώσιμο, ένα παιχνίδι που πετάχτηκε κατά λάθος από κάποιον που δε το χρειάζεται. Εικόνες πραγματικές, αληθινές και όχι από κάποια ταινία. Ξεπηδούν από την πραγματικότητα και όχι από κάποιο πλατό.
Βλέμματα φοβισμένα παντού, ζευγάρια υγρά μάτια καραδοκούν. Νύχτες παράξενες, νύχτες μαγικές, η βόλτα σου φτάνει στο τέλος της. Όχι όμως και η ελπίδα που έχεις ότι ο καθένας δεν κοιτά τον εαυτό του και κανέναν άλλο. Ότι η αλληλεγγύη επιτέλους ξεπηδά μέσα από την εξαθλίωση και την ένδεια αυτής της κοινωνίας.
Ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο, εχθροί του κράτους, που κάθε στιγμή που περνά φανερώνει το πραγματικό του προσωπείο, αυτό του εχθρού, του μόνου και υπέρτατου τρομοκράτη. Καταδικάζοντας τους πολλούς σε πείνα και φτώχεια, προστατεύοντας του λίγους και πριμοδοτώντας τους με ολοένα και περισσότερα προνόμια και κέρδη. Προκλητικά και με μπόλικο θράσος, θιασώτες του συντάγματος που ψηφίζουν τον αφανισμό μιας ολάκερης γενιάς αλλά διατηρώντας όλα τα προνομιακά ψηφίσματα που αφορούν τη δική τους πλευρά.
Καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί από τη μια. Φτιασιδωμένος, ψεύτικος παράδεισος από την άλλη. Εξεγερμένοι αγωνιστές απέναντι σε σάπια κουφάρια που έμαθαν να καταδικάζουν ψυχές σε θάνατο χωρίς κανένα δισταγμό. Το φως που δίνει ζωή, κόντρα στο σκοτάδι που παίρνει ψυχές.
Προβλήματα πολλά στο κεφάλι, φέρνουν ακόμα περισσότερα δάκρυα στα μάτια και κάποια στιγμή ένα άσχημο τέλος. Τίποτα δεν είναι όπως τα παραμύθια, εδώ η ζωή σου ξεπουλιέται και συ ακόμα σκέφτεσαι πως θα ξεπληρώσεις την τράπεζα, πως θα μαζέψεις τα λεφτά για το νοίκι.
Άλλη μια νύχτα μαγική ήρθε στο τέλος της, ο αγώνας για επιβίωση σε κρατά απασχολημένο από αυτές τις τρομερές σκέψεις. Μα αρκεί μια μοναδική βόλτα στο κέντρο της πόλης για να μπορέσεις να δεις την αλήθεια, να κοιτάξεις κατάματα το κτήνος και να πάρεις τις αποφάσεις σου. Να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου, η δουλειά είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση, δεν είναι δουλεία αλλά τρόπος να ζεις καλύτερα και να αποκτήσεις όλα όσα επιθυμείς.
Ο μόνος τρόπος να σωθείς είναι να βγεις ξανά στο δρόμο, αυτή τη φορά όμως όχι για βόλτα.
Συνεχίζουμε...
Ένα καθεστώς που τρυπώνει καθημερινά σε ολοένα και περισσότερα σπίτια, καθηλώνει απότομα οικογένειες στα πλοκάμια του, κόβοντας μαχαίρι τα όποια όνειρα και φέρνει άσχημους εφιάλτες στο πέρασμα του. Η φτώχεια είναι αυτή που επικρατεί παντού, κερδίζει κάθε μάχη με την καθημερινότητα και εμφανίζεται σε άτομα που ούτε καν είχαν φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να τα ζήσουν αυτά.
Οι σκέψεις αυτές δείχνουν να σε καθυστερούν. Κουμπώνεις τη ζακέτα σου βιαστικά, έχεις περπάτημα να κάνεις για την επιστροφή στο σπίτι, με τα πόδια φυσικά. Λεφτά για ταξί όχι απλά δεν περισσεύουν αλλά ούτε καν μπορείς να το σκεφτείς. Είναι μεγάλη η διαδρομή και το κρύο και η υγρασία δυνατή αλλά θα το παλέψεις, όπως έκανες πάντα, όπως κάνεις και τώρα.
Βέβαια το κρύο είναι λιγότερο εχθρικό από τις εικόνες που συναντάς κάθε βράδυ κατά την επιστροφή. Λουκέτα παντού, μαγαζιά το ένα πίσω από το άλλο κλειστά. Ανθρώπινες σκιές που στηρίζονται σε κάποιο τοίχο για να βρούνε ένα κομμάτι γαλήνη, άστεγοι που καθημερινά σου μοιάζουν και πιο πολλοί. Θαρρείς και υπάρχει ένα σύστημα τέτοιο που τα πρωινά πετά τον κόσμο από τα σπίτια του και εσύ τους συναντάς όλους μπροστά σου. Κάθε ηλικίας, κάθε φύλλου κολασμένοι της χώρας της κρίσης, που χτυπιούνται καθημερινά αλύπητα από τις κακουχίες.
Λίγο πιο πέρα αμέτρητα κλουβιά με ρόδες, ένστολες, στολισμένες άψυχες ψυχές που για να περάσει η δική τους βάρδια, βρίσκουν παιχνίδια να απασχολούν τον εαυτό τους, φανερώνοντας τα βαθιά ριζωμένα συμπλέγματα τους. Δέρνοντας μετανάστες, παρενοχλώντας συστηματικά αγόρια που ντύνονται γυναίκες, μήπως και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι αγόρια, καταπιεσμένα, που ντύνονται με τις στολές τους για να παριστάνουν τους άντρες;
Εικόνες πραγματικές που όσο πάει και θα χειροτερεύουν, παράνομα μάτια ακριβώς απέναντι από τους ένστολους κρατικούς τρομοκράτες. Γνωστά ντηλέρια που σκορπούν το θάνατο με τις ουσίες τους, είναι γνωστό ότι είναι αόρατα για αυτό ποτέ δε συλλαμβάνονται και ας κάνουν τις «δουλειές» τους ακριβώς μπροστά από τα μάτια του νόμου. Η πρέζα θερίζει και αμέτρητοι ναρκομανείς κοιμούνται κάτω από τα δέντρα, μήπως και ξεχάσουν για λίγο τον πόνο και τη δίψα τους για το ταξίδι, τη διαφυγή από αυτό το ρημαδιασμένο κόσμο.
Ο ίδιος πανικός επικρατεί και το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται παντού, η εξαθλίωση χτυπάει κόκκινο και οι νύχτες στο δρόμο μοιάζουν όλο και πιο πολύ σε κάτι τελείως άγνωστο. Πεινασμένα παιδιά να στέκονται πάνω από τους κάδους με τα σκουπίδια για να βρουν κάτι φαγώσιμο, ένα παιχνίδι που πετάχτηκε κατά λάθος από κάποιον που δε το χρειάζεται. Εικόνες πραγματικές, αληθινές και όχι από κάποια ταινία. Ξεπηδούν από την πραγματικότητα και όχι από κάποιο πλατό.
Βλέμματα φοβισμένα παντού, ζευγάρια υγρά μάτια καραδοκούν. Νύχτες παράξενες, νύχτες μαγικές, η βόλτα σου φτάνει στο τέλος της. Όχι όμως και η ελπίδα που έχεις ότι ο καθένας δεν κοιτά τον εαυτό του και κανέναν άλλο. Ότι η αλληλεγγύη επιτέλους ξεπηδά μέσα από την εξαθλίωση και την ένδεια αυτής της κοινωνίας.
Ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο, εχθροί του κράτους, που κάθε στιγμή που περνά φανερώνει το πραγματικό του προσωπείο, αυτό του εχθρού, του μόνου και υπέρτατου τρομοκράτη. Καταδικάζοντας τους πολλούς σε πείνα και φτώχεια, προστατεύοντας του λίγους και πριμοδοτώντας τους με ολοένα και περισσότερα προνόμια και κέρδη. Προκλητικά και με μπόλικο θράσος, θιασώτες του συντάγματος που ψηφίζουν τον αφανισμό μιας ολάκερης γενιάς αλλά διατηρώντας όλα τα προνομιακά ψηφίσματα που αφορούν τη δική τους πλευρά.
Καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί από τη μια. Φτιασιδωμένος, ψεύτικος παράδεισος από την άλλη. Εξεγερμένοι αγωνιστές απέναντι σε σάπια κουφάρια που έμαθαν να καταδικάζουν ψυχές σε θάνατο χωρίς κανένα δισταγμό. Το φως που δίνει ζωή, κόντρα στο σκοτάδι που παίρνει ψυχές.
Προβλήματα πολλά στο κεφάλι, φέρνουν ακόμα περισσότερα δάκρυα στα μάτια και κάποια στιγμή ένα άσχημο τέλος. Τίποτα δεν είναι όπως τα παραμύθια, εδώ η ζωή σου ξεπουλιέται και συ ακόμα σκέφτεσαι πως θα ξεπληρώσεις την τράπεζα, πως θα μαζέψεις τα λεφτά για το νοίκι.
Άλλη μια νύχτα μαγική ήρθε στο τέλος της, ο αγώνας για επιβίωση σε κρατά απασχολημένο από αυτές τις τρομερές σκέψεις. Μα αρκεί μια μοναδική βόλτα στο κέντρο της πόλης για να μπορέσεις να δεις την αλήθεια, να κοιτάξεις κατάματα το κτήνος και να πάρεις τις αποφάσεις σου. Να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου, η δουλειά είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση, δεν είναι δουλεία αλλά τρόπος να ζεις καλύτερα και να αποκτήσεις όλα όσα επιθυμείς.
Ο μόνος τρόπος να σωθείς είναι να βγεις ξανά στο δρόμο, αυτή τη φορά όμως όχι για βόλτα.
Συνεχίζουμε...
πηγή: babushkagr.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου