(Ως εισαγωγή: Για να κινηθούμε κι εμείς σύμφωνα με το "πνεύμα" της "εθνικής επετείου" παραθέτουμε ένα εξαιρετικό άρθρο που δεν θα το αποκαλούσαμε ανατρεπτικό. Απλά αποτελεί μια σοβαρή ιστορική μελέτη απαλλαγμένη από τα "καρυκεύματα", τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις ή την αποσιώπηση και τους επίσημους μύθους, έτσι όπως η κρατική εκπαίδευση, για τους δικούς της προπαγανδιστικούς κάθε φορά λόγους, εμφυτεύει στα μυαλά των ανθρώπων από νηπιακή ηλικία. Και για να συντηρεί αυτή η "συμμορία μπράβων" που λέγεται "κράτος", τις αθλιότητες, τις παρασιτικές "κουμπαριές", τις παθογένειες, τη μαζική εξαπάτηση και τις εξαρτήσεις από μεγάλους "προστάτες" ή προαγωγούς. Σε βάρος των συνήθων εύκολων κι ευκολόπιστων θυμάτων)
Ο «ηρωισμός», όταν
έχει σαν πηγή του την άγνοια και το, ως γνωστόν άλογο, θυμικό δεν
διαφέρει σε τίποτα από ένα
σεμνότυφο και ηθικολογικό κήρυγμα. Η
μεγαλύτερη προσβολή που μπορείς να κάνεις σε ένα ηρωοποιημένο θύμα του
«εθνικοπατριωτικού», ή του «αντιφασιστικού» πολέμου δεν είναι το να
δείξεις ασέβεια στα σαθρά θεμέλια του «ηρωισμού» του, αλλά το να
εξακολουθείς να καθαγιάζεις την θυματοποίησή του αποκαλώντας το
«ήρωα».
Η
μεγαλύτερη ντροπή και αυτοεξευτελισμός είναι το να τιμάς με «εθνικές»
επετείους -και έτσι να διαιωνίζεις- την προσωπική και συλλλογική σου
θυματοποίηση. Γι’ αυτό, το δίδαγμα που πρέπει να προσπαθήσουμε να
αντλήσουμε από την θλιβερή αυτή επέτειο δεν είναι το τί έπρεπε να είχε
κάνει το ρωμαίικο κρατίδιο, το οποίο, ως όφειλε, διεκπεραίωσε με
υποδειγματική προπαγανδιστική τακτική τις ντιρεκτίβες των αποικιοκρατών
εργοδοτών του.
Το δίδαγμα θα πρέπει να είναι τέτοιο, που να
αφορά και να ωφελεί αυτούς, που καλούνται εν ονόματι διαφόρων
προπαγανδιστικών συνθημάτων και ιδεοληψιών να επωμιστούν κάθε φορά τις
συνέπειες ενός πολέμου. Σε αυτή την περίπτωση ας αποφασίσει ο καθένας
σε ποιά κατηγορία ανήκει.
Θ.Λ.
Εικόνες
πείνας στην κατοχική Αθήνα. Εκατοντάδες χιλιάδες τα θύματα της
κατοχικής πείνας στην Ελλάδα, ακόμα και στην ελληνική επαρχία. Ο πόλεμος
δημιούργησε παντού αναμενόμενες δυσλειτουργίες στην κυκλοφορία βασικών
αγαθών, αλλά στην Ελλάδα το φαινόμενο πήρε διαστάσεις πρωτόγνωρες, που
δεν είχαν ούτε προηγούμενο, ούτε ανάλογο σε άλλες υπό κατοχή χώρες. Η
κατάσταση χειροτέρεψε δραματικά λόγω του βρετανικού ναυτικού
αποκλεισμού, που δεν επέτρεπε την αποστολή διατροφικής βοήθειας στις
κατεχόμενες χώρες, με σκοπό να δημιουργήσει δυσάρεστες κοινωνικές
καταστάσεις στους στρατούς κατοχής. Ο ελληνικός λαός εγκαταλείφθηκε σαν
σκυλί στην τύχη του από αυτούς ακριβώς, που τον έσπρωξαν να αντισταθεί
«ηρωικά» (και χωρίς λόγο) στους εισβολείς. Μια έγκαιρη διαπραγμάτευση με
τους μετέπειτα βέβαιους κατακτητές θα είχε βοηθήσει να αποφευχθεί το
όνειδος των μαζικών θανάτων από ασιτία και από την συνακόλουθή της
φυματίωση
"Είναι δυνατόν να μην γνώριζαν οι νεοέλληνες διπλωμάτες και πολιτικάντηδες, ότι η χώρα δεν είχε κανένα συμφέρον από αυτόν τον πόλεμο; Φυσικά και το γνώριζαν, αφού σε άλλη περίπτωση θα είχαν σπεύσει να το προτάξουν εξ αρχής ως δήθεν «συμφέρον του λαού και του τόπου». Κάτι τέτοιο όμως, όπως γνωρίζουμε, δεν το έκαναν.
Δεν γνώριζαν οι νεοέλληνες διπλωμάτες και πολιτικάντηδες, ότι η Ελλάδα
δεν μπορούσε να τα βάλει με την Ιταλία και τη Γερμανία; (όπως και
συνέβη.)
Δεν γνώριζαν ότι η ελληνική προέλαση στο αλβανικό μέτωπο ήταν εκ των πραγμάτων άνευ στρατηγικού στόχου και νοήματος για την Ελλάδα (εξυπηρετούσε μόνο την καθήλωση των Ιταλών στην Αλβανία, ώστε να μήν επιτεθούν στους Άγγλους στην Αίγυπτο) κι ότι πραγματική νίκη επί των Ιταλών δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί ούτε με αυτόν, αλλά ούτε και με κανέναν άλλον τρόπο;
Δεν γνώριζαν, ότι ειδικά μετά και την εκδήλωση της γερμανικής εισβολής, ούτε η Βρετανία πίστευε στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων της (δηλαδή να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως βάση), αλλά ήθελε απλώς να εμπλέξει την Ελλάδα σε έναν ανούσιο πόλεμο φθοράς με τους Γερμανούς; (όπως και συνέβη.) Δεν γνώριζαν, ότι η Βρετανία με αυτόν τον τρόπο καιροσκοπούσε, προσπαθώντας να κερδίσει λίγο χρόνο υπέρ της από την ελληνική αντίσταση;
Η
αδιαφορία του αποικιοκρατούμενου κρατιδίου απέναντι στο «κρέας», που
έστειλε στο σφαγείο κορυφώθηκε με τον πιο ωμό τρόπο κατά την εκδήλωση
της γερμανικής εισβολής και κατά την άτακτη υποχώρηση -και διάλυση- του
ελληνικού στρατού. Τόσο οι περισσότεροι επιτελικοί αξιωματικοί, όσο και
οι Βρετανοί στρατιωτικοί είχαν προτείνει ως αυτονόητη την σύμπτυξη των
ελληνοβρετανικών δυνάμεων στην προσφορώτερη αμυντική "γραμμή
Αλιάκμονα". Σε πλήρη αντίθεση με την κοινή λογική, ο αρχιστράτηγος της
δικτατορίας Παπάγος, ένας ανάλγητος στρατοκράτης, διέταξε τις ελληνικές
μονάδες να παραμείνουν στην ανατολική Μακεδονία -«γραμμή οχυρών»- και
στην …Αλβανία. Το αιτιολογικό του -πλήρως εναρμονισμένο με την
«πολιτική» Μεταξά- ήταν, ότι δεν
έπρεπε να παραδοθεί «σπιθαμή» εδάφους, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την
ολοσχερή κατάληψη και καταστροφή της χώρας. Τόσο στις διαταγές του προς
τους διοικητές των μονάδων, όσο και προς τους απορημένους Βρετανούς
αξιωματικούς, επαναλάμβανε την στερεότυπη απάντηση, ότι οι στρατιώτες
πρέπει να πολεμήσουν και να πεθάνουν μέχρι τον τελευταίο «δια την τιμήν
των όπλων» (βλ. Ιωάννη Κολιόπουλου, «Η δικτατορία του Μεταξά και ο
πόλεμος του ’40: οι σχέσεις της Ελλάδος με την Βρετανία 1935-1941»,
εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996). Φυσικά το ανδρείκελο αυτό της
δικτατορίας απέκρυπτε από όσους ήσαν στο μέτωπο, ότι με την «τακτική»
του αυτή επρόκειτο να κυκλωθούν και να εξοντωθούν.
Δεν γνώριζαν, ότι οι κομματικοί «αντιστασιακοί» στρατοί, που
σχηματίστηκαν στη Μέση Ανατολή και στην κατεχόμενη Ελλάδα, δεν
φτιάχτηκαν για να πολεμήσουν τον εισβολέα, αλλά για να πολεμήσουν μεταξύ
τους μετά την «απελευθέρωση»; (όπως και συνέβη.)
Δεν γνώριζαν, ότι η συνέχιση της «Εθνικής Αντίστασης» στην κατεχόμενη
Ελλάδα δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατηγικό σκοπό (εκτός από την
προετοιμασία για το μοίρασμα της μεταπολεμικής εξουσιαστικής «πίτας»)
και ότι δεν είχε την παραμικρή επίπτωση στην έκβαση του πολέμου, παρά
μόνο έφερε περισσότερα δεινά στον πληθυσμό;
Δεν έβλεπαν, ότι ο πόλεμος και η συνέχισή του μέσω της «εθνικής
αντίστασης», σε περίοδο κατοχής της χώρας, αύξανε την επιρροή του
Βρετανικού παράγοντα στην Ελλάδα; Αλλά και ότι ο τελευταίος θα έπαιζε
ισχυρότερο ρυθμιστικό ρόλο στα μεταπολεμικά ελληνικά πράγματα (όπως και
συνέβη), καθιστώντας την Ελλάδα το μοναδικό ίσως απομεινάρι της
αποικιοκρατίας στην Ευρώπη σε μια εποχή μάλιστα, που η βρετανική
αποικιοκρατία κατέρρεε (βλ. αποχώρηση Βρετανών από την Ινδία και αλλού);
Φυσικά και γνώριζαν όλα τα παραπάνω, όπως και πάρα πολλά άλλα. Πώς θα
μπορούσαν να μην τα γνωρίζουν, αφού οι ίδιοι τα μεθόδευσαν και τα
διαχειρίστηκαν;"
28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940: ΜΙΑ ''ΕΘΝΙΚΗ'' ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΝΤΡΟΠΗΣ (α' + β' μέρος)
Η Ελλάδα έρμαιο τής βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Μύθος η εκούσια «ηρωική» εμπλοκή μας στο αιματοκύλισμα.
|
«Με
αυτόν τον πανταχού παρόντα μηχανισμό των πληροφοριών και την επιρροή
των σχολείων στους απροστάτευτους εγκεφάλους των ανηλίκων μελών του
πληθυσμού μπορεί κανείς να εξαπατήσει ακόμα και έξυπνους ανθρώπους σε βαθμό, που να πανηγυρίζουν για την ίδια τη θανατική καταδίκη τους.»
Ε.Α. Ράουτερ, «Η κατασκευή υπηκόων», εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1982
|
(στο β'μέρος: Ήταν δυνατή μιά διαφορετική στάση από ελληνικής πλευράς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;)
Επί επτά δεκαετίες καταβάλλεται αδιάκοπη προσπάθεια από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του νεοελληνικού κρατιδίου (κυρίως από τη σχολική εκπαίδευση) να παρουσιαστεί η είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αναπόφευκτη, αλλά και η ένταξή της στο συμμαχικό συνασπισμό ως δική της επιλογή βασισμένη στο «δίκαιο» και στον «ανθρωπισμό». («Επιλογή», που αντιφάσκει με το αναπόφευκτο της εισόδου της στον πόλεμο: μας λένε δηλαδή, ότι η Ελλάδα επέλεξε κάτι, που ήταν αναπόφευκτο να μήν το επιλέξει…). Η πραγματικότητα βέβαια είναι τελείως διαφορετική. Μια χώρα «προστατευόμενη» (βλ. προτεκτοράτο) είναι εξ ορισμού αδύνατον να ασκεί αυτόβουλη εξωτερική (ή άλλη) πολιτική, παρά μόνο στον βαθμό, που αυτή δεν θα θίγει τα συμφέροντα των «προστατών» της. Αυτόβουλη πολιτική ασκούν ως γνωστόν μόνο οι «protectors», ποτέ οι «protected».
Κατ’ αυτό τον τρόπο η είσοδος και συμμετοχή της «προστατευόμενης» Ελλάδας σε έναν τέτοιας έκτασης πόλεμο είναι αστείο να ερμηνεύεται ως η εκούσια «ηρωική» άρνηση μιας «μικρής πλην ένδοξης» χώρας να «υποταχθεί» στον κάθε «εισβολέα». Γιατί η «μικρή πλην ένδοξη» αυτή χώρα ήταν προ πολλού υποταγμένη, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η «αντίστασή» της δεν διεξήχθη, παρά μόνο στα προδιαγεγραμμένα πλαίσια αυτής της υποταγής.
Νεοελλάδα 1828-1949: Έρμαιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας
Είναι γνωστό, ότι από ιδρύσεώς του το νεοελληνικό κρατίδιο άρχισε να τελεί υπό την υψηλή επίβλεψη, «προστασία», «καθοδήγηση» κ.λπ. της Βρετανίας (η τσαρική Ρωσία παρά τις προσπάθειές της δεν κατάφερε να αποσπάσει την χώρα στη δική της σφαίρα επιρροής, ενώ η Γαλλία, λόγω των εσωτερικών της κοινωνικών προβλημάτων και συγκρούσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ουσιαστικά παραιτήθηκε από κάθε αποικιοκρατικό «δικαίωμα» στην Ελλάδα). Δεν συνέβη απολύτως τίποτα στη νεοελληνική ιστορία από το 1828 μέχρι το 1949, που να μήν διεξήχθη υπό την στενή επιτήρηση της εμπειρότατης βρετανικής διπλωματίας: Ο ερχομός του Καποδίστρια, η εγκαθίδρυση της βαυαρικής βασιλείας και των διαδόχων, τα προδιαγεγραμμένα φιάσκα, όπως αυτό του 1922, η παραχώρηση μέρους της Μακεδονίας στην Ελλάδα, η συμμετοχή της Ελλάδας στις δύο παγκόσμιες συρράξεις έγιναν εν γνώσει των ηγεσιών τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας, με τη (φανερή, ή μή) έγκρισή τους και για τους σκοπούς τής αποικιοκρατικής εξωτερικής τους πολιτικής.
Άλλωστε η Βρετανία υπήρξε ο γενικός «μπάστακας» σε όλη τη Μεσόγειο τουλάχιστον μέχρι το 1956, όταν υποχώρησε από το Σουέζ (τον ρόλο της συνεχίζουν έκτοτε οι Η.Π.Α.). Σε αυτά τα, οριοθετημένα από τη Βρετανία πλαίσια η Ελλάδα είχε αναλάβει έναν απολύτως καθορισμένο ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο: έπρεπε να είναι τόσο μόνο δυνατή, όσο χρειάζεται για να δημιουργήσει προβλήματα σε ενδεχόμενη ρωσική ή άλλη κάθοδο στη Μεσόγειο, αλλά και τόσο αδύναμη, ώστε να μην έχει δυνατότητα αυτόβουλης παρέμβασης σε μια περιοχή που -ας μήν ξεχνιόμαστε- γειτνιάζει με τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής. Με άλλα λόγια επί βρετανικής αποικιοκρατίας η Ελλάδα έπρεπε να είναι ένα υπάκουο σκυλί, αρκετά απειλητικό για τη «γειτονιά» αλλά, όχι με αρκετά δυνατά δόντια ώστε να σκεφτεί να δαγκώσει το χέρι του αφεντικού του.
Ειδικά για τους πολέμους, στους οποίους ενεπλάκη η Ελλάδα, πότε με την επιδοκιμαστική ανοχή της Βρετανίας και πότε κατ’ εντολήν της πρέπει να επισημάνουμε, ότι ποτέ ένας λαός δεν ωφελείται από έναν πόλεμο, ακόμα κι αν ο πόλεμος αυτός «κερδηθεί». Οι μόνοι που ωφελούνται από έναν «κερδισμένο» πόλεμο είναι τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα (αφού αυξάνουν τους πόρους τους και τούς υπηκόους τους, επεκτείνουν γεωγραφικά τις «επενδύσεις» τους κ.λπ.), ενώ στην περίπτωση που ο πόλεμος «χαθεί», τις συνέπειες τίς υφίσταται πάντα το υποτελές κοινωνικό σώμα και ποτέ οι εγχώριοι κυρίαρχοι (οι οποίοι, όπως είναι ιστορικώς διαπιστωμένο, μετατρέπονται αμέσως σε -εξ ίσου ευκατάστατους- τοποτηρητές των «κατακτητών» κάτι, που είδαμε και στην Ελλάδα, τόσο επί τουρκοκρατίας, όσο και επί γερμανοϊταλοβουλγαρικής κατοχής(1)). Η ζωή του νεοέλληνα για παράδειγμα δεν έγινε καλύτερη με την προσάρτηση και την βίαιη «ελληνοποίηση» της Μακεδονίας (στην οποία οι έλληνες αποτελούσαν τότε μια μικρή βαλκανική μειονότητα ανάμεσα στις τόσες άλλες – η Μακεδονία «ελληνοποιήθηκε» εθνολογικά πολύ αργότερα, κυρίως με προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία, το 1922). Ο νεοέλληνας δεν απέκτησε εξ αυτού του γεγονότος ούτε καλύτερη παιδεία, ούτε καλύτερους μισθούς, ούτε καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ούτε κοινωνική πρόνοια, ούτε ποιοτικότερη και σοβαρότερη πολιτική οντότητα. Δεν βελτίωσε σε κάτι ο,τιδήποτε το βιοτικό του επίπεδο. Οι μόνοι που ωφελήθηκαν από την προσάρτηση και βίαιη «ελληνοποίηση» της Μακεδονίας ήσαν κάμποσοι επιχειρηματίες, που αύξησαν τα λιμάνια τους, τους δρόμους τους, τις «επενδύσεις» τους και εν γένει τις «αγορές» τους και η χριστιανορθόδοξη Εκκλησία Α.Ε, που διεύρυνε το ποίμνιό της (και το παγκάρι της). Η προσάρτηση εδαφών έφερε επίσης και την αύξηση εδράνων και κονδυλίων για βουλευτές και λοιπούς αργόσχολους.
Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το Νοέμβριο του 1940 προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ των σπουδαστών της με αντικείμενο τη φιλοτέχνηση «διαφημιστικών πινάκων εθνικής σκοπιμότητος» με βάση συνθήματα, που υπέδειξε η κυβέρνηση Μεταξά. Τότε ζωγραφίστηκαν, για λόγους φυσικά προπαγάνδας και όχι καλλιτεχνικούς, οι πέρα για πέρα εξιδανικευμένες συνθέσεις των πολεμικών εικόνων, που γέμισαν έκτοτε τα σχολικά βιβλία και τους τοίχους στρατοπέδων και δημοσίων υπηρεσιών. Δεν παρέλειψαν βέβαια, να τονίσουν και τη θρησκευτική εξάρτηση της Ρωμιοσύνης ζωγραφίζοντας ανάμεσα στους στρατιώτες, τούς απαραίτητους ιερείς. («Το έπος του ’40. Λαϊκή εικονογραφία», Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 1987).