(Το πλήρες άρθρο διαβάστε το εδώ, με κάλεσμα για αντιμιλιταριστική δράση: "Ο πόλεμος αρχίζει εδώ – ας
τον σταματήσουμε εδώ!"
Πόλεμος, ΝΑΤΟ, νεο-αποικιοκρατία
Οι σύγχρονοι πόλεμοι νομιμοποιούνται ως το μέσον για την εξάπλωση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών. Αυτοί οι λόγοι δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν απλά ως μέθοδος για να επιτευχθούν οι οικονομκοί στόχοι – ταυτόχρονα αποτελούν έκφραση μίας μετα-αποικιοκρατικής ματιάς στον κόσμο που θεωρεί τις δικές της αξίες ανώτερες.
Μία κοινωνία που προετοιμάζεται για πόλεμο πρέπει να συνηθίζει στην ιδέα ότι η χρήση πολεμικών μέσων είναι όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά επιθυμητή ή ακόμη και ηρωική - αρκεί αυτή να γίνεται από τις δυνάμεις “ασφαλείας”. Για την αιτιολόγησή της, συχνά είναι απαραίτητο κάθε διαφορετική οπτική, κάθε διαφορετική προσέγγιση για τα προβλήματα και τις λύσεις να καθίσταται νεφελώδης. Οι σύνθετες δομές πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως υπεραπλουστευμένος μανιχαϊσμός έτσι ώστε η μοναδική “ρεαλιστική” λύση που προκύπτει να είναι ο πόλεμος.
Μια εξαπλουστευμένη, διπολική οπτική του κόσμου είναι αναγκαία ούτως ώστε ο στρατός να αυτοπαρουσιάζεται ως μέσο να “ξεπερνούνται” οι κοινωνικές αναταραχές. Υπάρχει μονάχα άντρας και γυναίκα, δημοκρατία ή ισλαμική δικτατορία, το άγριο ή η δύση, πολιτισμός ή βαρβαρότητα, τάξη ή χάος.
Η σεξουαλική βία και ο πόλεμος βαδίζουν πάντα χέρι-χέρι. Ο στρατός, νομιμοποιώντας και υπερασπίζοντας την βία ως ένα είδος επιχειρήματος, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την διαιώνιση του βίαιου αντρικού πρότυπου. Από την μία, η στρατιωτικοποίηση επιβάλει μια πατριαρχική και πολωμένη τάξη στον προσδιορισμό του φύλου, από την άλλη χρησιμοποιεί τα παραπάνω για να δικαιολογήσει πολέμους. Η στρατιωτική καταστολή των ξεσηκωμών δεν αποτελεί εξαίρεση: κι εδώ ορδές ένοπλων ανδρών μάχονται με την απέναντι πλευρά για την ιδιοκτησία και την εξουσία. Αυτό το δικαίωμα στην ιδιοκτησία εμπεριέχει την αποκλειστικότητα στην λήψη αποφάσεων στο όνομα της προστασίας του αντικειμένου “γυναίκα”. Έτσι, η σεξουαλική ταπείνωση και ο βιασμός άμαχων και στρατευμένων γυναικών αλλά και η σεξουαλική βία ενάντια σε άντρες κρατούμενους γίνεται καθημερινή πραγματικότητα στις εμπόλεμες ζώνες. Η εγγενής βία του σκληρού διαχωρισμού άντρας/γυναίκα και η άμεση σχέση του με τον μιλιταρισμό οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα: τα έμφυλα στερεότυπα και ο μιλιταρισμός πρέπει να χτυπηθούν, να αποδυναμωθούν και να διαλυθούν!
Η νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ που νομοθετήθηκε στην Λισαβόνα το 2012 ακολουθεί την ίδια γραμμή. Το ΝΑΤΟ, με ευθεία αναφορά στις δυτικές αξίες, πλασάρει τον εαυτό του ως συμμαχία που θέλει να επιβάλει τα συμφέροντά της παγκοσμίως. Το επιχείρημα υπέρ αυτού είναι η ανάγκη για ασφάλεια στις δημοκρατίες της Δύσης. Στην πραγματικότητα όμως έχει να κάνει με την διασφάλιση των εμπορικών δρόμων, τον επεκτατισμό, τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, τον έλεγχο της μετανάστευσης και την αποτροπή καταστροφών. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τις πραγματικές προθέσεις, δηλαδή την επιβολή μιας νεο-αποικιοκρατικής πολιτικής.
Είναι βέβαιο ότι κινούμαστε σε ένα αντιφατικό πεδίο: από την μία υποβαλόμαστε παγκοσμίως στις ίδιες αξίες του πολέμου από την άλλη ο πόλεμος σημαίνει θάνατο, βασανιστήρια, βιασμούς και προσφυγιά για πολλούς ανθρώπους. Ωστόσο, παρόλες τις κοινωνικές διαφορές στην εγγύτητα και την αντίληψη του φαινομένου της βίας, τα διάφορα προσωπεία του μιλιταρισμού έχουν ένα κοινό: κάθε προοπτική αυτοδιάθεσης και χειραφέτησης καθίσταται αδύνατη.
Camping ενάντια στο κέντρο εκπαίδευσης
μάχης (GÜZ)
12-17 Σεπτέμβρη 2012 κοντά
στο Magdeburg
www.warstartsherecamp.org
GüZ Altmark entern | lahmlegen | umgestalten
Καταστολή εξεγέρσεων. Πόλεις ως πεδία πολέμου
Το νατοϊκό έγγραφο “Urban Operations in the Year 2020” αναφέρεται στην συγκέντρωση μεγάλων κομματιών πληθυσμού στις πόλεις και την συνεπακόλουθη φτωχοποίησή του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος γίνεται εμφανές ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες μάχης στο αστικό τοπίο. Ο κοινωνικός αναβρασμός λογίζεται απλά ως μια αναμενόμενη πρόκληση που πρέπει να καταπολεμηθεί. Πέρα από το πρόβλημα της ύπαρξης κτιρίων στην πόλη, μεγαλύτερο πρόβλημα ενός στρατού είναι να επιχειρεί σε κατοικημένη περιοχή: οι εξεγερμένοι είναι δύσκολο να διακριθούν από τον υπόλοιπο πληθυσμό και ένας “αθώος” νεκρός συχνά θα οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση των ταραχών. Συνυπολογίζοντας την ενδεχόμενη κλιμάκωση, γίνεται σχεδόν αδύνατο για ένα σώμα καταστολής να επιχειρεί σε αυτό το περιβάλλον αποτελεσματικά. Γι'αυτό τον λόγο, τα σώματα ασφαλείας θέλουν να έρθουν πιο κοντά, να διεισδύσουν στην κοινωνία: με κοινωνικές έρευνες, πληροφοριοδότες, ασφαλίτες, έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και στρατηγικές διάβρωσης/διάλυσης. Το αν θα είναι εξοπλισμένοι με συντεταγμένες μονάδες, με ομάδες “Crowd and Riot Control” ή με “μη θανατηφόρα” όπλα εξαρτάται καθαρά από το μέγεθος της επιθυμούμενης καταστολής.
Η διατήρηση της οικονομικής τάξης, που δεν περιέχει καμία θετική προοπτική για την πλειοψηφία, απαιτεί μια συνεχή διαχείριση κρίσεων στρατιωτικού τύπου. Σε αυτό το σκηνικό, η ανοιχτή καταστολή συχνά δεν αποτελεί το προτιμότερο μέσο. Αντί γι'αυτήν, στο προσκήνιο βρίσκεται η προληπτική καταστολή, η αναδιαμόρφωση των γειτονιών, η ποινικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων είτε αυτές αφορούν διαπροσωπικές σχέσεις είτε σχέσεις συμπάθειας, η δημιουργία “ορατών εχθρών” ούτως ώστε ο πληθυσμός να αποστασιοποιείται και να αυτοπειθαρχείται. Η καταστολή εξεγέρσεων, counter-insurgency στην γλώσσα του ΝΑΤΟ, θέλει να μετατρέψει τους πολίτες σε παθητικά και απολίτικα όντα. Την ίδια στιγμή, αυτή η στρατηγική, που εξυπηρετεί την διατήρηση της εξουσίας, παραμένει τόσο φονική και αντιδραστική όσο και οι αποικιοκρατικοί πόλεμοι κατά την διάρκεια των οποίων συνελήφθη ως ιδέα.
Αυτό που συνήθως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ελέγχου ταραχών (η καταστολή εξεγέρσεων), πιθανότατα αποτελεί την ουσία ενός τύπου διακυβέρνησης όπου στόχος δεν είναι ο τερματισμός των συγκρούσεων αλλά η συντήρηση ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης για μακρό χρονικό διάστημα. Η αποσταθεροποίηση της κοινωνίας έμμεσα νομιμοποιεί τον συνεχή αστυνομικό/στρατιωτικό έλεγχο απαλείφοντας την ανάγκη για μια εναλλακτική πολιτική προσέγγιση. Αυτό που στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν εμφανίζεται ως έλλειψη σχεδίου για την μεταπολεμική εποχή ή ακόμα και ως ανικανότητα επιβολής θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας του ζητήματος: η καταστολή εξεγέρσεων ως αέναη διαχείριση κρίσεων. Για όσο διαρκεί η κρίση, γίνεται πιο εύκολη η αποδοχή του περιορισμού της ελευθερίας δράσης, η κηδεμόνευση και η καταπίεση.
Το νατοϊκό έγγραφο “Urban Operations in the Year 2020” αναφέρεται στην συγκέντρωση μεγάλων κομματιών πληθυσμού στις πόλεις και την συνεπακόλουθη φτωχοποίησή του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος γίνεται εμφανές ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες μάχης στο αστικό τοπίο. Ο κοινωνικός αναβρασμός λογίζεται απλά ως μια αναμενόμενη πρόκληση που πρέπει να καταπολεμηθεί. Πέρα από το πρόβλημα της ύπαρξης κτιρίων στην πόλη, μεγαλύτερο πρόβλημα ενός στρατού είναι να επιχειρεί σε κατοικημένη περιοχή: οι εξεγερμένοι είναι δύσκολο να διακριθούν από τον υπόλοιπο πληθυσμό και ένας “αθώος” νεκρός συχνά θα οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση των ταραχών. Συνυπολογίζοντας την ενδεχόμενη κλιμάκωση, γίνεται σχεδόν αδύνατο για ένα σώμα καταστολής να επιχειρεί σε αυτό το περιβάλλον αποτελεσματικά. Γι'αυτό τον λόγο, τα σώματα ασφαλείας θέλουν να έρθουν πιο κοντά, να διεισδύσουν στην κοινωνία: με κοινωνικές έρευνες, πληροφοριοδότες, ασφαλίτες, έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και στρατηγικές διάβρωσης/διάλυσης. Το αν θα είναι εξοπλισμένοι με συντεταγμένες μονάδες, με ομάδες “Crowd and Riot Control” ή με “μη θανατηφόρα” όπλα εξαρτάται καθαρά από το μέγεθος της επιθυμούμενης καταστολής.
Η διατήρηση της οικονομικής τάξης, που δεν περιέχει καμία θετική προοπτική για την πλειοψηφία, απαιτεί μια συνεχή διαχείριση κρίσεων στρατιωτικού τύπου. Σε αυτό το σκηνικό, η ανοιχτή καταστολή συχνά δεν αποτελεί το προτιμότερο μέσο. Αντί γι'αυτήν, στο προσκήνιο βρίσκεται η προληπτική καταστολή, η αναδιαμόρφωση των γειτονιών, η ποινικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων είτε αυτές αφορούν διαπροσωπικές σχέσεις είτε σχέσεις συμπάθειας, η δημιουργία “ορατών εχθρών” ούτως ώστε ο πληθυσμός να αποστασιοποιείται και να αυτοπειθαρχείται. Η καταστολή εξεγέρσεων, counter-insurgency στην γλώσσα του ΝΑΤΟ, θέλει να μετατρέψει τους πολίτες σε παθητικά και απολίτικα όντα. Την ίδια στιγμή, αυτή η στρατηγική, που εξυπηρετεί την διατήρηση της εξουσίας, παραμένει τόσο φονική και αντιδραστική όσο και οι αποικιοκρατικοί πόλεμοι κατά την διάρκεια των οποίων συνελήφθη ως ιδέα.
Αυτό που συνήθως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ελέγχου ταραχών (η καταστολή εξεγέρσεων), πιθανότατα αποτελεί την ουσία ενός τύπου διακυβέρνησης όπου στόχος δεν είναι ο τερματισμός των συγκρούσεων αλλά η συντήρηση ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης για μακρό χρονικό διάστημα. Η αποσταθεροποίηση της κοινωνίας έμμεσα νομιμοποιεί τον συνεχή αστυνομικό/στρατιωτικό έλεγχο απαλείφοντας την ανάγκη για μια εναλλακτική πολιτική προσέγγιση. Αυτό που στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν εμφανίζεται ως έλλειψη σχεδίου για την μεταπολεμική εποχή ή ακόμα και ως ανικανότητα επιβολής θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας του ζητήματος: η καταστολή εξεγέρσεων ως αέναη διαχείριση κρίσεων. Για όσο διαρκεί η κρίση, γίνεται πιο εύκολη η αποδοχή του περιορισμού της ελευθερίας δράσης, η κηδεμόνευση και η καταπίεση.
Οι σύγχρονοι πόλεμοι νομιμοποιούνται ως το μέσον για την εξάπλωση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών. Αυτοί οι λόγοι δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν απλά ως μέθοδος για να επιτευχθούν οι οικονομκοί στόχοι – ταυτόχρονα αποτελούν έκφραση μίας μετα-αποικιοκρατικής ματιάς στον κόσμο που θεωρεί τις δικές της αξίες ανώτερες.
Μία κοινωνία που προετοιμάζεται για πόλεμο πρέπει να συνηθίζει στην ιδέα ότι η χρήση πολεμικών μέσων είναι όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά επιθυμητή ή ακόμη και ηρωική - αρκεί αυτή να γίνεται από τις δυνάμεις “ασφαλείας”. Για την αιτιολόγησή της, συχνά είναι απαραίτητο κάθε διαφορετική οπτική, κάθε διαφορετική προσέγγιση για τα προβλήματα και τις λύσεις να καθίσταται νεφελώδης. Οι σύνθετες δομές πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως υπεραπλουστευμένος μανιχαϊσμός έτσι ώστε η μοναδική “ρεαλιστική” λύση που προκύπτει να είναι ο πόλεμος.
Μια εξαπλουστευμένη, διπολική οπτική του κόσμου είναι αναγκαία ούτως ώστε ο στρατός να αυτοπαρουσιάζεται ως μέσο να “ξεπερνούνται” οι κοινωνικές αναταραχές. Υπάρχει μονάχα άντρας και γυναίκα, δημοκρατία ή ισλαμική δικτατορία, το άγριο ή η δύση, πολιτισμός ή βαρβαρότητα, τάξη ή χάος.
Η σεξουαλική βία και ο πόλεμος βαδίζουν πάντα χέρι-χέρι. Ο στρατός, νομιμοποιώντας και υπερασπίζοντας την βία ως ένα είδος επιχειρήματος, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την διαιώνιση του βίαιου αντρικού πρότυπου. Από την μία, η στρατιωτικοποίηση επιβάλει μια πατριαρχική και πολωμένη τάξη στον προσδιορισμό του φύλου, από την άλλη χρησιμοποιεί τα παραπάνω για να δικαιολογήσει πολέμους. Η στρατιωτική καταστολή των ξεσηκωμών δεν αποτελεί εξαίρεση: κι εδώ ορδές ένοπλων ανδρών μάχονται με την απέναντι πλευρά για την ιδιοκτησία και την εξουσία. Αυτό το δικαίωμα στην ιδιοκτησία εμπεριέχει την αποκλειστικότητα στην λήψη αποφάσεων στο όνομα της προστασίας του αντικειμένου “γυναίκα”. Έτσι, η σεξουαλική ταπείνωση και ο βιασμός άμαχων και στρατευμένων γυναικών αλλά και η σεξουαλική βία ενάντια σε άντρες κρατούμενους γίνεται καθημερινή πραγματικότητα στις εμπόλεμες ζώνες. Η εγγενής βία του σκληρού διαχωρισμού άντρας/γυναίκα και η άμεση σχέση του με τον μιλιταρισμό οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα: τα έμφυλα στερεότυπα και ο μιλιταρισμός πρέπει να χτυπηθούν, να αποδυναμωθούν και να διαλυθούν!
Η νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ που νομοθετήθηκε στην Λισαβόνα το 2012 ακολουθεί την ίδια γραμμή. Το ΝΑΤΟ, με ευθεία αναφορά στις δυτικές αξίες, πλασάρει τον εαυτό του ως συμμαχία που θέλει να επιβάλει τα συμφέροντά της παγκοσμίως. Το επιχείρημα υπέρ αυτού είναι η ανάγκη για ασφάλεια στις δημοκρατίες της Δύσης. Στην πραγματικότητα όμως έχει να κάνει με την διασφάλιση των εμπορικών δρόμων, τον επεκτατισμό, τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, τον έλεγχο της μετανάστευσης και την αποτροπή καταστροφών. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τις πραγματικές προθέσεις, δηλαδή την επιβολή μιας νεο-αποικιοκρατικής πολιτικής.
Είναι βέβαιο ότι κινούμαστε σε ένα αντιφατικό πεδίο: από την μία υποβαλόμαστε παγκοσμίως στις ίδιες αξίες του πολέμου από την άλλη ο πόλεμος σημαίνει θάνατο, βασανιστήρια, βιασμούς και προσφυγιά για πολλούς ανθρώπους. Ωστόσο, παρόλες τις κοινωνικές διαφορές στην εγγύτητα και την αντίληψη του φαινομένου της βίας, τα διάφορα προσωπεία του μιλιταρισμού έχουν ένα κοινό: κάθε προοπτική αυτοδιάθεσης και χειραφέτησης καθίσταται αδύνατη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου