μια μικρή ιστορία από τον ανιχνευτή
" Αν θέλουμε να γίνουμε πραγματικά πλούσιοι, δεν πρέπει να κάνουμε την περιουσία μας μεγαλύτερη αλλά την πλεονεξία μας μικρότερη" ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
- Ποιος είσαι; ρώτησε ο ζητιάνος τον τύπο με το ακριβό κοστούμι και το δερμάτινο χαρτοφύλακα στο χέρι, που του έδωσε, κλείνοντάς του με νόημα το μάτι, ένα ολόκληρο δεκάευρο.
- Κάποιος που θέλει να σε βοηθήσει! Γιατί όμως ρωτάς;
Ο ζητιάνος με το μισοσκισμένο μακρύ παλτό, αν και έκανε πολλή ζέστη, προχώρησε σε μια κίνηση που άφησε εμβρόντητο τον άλλο: του έχωσε το δεκάευρο στην τσέπη του ιταλικού σικάτου σακακιού, ενώ με το άλλο χέρι έτριβε τη μακριά του γενειάδα αφήνοντας ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό και κοιτώντας τον ελεήμονα διαβάτη με αληθινή συμπάθεια, αποκρίθηκε:
- Κράτα το καλύτερα να τα δώσεις σε κάποιον άλλο...
- Δηλαδή εσύ δεν τα έχεις ανάγκη; Δεν πεινάς; ρώτησε έκπληκτος ο καλοβαλμένος κύριος.
- Πώς! Πεινάω. Αλλά όλο και κάνα ψιλό που θα μου δώσουν, όλο και κάτι θα βρω, μέχρι που κάποιοι λίγοι που περνούν συχνά από δω μου φέρνουν από μόνοι τους κάνα σάντουιτς.
- Ναι, αλλά...δεν καταδέχεσαι τα χρήματα που σου δίνω εγώ; απόρησε ο φανερά ευκατάστατος στον σχεδόν κουρελή καταληψία του παγκακίου της απόμερης αλλά περιποιημένης πλατείας.
- Κοίτα: τα χρήματα που μου δίνεις είναι πολλά για μένα! Τόσο πολλά που δεν θα ξέρω πώς να τα ξοδέψω. Κι αυτό θα με βάλει σε μπελάδες, οι οποίοι δεν θα κάνουν τη ζωή μου καλύτερη. Κι εγώ, φίλε μου, θέλω ηρεμία. Κι ας γρυλίζει συχνά το στομάχι μου σαν κακομαθημένο σκυλί του καναπέ. Όμως το έχω εκπαιδεύσει. Βλέπεις, έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σκέφτομαι και μέσα σ'αυτό το χρόνο ικανοποιώ και την πείνα μου όσο χρειάζεται για να το βουλώνει, έστω και για λίγο.
- Εξακολουθώ, όμως, να μην καταλαβαίνω, απάντησε ο άλλος με ακόμα πιο εμφανή απορία.
- Να σε ρωτήσω κάτι εγώ; κι ο ζητιάνος τον κάρφωσε με ένα βλέμμα πιο λαμπερό κι από τον μεσημεριανό ήλιο.
- Ό,τι θες!
- Εσύ είσαι ευχαριστημένος με το χρόνο που έχεις;
- Ξέρεις κάτι ρε φίλε; Μου κάνει εντύπωση πόσο διαφορετικός είσαι από τους άλλους...
φάνηκε ότι ντρεπόταν να πει τη λέξη, ίσως κι από ένα περίεργο σεβασμό που είχε αρχίσει να νιώθει για το συνομιλητή του, παρά την κατάστασή του και το παρουσιαστικό του.
- Να σε βοηθήσω εγώ! είπε ο ζητιάνος δίνοντας την "σπρωξιά" που χρειαζόταν για να κινηθεί και πάλι η κουβέντα. Ήθελες ναπεις "ζητιάνους", "άστεγους", "ανθρώπους του δρόμου", ή όλα αυτά μαζί ή όπως αλλιώς θα μπορούσαν να μας αποκαλέσουν οι άνθρωποι της πόλης. Δηλαδή έχεις γνωρίσει και άλλους ζητιάνους; συμπλήρωσε χαμογελώντας με κατανόηση.
- Όχι, όχι...Αλλά είσαι διαφορετικός κι από πάρα πολλούς που γνωρίζω στη δουλειά μου.
- Η ζωή είναι τελικά γεμάτη εκπλήξεις! Δεν είναι ωραία; Αλλά ακόμη δεν μου απάντησες στην προηγούμενη ερώτηση που σου έκανα, είπε ο επίμονος "άστεγος, ζητιάνος, άνθρωπος του δρόμου" ή όπως αλλιώς θα τον προσδιόριζαν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης που δεν βρίσκονταν (τουλάχιστον ακόμη) στην ίδια θέση...
- Τι να σου πω.., απάντησε σαν να μιλούσε πια σε κάποιον με τον οποίο είχε αναπτύξει οικειότητα από καιρό. Η αλήθεια είναι ότι έχω πολλές δουλειές και ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Δεν παραπονιέμαι όμως. Στις μέρες που ζούμε και βλέποντας άτομα, χωρίς παρεξήγηση, σαν εσένα να αυξάνονται γεωμετρικά στις πόλεις, γιατί ταξιδεύω για δουλειές συχνά σε Ευρώπη και Αμερική, νιώθω σίγουρα τυχερός. Αλλά μερικές φορές...
- Αλλά τι; τεντώθηκε ελεγχόμενα ο ζητιάνος.
- Να! είπε ο πολυταξιδεμένος γιάπης στον εξομολογητή του, πλέον, άνθρωπο του δρόμου. Μερικές φορές νιώθω, αν κι έχω μια καλή οικογένεια που τίποτε δεν στερείται, άσχετα αν δε με βλέπουν όσο θα έπρεπε, ότι, εκτός από τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο που θα'θελα να έχω, κάτι μου λείπει...κάτι σημαντικό γαμώτο...
Ο ζητιάνος κούνησε το κεφάλι του μια φορά, δείχνοντας ότι καταλάβαινε κι άπλωσε το χέρι του, αποκαλύπτοντας τα βρώμικα μακριά του νύχια, για να δείξει στον άλλο πως μπορούσε να καθίσει δίπλα του.
Όπως κι έγινε.
- Αυτό που σου λείπει είναι μια καλή κουβεντούλα κάτω απ'τον ήλιο, ο οποίος ανήκει τόσο σ'εσένα όσο και σε μένα και δεν μπορεί να τον διεκδικήσει καμιά τράπεζα αμερικανική ή άλλη (στο άκουσμα αυτών των λόγων σχηματίστηκε στο πρόσωπο του κουστουμάτου ένα σφιγμένο χαμόγελο). Τι θα'λεγες να κάναμε κι ένα τσιγαράκι, αν καπνίζεις βέβαια.
- Πώς! Καπνίζω, είπε ο άλλος κι έβγαλε από τη τσέπη του ένα πακέτο αμερικάνικα μάρλμπορο κι ένα ασημένιο ζίπο. Ξέρεις κάτι ρε φίλε; χαμογέλασε στο ζητιάνο καθώς του πρόσφερε τσιγάρο.
- Τι;
- Έχω ταξιδέψει είτε για δουλειές είτε για διακοπές σε πολλά μέρη του κόσμου. Κι έχω συναντήσει, από απόσταση βέβαια, πολλή φτώχια και πείνα. Όμως...σήμερα έχω αυτή την παράξενη αίσθηση ότι τελικά εσύ είσαι ο χορτάτος κι ο πεινασμένος είμαι εγώ..!
- Απλά είσαι κι εσύ άνθρωπος σαν εμένα, απάντησε με σοβαρό ύφος ο ζητιάνος. Αν θες όμως να μην πάει χαμένη αυτή η αίσθησή σου, τότε κάνε κάτι κι εσύ, κι όχι από απόσταση, ώστε όλη αυτή η δυστυχία που βλέπεις παντού να γίνει μικρότερη! Και ξέρεις πως δεν αρκεί μια περιστασιακή ή μεμονωμένη ελεημοσύνη, όσο γενναιόδωρη κι αν είναι. Ξέρεις, θέλει μόνιμο ενδιαφέρον, τρέξιμο και συνέπεια...
- Νομίζω πως θέλω! Ναι, είναι όπως τα λες φίλε μου, αλλά δεν ξέρω πώς! είπε, κουνώντας το κεφάλι του σαν να είχε κάποιο τικ, πάνω κάτω, ο πολυάσχολος μπίζνεσμαν. Θα μπορούσες όμως να με συμβουλέψεις εσύ, που φαίνεσαι, τελικά, εκτός από έξυπνος, ότι είσαι και καλλιεργημένος άνθρωπος, παρά το ότι...(στο σημείο αυτό φάνηκε σαν να ξεροκατάπιε).
- Χμ! επενέβη πάλι ο ζητιάνος. Για αρχή άφησέ μου αυτό το ωραίο πακέτο με τα τσιγαράκια και κράτα τον αναπτήρα. Έχω σπίρτα!
Και λέγοντας αυτά, τεντώθηκε, σηκώνοντας μεγαλοπρεπώς τα χέρια του σε ανάταση, κάτω από τον αλανιάρη καλοκαιρινό ήλιο και άφησε ελεύθερα από το στόμα του μερικά δαχτυλίδια καπνού να υψωθούν προς τα πάνω. Σαν να ήθελαν να φτάσουν αυτόν που υπήρχε για όλους στο κέντρο του ουρανού και τους ευεργετούσε (ή τους τσουρούφλιζε, όπως εκείνη τη μέρα), χωρίς διακρίσεις...
ανιχνευτής
" Αν θέλουμε να γίνουμε πραγματικά πλούσιοι, δεν πρέπει να κάνουμε την περιουσία μας μεγαλύτερη αλλά την πλεονεξία μας μικρότερη" ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
- Κάποιος που θέλει να σε βοηθήσει! Γιατί όμως ρωτάς;
- Κράτα το καλύτερα να τα δώσεις σε κάποιον άλλο...
- Δηλαδή εσύ δεν τα έχεις ανάγκη; Δεν πεινάς; ρώτησε έκπληκτος ο καλοβαλμένος κύριος.
- Πώς! Πεινάω. Αλλά όλο και κάνα ψιλό που θα μου δώσουν, όλο και κάτι θα βρω, μέχρι που κάποιοι λίγοι που περνούν συχνά από δω μου φέρνουν από μόνοι τους κάνα σάντουιτς.
- Ναι, αλλά...δεν καταδέχεσαι τα χρήματα που σου δίνω εγώ; απόρησε ο φανερά ευκατάστατος στον σχεδόν κουρελή καταληψία του παγκακίου της απόμερης αλλά περιποιημένης πλατείας.
- Κοίτα: τα χρήματα που μου δίνεις είναι πολλά για μένα! Τόσο πολλά που δεν θα ξέρω πώς να τα ξοδέψω. Κι αυτό θα με βάλει σε μπελάδες, οι οποίοι δεν θα κάνουν τη ζωή μου καλύτερη. Κι εγώ, φίλε μου, θέλω ηρεμία. Κι ας γρυλίζει συχνά το στομάχι μου σαν κακομαθημένο σκυλί του καναπέ. Όμως το έχω εκπαιδεύσει. Βλέπεις, έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σκέφτομαι και μέσα σ'αυτό το χρόνο ικανοποιώ και την πείνα μου όσο χρειάζεται για να το βουλώνει, έστω και για λίγο.
- Εξακολουθώ, όμως, να μην καταλαβαίνω, απάντησε ο άλλος με ακόμα πιο εμφανή απορία.
- Να σε ρωτήσω κάτι εγώ; κι ο ζητιάνος τον κάρφωσε με ένα βλέμμα πιο λαμπερό κι από τον μεσημεριανό ήλιο.
- Ό,τι θες!
- Εσύ είσαι ευχαριστημένος με το χρόνο που έχεις;
- Ξέρεις κάτι ρε φίλε; Μου κάνει εντύπωση πόσο διαφορετικός είσαι από τους άλλους...
φάνηκε ότι ντρεπόταν να πει τη λέξη, ίσως κι από ένα περίεργο σεβασμό που είχε αρχίσει να νιώθει για το συνομιλητή του, παρά την κατάστασή του και το παρουσιαστικό του.
- Να σε βοηθήσω εγώ! είπε ο ζητιάνος δίνοντας την "σπρωξιά" που χρειαζόταν για να κινηθεί και πάλι η κουβέντα. Ήθελες ναπεις "ζητιάνους", "άστεγους", "ανθρώπους του δρόμου", ή όλα αυτά μαζί ή όπως αλλιώς θα μπορούσαν να μας αποκαλέσουν οι άνθρωποι της πόλης. Δηλαδή έχεις γνωρίσει και άλλους ζητιάνους; συμπλήρωσε χαμογελώντας με κατανόηση.
- Όχι, όχι...Αλλά είσαι διαφορετικός κι από πάρα πολλούς που γνωρίζω στη δουλειά μου.
- Η ζωή είναι τελικά γεμάτη εκπλήξεις! Δεν είναι ωραία; Αλλά ακόμη δεν μου απάντησες στην προηγούμενη ερώτηση που σου έκανα, είπε ο επίμονος "άστεγος, ζητιάνος, άνθρωπος του δρόμου" ή όπως αλλιώς θα τον προσδιόριζαν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης που δεν βρίσκονταν (τουλάχιστον ακόμη) στην ίδια θέση...
- Αλλά τι; τεντώθηκε ελεγχόμενα ο ζητιάνος.
- Να! είπε ο πολυταξιδεμένος γιάπης στον εξομολογητή του, πλέον, άνθρωπο του δρόμου. Μερικές φορές νιώθω, αν κι έχω μια καλή οικογένεια που τίποτε δεν στερείται, άσχετα αν δε με βλέπουν όσο θα έπρεπε, ότι, εκτός από τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο που θα'θελα να έχω, κάτι μου λείπει...κάτι σημαντικό γαμώτο...
Ο ζητιάνος κούνησε το κεφάλι του μια φορά, δείχνοντας ότι καταλάβαινε κι άπλωσε το χέρι του, αποκαλύπτοντας τα βρώμικα μακριά του νύχια, για να δείξει στον άλλο πως μπορούσε να καθίσει δίπλα του.
Όπως κι έγινε.
- Αυτό που σου λείπει είναι μια καλή κουβεντούλα κάτω απ'τον ήλιο, ο οποίος ανήκει τόσο σ'εσένα όσο και σε μένα και δεν μπορεί να τον διεκδικήσει καμιά τράπεζα αμερικανική ή άλλη (στο άκουσμα αυτών των λόγων σχηματίστηκε στο πρόσωπο του κουστουμάτου ένα σφιγμένο χαμόγελο). Τι θα'λεγες να κάναμε κι ένα τσιγαράκι, αν καπνίζεις βέβαια.
- Πώς! Καπνίζω, είπε ο άλλος κι έβγαλε από τη τσέπη του ένα πακέτο αμερικάνικα μάρλμπορο κι ένα ασημένιο ζίπο. Ξέρεις κάτι ρε φίλε; χαμογέλασε στο ζητιάνο καθώς του πρόσφερε τσιγάρο.
- Τι;
- Έχω ταξιδέψει είτε για δουλειές είτε για διακοπές σε πολλά μέρη του κόσμου. Κι έχω συναντήσει, από απόσταση βέβαια, πολλή φτώχια και πείνα. Όμως...σήμερα έχω αυτή την παράξενη αίσθηση ότι τελικά εσύ είσαι ο χορτάτος κι ο πεινασμένος είμαι εγώ..!
- Απλά είσαι κι εσύ άνθρωπος σαν εμένα, απάντησε με σοβαρό ύφος ο ζητιάνος. Αν θες όμως να μην πάει χαμένη αυτή η αίσθησή σου, τότε κάνε κάτι κι εσύ, κι όχι από απόσταση, ώστε όλη αυτή η δυστυχία που βλέπεις παντού να γίνει μικρότερη! Και ξέρεις πως δεν αρκεί μια περιστασιακή ή μεμονωμένη ελεημοσύνη, όσο γενναιόδωρη κι αν είναι. Ξέρεις, θέλει μόνιμο ενδιαφέρον, τρέξιμο και συνέπεια...
- Νομίζω πως θέλω! Ναι, είναι όπως τα λες φίλε μου, αλλά δεν ξέρω πώς! είπε, κουνώντας το κεφάλι του σαν να είχε κάποιο τικ, πάνω κάτω, ο πολυάσχολος μπίζνεσμαν. Θα μπορούσες όμως να με συμβουλέψεις εσύ, που φαίνεσαι, τελικά, εκτός από έξυπνος, ότι είσαι και καλλιεργημένος άνθρωπος, παρά το ότι...(στο σημείο αυτό φάνηκε σαν να ξεροκατάπιε).
- Χμ! επενέβη πάλι ο ζητιάνος. Για αρχή άφησέ μου αυτό το ωραίο πακέτο με τα τσιγαράκια και κράτα τον αναπτήρα. Έχω σπίρτα!
Και λέγοντας αυτά, τεντώθηκε, σηκώνοντας μεγαλοπρεπώς τα χέρια του σε ανάταση, κάτω από τον αλανιάρη καλοκαιρινό ήλιο και άφησε ελεύθερα από το στόμα του μερικά δαχτυλίδια καπνού να υψωθούν προς τα πάνω. Σαν να ήθελαν να φτάσουν αυτόν που υπήρχε για όλους στο κέντρο του ουρανού και τους ευεργετούσε (ή τους τσουρούφλιζε, όπως εκείνη τη μέρα), χωρίς διακρίσεις...
ανιχνευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου