" Κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει τον άλλο. Αδέλφια, γονείς και παιδιά δεν
γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Βασικό μέσο της μη κατανόησης είναι η γλώσσα.
Και για τους πιο απλούς όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ίδια λέξη
αντιστοιχεί στις ίδιες παραστάσεις για όλους. […] Εξαιτίας της γλώσσας
τους οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να γνωριστούν μεταξύ τους.
...
ένα ιδιαίτερο βιβλίο από μια αξιόλογη συγγραφέα και ποιήτρια...
...
Να βρει
κανείς το θάρρος να μετατρέψει το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του,
του οποίου τους κανόνες δεν όρισε εκείνος, στο δικό του παιχνίδι. // Αν
δούμε τα πράγματα σωστά, μπορούμε να στερέψουμε τα όσα φαίνονται
εναντίον μας υπέρ ημών, μπορούμε να αρχίσουμε να αφηγούμαστε από το
τέλος προς την αρχή και ο κόσμος ανοίγεται και πάλι μπροστά μας. Τότε
μιλάμε, στεκόμενοι κάτω από την αγχόνη, για την ίδια τη ζωή."
ένα ιδιαίτερο βιβλίο από μια αξιόλογη συγγραφέα και ποιήτρια...
Η ποιητική της δυσπιστίας
Α. Η περί πάντων δυσπιστία
Τον ίδιο μας τον εαυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε με δυσπιστία. την καθαρότητα των προθέσεών μας, το βάθος της σκέψης μας, την καλοσύνη των πράξεών μας! Δυσπιστία απέναντι στην ίδια την ειλικρίνεια! […] μόλις αρχίσαμε δισταχτικά να χρησιμοποιούμε ξανά το «εγώ», προσπαθήσαμε αμέσως να το τονίσουμε. Μόλις τολμήσαμε να ξαναπούμε «εσύ», το κακοποιήσαμε! Και ησυχάσαμε. Αλλά δεν πρέπει να ησυχάζουμε! [σ. 231]
Η δυσπιστία αποτελεί κομβική έννοια στη γραφή και στην ευρύτερη στάση της Ίλζε Άιχινγκερ. Πρόκειται για μια βαθύτατη δυσπιστία απέναντι σε ό,τι παρουσιάζεται ως δεδομένο, απέναντι σε βεβαιότητες κάθε είδους, ακόμα και της πιο απλής αλήθειας. Η εν λόγω στάση όμως δεν έχει απορριπτική χροιά, αλλά αποτελεί την έναρξη μιας ευρύτερης αναζήτησης.
Α. Η περί πάντων δυσπιστία
Τον ίδιο μας τον εαυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε με δυσπιστία. την καθαρότητα των προθέσεών μας, το βάθος της σκέψης μας, την καλοσύνη των πράξεών μας! Δυσπιστία απέναντι στην ίδια την ειλικρίνεια! […] μόλις αρχίσαμε δισταχτικά να χρησιμοποιούμε ξανά το «εγώ», προσπαθήσαμε αμέσως να το τονίσουμε. Μόλις τολμήσαμε να ξαναπούμε «εσύ», το κακοποιήσαμε! Και ησυχάσαμε. Αλλά δεν πρέπει να ησυχάζουμε! [σ. 231]
Η δυσπιστία αποτελεί κομβική έννοια στη γραφή και στην ευρύτερη στάση της Ίλζε Άιχινγκερ. Πρόκειται για μια βαθύτατη δυσπιστία απέναντι σε ό,τι παρουσιάζεται ως δεδομένο, απέναντι σε βεβαιότητες κάθε είδους, ακόμα και της πιο απλής αλήθειας. Η εν λόγω στάση όμως δεν έχει απορριπτική χροιά, αλλά αποτελεί την έναρξη μιας ευρύτερης αναζήτησης.
Από το πρώτο της μυθιστόρημά της [Η μεγαλύτερη ελπίδα, 1948], που πήρε το πρώτο βραβείο της Ομάδας του 47 [Gruppe 47] το 1952 μέχρι την κατάκτηση των σημαντικότερων λογοτεχνικών βραβείων της χώρας της, η Άιχινγκερ παρέμεινε το μεγάλο «αουτσάιντερ» της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Τα έργα της περιλαμβάνονται στον Κανόνα, σε αντίθεση με εκείνα της I. Bachman και των άλλων της Ομάδας του 47 (G. Grass, H. Boell). Η ιδιότυπη και απαιτητική γραφή της, ο έντονος ποιητολογικός της χαρακτήρας αλλά και το γεγονός ότι η πολιτική της εγρήγορση απέχει από τις αρχές της στρατευμένης λογοτεχνίας δυσκόλεψαν τόσο την κριτική όσο και την αναγνωστική της πρόσληψη.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Βιέννη το 1921. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από την χιτλερική Γερμανία η Εβραία μητέρα αναγκάστηκε να κλείσει το ιατρείο της και έχασε τη θέση της στο κρατικό νοσοκομείο καθώς και το διαμέρισμά της. Ενώ οι συγγενείς της κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκτελέστηκαν εκείνη εξαιρέθηκε σύμφωνα με τους νόμους περί φυλετικής καθαρότητας, καθώς η κόρης της ήταν ημιεβραία.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Βιέννη το 1921. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από την χιτλερική Γερμανία η Εβραία μητέρα αναγκάστηκε να κλείσει το ιατρείο της και έχασε τη θέση της στο κρατικό νοσοκομείο καθώς και το διαμέρισμά της. Ενώ οι συγγενείς της κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκτελέστηκαν εκείνη εξαιρέθηκε σύμφωνα με τους νόμους περί φυλετικής καθαρότητας, καθώς η κόρης της ήταν ημιεβραία.
Η δυσπιστία της Άιχινγκερ αφορά και στη σιωπή απέναντι στον θάνατο. Η θεματική του θανάτου στα ποιήματά της στρέφεται εναντίον κάθε προσπάθειας αποσιώπησης. Συνεπώς αμφισβητείται η δεδομένη στις δεκαετίες του 1950 και 1960 ρητορική της «νέας αρχής» και της αντίστοιχης λήθης του «κακού» ναζιστικού παρελθόντος. Να βρεις,/να βρεις τώρα, /πού πήγαν εκείνοι,/που ήσαν εδώ/ριψοκίνδυνοι και σιωπηλοί, /σε ποιες μορφές, /χορωδίες, παροδικότητες/έγιναν άφαντοι. [«Έπειτα»]
Η συγγραφέας έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο, μικρά πεζά και αφορισμούς. Η Επίκαιρη συμβουλή με τον υπότιτλο μικρά πεζά και ποιήματα περιλαμβάνει επιλογή έργων από τις συλλογές διηγημάτων Ο δεσμώτης [Der Gefesselte, 1953], Ελίζα Ελίζα [Eliza Eliza, 1965], Κακές λέξεις [Schlechte Wörter, 1976] και από την ποιητική συλλογή Συμβουλές για χάρισμα [Verschenkter Rat, 1978]. Η εξαιρετική έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγή με βιογραφικά της συγγραφέως και υποδειγματικό επίμετρο με τρία δοκιμιακά κείμενα (Η Άιχινγκερ και η κριτική, Κρίση και κριτική της γλώσσας, Ποιητική της δυσπιστίας) – στα οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η παρούσα παρουσίαση–, «λίγα λόγια για τη μετάφραση», επιλογή βιβλιογραφίας και 34 σημειώσεις.
Η συγγραφέας έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο, μικρά πεζά και αφορισμούς. Η Επίκαιρη συμβουλή με τον υπότιτλο μικρά πεζά και ποιήματα περιλαμβάνει επιλογή έργων από τις συλλογές διηγημάτων Ο δεσμώτης [Der Gefesselte, 1953], Ελίζα Ελίζα [Eliza Eliza, 1965], Κακές λέξεις [Schlechte Wörter, 1976] και από την ποιητική συλλογή Συμβουλές για χάρισμα [Verschenkter Rat, 1978]. Η εξαιρετική έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγή με βιογραφικά της συγγραφέως και υποδειγματικό επίμετρο με τρία δοκιμιακά κείμενα (Η Άιχινγκερ και η κριτική, Κρίση και κριτική της γλώσσας, Ποιητική της δυσπιστίας) – στα οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η παρούσα παρουσίαση–, «λίγα λόγια για τη μετάφραση», επιλογή βιβλιογραφίας και 34 σημειώσεις.
Β. Η αντιστροφή των όρων
Η σιωπή του μεσημεριού απλωνόταν σαν βαριά παλάμη πάνω από το σταθμό και το φως έδειχνε καταβεβλημένο από την ίδια του την ένταση. Ο ουρανός πάνω από τα υπόστεγα ήταν βίαιος και γαλάζιος, έτοιμος εξίσου και να προστατέψει και να συντριβεί… [σ. 32]
«Η αφίσα» αποτελεί την ιστορία ενός άνδρα που κολλάει αφίσες στον σιδηροδρομικό σταθμό και μισεί τα λεία νεανικά τους πρόσωπα, του αγοριού στην αφίσα που γελάει με τρόμο μπροστά σε μια θάλασσα, σε μια διαφήμιση κατασκήνωσης, των γυναικών της αφίσας στην απέναντι αποβάθρα, τις καθηλωμένες με ακριβά ρούχα και με την βλάσφημη επιθυμία να κρατήσουν για πάντα όσα δε μπορούσαν να κρατηθούν, του παραληρήματος του αφισοκολλητή και του χάρτινου θανάτου του αγοριού. Όπως σε όλα τα πρώιμα κείμενα της Άιχινγκερ η δύσπιστη οπτική οδηγεί σε πλήρη αντιστροφή των όρων ισχύος και στην τροποποίηση της αντικειμενικής καταδίκης σε εσωτερική νίκη.
Η σιωπή του μεσημεριού απλωνόταν σαν βαριά παλάμη πάνω από το σταθμό και το φως έδειχνε καταβεβλημένο από την ίδια του την ένταση. Ο ουρανός πάνω από τα υπόστεγα ήταν βίαιος και γαλάζιος, έτοιμος εξίσου και να προστατέψει και να συντριβεί… [σ. 32]
«Η αφίσα» αποτελεί την ιστορία ενός άνδρα που κολλάει αφίσες στον σιδηροδρομικό σταθμό και μισεί τα λεία νεανικά τους πρόσωπα, του αγοριού στην αφίσα που γελάει με τρόμο μπροστά σε μια θάλασσα, σε μια διαφήμιση κατασκήνωσης, των γυναικών της αφίσας στην απέναντι αποβάθρα, τις καθηλωμένες με ακριβά ρούχα και με την βλάσφημη επιθυμία να κρατήσουν για πάντα όσα δε μπορούσαν να κρατηθούν, του παραληρήματος του αφισοκολλητή και του χάρτινου θανάτου του αγοριού. Όπως σε όλα τα πρώιμα κείμενα της Άιχινγκερ η δύσπιστη οπτική οδηγεί σε πλήρη αντιστροφή των όρων ισχύος και στην τροποποίηση της αντικειμενικής καταδίκης σε εσωτερική νίκη.
Να βρει κανείς το θάρρος να μετατρέψει το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του, του οποίου τους κανόνες δεν όρισε εκείνος, στο δικό του παιχνίδι. // Αν δούμε τα πράγματα σωστά, μπορούμε να στερέψουμε τα όσα φαίνονται εναντίον μας υπέρ ημών, μπορούμε να αρχίσουμε να αφηγούμαστε από το τέλος προς την αρχή και ο κόσμος ανοίγεται και πάλι μπροστά μας. Τότε μιλάμε, στεκόμενοι κάτω από την αγχόνη, για την ίδια τη ζωή. [σ. 237]
Στη δεύτερη συλλογή της κάθε βεβαιότητα αποδομείται οριστικά και τα πάντα επιδέχονται συνεχή αμφισβήτηση. Στο εξής, διατείνεται, η γνώση θα διαρκεί όσο μια παράγραφος και ο αναγνώστης θα αναγκάζεται να παραιτηθεί από μια ολοκληρωμένη ερμηνεία και να αρκεστεί σε αλληλοαναιρούμενες εικασίες. Στο κείμενο Οι εραστές των δυτικών κιόνων παρουσιάζονται δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι «εραστές», που διαφυλάσσουν την ατομικότητά τους, και οι «ενταγμένοι». Οι δεύτεροι έχουν τη δύναμη χάρη στη συσπείρωση σε ομάδες και ωθούν τους εραστές σε εξαφάνιση.
Γ. Η δυσπιστία για την γλώσσα
Στη δεύτερη συλλογή της κάθε βεβαιότητα αποδομείται οριστικά και τα πάντα επιδέχονται συνεχή αμφισβήτηση. Στο εξής, διατείνεται, η γνώση θα διαρκεί όσο μια παράγραφος και ο αναγνώστης θα αναγκάζεται να παραιτηθεί από μια ολοκληρωμένη ερμηνεία και να αρκεστεί σε αλληλοαναιρούμενες εικασίες. Στο κείμενο Οι εραστές των δυτικών κιόνων παρουσιάζονται δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι «εραστές», που διαφυλάσσουν την ατομικότητά τους, και οι «ενταγμένοι». Οι δεύτεροι έχουν τη δύναμη χάρη στη συσπείρωση σε ομάδες και ωθούν τους εραστές σε εξαφάνιση.
Γ. Η δυσπιστία για την γλώσσα
Κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει τον άλλο. Αδέλφια, γονείς και παιδιά δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Βασικό μέσο της μη κατανόησης είναι η γλώσσα. Και για τους πιο απλούς όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ίδια λέξη αντιστοιχεί στις ίδιες παραστάσεις για όλους. […] Εξαιτίας της γλώσσας τους οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να γνωριστούν μεταξύ τους. [σ. 222]
Τα λόγια του Fritz Mauthner εκφράζουν ιδανικά την εμμονή της συγγραφέως κατά την μετά το 1970 γραφή της, στην οποία κομβική θέση κατέχει ο γλωσσικός προβληματισμός, που φτάνει μέχρι και τον ακραίο γλωσσικό αναστοχασμό, μέσα και στο πλαίσιο της γλωσσικής απορίας μετά το 1945, περίοδο που σηματοδότησε την εμφάνιση της λογοτεχνίας [«μέσα από τα συντρίμμια», «της ώρας μηδέν», «tabula rasa»]. Το θέμα είναι πάντα συναρπαστικό και μπαίνω στον πειρασμό να σταχυολογήσω από την πολύτιμη συνοπτική παρουσίαση της παράδοσης της κρίσης της γλώσσας στον 20ό αιώνα που μας παραδίδει στο επίμετρο η μεταφράστρια.
Τα λόγια του Fritz Mauthner εκφράζουν ιδανικά την εμμονή της συγγραφέως κατά την μετά το 1970 γραφή της, στην οποία κομβική θέση κατέχει ο γλωσσικός προβληματισμός, που φτάνει μέχρι και τον ακραίο γλωσσικό αναστοχασμό, μέσα και στο πλαίσιο της γλωσσικής απορίας μετά το 1945, περίοδο που σηματοδότησε την εμφάνιση της λογοτεχνίας [«μέσα από τα συντρίμμια», «της ώρας μηδέν», «tabula rasa»]. Το θέμα είναι πάντα συναρπαστικό και μπαίνω στον πειρασμό να σταχυολογήσω από την πολύτιμη συνοπτική παρουσίαση της παράδοσης της κρίσης της γλώσσας στον 20ό αιώνα που μας παραδίδει στο επίμετρο η μεταφράστρια.
Στην νιτσεϊκής καταγωγής δυσπιστία απέναντι στη γλώσσα ως τρόπου προσέγγισης της πραγματικότητας προστίθεται η χρήση της γλώσσας ως τρόπου χειραγώγησης και φορέα ιδεολογημάτων, που υπήρξε ένα από τα βασικά όπλα του εθνικοσοσιαλισμού. Οι γερμανόφωνοι συγγραφείς αντέδρασαν είτε με την συνειδητή χρήση μιας γλώσσας «κυριολεκτικής» και, απογυμνωμένης από κάθε λογοτεχνικότητα ή με την στροφή προς μια ερμητική γραφή που έφτανε μέχρι και τη σιωπή, ακόμα και με την πρόταση μιας απόλυτα ποιητικής γλώσσας.
Ο φιλόσοφος Fritz Mauthner θεωρεί τη γλώσσα «έκπτωτη» και ως εκ τούτου ανεπαρκή προκειμένου να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια. Η φυλακή της γλώσσας καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε απόδραση, καθώς τόσο η σκέψη όσο και η ενθύμηση είναι οργανωμένες λεκτικά. Μόνη λύση η συνειδητή χρήση της γλώσσας και η ελάττωση της μαζικής κατανάλωσης και εκφοράς λέξεων. Στην περίφημη επιστολή του λόρδου Τσάντος του Hugo von Hofmannstahl η γλωσσική κρίση αποκαλύπτεται και ως κρίση ταυτότητας, ενώ ο συγγραφέας Karl Kraus βάλλει ενάντια στην ακατάσχετη πλημμύρα κενών εκφράσεων και αναδεικνύει τη πολιτική και ιδεολογική διάσταση της γλώσσας.
Ο φιλόσοφος Fritz Mauthner θεωρεί τη γλώσσα «έκπτωτη» και ως εκ τούτου ανεπαρκή προκειμένου να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια. Η φυλακή της γλώσσας καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε απόδραση, καθώς τόσο η σκέψη όσο και η ενθύμηση είναι οργανωμένες λεκτικά. Μόνη λύση η συνειδητή χρήση της γλώσσας και η ελάττωση της μαζικής κατανάλωσης και εκφοράς λέξεων. Στην περίφημη επιστολή του λόρδου Τσάντος του Hugo von Hofmannstahl η γλωσσική κρίση αποκαλύπτεται και ως κρίση ταυτότητας, ενώ ο συγγραφέας Karl Kraus βάλλει ενάντια στην ακατάσχετη πλημμύρα κενών εκφράσεων και αναδεικνύει τη πολιτική και ιδεολογική διάσταση της γλώσσας.
Η Άιχινγκερ αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της γλώσσας ως μέσου διαπροσωπικής επικοινωνίας αλλά και πρόσληψης και περιγραφής της πραγματικότητας, ακριβώς όπως οι προαναφερθέντες. Δεν μένει παρά η αναζήτηση μιας άλλης, πραγματικής γλώσσας που αντί να δηλώνει περιορίζεται στο να υπονοεί, ανοίγοντας την προοπτική μιας άλλης οπτικής γωνίας, ενώ παράλληλα θα αποκαλύπτει την ανακρίβεια και την ιδεολογική φόρτιση κάθε γλωσσικής έκφρασης, συνεπώς και το συσχετισμό γλώσσας και εξουσίας. Το όνειρο μιας ιδιαίτερης γλώσσας απορρίπτεται οριστικά: η γλώσσα παρουσιάζεται όχι πια ως ο ιδιότροπος δικτάτορας που απαιτεί υποταγή, αλλά ως εργαλείο.
Φτάνουν και οι εμπνεύσεις μου, που δεν είναι καν οι δικές μου, γιατί αν ήταν θα λέγονταν αλλιώς. Θα μπορούσε κανείς να τις πει εκπνεύσεις μου αλλά όχι εμπνεύσεις μου. [σ. 245]
Εκδ. Ροές, 2009, [Γερμανόφωνοι συγγραφείς], μετάφραση – επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, 269 σελ.
To διαβάσαμε στο Πανδοχείο
Εκδ. Ροές, 2009, [Γερμανόφωνοι συγγραφείς], μετάφραση – επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, 269 σελ.
To διαβάσαμε στο Πανδοχείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου