Oι ποιητές είναι ιεροφάντες μιας ακατανόητης έμπνευσης, καθρέφτες μιας γιγάντιας σκιάς που το μέλλον ρίχνει πάνω στο παρόν.Είναι οι ίδιες τους οι λέξεις, ικανές να εκφράζουν ακόμη κι εκείνο που βρίσκεται πέραν απ' ό,τι ο νούς συλλαμβάνει, οι σάλπιγγες είναι που ηχούν στη μάχη αγνoώντας τη δύναμη που εμπνέουν. Η επιρροή η αόρατη που χωρίς να κινείται τα πάντα κινεί. Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου......
Percy Bysshe Shelley
|
- Η ΜΑΓΙΚΗ ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο Σοπενχάουερ είχε πει:"ο καθένας είναι κοινωνικός στο βαθμό που είναι ασήμαντος!Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη μοναξιά & την ασημαντότητα"
Βέβαια για να είναι για κάποιον η μοναξιά του ΠΟΛΥΤΙΜΗ οφείλει ν' ακολουθήσει το ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ: να δώσει μεγάλες μάχες με τα διάφορα ΕΓΩ του που συνθέτουν αυτό που λέμε τη ΜΑΣΚΑ (ή καλύτερα ΜΑΣΚΕΣ) της προσωπικότητας-προϊόν ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ πάντα επιρροών! Να αντικρούσει τις ίδιες τις εμφυτευμένες από έξω (δημοφιλείς) απόψεις του! Να κουρελιάσει όλα τα σκιώδη κελύφη που βαραίνουν την ύπαρξή του και την περιορίζουν ασφυχτικά(πρέπει να με πιστέψετε:είμαστε ικανοί για εκπληκτικά πράγματα, φτιαγμένοι από τη μαγιά των...γαλαξιών & νεφελωμάτων!). Να προσεγγίσει την ΟΥΣΙΑ του. H οποία ουδεμία σχέση έχει με την περίφημη (χιλιομπαλωμένα κελύφη επί το πλείστον) προσωπικότητα.
Μέσα λοιπόν στη ΜΟΝΑΞΙΑ μπορεί ν ακούσεις το κάλεσμα των ΑΝΕΜΩΝ (εσωτερικών & εξωτερικών)..Μεταφέρουν πανάρχαια κοσμικά μυστικά, σε κωδική γλώσσα, ώστε μόνο οι ευγενείς ψυχές να γίνουν κοινωνοί τους. Ακόμα και κάποιοι άνθρωποι που φαινομενικά μοιάζουν χυδαίοι, άξεστοι, άσωτοι ( πόσο αδικούν την ουσία οι λέξεις και την καταπλακώνουν κάτω από τόνους συμβατικών & συλλογικά συμφωνημένων...μπάζων) μπορεί να κρύβουν μια αστραφτερή ψυχή!
Κάποια πράγματα είναι αδύνατον να ειπωθούν με λέξεις, γιατί απλώς τα νοήματά τους είναι απελπιστικά πεπερασμένα και περιοριστικά! Γι αυτό υπάρχει η παντοδύναμη γλώσσα των συμβόλων, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο υποσυνείδητο και στις διάνοιες κάποιων ξεχωριστών όντων. Όπως π.χ. κάποιοι ιδιαίτεροι ποιητές που γίνονται κοινωνοί αυτών των ΜΥΣΤΙΚΩΝ και φορείς αυτής της πανάρχαιας παντοδύναμης ΓΛΩΣΣΑΣ.
(Κάποιος είχε πει κάποτε ότι οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι θέλουν να φέρουν τον ουρανό στο μυαλό τους.Οι ποιητές θέλουν ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!)
Βέβαια ας μη παραγνωρίζουμε με τίποτα και την απίστευτη ενέργεια και ισχύ της συλλογικότητας, ειδικά και κυρίως όταν απαρτίζεται από μονάδες που θυσιάζουν τον εγωπαθή ατομικισμό τους (χωρίς όμως να απορροφούνται μέχρι διαγραφής από τη μαζοποίηση), με άδολο γνώμονα το κοινό καλό, όταν το αντιλαμβάνονται προσεγγίζοντας την ΟΥΣΙΑ των πραγμάτων. Η οποία στηρίζεται στην ελευθερία του πνεύματος, στο σεβασμό της διαφορετικότητας και μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου και στην αγνότητα της καρδιάς (κι ας ακούγεται σε κάποιους λίγο μελό). Με την αλληλεπίδραση ιδεών μέσα σε ένα τέτοιας ποιότητας περιβάλλον ο άνθρωπος χαλυβδώνεται, μαθαίνει και ανυψώνεται...Η μοναξιά του διαχέεται στους συντρόφους του, οι οποίοι την ομορφαίνουν με τη ζεστασιά της ψυχής τους και τη μεταμορφώνουν σε δάσκαλο και μαθητή τους συνάμα!
Ας δούμε λοπόν μερικά αγαπημένα για μένα δείγματα αυτής της μυστικής γλώσσας μέσα από την πένα κάποιων ιδιαίτερων-μοναχικών μαντεύω- ποιητών:
(ανιχνευτής)
........................
(ανιχνευτής)
........................
" Η λαγνεία του τράγου είναι δώρο του Θεού.
Η γύμνια της γυναίκας είναι έργο του Θεού.
Η υπερβολική θλίψη γελάει.
Η υπερβολική χαρά κλαίει... "
............................................................................................................................
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο,
Κάθεται σ’ένα θέατρο για να δει
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο,
Ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο
Τη μουσική των κόσμων.
............................................................................
Δεν ήμουνα ποτέ παιδί σαν τ' άλλα
ποτέ δεν είχα δεί με το δικό τους βλέμμα.
Τα πάθη μου - ένα υπόγειο ρέμα
κι οι θλίψεις μου απο πηγές μονάχες.
Τραγούδησα χαρές που μόν(η) είχα ζήσει
κι αγάπησα ό,τι δεν είχαν αγαπήσει.
Παιδί ακόμα - στην αυγή της θύελλας -
είχε φανεί απ' του καλού και του κακού τα βάθη
το μυστικό μου, που κανείς δεν είχε μάθει...
και η αντάρα,
που στα μάτια τα δικά μου
πάνω στον καταγάλανο ουρανό υψώθηκε
σαν δαίμονας μπροστά μου.
............................................................................................................................
" Η κίνηση κορδονιού στην απόκρημνη όχθη των
πτώσεων του ποταμού
Το βάραθρο με το ποδόστημα
Η ταχύτητα της πλαγιαστής σκάλας
Η πελώρια προσωρινή διάβαση του ρεύματος
Οδηγούν μεσ' απο τ' ανήκουστα φώτα
Και τον χημικό νεωτερισμό
Τους ταξιδιώτες κυκλωμένους απο τους στροβίλους της κοιλάδας
Και του σφοδρού ρεύματος.
Αυτοί είναι οι καταχτητές του κόσμου
Γυρεύοντας την προσωρινή χημική περιουσία
Τα αθλήματα και οι ανέσεις ταξιδεύουν μαζί τους
Οδηγούν την εκπαίδευση
Των φύλων, των τάξεων και των ζώων πάνω σ' αυτό το καράβι
Ανάπαυση και ίλιγγος
Στο κατακλυσμιαίο φως
Στα τρομερά βράδια της μελέτης."
ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΟ
................................................................................................................................
Η μνήμη! αυτή η στοργική αγρύπνια που τσακίζει κόκαλα,που τη φοβούνται όσοι φοβούνται να υπάρξουν...
ΤΑΝΤΑΛΟΣ
...............................................................................................................................
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ: Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : Δόξα σοι ο θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
................................................................................................................................
"Να πεθαίνεις
Είναι μια τέχνη, σαν όλες τις άλλες
Το κάνω εξαιρετικά ωραία
Το κάνω να' ναι σαν κόλαση
Το κάνω να' ναι αληθινό
Μαντεύω ότι θα μπορούσατε να πείτε πως έχω κάποιο λόγο"
................................................................................
ΕΙΜΑΙ ΚΑΘΕΤΗ
Μα θα προτιμούσα να' μαι οριζόντια.
Δεν είμαι δέντρο με τη ρίζα μου στο χώμα
Απορροφώντας μεταλλικά νερά και μητρική αγάπη
Έτσι που κάθε Μάρτη να λάμπω με τα φύλλα μου
Ούτε είμαι η ομορφιά ενός παρτεριού στον κήπο
Προκαλώντας τα Α! και εντυπωσιακά βαμμένο
Άγνωστη πρέπει σύντομα να μαραθώ
Συγκρινόμενο μαζί μου ένα δέντρο είναι αθάνατο
Και το κεφάλι ενός λουλουδιού όχι ψηλό, μα πιο εντυπωσιακό
Κι εγώ θέλω του ενός τη μακροζωία και του άλλου την τόλμη.
Απόψε, στο απειροελάχιστο φως των άστρων
Τα δέντρα και τα λουλούδια έχουν σκορπίσει τις δροσερές τους μυρωδιές.
Περπατάω ανάμεσά τους, μα κανένα απ' αυτά δε με παρατηρεί
Μερικές φορές νομίζω ότι όταν κοιμάμαι
Πρέπει τόσο τέλεια να τους μοιάζω
Οι σκέψεις φεύγουνε θολές.
Είναι πιο φυσικό για μένα, να ξαπλώνω κάτω.
Έτσι ο ουρανός κι εγώ έχουμε ανοιχτή συνομιλία
Και θα γίνω χρήσιμη όταν ξαπλώσω οριστικά:
Τότε τα δέντρα θα με αγγίξουν αμέσως και τα λουλούδια
θα' χουν χρόνο για μένα.
.................................................................................................................................
Ο ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ
Κύριε Πρόεδρε
Σας γράφω ένα γράμμα
Που ίσως να διαβάσετε
Αν έχετε καιρό.
Φτάσανε τα χαρτιά μου
Πως πρέπει να καταταγώ
Να φύγω για τον πόλεμο
Τ' αργότερο Τετάρτη.
Όμως Κύριε Πρόεδρε
Δεν πρόκειται να πάω
Δεν βρέθηκα σ' αυτή τη γη
Για να σκοτώνω αθώους.
Δεν θέλω να θυμώσετε
Μα πρέπει να σας πω
Πως το' χω πάρει απόφαση
Να γίνω λιποτάχτης.
Βλέπω στη λίγη μου ζωή
Πως πέθανε ο πατέρας μου
Πως φύγανε τ' αδέρφια μου
Και τα παιδιά μου κλαίνε.
Η μάνα μου απ' τα βάσανα
Τώρα βαθιά στον τάφο
Γελάει με τους εξοπλισμούς
Περιγελάει τους στίχους.
Όταν με χώσαν φυλακή
Αρπάξαν τη γυναίκα μου
Αρπάξαν την ψυχή μου
Το παρελθόν που αγάπησα.
Αύριο ξημερώματα
Την πόρτα θα χτυπήσω
Στα μούτρα των νεκρών καιρών
Και θα χυθώ στους δρόμους.
Θα ζητιανέψω τη ζωή μου
Γυρνώντας τη Γαλλία
Απο Βρετάνη ως Προβηγκία
Και σ' όλους θα φωνάξω
Άρνηση στην υποταγή
Άρνηση στην κατάταξη
Μην πάει κανείς στον πόλεμο
Να φύγετε αρνηθείτε.
Αν πρέπει αίμα να χυθεί
Να δώστε το δικό σας
Αφου αυτό διδάσκετε
Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.
Κι αν είναι να με πιάσετε
Πέστε στους χωροφύλακες
Ότι θα είμαι άοπλος
Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.
BORIS VIAN
...........................
«Αν…» (1895)
(Πώς θα ήταν άραγε ο κόσμος μας αν τα ανθρώπινα όντα
διαπνέονταν από τα παρακάτω στοιχεία του περίφημου ποιήματος του Κίπλινγκ;)
Αν μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος, σαν όλοι τριγύρω
τα ‘χουν χαμένα και φταίχτη σε κράζουν για τούτο.
Αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα, σαν όλοι για σένα αμφιβάλλουν,
μα και ν’ ανέχεσαι εσύ ν’ αμφιβάλλουν για σένα.
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν’ αποκάμεις ποτέ καρτερώντας.
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις.
Κι αν μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
μα χωρίς και να δείχνεις ποτέ περισσή καλωσύνη
κι ουδέ πάρα πολύ συνετός στις κουβέντες σου να ‘σαι.
Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, δίχως ωστόσο να γίνεις
των ονείρων σου σκλάβος ποτέ. Κι αν στοχάζεσαι πάντα,
μα χωρίς και να κάνεις τη Σκέψη σκοπό σου.
Αν μπορείς ν’ ανταμώνεις τον Θρίαμβο κ’ είτε την Ήττα
και να φέρνεσαι πάντα στους δυο κατεργάρους αυτούς ολοΐδια.
Αν μπορείς να υποστείς μίαν αλήθεια που λες, να τη βλέπεις,
διαστρεμμένη απ’ αχρείους, να γίνει για βλάκες παγίδα.
Κι αν της ζωής σου το έργο, μπορείς να το βλέπεις συντρίμμια,
και να σκύβεις, να το χτίζεις ξανά, με φθαρμένα εργαλεία.
Αν μπορείς να σωριάζεις μια στοίβα τα κέρδη και το βιός σου,
και σε μια ζαριά να ρισκάρεις τα πάντα, μια κ’ έξω,
και να χάνεις, και πάλι ν’ αρχίζεις απ’ τ’ άλφα,
και να χάνεις, και πάλι ν’ αρχίζεις απ’ τ’ άλφα,
δίχως ποτέ μια κουβέντα να πεις για τα κέρδη που πάνε.
Αν μπορείς ν’ αναγκάσεις τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά σου,
να δουλεύουν ακόμα για σε κι αφού σπάσουν, κι αφού παραλύσουν,
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
τίποτα – εξόν απ’ τη θέληση που τους προστάζει: «Βαστάτε!».
Αν με τα πλήθη μιλώντας, φυλάξεις την κάθε αρετή σου.
Κι αν με βασιλιάδες παρέα, δεν χάσεις το νου σου.
Κι αν ούτε εχθροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί, να σε πλήξουν μπορούν.
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια.
Και αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεπτό, που αδυσώπητα φεύγει,
όλο τον δρόμο που πρέπει να κάνεις μες στους εξήντα του χτύπους,
τότε δική σου θα’ ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
τότε δική σου θα’ ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
και – τρανότερο! – τότε πια γένηκες Άντρας, παιδί μου!
Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936)
...................................................................................................................................
Είχα μια γυναίκα πιο δυνατή απο μένα, έτσι
όπως είναι το χορτάρι πιο δυνατό απ' τον ταύρο:
ορθώνεται ξανά.
Έβλεπε πως ήμουνα κακός και μ΄αγαπούσε.
Δε ρώταγε που βγάζει ο δρόμος που ήτανε δικός της
κι ίσως έβγαζε προς τα κάτω.
Σαν το κορμί της μου' δινε έλεγε :
Αυτό είναι όλο.
Και το κορμί της γινότανε κορμί μου.
Τώρα δεν είναι πουθενά εδώ πια,
εξαφανίστηκε όπως χάνεται ένα σύννεφο αφού έχει βρέξει.
Την άφησα, κι αυτή έπεσε κάτω,
γιατί αυτός ήτανε ο δικός της δρόμος.......
Μπερτολτ Μπρεχτ
(απόσπασμα απο το "τραγούδι για μια αγαπημένη") .............................................................................................................................................
- Σαρλ Μπωντλέρ! Ένας από τους λεγόμενους "καταραμένους ποιητές", όπως και ο Άρθουρ Ρεμπό, όπως και ο Γουίλλιαμ Μπλαίηκ...Που ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής». Που πολύ λίγοι έως ελάχιστοι στην εποχή του τον κατανόησαν...Που τάραξε τον αιώνα του με τη συλλογή του "Τα άνθη του Κακού", τα οποία φτάνουν ως την εποχή μας διατηρώντας τη δύναμη ενός μεγάλου έργου, που είχε υπερβεί την εποχή του!
ΚΑΤΑΝΥΞΗ
Ω Πόνε μου, φρονίμεψε κι ησύχασε λιγάκι.
Να' ρθεί το Βράδυ ζήταγες, και να το, κατεβαίνει
μια ατμόσφαιρα σκοταδερή στην πόλη ειν΄απλωμένη,
σ' άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ' άλλους το σαράκι.
Κι ενόσω των θνητών αυτών τα ταπεινά τα πλήθη,
κάτω απ' την Ηδονή βογκούν σαν απο δήμιο κάτω,
και πάνε τύψεις για να βρούν μες στων γλεντιών τη λήθη,
Πόνε μου, δωσ' το χέρι σου και πάμε παρακάτω,
μακριά απ' αυτούς. Για κοίταξε στα ουράνια εκεί μπαλκόνια,
μες στους αρχαίους μανδύες τους γέρνουν τα πρώτα χρόνια,
κι η Νοσταλγία απ' τα βαθιά νερά χαμογελάει
ο ήλιος πάει να σβύσει ωχρός κάτω απο μιαν αψίδα,
και σέρνοντας προς την Αυγή σαβάνου μια χλαμύδα,
ω Πόνε μου, άκου τη γλυκιά Νύχτα που περπατάει!
ΤΟ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ
Την παλιά Τύψη, τη βαριά, μπορούμε να την πνίξουμε,
που ζεί, σαλεύει και στριφογυρνά,
που θρέφεται απο μας σαν το σκουλίκι απο τα πτώματα
και σαν την κάμπια απ' τη βελανιδιά;
Μπορούμε την ανήλεη την Τύψη να την πνίξουμε;
Σε ποιο κρασί, ποιο φίλτρο, σε ποιο βότανο,
θα πνίξουμε τον παλιό τούτο εχθρό,
τον καταστεπτικό σαν την εταίρα και τον λαίμαργο,
και σαν μυρμήγκι υπομονετικό;
Σε ποιο κρασί; Ποιο φίλτρο; Σε ποιο βότανο;
Πές το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτότο πνεύμα απ' αγωνία γεμάτο,
σ' αυτόν που ξεψυχάει κι οι λαβωμένοι τον τσακίζουνε,
που' ναι απ' το πέταλο του αλόγου κάτω,
πες το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται
και το κοράκι τον παραμονεύει,
σ' αυτόν τον τσακισμένο στρατιώτη, αν πρέπει ανέλπιδα
τον τάφο του και το σταυρό του να γυρεύει
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται!
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε;
Μπορούμε να ξεσκίσουμε σκοτάδια,
πηχτά πιο κι απ' την πίσσα, δίχως αστέρια, ξημερώματα και βράδυα;
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε; [....]
|
Μέθα
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...
Τὸ δηλητήριο
Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλημὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.
Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς,
ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...
Βραδινὴ ἁρμονία
Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!
Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.
Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι
ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο...
Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο ...
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!
..............................
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Μια ποιήτρια που τα λόγια της ήταν πάντα γροθιά στα στομάχια των λογής συμβιβασμένων νοικοκυραίων και απαθών μικροαστών, αλλά που έβαζαν φωτιά στο μυαλό και την καρδιά εκείνων που τους έτρωγε μόνιμα ένα σαράκι ρήξης με το δύσοσμο κατεστημένο και τα πρέποντα που επιβάλλουν με τη δική μας συναίνεση εκείνοι οι οποίοι θέλουν να καθορίζουν και να διαφεντεύουν τις ζωές μας.
Στις μέρες που ζούμε ίσως τα λόγια της να είναι τόσο επίκαιρα όσο και τότε που τα "ξέρναγε" πάνω στις αποχαυνωμένες φάτσες μιας ολόκληρης κοινωνίας.
'Ισως να είναι και περισσότερο επίκαιρα από ποτέ..!
ΥΠΟΝΟΙΑ
Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
.......................................................................................................................................................
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;
Κατερίνα Γώγου
.......................................................................................................................................................
Συλλογή: «Ολέθριες πόλεις» του Μιχάλη Μοίρα
Εκδόσεις «Χάος και Κουλτούρα», Αθήνα 1992
(ΗΠΑ 1980-83)
« Φιλάργυροι»
Χάρτινοι μεγιστάνες πνιγμένοι σε θησαυρούς.
Δούλοι του χρήματος στην επίγεια κόλαση.
Βρικόλακες του πλούτου,
θα’πρεπε να σας βάλουν
στον άλλο κόσμο να φτυαρίζετε χωρίς αναπαμό
βουνά από χρυσάφι.
Φιλάργυροι,
Ακούστε τις συμφωνίες του Μπετόβεν,
του Μότσαρτ και του Μπαχ.
Βλαδίμηρε Μαγιακόφσκι αναστήσου
και μίλησέ μας πάλι για τα σφαγεία του Σικάγου-
οι άνθρωποι ακόμα διψάνε για αίμα…
Φιλάργυροι, φονιάδες της ομορφιάς
φαρμακεροί σκορπιοί.
Οι ουρανοξύστες σέρνονται πληγωμένοι στην άσφαλτο.
Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης
σωριάζεται στην σκοτεινή λεωφόρο.
Κι όμως
Το αηδόνι κελαηδάει στο σχοινί της αβύσσου
κι ο ήλιος θ’ανατείλει ερωτευμένος αλλού
Το αηδόνι κελαηδάει στο σχοινί της αβύσσου
κι ο ήλιος θ’ανατείλει ερωτευμένος αλλού
Πλαστικά προσωπεία
Οραματίζομαι μια σκάλα δίχως τέλος
που οδηγεί στο χάος…
Τα χρώματα της ίριδας εναλάσσονται
με το βαθύ γαλάζιο του ορίζοντα
κι οι καρδιές χτυπούν ανυπόφορα
έτοιμες να σπάσουν.
Σκέφτομαι όλους εκείνους τους απόκληρους
που σεργιανίζουν έρημοι στα νοτισμένα πάρκα,
στους σκοτεινούς δρόμους.
Οι άρρωστοι βογγούν από φριχτούς πόνους
σ’ανήλιαγα και παγερά υπόγεια
κι οι άλλοι χαμογελούν ειρωνικά
κρυμμένοι πίσω απ’τα πλαστικά τους προσωπεία.
TΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΤΑ ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ (Βιολετες για μια εποχή)
(...) Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το
παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δυο (...)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Ι (Βιολέτες για μια εποχή)
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι
είναι στιγμές που το κατoρθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες
του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.
ΝΥΧΤΑ (Βιολέτες για μια εποχή)
ή σ' ένα λόγο αστόχαστο την πιο αληθινή μαρτυρία.
ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΗ (Τα χειρόγραφα του φθινόπωρου)
Κι μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα
μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που
είδε κάποτε σ' ένα αβέβαιο όνειρο.
μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που
είδε κάποτε σ' ένα αβέβαιο όνειρο.
(Συμφωνία αρ. 1)
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
(Συμφωνία)
Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημαία,
άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη -
απ' τη ζωή.
ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ (Νυχτερινός επισκέπτης)
"τώρα, μου λέει, θα πάμε μακριά", "μα δε βλέπεις, του λέω,
μας ξεχασαν", "γι' αυτό" μου λέει.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ (Σημειώσεις)
Νύχτα. Μονάχα τ' άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα-
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΞ ΥΦΑΡΠΑΓΗΣ (Εγχειρίδιο ευθανασίας)
(...) εκείνοι που ζούν στην αφάνεια έχουν εγκατασταθεί καλά, γιατί δεν
ξέρει κανείς απο που να μπει να τους διωξει.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (Ο τυφλός με τον λύχνο)
Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος.
Κι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ (Κάτω απ' τον ίδιο αστερισμό)
(...) κι η νύχτα είναι συχνά τόσο όμορφη σα να ' χεις υπάρξει κι άλλοτε ή
να' χεις πεθάνει αναρίθμητες φορές
ΚΑΘ' ΗΜΕΡΑΝ ΒΙΟΣ (Μικρά γυμνάσματα λησμονιάς)
Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί-
που καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ (Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα)
(...) και συνήθως σκοτώνουμε το παρόν με το φόβο ή την τύψη
μα πιο πολύ με τ' όνειρο.
ΔΕΙΛΙΝΟ (Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου)
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ' έκσταση το δειλινό, είναι που
αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον
ΑΝΘΡΩΠΟΙ (Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου)
δε βρήκε τίποτα να τους πάρει.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (Βιολέτες για μια εποχή)
(...) Oμως, εδώ τέλειωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε
κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ' αναζητούν τώρα
τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι' αυτό, σας λέω,
ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική....
{....}Κι αφού ποτέ δεν είχα ζήσει φανερά, θ' ακούτε το τραγούδι κι όταν λείπω...
.......................................................................................................................................................................................
(Τα τελευταία λόγια απο την ταινία "Singapore sling" του Νίκου Νικολαϊδη)
........................................................................................................................
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Επιστρέφουμε στον
ΕDGAR ALLAN POΕ
για να βυθιστούμε στους σκοτεινούς κόσμους ενός από τα πιο εσωτερικά και υποβλητικότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ (κατά την προσωπική μου άποψη)...
για να βυθιστούμε στους σκοτεινούς κόσμους ενός από τα πιο εσωτερικά και υποβλητικότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ (κατά την προσωπική μου άποψη)...
(μετάφραση του Ηλία Πολυχρονάκη)
ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν,
πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος,
όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου.
5 «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου— 5
Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».
Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη,
και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλώνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.
Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο — μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου
10 ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ
την εξαίρετη κι’ απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ —
εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν.
Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας,
μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούε τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν.
15 Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα:
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει.
Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει.
Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο».
20 «Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας,
αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα,
και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου,
που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα —
σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.
25 Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκότάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος,
την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί.
Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο,
και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ».
Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ».
30 Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.
Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου
και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο.
«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου,
ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω—
35 ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό—
Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».
εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών.
Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του,
40 αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου-
κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου-
κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο,
με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε.
45 Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι,
ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας—
για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!»
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα,
50 μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε — μεγάλη συνάφεια δεν είχε.
Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον
ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του—
είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του,
να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».
εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις.
Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε—
Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε—
Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές».
60 Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».
Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε,
είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό
που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή
τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν,
65 μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο
του Ποτέ — Ποτέ πια».
Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο,
Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα.
Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη,
70 Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί,
Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί
Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».
Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή
στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου·
75 Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, 75
στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας.
Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας,
και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.
80 που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. 80
«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα
Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ!
Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ».
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
85 «Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος
είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά,
Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια —
σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ,
πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;»
90 «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος!
Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε—
Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ,
Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ-
95 Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ—
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι».
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης —
100 «Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας!
Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου!
Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου!
Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!»
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
105 Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται,
στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας
και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει,
και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του·
και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα,
110 δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια.
........................
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μodus Vivendi
Ν ' αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις
σε τόπους που πρόσκαιρα αγάπησες ή ν' αναλώνεσαι
διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσεις
Να προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει
με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε
μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλει
Να' σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλες καρδιές
να περάσεις στο αίμα αυτών που σ' αγκάλιασαν πρόσκαιρα
να πληθαίνεις ...
..............................
ΜΑΡΙΑ ΞΕΝΟΥΔΑΚΗ
ΔΑΝΤΗΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Καλωσορίζω το κίτρινο δωμάτιο
του πικρού απομεσήμερου
με τις νεκρές κορνίζες.
Στην άκρη του φανταστικού κρεβατιού θα ζαρώσω,
θα γίνω μίασμα, θα αχρηστευτώ,
θα πάψω να υπάρχω,
θα πάω στην κόλαση,
θα συνωμοτίσω,
θα επαναστατίσω,
θα γίνω πρωτόπλασμα
θα γίνω πλάσμα
θα γίνω θεός
θα υπάρξω.
...............................
Λόγια της μητέρας στο νεογέννητο γιο της,την ώρα που κόβει τον ομφάλιο λώρο
(Aztec)
(Aztec)
Κόβω από την κοιλιά σου τον αφαλό:
να ξέρεις πως ο τόπος που γεννήθηκες δεν είναι η πατρίδα σου,
γιατί είσαι υπηρέτης και πολεμιστής,
είσαι το πουλί που λέγεται κετζάλ,
είσαι το πουλί που λέγεται ζακουάν,
είσαι υπηρέτης και πολεμιστής
Εκείνου που κατοικεί σε Όλους τους Τόπους.
Το σπίτι που γεννήθηκες δεν είναι παρά η φωλιά σου.
Είναι ένας σταθμός στο δρόμο σου.
Είναι το σημείο εισόδου σου στον κόσμο.
Εδώ ξεπήδησες, εδώ άνθισες.
Εδώ αποχωρίζεσαι τη μάνα σου
σαν το πελεκούδι που κόπηκε απ’ την πέτρα.
Ερωτικό τραγούδι (Nahuatl)
Δεν ξέρω αν έλειψες ποτέ:
κοιμάμαι μαζί σου,
ξυπνώ μαζί σου,
στα όνειρα είσαι μαζί μου.
Αν τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά μου κουδουνίσουν
ξέρω είσαι εσύ που κινείσαι στην καρδιά μου.
Ήρθαν από την ανατολή
(Maya)
Ήρθαν από την ανατολή.
Τότε άρχισε και ο Χριστιανισμός.
Η προφητεία του εκπληρώθηκε στην ανατολή...
Τότε με τον αληθινό Θεό, τον αληθινό Dios
άρχισε η δυστυχία μας.
Ήταν η αρχή των φόρων
η αρχή των χρεών στην εκκλησία
η αρχή της αρπαγής των πορτοφολιών
η αρχή του πολέμου με τουφέκια
η αρχή στο ποδοπάτημα των ανθρώπων
η αρχή των βίαιων κλοπών
η αρχή των βίαιων οφειλών
η αρχή των οφειλών στηριγμένων στην ψευδομαρτυρία
η αρχή της πάλης των ανθρώπων
η αρχή της οργής.
Τραγούδι ονείρου
(Papago)Εκεί που διασταυρώνονται τα βουνά.
Στην κορυφή του βουνού, ούτε ξέρω που.
Περιπλανήθηκα εκεί που το μυαλό
και η καρδιά μου έμοιαζαν χαμένα.
Έφυγα μακριά.
Προφητεία
(Iroquois)
Πριν πολλούς χειμώνες οι σοφοί μας πρόγονοι πρόβλεψαν πως ένα μεγάλο θηρίο θα ερχόταν από την ανατολή και, καθώς θα προχωρούσε, θα καταβρόχθιζε τη χώρα. Αυτό το θηρίο είναι η λευκή φυλή και η πρόβλεψη κοντεύει να επαληθευτεί. Συμβούλεψαν τα παιδιά τους, όταν άρχιζαν να αδυνατίζουν, να φυτέψουν ένα δέντρο με τέσσερις ρίζες που να διακλαδίζονται στο βορρά, στο νότο, στην ανατολή και στη δύση, και τότε να μαζευτούν κάτω απ’ τη σκιά του και να κατοικήσουν ενωμένοι και μονιασμένοι. Αυτό το δέντρο προτείνω να είναι αυτό εδώ το σημείο. Εδώ να μαζευτούμε. Εδώ να ζήσουμε κι εδώ να πεθάνουμε
Αυτός ο νέος κόσμος
(Winnebago)
Όμορφος φαινόταν
αυτός ο νέος κόσμος που πλάστηκε.
Σε ολόκληρο το μήκος και πλάτος
της γης, της γιαγιάς μας
απλωνόταν η πράσινη αντανάκλαση
της φορεσιάς της
και τις οσμές που ανάδινε
ευχάριστα ανασαίναμε
Εκείνος ο Άνεμος
( Kiowa)
Εκείνος ο άνεμος, εκείνος ο άνεμος
κουνάει τη σκηνή μου, κουνάει τη σκηνή μου
και τραγουδάει για μένα
και τραγουδάει για μένα
- Χαϊκού!
Τί είναι τα χαϊκού;
Τα χαϊκού είναι είδος ποίησης που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία το δέκατο έκτο αιώνα και υιοθετήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του εικοστού. Από εκεί πέρασαν τον Ατλαντικό και έφτασαν να γίνουν πολύ δημοφιλή σε όλο το Δυτικό κόσμο. Στην αυθεντική στιχουργική μορφή τους, τα χαϊκού είναι μικρά ποιήματα από 17 συλλαβές σε ένα ενιαίο στίχο. Τα χαϊκού συμπυκνώνουν ευφυΐα και σοφία, που εκφράζονται με λυρική, ή άλλοτε, χιουμοριστική διάθεση, ενώ συχνά υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Στα χαϊκού σημαντική θέση έχουν η φύση, οι εποχές και τα χρώματα, η ομορφιά των λέξεων και των αντιθέσεων, ενώ το νόημα κάποιες φορές αποκτά δευτερεύουσα σημασία.
Τα χαϊκού στην Ιαπωνία.
Ο γνωστότερος Ιάπωνας ποιητής των χαϊκού ήταν ο Ματσούο Μπασό (Matsuo Basho, 1644-1694). Το πιο φημισμένο από όλα τα χαίκού είναι δικό του:
παλιά λίμνη
ένας βάτραχος μέσα πηδά
ήχος νερού
(το ποίημα αυτό απαγγέλλεται συχνότατα στην Ιαπωνία, ενώ συχνά γίνεται αντικείμενο έρευνας στην Ευρώπη και Αμερική, σχετικά με τη δυσκολία των Δυτικών να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του)
Άλλοι γνωστοί Ιάπωνες ποιητές των χαϊκού ήταν ο Γιόσα Μπουσόν (Yosha Buson), o Μασαόκα Σίκι (Masaoka Shiki). Ειδικά ο τελευταίος ήταν πολυγραφότατος -έγραψε περίπου 23000 χαϊκού. Μερικά παραδείγματα:
μια ίρις
πιο λευκή το σούρουπο
την άνοιξη
οι μέρες που μου απομένουν
είναι μετρημένες
σύντομη νύχτα
Ο Μασαόκα Σίκι έχει ιδρύσει την παλιότερη σχολή χαϊκού στην Ιαπωνία, την Χοτοτογκίσου. Υπάρχουν και άλλες ανάλογες σχολές στη χώρα αυτή, ενώ εκδίδονται περίπου πέντε χιλιάδες περιοδικά ποιήσης χαϊκού.
Τα χαϊκού στην Ευρώπη.
Στην Ευρωπαϊκή εκδοχή τους συνήθως υποδιαιρούνται σε 3 στίχους από 5, 7 και 5 συλλαβές, στους οποίους η ομοιοκαταληξία αποφεύγεται. Στις πιο σύγχρονες απόπειρες δημιουργίας χαϊκού, είναι συχνές οι μικρές αποκλίσεις από τον αυστηρό αυτό στιχουργικό κανόνα. Ο Γιώργος Σεφέρης άρχισε να γράφει τα δικά του χαϊκού σε νεαρή ηλικία, το 1929.
Παγκόσμια Ανθολογία Χαϊκού (Εκδόσεις 5+6, επιμέλεια Ζωή Σαβίνα)
Την Παγκόσμια Ανθολογία Χαϊκού (Εκδόσεις 5+6, 2002, 468 σελίδες) επιμελήθηκε η Ζωή Σαβίνα και περιλαμβάνει ένα πραγματικά εκπληκτικό θησαυρό από τα μικρά αυτά ποιήματα...
Κάποια δείγματα:
Jorge Luis Borges (Αργεντινή)
Ήμουν μικρός/ δεν ήξερα τότε για θάνατο/ ήμουν αθάνατος
Ευχαριστώ/ για την τελευταία μέρα / του Σωκράτη
Ευχαριστώ/ για την τελευταία μέρα / του Σωκράτη
Pablo Neruda (Χιλή)
Πόσες βδομάδες/ έχει η μέρα; Κι ο μήνας/ πόσα χρόνια;
Γιατί η γη/ μόλις βγουν οι βιολέτες/ μαραζώνει;
Matsuo Basho (Ιαπωνία)
Ένα ακόμη χαϊκού!/ ξανανθίζουν οι κερασιές/ όχι το πρόσωπό μου
Richard von Sturmer (Ν. Ζηλανδία)
they were gone/ and before they were gone/ they were gone
Alan Wells (Ν. Ζηλανδία)
Setting sun/ snugged by a brunch./ The red berry
Δανάη Στρατηγοπούλου (Ελλάδα)
Όσο και να κλαις/ μόνο κάτι αδένες/ δικαιώνονται
Jorge Carrera Andrade (Εκουαδόρ)
Σαλιγκάρι:/ ελάχιστη μετρική ταινία/για να μετράει τον αγρό ο Θεός
Dejan Bogojevic (Γιουγκοσλαβία)
Σ΄ άλλο νούφαρο/ δες ο βάτραχος πήδηξε/ μικρό το κρεββάτι του.
Martin Berner (Γερμανία)
"καυχησιάρικο"/ λέει η χιονονιφάδα/ στ΄ άσπρο γιασεμί
Bart Mesotten (Βέλγιο)
Σε δέντρο Χριστουγέννων/ στριμωγμένος γέρος άγγελος/ ακόμ΄ ανασαίνει...
Επίσης, μερικά μεταφρασμένα χαϊκού:
άνοιξη:ένα
βουνό χωρίς όνομα
μες την ομίχλη.
διστάζει καθώς
βγαίνει απ' το μπουμπούκι
το μελισσάκι.
αχ. τρελακρίδα,
πρόσεχε μη σπάσεις τις
δροσοσταλίδες!
τόσο γέρος πια
δείχνω, να με τρυγάνε
και τα κουνούπια;
σκιά του πεύκου
σκιά της ταφόπετρας
κρύο φεγγάρι.
τύχη ο ζητιάνος!
γη κι ουρανός τον ντύνουν
για καλοκαίρι.
νύχτα° κι ενώ σε
περιμένω αρχίζει
πάλι η βροχή.
οι άλλοι φεύγουν,
τα πυροτεχνήματα
τέλος° σκοτάδι.
λίμνη - καθρέφτης°
ξάφνου μια καταιγίδα
την αυλακώνει.
βάλτος° κανένα
μονοπάτι, κλαδί ή
πουλί.. Νοέμβρης.
από το βιβλίο: '132 ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ'.
από το βιβλίο: '132 ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ'.
εισαγωγη-μεταφραση: 'Ρ. Θεοφανοπούλου'.
Εκδόσεις: 'ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ'
- Allen Ginsberg: "το ουρλιαχτό" της γενιάς των "μπιτ"
(Το Ουρλιαχτό εκδόθηκε στην Αμερική το 1956, έγινε εμβληματικό ποίημα της γενιάς των χίπις τη δεκαετία του '60 και ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70.)
Αναπόσπαστο κομμάτι της «Ιερής Τριάδας» των Μπίτ και βασικός εκπρόσωπος της «γενιάς των μπιτ», ο Allen Ginsberg υπήρξε ένα από τα «καλύτερα μυαλά της γενιάς του», μίας γενιάς που ήρθε σε ρήξη με την συντηρητική κοινωνία της Αμερικής. Το έργο του αποτελεί σημείο αναφοράς στην μεταμοντέρνα ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά, μαζί με τους συντρόφους του, τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1926, στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, Ο πατέρας του, ποιητής και δάσκαλος, βοήθησε τον γιο του να έρθει σε επαφή με την ποίηση, ενώ η μητέρα του, δασκάλα αλλά και μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, τον μπόλιασε με το «μικρόβιο» της πολιτικής σκέψης και των κοινωνικών ανησυχιών.
Η ιδιαίτερη σχέση του Allen Ginsberg με την μητέρα του, η οποία παρουσίαζε έντονα προβλήματα ψυχικής υγείας, αποτυπώνεται στο σπαρακτικό ποίημα του «Kaddish for Naomi Ginsberg». (Το Kaddish είναι εβραϊκή προσευχή για τους νεκρούς). Κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής του, ο Ginsberg θα έρθει σε επαφή με έργα σπουδαίων ποιητών, ωστόσο ως μαθητής θα γοητευτεί ιδιαίτερα από την ποίηση του Walt Whitman, από τον οποίο θα επηρεαστεί σημαντικά.
Ο Ginsberg ασπάζεται την αντίληψη πως οι προσωπικές εμπειρίες και οι σκέψεις ενός ανθρώπου μπορούν να έχουν απήχηση στο κόσμο. Αυτή η αντίληψη αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του έργου του Ginsberg, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των μπιτ».
Ως φοιτητής πλέον στο πανεπιστήμιο Columbia γνωρίζει τον Jack Kerouac και τον William Burroughs, τα δύο άλλα μέλη της «Ιερής Τριάδας». «Η μπιτ γενιά ήταν μία ομάδα φίλων και το μπιτ η ονομασία που δόθηκε σε μία φιλία», θα δηλώσει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα (συνέντευξη στο «Περιοδικό» τον Μάρτιο του 1991). Η δεκαετία του ’50 θα μείνει στην παγκόσμια λογοτεχνία, ως η «Δεκαετία Μπιτ», η λογοτεχνία μίας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.
Ο Ginsberg μαγεύεται από το πάθος του Kerouac για τη ζωή και τις εμπειρίες. Τα επόμενα χρόνια, παρέα με μία ομάδα νέων που θα συγκροτήσουν τη «γενιά των μπιτ», θα ρουφήξει κάθε στιγμή, ξεκινώντας μία περιπετειώδη περιπλάνηση γεμάτη εμπειρίες, που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ομοφυλοφιλία αποτέλεσε ένα ακόμα κομμάτι της ζωής του αντισυμβατικού νεαρού, ενώ δεν έλειψαν και τα μπλεξίματα με το νόμο.
Σταδιακά αφιερώνεται στην ποίηση. Το 1955, ο Ginsberg θα βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατά τη διάρκεια μία ποιητικής βραδιάς θα απαγγείλει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ουρλιαχτό, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το «Ουρλιαχτό» θα δημοσιευτεί το 1956 στην ποιητική συλλογή του Ginsberg με τίτλο το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα».
Μία δεκαετία νωρίτερα ο Kerouac είχε γράψει το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της Μπίτ λογοτεχνίας, ωστόσο με το «Ουρλιαχτό» η «γενιά των Μπιτ» είχε αποκτήσει το ποιητικό μανιφέστο της...
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του, το «Ουρλιαχτό» θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Παρά τη αντίδραση της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας, η «γενιά των Μπίτ» συνέχιζε να καταδεικνύει το τέλμα της, τις αντιθέσεις της, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της. Με το «Στο δρόμο» του Kerouac, το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «Γυμνό Γεύμα» του Burroughs η «γενιά των Μπίτ» είχε αποκτήσει πλέον τη δική της λογοτεχνική έκφραση.
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ’ απ’ τον τοίχο...
Απόσπασμα από το «Ουρλιαχτό» / Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς
Και αν ο Jack Kerouac ήταν ο «Βασιλιάς» των Μπιτ, ο Allen Ginsberg ήταν ο «ντελάλης» τους. Σε αντίθεση με τον «Βασιλιά» που ήταν κάπως αντιεπικοινωνιακός, ο Ginsberg προώθησε όχι μόνο το δικό του έργο, αλλά και των υπολοίπων, και κυρίως αυτό του Kerouac. Το 1973 αυτός και η ποιήτρια Anne Waldman ίδρυσαν για αυτό το σκοπό στο ινστιτούτο Naropa, στο Boulder, στο Colorado, ένα ειδικό τμήμα για την μελέτη των γραπτών του Kerouac, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των Μπιτ».
Το «Ουρλιαχτό» αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τον καταλύτη στο έργο του Ginsberg, αλλά και στη γενικότερη πολιτική και κοινωνική δράση του. Συχνά τοποθετήθηκε για θέματα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων (ο ίδιος άλλωστε διατηρούσε μακροχρόνια σχέση με τον Peter Orlovsky) , αλλά και την απελευθέρωση των ναρκωτικών. Οι απόψεις του προκάλεσαν αρκετές φορές την αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, εντός αλλά και εκτός των ΗΠΑ, ενώ το FBI διατηρούσε έναν ογκωδέστατο φάκελο για αυτόν. Ο Ginsberg εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του παγκόσμιου κινήματος των νέων της δεκαετία του ‘60.
Ο Ginsberg βάδισε και σε μουσικά μονοπάτια. Συμμετείχε στην μελοποίηση ποιημάτων του William Blake, «Songs of Innocence» και «Songs of Experience», ενώ ηχογράφησε και το διπλό άλμπουμ «First Blues». Σε συνεργασία με τον Philip Glass επένδυσαν μουσικά τα ποιήματα «Ουρλιαχτό» και «Wichita Vortex Sutra». Ανέβηκε στη σκηνή με μουσικούς όπως ο Bob Dylan, οι Fugs, ο Phil Ochs, οι Clash και η Patti Smith. Λίγο πριν το θάνατό του θα ηχογραφήσει το «Ballad of the Skeletons», σε συνεργασία με σημαντικούς συνθέτες, όπως οι Philip Glass, Lenny Kaye, Marc Ribot και Paul McCartney. Το βίντεο γυρίστηκε από τον σκηνοθέτη Gus Van Sant.
Ο Ginsberg βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής. Την αγάπησε αλλά και τη μίσησε. Κυρίως ένιωθε απέχθεια για την κυρίαρχη καθεστωτική νοοτροπία. «Αμερική όλα σου τα έδωσα και τώρα είμαι ένα τίποτα» (από το ποίημα America)...
Όντας μία ανήσυχη και αντισυμβατική προσωπικότητα, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και μετατράπηκε σε έναν «πολίτη του κόσμου». Τα ταξίδια του τον βοήθησαν να αναπτύξει μία παγκόσμια συνείδηση, η οποία τον συντρόφευε μέχρι το τέλος της ζωής του.Ο Allen Ginsberg θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 5 Απριλίου του 1997, χτυπημένος από καρκίνο στο ήπαρ. Το έργο του αναγνωρίστηκε από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ωστόσο το σημαντικότερο είναι πως παραμένει ζωντανό σε κάθε σοκάκι των μεγαλουπόλεων, στους δρόμους και τα μπαρ, σε κάθε ποτήρι που αδειάζει, σε κάθε χέρι που κρατάει με πάθος τις ποιητικές του συλλογές. Παραμένει ζωντανό σε κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται τη δύναμη ενός «ουρλιαχτού».
ΠΗΓΗ: tvxs.gr
Και κάτι από...εμάς!
Σφίγγει η μέγγενη,
πνίγομαι!
Τα χέρια ανασηκώνω και φωνάζω δυνατά.
Ακούει κανείς ;
Αδιάφορα κυλά η ζωή, πανομοιότυπα..
Πώς να αποφύγεις τόσων χρόνων χαραγμένα μονοπάτια;
Αν πάρεις άλλο δρόμο ( σου σιγοψυθιρίζουν) θα γκρεμοτσακιστείς.
Πες μου,
πόσοι ανοίχτηκαν ( στην απέραντη ομορφιά της ζωής)
και χάθηκαν ;
Πες μου,
πόσοι ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού
κι αντίκρυσαν τη θέα της ελεύθερης ζωής;
Πες μου,
πόσοι σκλάβοι σκυφτοί χάραξαν τους δρόμους της μιζέριας;
Ποιός δε φοβάται το μαστίγιο
όταν παρεκκλίνει της πορείας;
Δε χαλιναγωγούν το κορμί σου,
αλλά το μυαλό σου.
Βλέπεις ότι σκέφτεσαι , δε σκέφτεσαι οτι βλέπεις.
Μα ποιός έφτιαξε αυτή την ασχήμια
και ποιός τη συντηρεί;
Αυτός που βάζει πουλιά μέσα σε κλουβιά
είναι εκείνος που έμαθε να ζει φυλάκισμένος.
Μα αν ελευθερώσεις ένα φυλακισμένο πουλί,
δε θα μπορεί να πετάξει,
δε θα μπορεί να βρει τροφή.
Γιατί δε γνώρισε ποτέ την ελεύθερη φύση του.
Σου αρκεί να ζεiς στο κλουβί σου;
Σπάσε τα δεσμά!
Μάθε να πετάς!
Υποψιάζεσαι μήπως τι σημαίνει..
ελευθερία;
από νάμα
από νάμα
- " Είμαι ο μεγάλος ήλιος!"
Είμαι ο σύζυγός σου αλλά με αποφεύγεις
Είμαι ο αιχμάλωτος, αλλά δεν με ελευθερώνεις
Είμαι ο καπετάνιος που δεν θα υπακούσεις.
Είμαι η αλήθεια, αλλά δεν θα με πιστέψεις
Είμαι η πόλη όπου δεν θα μείνεις
Είμαι η γυναίκα σου, το παιδί σου, αλλά θα με εγκαταλείψεις
Είμαι εκείνος ο θεός στον οποίο δεν θα προσευχηθείς.
Είμαι ο σύμβουλός σου αλλά δεν με ακούς
Είμαι ο εραστής που θα προδώσεις
Είμαι ο νικητής αλλά δεν με επευφημείς
Είμαι το Άγιο Πνεύμα που θα σκοτώσεις.
Είμαι η ζωή σου, αλλά εάν δεν με ονοματίσεις
Σφράγισε την ψυχή σου με δάκρυα και ποτέ μην με κατηγορήσεις.
Από επιγραφή σε ταφόπλακα στη Νορμανδία
........................................................................................
- Στίχοι "πυρπολητές"
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ
" Οι αστυνόμοι παγιδευμένοι απ'το περίστροφο
Οι γυναίκες απ'το φύλο τους
Η δικαιοσύνη απ'τους νόμους
Οι οργανώσεις απ΄τις φράξεις
Οι γιατροί απ'τα ηλεκτροσόκ".
" Αυτός εκεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε μια συγκεκριμένη ζωή με συγκεκριμένες πράξεις. Γι'αυτό και η συγκεκριμένη κοινωνία για το συγκεκριμένο σκοπό τον καταδίκασε σ'ένα συγκεκριμένο θάνατο".
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει "
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
......................
- Τζακ Κέρουακ
..........................
- Χόρχε Λουίς Μπόρχες: ένα ποίημα και μια εικόνα
Μαθαίνεις
Μετά από λίγο μαθαίνεις την ανεπαίσθητη διαφορά,
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι, και να αλυσοδένεις μια ψυχή,
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι.
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια,
Και αρχίζεις να μαθαίνεις.
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια,
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα.
Με τη χάρη μιας γυναίκας και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού.
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις.
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου μπορεί να σου κάνει κακό,
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ.
Αντί να περιμένεις κάποιον,
να σου φέρει λουλούδια,
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις.
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις,
Και μαθαίνεις. μαθαίνεις,
με κάθε αντίο μαθαίνεις.
Πηγή: peopleandideas
..............................
- ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Henry Charles Bukowski
"Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙ ΑΘΟΡΥΒΑ ΚΑΙ ΘΑ 'ΧΕΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ"
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Henry Charles Bukowski
Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και με την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου. Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ' ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δυο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ' ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί.
Όταν ο John Martin , που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ' ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από κει μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες και από τα οποία διάλεξε κάμποσα ο Martin και τα 'βγαλε λίγο καιρό αργότερα σ' έναν τόμο ο Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο. Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που τώρα πια άρχισαν να δημοσιεύονται. Πρόκειται, σύμφωνα με τον μέχρι τώρα εκδοτικό σχεδιασμό, να εκδοθούν πέντε τόμοι με ποιήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βέβαια και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι ως λίγο πριν από τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1994.
Δύο ογκώδεις τόμοι έχουν κυκλοφορήσει ως σήμερα: ο πρώτος, Sifting through the madness for the word , the line , the way , που εμφανίστηκε το 2003, είναι ποιοτικά μάλλον άνισος, καθώς περιέχει πολλά αδύνατα και προχειρογραμμένα ποιήματα, μαζί με ορισμένα πραγματικά καλά• ο δεύτερος όμως τόμος, The flash of lighting behind the mountain , που κυκλοφόρησε μόλις προ λίγων μηνών και περιλαμβάνει και μια ενότητα με τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι, άρρωστος πια αλλά θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό για τη ζωή που έζησε, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο και περιμένοντας το τέλος του, είναι εξαιρετικός και επιβεβαιώνει πανηγυρικά την αξία του βραχνού αμερικανού ποιητή.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Κλαμπ Κόλαση, 1942
το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.
κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.
πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.
το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.
προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.
είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.
ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.
* * *
τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα
μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.
μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι:
τι γυρεύω εγώ
εδώ;
πώς είναι η κατάσταση
πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.
κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.
οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου
από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.
ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;
αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου
ενάντια σ' όλα τ' άλλα,
μην το κάνεις.
αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την
καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου
και τα σπλάχνα σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου
ή να καμπουριάζεις πάνω από τη
γραφομηχανή σου
ψάχνοντας για τις λέξεις,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις για τα λεφτά ή
τη δόξα,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις γιατί θέλεις
γυναίκες στο κρεβάτι σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάθεσαι και
να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια,
μην το κάνεις.
αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις,
μην το κάνεις.
αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον
άλλο,
καλύτερα ξέχνα το.
αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από
μέσα σου,
τότε περίμενε υπομονετικά.
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου,
κάνε κάτι άλλο.
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε,
τότε δεν είσαι έτοιμος.
μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς,
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο-
λατρεία σου.
οι βιβλιοθήκες του κόσμου
χασμουριούνται
από τη νύστα
μπροστά στο είδος σου.
μην προσθέτεις σε αυτό.
μην το κάνεις.
αν δεν βγαίνει από
την ψυχή σου σαν ρουκέτα,
αν το να μείνεις ήσυχος δεν
σε φέρνει στην τρέλα ή
την αυτοκτονία ή τον φόνο,
μην το κάνεις.
αν ο μέσα σου ήλιος
δεν σου καίει τα σπλάχνα,
μην το κάνεις.
όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα,
και αν είσαι ο εκλεκτός,
θα συμβεί από
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου
αυτό.
δεν υπάρχει άλλο τρόπος.
και ποτέ δεν υπήρξε.
η μοίρα μου μού χαμογελάει
δεν υπάρχει άλλος τρόπος:
8 ή δέκα ποιήματα κάθε
νύχτα.
στον νεροχύτη
πίσω μου υπάρχουν πιάτα
που δεν έχουνε
πλυθεί εδώ και 2
εβδομάδες.
τα σεντόνια χρειάζονται
άλλαγμα
και το κρεβάτι είναι
άστρωτο.
τα μισά φώτα είναι
καμένα εδώ μέσα.
είναι σκοτεινά
και σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο
(έχω λάμπες για να τις
αντικαταστήσω μα δεν μπορώ να τις
βγάλω από το χαρτονένιο
περιτύλιγμά τους.) Παρόλα τα
βρόμικα μου σορτσάκια στην
μπανιέρα
και την υπόλοιπη βρόμικη
μπουγάδα μου στο
πάτωμα του υπνοδωματίου μου,
δεν έχουν
έρθει ακόμα για μένα
με τα σήματά τους και
τους κανονισμούς τους και τα
μουδιασμένα τους αφτιά. ωχ, αυτοί
και τα καπρίτσια τους!
όπως η αλεπού
τρέχω με τον κυνηγημένο και
αν δεν είμαι ο πιο ευτυχισμένος
άνθρωπος στη γη είμαι στα σίγουρα ο
πιο τυχερός άνθρωπος
που ζει.
και γαμώ τα ζευγάρια
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ' αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς
πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα
τα παλιά τραγούδια
και ποτέ
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε
να σπάνε τα γυαλικά
τρέλα
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα
σπρωγμένα μπροστά στην
πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα
θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε
ποια
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε
σκατά! κι εγώ θα έλεγα
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.
barfly
η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια,
δεν θα μπορούσε ποτέ
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες
που πίναμε μαζί
και
ότι θα γινότανε ταινία
και
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της
ρόλο.
μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα,
για όνομα του Θεού!?
Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε,
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν
εσένα
κι ούτε κι εγώ
θα μπορέσω.
ο γέρο - αναρχικός
ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του
όταν φεύγει για διακοπές.
ταΐζω τις γάτες του
ποτίζω τα λουλούδια και το
γρασίδι του.
βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα
πάνω στην τραπεζαρία του.
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που
πριν από 15 χρόνια
σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;
κλειδώνω την πόρτα του.
βαδίζω στην είσοδο
στέκομαι
χασομεράω μια στιγμή
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι,
υπάρχει ακόμα καιρός,
υπάρχει ακόμα καιρός για μια
επιστροφή.
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου
μ' αυτούς τους άλλους.
βαδίζω στο πεζοδρόμιο
προς το σπίτι μου
προσέχοντας
να μην πατήσω
καμιά λακκούβα.
απόψε
πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το
θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις
στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες
των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια
μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι
πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι
γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς
και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη
νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα
καίει
τώρα.
ψυχρό καλοκαίρι
όχι όσο άσχημα θα μπορούσε
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά
σου είναι πολύ χαμηλά.
μήπως έπινες πάλι;
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού
αύριο.
ο γιατρός είναι απασχολημένος, η
αίθουσα αναμονής στο τμήμα
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.
οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες,
αστειεύονται μαζί μου.
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή
κοιλάδα του θανάτου.
η γυναίκα μου είναι μαζί μου.
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι
για όλες τις
γυναίκες.
ύστερα είμαστε κάτω
στο πάρκινγκ.
μερικές φορές οδηγεί αυτή.
μερικές φορές οδηγώ εγώ.
τώρα οδηγώ εγώ.
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι.
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει
η γυναίκα μου.
η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή
απ' ό,τι συνήθως.
αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω
από το πάρκινγκ.
είναι γενναία γυναίκα, κάνει
σαν όλα να είναι
όπως συνήθως.
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα
τα άσωτα χρόνια•
κι ήταν τόσα πολλά
από δαύτα.
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί
και θα δεχθούν μόνο
μια τελική
πληρωμή.
έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον
θα κολυμπήσω λίγο.
το πρώτο ποίημα πάλι
64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει•
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν
εδώ.
παρακαλώ
μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.
Πηγή: poihshkaipoihtes
............................
Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ
Η σοφίτα
Έλα, ας λυπηθούμε αυτούς που έχουν περισσότερα από εμάς
Φίλε, έλα και θυμήσου
Ότι οι πλούσιοι έχουνε υπηρέτες και όχι φίλους
Ενώ εμείς έχουμε φίλους και όχι υπηρέτες.
Η αυγή κάνει την είσοδό της με μικρά βήματα
Σαν επιχρυσωμένη Παύλοβα
Κι εγώ είμαι κοντά στην επιθυμία μου
Και τίποτα καλύτερο δεν μετράει στη ζωή
Από αυτή την ώρα της καθαρής δροσιάς
Την ώρα που μαζί ξυπνάμε..
Ίτε
Πηγαίνετε τραγούδια μου, αναζητήστε τον έπαινό σας από τους νέους
Και από τους αδιάλλακτους
Βαδίστε μόνο ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας.
Επιδιώξτε ακόμα να στέκεστε κάτω από το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και αποδεχθείτε με ευχαρίστηση τα τραύματά σας από αυτό.
Η εντολή
Πηγαίνετε τραγούδια μου στους μοναχικούς και τους ανικανοποίητους
Πηγαίνετε σε αυτούς με τα σπασμένα νεύρα, στους δούλους της συμβατικότητας
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες τους.
Πηγαίνετε σαν μεγάλο κύμα από κρύο νερό
Κουβαλώντας την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες .
Μιλήστε κατά της ασυνείδητης καταπίεσης
Μιλήστε κατά της τυραννίας των πεζών ανθρώπων
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από πλήξη
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους
Πηγαίνετε σε αυτούς που η αποτυχία τους μένει κρυμμένη
Πηγαίνετε σε αυτούς που ζευγάρωσαν κακότυχα
Πηγαίνετε στην αγορασμένη σύζυγο
Πηγαίνετε στην γυναίκα με την προίκα
Πηγαίνετε σε αυτούς που έχουν λεπτούς τρόπους
Πηγαίνετε σε αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους δεν πραγματοποιούνται
Πηγαίνετε σαν σαράκι στην απραξία του κόσμου
Βαδίστε με την κόψη εναντίον της και δυναμώστε τις λεπτές χορδές
Γεμίζοντας εμπιστοσύνη τα φύκια και τις κεραίες της ψυχής.
Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο
Ερευνήστε για καινά δαιμόνια και για καινά αγαθά
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε μορφή καταπίεσης
Πηγαίνετε στους μεσήλικες που χόντρυναν
Και σε όσους έχασαν το ενδιαφέρον τους
Πηγαίνετε στους έφηβους που ασφυκτιούν μέσα στην οικογένεια
Ω πόσο απαίσιο είναι
Να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη
Είναι σαν δένδρο με νέα βλαστούς
Και με κλαδιά που πέφτουν σαπισμένα.
Πηγαίνετε να ταρακουνήσετε την κοινή γνώμη
Σταθείτε αντίθετα στη δουλεία του αίματος
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε είδους χειραφέτηση.
..............................
- Κωνσταντίνος Καβάφης ( 1868-1933 )
Ενα σύντομο αυτοβιογραφικό από τον ίδιο:
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα "Αναγνωρισμένα"[1] ), τα 37 "Αποκηρυγμένα"[2] ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα "Κρυμμένα"[3] , δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 "Ατελή"[4] , που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τo βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.
Τα πιο χαρακτηριστικά από τα ποιήματά του είναι τα: Τα τείχη, Τα παράθυρα, Τρώες, Κεριά, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Φωνές, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και η Η σατραπεία.
Είναι μακράν ο πιο γνωστός και πολυδιαβασμένος Νεοέλληνας ποιητής στο εξωτερικό (αλλά και στην Ελλάδα).
Πηγή : http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=612#ixzz2JVFdvqSy
................................
- Η νέα γενιά:
- YAPRAK OZ
Η Τουρκάλα Γιαπράκ Οζ (Yaprak Oz) γεννήθηκε το 1973, σπούδασε Αμερικανική Λογοτεχνία και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών. Ποίηματά της δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά από το 1997, ενώ παράλληλα έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης. Η ποίησή της επιστρατεύει μια εύθραυστη λυρική γλώσσα και μια εμπρόθετη αφέλεια, που τη διατρέχει υποδόρεια και υπαινικτικά μια σκοτεινή φλέβα. Στα ποίηματά της βρίσκει κανείς τον απόηχο των Αμερικανίδων ποιητριών Σίλβια Πλαθ και Αν Σέξτον, αλλά και μια συγγένεια με τα πιο σύγχρονα ποιήματα-τραγούδια της Πάτι Σμιθ και της Πόλυ Τζιν Χάρβεϊ.
Βροχή
Η μοναξιά βουρτσίζει τα μαλλιά της για ώρες.
Περιπλανιέται στα δωμάτια ξυπόλητη.
Φοβάται τις καταιγίδες.
Ο λαιμός της είναι γατάκι που τρέμει.
Τα πόδια της καίνε.
Στα μάγουλά της δύο μούρα.
Το στόμα της είναι ένα σκιουράκι,
ζουμερό μήλο,
κατακόκκινο γλυκό σιρόπι.
Ονειρεύεται βότσαλα να κατρακυλούν μες το ποτάμι,
βιβλία ποιημάτων, γεμάτα ξερά λουλούδια,
εκείνου που θα γιατρέψει τον πόνο μένα φιλί.
Το στόμα της είναι υγρό και μεγάλο,
κόκκινο σαν παπαρούνα,
οπιούχο άνθος, σπόρος χασισιού.
Η μονάξιά φτιάχνει τον καφέ της και διαβάζει.
Τυλιγμένη σε ένα σάλι περιμένει τη νύχτα.
Κοιμάται με τον ήχο της θύελλας.
Κι αυτό θα συνεχιστεί για λίγο καιρό
αυτή η βροχή με τις σύντομες παύσεις
κι αυτό το αυγουστιάτικο τραγούδι.
Οι πιο παλιές αναμνήσεις του ουρανού
Εσύ είσαι η νύχτα κι εγώ
η πράσινη πυγολαμπίδα
ο μικρός μας αδελφός είναι ένα δέντρο με ανθρώπινο πρόσωπο
η μάνα μας κλαίει,
είναι υγρή σαν φρεσκοπλυμένη
επειδή ο πατέρας μας την τρόμαξε με το όπλο του
το μουστάκι του είναι χιονισμένο
ενώ ο κήπος μας κοιμάται
είσαι νεκρός
και ζωντανοί εμείς.
..............................
- Η γενιά των «μπήτνικ», οι δαίμονες της Αμερικανικής ποίησης
«Τι ήτανε η γενιά των “Μπητ’;» ρωτήθηκε κάποτε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg). «Μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης», απάντησε. Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο». Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης.
Το κίνημα, το οποίο άνθισε κατά την δεκαετία του 1950, εξέφραζε έναν τρόπο σκέψης που παρέπεμπε στην μποέμικη ζωή της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο. Η κοινωνική του ατμόσφαιρα δημιούργησε έναν επαναστατικό τόνο απεξάρτησης από την κοινωνία και αφοσίωσης στην ιδέα της εθελούσιας φτώχειας ως πηγή φώτισης και χαράς. Την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι Αμερικανοί μετανάστευαν με ενθουσιασμό στα προάστια, οι «Μπητ» (Beat), συνειδητά απαρνήθηκαν τον πλούτο και την αφθονία για έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Όταν οι νέοι άνθρωποι εκείνης της περιόδου ονειρεύονταν ένα καλό γάμο, παιδιά, αυτοκίνητο, ένα σπίτι στην εξοχή, εξόδους το Σαββατόβραδο και συγκεντρώσεις στο σπίτι του γείτονα για να μοιραστούν τη φυλακή της ανίας τους, αυτοί ονειρεύονταν ταξίδια σε τεχνητούς παραδείσους, ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα και μελετούσαν το φαινόμενο που λέγεται ζωή. Γύρισαν την πλάτη στην ψευδαίσθηση και διαμαρτυρήθηκαν με τον τρόπο τους, γράφοντας στίχους ή ανακαλύπτοντας μελωδίες. Στην προσπάθεια τους να ξαναεφεύρουν τους εαυτούς τους, οι «Μπητ» εφηύραν μια νέα και ξεχωριστά Αμερικάνικη ποιητική γλώσσα.
Ο όρος «γενιά των Μπητ» δημιουργήθηκε από τον Τζακ Κερουάκ (Jack Kerouac) το 1948 σε μια συνομιλία του με τον μυθιστοριογράφο Κλέλλον Χόλμς (Clellon Holmes). Αυτή η φράση όμως έγινε γνωστή στο κοινό με το άρθρο που ο Χολμς έγραψε για τους Νιου Γιορκ Τάιμς (New York Τimes) στις 16 Νοεμβρίου 1952, με τίτλο «Αυτή είναι η γενιά των Μπητ». Παραταύτα, οι συγγραφείς που θα εκπροσωπούσαν αυτή την γενιά δεν δημοσίευσαν ποιήματά τους παρά αρκετά χρόνια αργότερα. Η λέξη «μπητ» δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από κακό, ή κατεστραμμένο, ή «ξοδεμένο», έννοιες που παρέπεμπαν σε ήττα, παραίτηση, απογοήτευση. Αυτό το συναίσθημα είναι που ο Κερουάκ εντοπίζει στον εαυτό του και στους φίλους του που ενηλικιώθηκαν κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δεν μπορούσαν να «χωρέσουν» στην στολή του στρατιώτη ούτε στο κουστούμι του νέου, πολλά υποσχόμενου επιχειρηματία. Ήταν ηττημένοι γιατί δεν πίστευαν στις «κανονικές» δουλειές και έπρεπε να αγωνιστούν για την επιβίωση, ζώντας σε βρώμικα διαμερίσματα, κάνοντας ωτοστόπ σε όλη την χώρα αφού δεν μπορούσαν να μείνουν ακίνητοι χωρίς να βαρεθούν. Αλλά ο όρος «μπητ» έχει και μια δεύτερη σημασία: Αυτή του αγγελικού, του καθαγιασμένου, του ιερού (beatific). Ο Κερουάκ, ένας αφοσιωμένος καθολικός, εξήγησε πολλές φορές ότι περιγράφοντας την γενιά ως «μπητ», προσπαθούσε να συλλάβει την μυστική αγιότητα των κατατρεγμένων. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ίσως το πιο κεντρικό θέμα στην δουλειά του.
Στις 2 Απριλίου του 1958, αφού η «Τρέλα των Μπητ» είχε επηρεάσει ένα κύμα από αποξενωμένους νέους, ο αρθρογράφος Χερμπ Κάεν (Herb Caen) του Χρονικού του σαν Φρανσίσκο έγραψε μια στήλη στην οποία δημιούργησε τον όρο «Μπήτνικ» (Beatnik). Η κατάληξη «-νικ» θύμιζε λέξεις της καθομιλουμένης, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δανεισμένη από τον «Σπούτνικ», τον δορυφόρο που μόλις είχε απογειωθεί από την Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας φόβο στις καρδιές πολλών Αμερικανών που έτρεμαν τον κομμουνισμό.
Όπως οι Γάλλοι ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι, οι συγγραφείς αυτοί ήταν μια μικρή παρέα φίλων που στην συνέχεια εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό κίνημα. Ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ και ο Γκάρυ Σνάιντερ (Garry Snyder) έγιναν πολύ γνωστοί ύστερα από αναγνώσεις ποιημάτων τους τον Οκτώβριο του 1955 στην «Σιξ Γκάλλερυ» (Six Gallery), μια μικρή πινακοθήκη σε ένα πρώην συνεργείο στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Γκίνσμπεργκ έκλεψε την παράσταση ήταν 29 ετών, σχεδόν δεν είχε δημοσιεύσει τίποτα μέχρι τότε, ούτε είχε ποτέ συμμετάσχει σε αναγνώσεις ποίησης. Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε γράψει το «Ουρλιαχτό» (Howl), ένα από τα πιο πρωτοποριακά έργα του, όπου επευφημούσε την ένδοξη ήττα προτιμώντας την από την απομόνωση και την καταστροφή. Μέχρι το τέλος της ανάγνωσης του ποιήματος, ο Γκίνσμπεργκ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως ποιητής. Μέχρι το επόμενο πρωί και οι πέντε ποιητές είχαν γίνει τοπικά γνωστοί. Τα έργα όλης της βραδιάς επαναλήφθηκαν αρκετές φορές μέσα στους επόμενους μήνες κάθε φορά σε ευρύτερο κοινό. Η σημασία της πρώτης αυτής ανάγνωσης είναι ότι καθιέρωσε αρκετούς από αυτούς τους νέους ποιητές, και κυρίως τον Γκίνσμπεργκ, στην ποιητική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Αυτός έφερε τον Σνάιντερ σε επαφή με τον Τζακ Κερουάκ και τον Γουίλλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs), τον οποίο είχε συναντήσει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στην Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Από τότε όλοι παρέμειναν στενοί φίλοι, ενθαρρύνοντας o ένας τις ατομικές συγγραφικές προσπάθειες του άλλου για περισσότερα από δέκα χρόνια, πριν οι εκδότες πάρουν σοβαρά την δουλειά τους στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Στην λίστα των «μπητ» προστέθηκαν αργότερα κι άλλοι συγγραφείς όπως ο Γκρέγκορυ Κόρσο (Gregory Corso), ο Πήτερ Ορλόφσκυ (Peter Orlovsky), ο Νηλ Κασσάντυ (Neal Cassady), ο Λώρενς Φερλινγκέττι (Lawrence Ferlinghetti) και άλλοι.
Μεταξύ τους υπήρχε κάτι σαν υπόσχεση: Δεν τους αφορούσε ένα μέλλον με την ασφάλεια της σύνταξης, αλλά ένα μέλλον βασισμένο στην ελευθερία του «κάνω ό,τι επιθυμώ». Οι «μπήτνικς» δεν αγωνιούσαν για την γνώση, αλλά ήθελαν να καταπιούν μεγάλες δόσεις του κόσμου, ακόμη και αν οι φιλελεύθερες θέσεις τους για το σεξ και τα ναρκωτικά τάραζαν τα νερά της συντηρητικής Αμερικανικής κοινωνίας. Υπήρξαν μια ομάδα ταλαντούχων ανθρώπων οι οποίοι, προσπαθώντας να πιάσουν την ουσία και την έννοια του χρόνου, έπρεπε να αγγίξουν την υπερβολή, γνωρίζοντας από ένστικτο ότι το μόνο όπλο ενάντια στον χρόνο είναι η τέχνη και η πνευματικότητα. Έζησαν το ζενίθ και το ναδίρ της ανθρώπινης συμπεριφοράς, χωρίς να αφιερώσουν χρόνο σε ό,τι βρισκόταν ανάμεσα. Η βαθύτερη επιθυμία τους ήταν η ελευθερία και η ικανότητά τους να ζουν με έναν ρυθμό που σκοτώνει -στον οποίο, άλλωστε, ο πόλεμος τους είχε συνηθίσει. Όπως σημειώνει ο Χολμς, «αν και υπήρξαν μια γενιά των άκρων, οι «μπήτνικς» αποδίδουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρει και τα του Θεού τω Θεώ».
........................
Συμβουλές προς τους νέους από τον Γουίλιαμ Μπάροουζ
>Σκληρές, αληθινές οδηγίες ζωής με κλείσιμο του ματιού από μία ομιλία του (που έγινε και τραγούδι):
Συχνά με ρωτάνε αν μπορώ να δώσω συμβουλές στους νέους. Λοιπόν ορίστε μερικές οδηγίες για νέους και γέρους:
Ποτέ μην επεμβαίνεις σε τσακωμό αγοριού-κοριτσιού.
Προσοχή στις πόρνες που λένε ότι δεν θέλουν λεφτά. Και βέβαια θέλουν.
Αυτό που εννοούν είναι ότι θέλουν περισσότερα λεφτά.
Πολλά περισσότερα.
Αν κάνεις δουλειές με θρησκευόμενο μαλάκα,
Ποτέ μην επεμβαίνεις σε τσακωμό αγοριού-κοριτσιού.
Προσοχή στις πόρνες που λένε ότι δεν θέλουν λεφτά. Και βέβαια θέλουν.
Αυτό που εννοούν είναι ότι θέλουν περισσότερα λεφτά.
Πολλά περισσότερα.
Αν κάνεις δουλειές με θρησκευόμενο μαλάκα,
Κοίταξε να τα έχεις όλα γραπτά.
Ο λόγος του δεν έχει καμία αξία.
Όχι όσο ο καλός Θεούλης του λέει πώς να σε ρίξει στη συμφωνία.
Απέφυγε τους αποτυχημένους.
Ο λόγος του δεν έχει καμία αξία.
Όχι όσο ο καλός Θεούλης του λέει πώς να σε ρίξει στη συμφωνία.
Απέφυγε τους αποτυχημένους.
Όλοι ξέρουμε αυτό το είδος.
Ό,τι και να κάνουν,
Όσο καλό κι αν ακούγεται,
Καταλήγει καταστροφικά.
Μην συναναστρέφεσαι τρελούς.
Πες τους με σταθερότητα:
Δεν πληρώνομαι για ν’ακούω μωρολογίες.
Είσαι αμετανόητα ηλίθιος.
Μερικοί από σας ίσως συναντηθείτε με τον Σατανά,
Αν φτάσετε τόσο μακριά.
Όλες οι ψυχές αξίζουν να σωθούν,
Τουλάχιστον για έναν παπά,
Αλλά δεν αξίζουν όλες οι ψυχές τόσο ώστε να αγοραστούν,
Οπότε μπορείτε να το πάρετε ως κοπλιμέντο.
Πρώτα δοκιμάζει τις πιο εύκολες περιπτώσεις.
Ξέρεις, με λεφτά,
Με όλα τα λεφτά που υπάρχουν.
Αλλά ποιός θέλει να είναι ο πιο πλούσιος σε κάποιο νεκροταφείο;
Τα λεφτά δεν αξίζουν.
Λοιπόν ο χρόνος δίνει τα χειρότερα χτυπήματα.
Ειδικά κάτω από τη ζώνη.
Πώς είναι να σε αρπάζει ένα νεανικό σώμα;
Σαν πόκερ, σαν «εδώ παπάς, εκεί παπάς»
Τώρα το βλέπεις, τώρα όχι.
Μήπως ξέχασες κάτι, παπού;
Για να αισθανθείς κάτι,
Ό,τι και να κάνουν,
Όσο καλό κι αν ακούγεται,
Καταλήγει καταστροφικά.
Μην συναναστρέφεσαι τρελούς.
Πες τους με σταθερότητα:
Δεν πληρώνομαι για ν’ακούω μωρολογίες.
Είσαι αμετανόητα ηλίθιος.
Μερικοί από σας ίσως συναντηθείτε με τον Σατανά,
Αν φτάσετε τόσο μακριά.
Όλες οι ψυχές αξίζουν να σωθούν,
Τουλάχιστον για έναν παπά,
Αλλά δεν αξίζουν όλες οι ψυχές τόσο ώστε να αγοραστούν,
Οπότε μπορείτε να το πάρετε ως κοπλιμέντο.
Πρώτα δοκιμάζει τις πιο εύκολες περιπτώσεις.
Ξέρεις, με λεφτά,
Με όλα τα λεφτά που υπάρχουν.
Αλλά ποιός θέλει να είναι ο πιο πλούσιος σε κάποιο νεκροταφείο;
Τα λεφτά δεν αξίζουν.
Λοιπόν ο χρόνος δίνει τα χειρότερα χτυπήματα.
Ειδικά κάτω από τη ζώνη.
Πώς είναι να σε αρπάζει ένα νεανικό σώμα;
Σαν πόκερ, σαν «εδώ παπάς, εκεί παπάς»
Τώρα το βλέπεις, τώρα όχι.
Μήπως ξέχασες κάτι, παπού;
Για να αισθανθείς κάτι,
Πρέπει να είσαι παρών.
Πρέπει να είσαι δεκαοχτώ.
Δεν είσαι δεκαοχτώ.
Είσαι εβδομήνταοχτώ.
Ο παλιόγερος πούλησε την ψυχή του για ένα στραπόν.
Πηγή: www.lifo.gr
Πρέπει να είσαι δεκαοχτώ.
Δεν είσαι δεκαοχτώ.
Είσαι εβδομήνταοχτώ.
Ο παλιόγερος πούλησε την ψυχή του για ένα στραπόν.
Πηγή: www.lifo.gr
...............................
- Πίσω απ'τα σίδερα τα όνειρα παραμένουν ζωτανά και τροφοδοτούν τη ζωή με Δύναμη!
"Της Φυλακής ποιήματα": 2 ποιήματα από το λογοτεχνικό εργαστήρι των ανήλικων φυλακισμένων στις Δικαστικές Φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης (η έκδοση περιέχει 20 συνολικά)
Πέταγμα ( Έναυσμα από το βιβλίο "Ο γλάρος Ιωνάθαν")
Ελευθερία
Ξεφεύγω από την καθημερινότητα
από τα εύκολα
από το βόλεμα
Πετώ
Πιέζω τον εαυτό μου να εξελιχθώ
Πετώ και αναζητώ νέο εαυτό
Πετώ και αναζητώ την ελευθερία
Ποθώ το πέταγμά μου να μου δίνει
το διαφορετικό
Με το πέταγμα ονειρεύομαι
Μπορώ
Με πόνεσαν τα φτερά μου
μα συνεχίζω
Ανάμνηση (του Άγγελου)
Το παράθυρο είναι ψηλά
Θέλησα να το φτάσω
Ο αέρας φυσούσε στο ρυθμό του
Μύριζε ελευθερία
Έκλεισα τα μάτια
Ο χρόνος με ταξίδεψε πίσω
Ξαναζωντάνεψαν στιγμές αγαπημένες
Στιγμές που έζησα
Στιγμές που είναι ανάμνηση
Τις σέρνω να τις φέρω πίσω
Να τις αγγίξω
Είναι γερά καρφωμένες στο νου.
Πηγή: έσω φρενών
Πέταγμα ( Έναυσμα από το βιβλίο "Ο γλάρος Ιωνάθαν")
Ελευθερία
Ξεφεύγω από την καθημερινότητα
από τα εύκολα
από το βόλεμα
Πετώ
Πιέζω τον εαυτό μου να εξελιχθώ
Πετώ και αναζητώ νέο εαυτό
Πετώ και αναζητώ την ελευθερία
Ποθώ το πέταγμά μου να μου δίνει
το διαφορετικό
Με το πέταγμα ονειρεύομαι
Μπορώ
Με πόνεσαν τα φτερά μου
μα συνεχίζω
Ανάμνηση (του Άγγελου)
Το παράθυρο είναι ψηλά
Θέλησα να το φτάσω
Ο αέρας φυσούσε στο ρυθμό του
Μύριζε ελευθερία
Έκλεισα τα μάτια
Ο χρόνος με ταξίδεψε πίσω
Ξαναζωντάνεψαν στιγμές αγαπημένες
Στιγμές που έζησα
Στιγμές που είναι ανάμνηση
Τις σέρνω να τις φέρω πίσω
Να τις αγγίξω
Είναι γερά καρφωμένες στο νου.
Πηγή: έσω φρενών
............................
Τ.Σ. Έλιοτ ( 1888-1965 , Βρετανός ποιητής, Νόμπελ 1948)
(αποφθέγματα) Ο ποιητής της "Έρημης Χώρας" |
- Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά.
- Οι άνθρωποι στους οποίους δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτε δεν μπορούν να καταλάβουν την ασημαντότητα των γεγονότων.
- Μόνο αυτός που ρισκάρει να πάει πολύ μακριά μπορεί να ανακαλύψει πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς.
- Δεν πιστεύω ότι γερνάει κανείς. Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει είναι ότι νωρίς στη ζωή, σε μια ορισμένη ηλικία μένει κάποιος ακίνητος και βαλτώνει.
- Δεν θα σταματήσουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν θα φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά.
- Δεν υπάρχει πιο αηδιαστικό θέαμα από έναν γέρο που αρνείται να εγκαταλείψει τον κόσμο, που έχει εγκαταλείψει τον ίδιο.
- Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν.
- Το βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του. Επειδή κανένας δεν έκανε τίποτε μετά από αυτό.
- Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με ένα αδύναμο κλαψούρισμα.
- Πού είναι η όλη η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση; Πού είναι όλη η γνώση που χάσαμε μέσα στην πληροφόρηση.
Πηγή: http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=16#axzz2M0BONli7
.........................
- Φερνάντο Πεσσόα
«Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει»
Φερνάντο Πεσσόα : Επτά Ποιήματα
Ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο με ποιήματα του Φερνάντο Πεσσόα, διάλεξα ενδεικτικά επτά ποιήματα του ετερώνυμου Α λ μ π έ ρ τ ο Κ α έ ι ρ ο. Όπως αναφέραμε και στην πρώτη ανάρτηση για τον Πεσσόα, ο ίδιος υπέγραφε με πολλά ψευδώνυμα τα οποία στη συνέχεια αναφέρονταν ως ετερώνυμα.
Ο Αλμπέρτο Καέϊρο, σύμφωνα με το «βιογραφικό» που του έφτιαξε ο Πεσσόα, περιγράφεται ως εξής: «Ο Α. Κ. γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβόνα, αλλά πέρασε τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα αλλά ούτε και μόρφωση. Ήταν μετρίου αναστήματος και ασθενικός (πέθανε από φυματίωση). Ήταν ξανθός και γαλανομάτης. Όταν ήταν μικρός έχασε τον πατέρα και τη μητέρα του και έζησε με περιορισμένα έσοδα, κλεισμένος στο σπίτι με μια πολύ ηλικιωμένη θεία του.»
Απ’ όλα τ’ άλλα ετερώνυμα, διάλεξα εκείνο του Α. Καέιρο, διότι είναι εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στη φύση, δίχως εξωραϊσμούς και περιγραφικές υπερβολές. Ο Α. Κ. και η φύση απλώς συνυπάρχουν.
Η συνύπαρξη αυτή, δεν έχει ίχνος ρομαντισμού. Είναι άμεσα υπαρξιακή: ανάμεσα σ’ εκείνον και την Ζωή – Φύση, δεν φαίνεται να μεσολαβεί τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο το βίωμα. Τουλάχιστον, αυτό είναι, νομίζω, το ζητούμενο του Πεσσόα, που επιχειρεί να το πραγματώσει μέσω του ετερώνυμου Αλμπέρτο: «…σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,/ Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.»
Βασιλική Φράγκου (Πηγή: pteroen )
ΧIII
Ανάλαφρος, ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος
Ο άνεμος περνάει ανάλαφρος.
Φεύγει μετά, πάντα ανάλαφρος.
Τι σκέφτομαι δεν ξέρω.
Και ούτε να το μάθω επιζητώ.
[…]
XΧΧ
Αν θέλουν να έχω μυστικισμό, εντάξει, τον έχω.
Είμαι μυστικιστής, αλλά μονάχα με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δεν σκέφτεται.
Ο μυστικισμός μου συνίσταται στο να αρνείται τη γνώση.
Μόνο να ζω θέλω, κι αυτό να μην το σκέφτομαι.
Δεν ξέρω τι είναι φύση: την τραγουδώ.
Ζω στην κορφή ενός λοφίσκου,
Σ’ ένα ασβεστωμένο σπίτι, μοναχικό.
Κι αυτός είναι ο ορισμός μου.
ΧΧΧVI
Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!
Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
XL
Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.
XLII
Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του
7-5-1914
Όταν έρθει η Άνοιξη
Ίσως πια να μη βρίσκομαι στον κόσμο.
Σήμερα, να μπορούσα θα’ θελα
Την Άνοιξη σαν πρόσωπο να την σκεφτώ.
Θα μπορούσα έτσι να φανταστώ πως κλαίει για μένα
Βλέποντας πως το φίλο το μοναδικό της έχει χάσει.
Μα η Άνοιξη δεν είναι ούτε πράγμα,
ούτε ένας τρόπος να μιλάς.
Ούτε τα λουλούδια, ούτε τα πράσινα φύλλα επιστρέφουν
Υπάρχουν νέα φύλλα, νέα λουλούδια
Υπάρχουν νέες, μυρωδάτες μέρες.
Τίποτα δεν γυρίζει, δεν επαναλαμβάνεται
Επειδή είναι πραγματικό το κάθε τι.
7-11-1915
Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
–Αυτό ήταν όλο.
F e r n a n d o P e s s o a (1888-1935)
Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης
[Fernando Pessoa, Ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa: Ποίηση για Πάντα, 2007.]
..............................
- Ποιήματα του "σωρού"
Να είμαστε το θρόισμα των φύλλων.
Να είμαστε του ουρανού το χρώμα.
Όρθιοι,
φτωχοί,
των ανοιχτών δρόμων
τρελλοί θαμώνες.
Το ανοιχτό στοίχημα
εμείς οι ίδιοι.
Η ασεβής χειρονομία
στις εικόνες
της επίπλαστης ευτυχίας.
Να είμαστε του αδύνατου φορείς,
να είμαστε το μέσο,
να είμαστε ο σκοπός.
Να φτύσουμε τις καταξιώσεις
και τη σπουδή του τίποτα.
Δεν παύουμε να μαγειρεύουμε
κόσμε του ταχυφαγείου.
.........................
Συνάντηση δυσάρεστη με την ιδεολογία
Λοιπόν,
σ'άκουγα να φλυαρείς
και να κρύβεσαι πίσω απ'το δάχτυλό σου.
Στην αρχή μου φάνηκε αστείο.
Μετά είπα,
" ο καιρός να μας φυλάει απ'τα επαναστατικά
δικαστήρια της καθαρότητας "
και ύστερα δεν έβρισκα λέξη της προκοπής που να κάνει
ρίμα
με την ξεφτίλα.
........................
Αυτό που χρειάζεται
Ξεγλιστράει απ'τα δάχτυλα
επιδεικνύεται σαρκαστικά.
Προσαρμοσμένο στην ομίχλη του καπνού μας
- αερικό -.
Φύλλο απ'τη σιωπή του κυπαρισσιού.
Σταγόνα απ'το κύμα.
Δυσανάλογη σκιά
πίσω απ΄τη διάταση των χεριών.
Παραπαίον σχοινοβατεί
χαρμόλυπο σχίζεται στα δύο.
Σκορπάει τη μυρωδιά της νύχτας.
Θυμάσαι;
Ίσως πέρασε από δίπλα μας
το λεπτό που μετρούσαμε τον πυρετό.
.........................
* ο "σωρός" τυπώθηκε στην Αθήνα (άνοιξη 2008) σε 500 αντίτυπα για να μοιραστεί χέρι χέρι και σε αυτοοργανωμένους αντιεραρχικούς χώρους, επιχειρώντας να συδράμει με τον τρόπο του στο αντιεμπορευματικό εγχείρημα και την έμπρακτη άρνηση των όρων, των ρόλων και των διαχωρισμών που θέτει το Υπάρχον.
Σημείωμα από την τελευταία σελίδα της ποιητικής συλλογής "σωρός", από την οποία επέλεξα τα παραπάνω τρία ποιήματα...
ανιχνευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου