" ...η επανάσταση είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που, αγριεμένα και πιασμένα
χέρι χέρι, αφήνουν πίσω τις νουθεσίες των γνωστικών γονέων και την
αποσύνθεση της ασφάλειας και των μεταμφιέσεων του μνήματος του παλιού
κόσμου. Και, μεθυσμένα από τις αιώνιες χαρές και πιο γενναίες υποσχέσεις
της ζωής, ανακαλύπτουν μαζί καινούργιες συναρπαστικές διαδρομές. Όχι
για να σταθούν στο ξεκίνημά τους εκθειάζοντάς τες απλώς, όχι για να
παγιδευτούν σε ατέλευτες ομιλίες, θεωρίες και διακηρύξεις γύρω από το
ρίσκο και τα οφέλη του τολμήματος, όχι για να γενούν στο πέρασμα τελικά
τα σκιάχτρα του εαυτού τους και των αρχικών προθέσεών του, ώστε
ν'αποθαρρύνουν και μελλοντικούς συν-οδοιπόρους. Αλλά για να γενούν τα
ίδια το ταξίδι, ο αυτοκαθορισμός της πορείας και η εκπλήρωση της
λαχτάρας..."
του ανιχνευτή
- Kαι κάποιες επιπλέον δικές μας σκέψεις επί τούτου: Συμπέρασμα: Καυλώνω άρα υπάρχω!
Η μεγαλύτερη ΦΥΛΑΚΗ όλων και η ανάγκη ΡΗΞΗΣ κι ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ
Oι αυτόχειρες καιροί όμορφα εύχονται...
Οι στρατευμένοι και οι εξεγερμένοι.. -
ο επαναστάτης
περπάτησε περήφανα μέχρι την πλατεία
φώναξε δυο συνθήματα
κι αφού έριξε άτσαλα στεφάνι ακάνθινο
στο μνημείο των πεσόντων καιρού αλλοτινού
επέστρεψε στο αγαπημένο του στέκι
τριγύρισε στο διαδίκτυο
έψαξε για δικαιολογίες
κι αφού χιλιάδες βρήκε
ήπιε με καλαμάκι φαρδύ τις αμαρτίες του κόσμου
ύστερα
εφησυχασμένος πια
επέστρεψε στο κυριακάτικό του σπίτι
τας τύψεις του ένιψε
και κάθισε συν γυναιξί και τέκνοις στη ροτόντα
– φτιαγμένη από το ξύλο το φτηνό, μη φανταστείς –
ευχήθηκε στο θεό της αφοσίωσης
κι ύστερα έφαγε ψωμί με κρέας και λαχανικά
ήπιε κρασί και γέλασε με τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο
στο τέλος σώπασε
βάρυνε από τις ερινύες και το κρασί
ακούστηκε από μέσα του κάπου μακριά
ένα τραγούδι ίδιο παράπονο
για τους νεκρούς τους πονεμένους τους πνιγμένους
τους που δεν φάγανε ψωμί με κρέας και λαχανικά
το απόγευμα χτύπησε η πόρτα
φίλος καρδιάς υπάλληλος στην εφορία
του ‘φερε νέα άσχημα
το σπίτι του λέει
– δάνειο στο δάνειο για να το χτίσει, μη φανταστείς –
το σπίτι το χτισμένο στο προικώο της συζύγου
αναγκασμένος να το δώσει σε εταίρους εχθρικούς ήτανε πια
γιατί αφερέγγυος στάθηκε
γιατί το χρέος του έριξε μπόι πια
κι ήτανε ώρα το δρόμο του να πάρει για χέρια αλλότρια
ο επαναστάτης
στάθηκε κάτω απ’ της πόρτας του την κάσα
σεισμός του φάνηκε πως ήρθε
μέτρησε της ζωής του τα συλλαλητήρια
κι ύστερα τα πλούσια γεύματα επάνω στη φτηνή ροτόντα
πήρε τηλέφωνο τον επιτόπιο βουλευτή
μα κείνος στα γεμάτα απόγνωση τηλέφωνα των πολιτών
από καιρό σταμάτησε να απαντάει λόγω εργασίας φόρτου
κι έτσι ο επαναστάτης έμεινε μόνος
μέσα στο σπίτι που εκείνος έχτισε μα σε άλλα χέρια θα ‘φτανε
κοίταξε τα παιδιά του ύστερα τη γυναίκα του
και φρικωδώς κατάλαβε
πως η επανάσταση από τα ραδιόφωνα δεν θα μεταδοθεί
πως η παρένθεση σε αγκύλη που τρυπάει μεταμορφώθηκε
κι ακόμα
πως η ζωή του άτσαλα
μέσα στο λάκκο τον σκαμμένο από τα ίδια του τα χέρια
την τελευταία της κραυγή οικτρά ανασαίνει
του ανιχνευτή
- Kαι κάποιες επιπλέον δικές μας σκέψεις επί τούτου: Συμπέρασμα: Καυλώνω άρα υπάρχω!
Η μεγαλύτερη ΦΥΛΑΚΗ όλων και η ανάγκη ΡΗΞΗΣ κι ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ
Oι αυτόχειρες καιροί όμορφα εύχονται...
Οι στρατευμένοι και οι εξεγερμένοι.. -
συλλ-αλητήριοι, οι
ο επαναστάτης
περπάτησε περήφανα μέχρι την πλατεία
φώναξε δυο συνθήματα
κι αφού έριξε άτσαλα στεφάνι ακάνθινο
στο μνημείο των πεσόντων καιρού αλλοτινού
επέστρεψε στο αγαπημένο του στέκι
τριγύρισε στο διαδίκτυο
έψαξε για δικαιολογίες
κι αφού χιλιάδες βρήκε
ήπιε με καλαμάκι φαρδύ τις αμαρτίες του κόσμου
ύστερα
εφησυχασμένος πια
επέστρεψε στο κυριακάτικό του σπίτι
τας τύψεις του ένιψε
και κάθισε συν γυναιξί και τέκνοις στη ροτόντα
– φτιαγμένη από το ξύλο το φτηνό, μη φανταστείς –
ευχήθηκε στο θεό της αφοσίωσης
κι ύστερα έφαγε ψωμί με κρέας και λαχανικά
ήπιε κρασί και γέλασε με τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο
στο τέλος σώπασε
βάρυνε από τις ερινύες και το κρασί
ακούστηκε από μέσα του κάπου μακριά
ένα τραγούδι ίδιο παράπονο
για τους νεκρούς τους πονεμένους τους πνιγμένους
τους που δεν φάγανε ψωμί με κρέας και λαχανικά
το απόγευμα χτύπησε η πόρτα
φίλος καρδιάς υπάλληλος στην εφορία
του ‘φερε νέα άσχημα
το σπίτι του λέει
– δάνειο στο δάνειο για να το χτίσει, μη φανταστείς –
το σπίτι το χτισμένο στο προικώο της συζύγου
αναγκασμένος να το δώσει σε εταίρους εχθρικούς ήτανε πια
γιατί αφερέγγυος στάθηκε
γιατί το χρέος του έριξε μπόι πια
κι ήτανε ώρα το δρόμο του να πάρει για χέρια αλλότρια
ο επαναστάτης
στάθηκε κάτω απ’ της πόρτας του την κάσα
σεισμός του φάνηκε πως ήρθε
μέτρησε της ζωής του τα συλλαλητήρια
κι ύστερα τα πλούσια γεύματα επάνω στη φτηνή ροτόντα
πήρε τηλέφωνο τον επιτόπιο βουλευτή
μα κείνος στα γεμάτα απόγνωση τηλέφωνα των πολιτών
από καιρό σταμάτησε να απαντάει λόγω εργασίας φόρτου
κι έτσι ο επαναστάτης έμεινε μόνος
μέσα στο σπίτι που εκείνος έχτισε μα σε άλλα χέρια θα ‘φτανε
κοίταξε τα παιδιά του ύστερα τη γυναίκα του
και φρικωδώς κατάλαβε
πως η επανάσταση από τα ραδιόφωνα δεν θα μεταδοθεί
πως η παρένθεση σε αγκύλη που τρυπάει μεταμορφώθηκε
κι ακόμα
πως η ζωή του άτσαλα
μέσα στο λάκκο τον σκαμμένο από τα ίδια του τα χέρια
την τελευταία της κραυγή οικτρά ανασαίνει
πάρθηκε από nullapoenasinelege
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου