Τύχαινε να περνάω συχνά από τη γωνιά εκείνη που κατοικοέδρευε. Για κάποιον λόγο μου έκανε εντύπωση και κοντοστεκόμουν και τον παρατηρούσα. Ήμουν μάλλον ο μόνος που "χαράμιζε το χρόνο του" σε μια τόσο συνηθισμένη πια εικόνα της γεμάτη άνισες εικόνες πόλης. Σε τούτους τους καιρούς που εχθρεύονται τον άνθρωπο τόσο βαθιά.
Με το σκοροφαγωμένο παμπάλαιο παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό μπας και εξασφαλίσει λίγη ζέστα, το μάλλινο καινούργιο σκουφί -κάποιος θα του το΄χε δώσει, καθώς το κρύο δεν αστειευόταν τελευταία- που άφηνε κάτι λευκά μακριά μαλλιά να πέφτουν μέχρι τις καμπουριασμένες πλάτες, τα μακριά λευκά γένια και την καθάρια ματιά, που δεν πτοούνταν από το γεμάτο ζάρες πρόσωπο, μου θύμιζε κάτι. Ή μάλλον κάποιον. Τον "γερο-Μαθιό" που δραπέτευσε από εκείνο το παλιό τραγούδι του "πρίγκιπα του ροκ", που φεύγοντας πρόωρα μας είχε αφήσει πίσω φτωχότερους. Και μου φαινόταν ότι ο "γερο-Μαθιός είχε εγκαταλείψει τα απόμερα βουνά του και τη φτωχική καλυβούλα του και μετέφερε τη μοναξιά του, για κάποιους δικούς του λόγους, μέσα στην πολύβουη έρημο της μεγάλης πόλης. Αυτής που καταπίνει ανθρώπους και ξερνάει τις σκιές τους να περιφέρονται σαν προδομένα μοναχικά στοιχειά.
Τον πλησίασα. Ποιος ήταν; Πώς να τον έλεγαν; Πώς βρέθηκε εδώ στην παγωμένη ετούτη γωνιά του δρόμου; Από πού ήρθε; Και ποιος ήταν; Ένας επαγγελματίας της ελεημοσύνης; Ένας μηνυτής της ανθρώπινης αδιαφορίας, της πολιτιστικής παράκρουσης; Μια απλώς ρακένδυτη ενόχληση για τους περαστικούς, μια καθημερινή ρουτίνα του δρόμου, ανάμεσα σε ανθρώπινους σωρούς τέτοιας "καθημερινής ρουτίνας";
Με κοίταξε ατάραχος. Έριξα μια αδιάκριτη -είναι αλήθεια- ματιά στο χαρτόνι που κρατούσε με το, πλέον, "εθνικό σύνθημα": ΠΕΙΝΑΩ!
Μου χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του σαν να επιβεβαίωνε την αλήθεια της γραπτής δήλωσής του. Δεν ξέρω τι μου ήρθε και το πρώτο που έκανα ήταν να του δώσω όλο το πακέτο με τα τσιγάρα -ήταν γεμάτο- και τον αναπτήρα. Καθώς το πρόσωπό του γινόταν ένα φωτεινό χαμόγελο, έκανα να ψάξω στο πορτοφόλι για λεφτά. Μου κράτησε όμως το χέρι και η ματιά του έγινε διάφανη, φωτεινή και καθηλωτική. Σάστισα. Δεν ξέρω πάλι πως μου'ρθε και τον ρώτησα: "ποιος είσαι;" Η απάντησή του, ήρεμη και αποκαλυπτική, συνοδεύτηκε από ένα συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού:
" Ένας έκπτωτος μόνο βασιλιάς. Και βασίλειό μου οι δρόμοι. Δεν χρειάζομαι κάτι άλλο παιδί μου. Μου έδωσες ήδη πολλά. Λίγο πιο κάτω θα βρεις κι άλλους που θα τους φανεί χρήσιμη η βοήθεια σου!"
Έμεινα άναυδος για μια στιγμή. Και εντυπωσιασμένος! Το μόνο που βρήκα να του πω ήταν μια εξυπνακίστικη ατάκα, κάτι σαν άμυνα απέναντι σε αυτή την αξιοπρεπή κι απρόσμενα φωτεινή ιστορία του δρόμου, που με αιφνιδίασε: " Αν εσύ είσαι ένας βασιλιάς αυτό μας κάνει όλους εμάς υπηκόους σου;"
Άφησε ένα μικρό και πικρό χαμόγελο να του ξεφύγει μα αμέσως σοβάρεψε. Και μου είπε: " Υπήκοοι και μόνο βιός μου είναι οι σκέψεις μου. Παλάτι μου οι δρόμοι που ζω. Το βασίλειό μου όλη η πόλη. Μουσικές μου οι ήχοι της πόλης, συνηθισμένοι, ασυνήθιστοι, αδέσποτοι."
"Και...οι άνθρωποι που περνούν;" Τον ρώτησα κι ένιωσα ότι η απάντησή του έκρυβε κάτι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά περίμενα ότι θα άκουγα κάτι απ'τον "βασιλιά" που θα άξιζε να το θυμόμουν. Και δεν είχα άδικο:
" Οι άνθρωποι;" πάλι το πικρό χαμόγελο κατέλαβε για λίγο το πρόσωπό του. " Θα σου φανεί παράξενο αδελφέ, αλλά...τους λυπάμαι! Έτσι όπως περπατάνε με σκυμμένα κεφάλια οι πιο πολλοί, με βιαστικά βήματα και καθόλου χαμόγελο, ενώ συχνά παραμιλάνε. Νομίζουν ίσως πως δεν τους ακούει κανείς, αλλά εγώ τους ακούω. Και τους συμπονώ!". Νάτο πάλι το χαμόγελο! Με κοίταξε: "Να πας στο καλό αδελφέ! Όλοι έκπτωτοι είμαστε. Άλλοι περνιούνται γι'αγγέλοι, άλλοι για δαιμόνοι, μα όλοι μας είμαστε ανθρώποι. Και γινόμαστε όλο και πιο αόρατοι. Σε μας τους ίδιους πρώτα! Εσύ όμως να περπατάς πάντοτες με την καρδιά και τα μάτια ανοιχτά, ε;"
Καλά μάντεψα. Ήταν ο γερο-Μαθιός που άφησε τη γαλήνια μοναχική βολή του στο ψηλό βουνό και κατέβηκε στην πόλη γιατί πεθύμησε τους ανθρώπους. Που νιώθουν μεγαλύτερη μοναξιά εδώ κάτω στις παγωμένες ερήμους της...
Ο Ένοικος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου