«το επαρκές είναι πολύ» - "Σπεύδε βραδέως και απο-αναπτυξιακώς"
Αποανάπτυξη
Η απάντηση στο αποτυχημένο παγκόσμιο «αναπτυξιακό μοντέλο»
του Γιάννη Μιχελή
Όποιος παρακολούθησε την πρόσφατη 4η Διεθνή Διάσκεψη για την Αποανάπτυξη στη Λειψία της Γερμανίας, θα παρατήρησε από την πρώτη στιγμή ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν έπλεξε το εγκώμιο της αειφόρου ανάπτυξης, εις πείσμα των καιρών, που προσπαθούν μετά βίας να επαναφέρουν τη λέξη «ανάπτυξη» στην καθημερινότητα των πολιτών. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη αυτή καθαυτή και τα παρελκόμενά της είχαν κεντρική θέση στη Διάσκεψη, καθώς ένα πλήθος πάνω από τρεις χιλιάδες συμμετεχόντων συζήτησαν τις τρέχουσες τάσεις σε τομείς του περιβάλλοντος, της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως τη δεκαετία του 1970 και του 1980, για να υποστηρίξει την θέση πως οι περιβαλλοντικές αρχές και κάποια ελάχιστα οικολογικά όρια πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της ανάπτυξης, η οποία, από τη σκοπιά του οικονομικού ρεαλισμού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη. Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» έτυχε αποδοχής σε ευρεία κλιμάκα, κυρίως μέσω της Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη του ΟΗΕ, ενός εκ των πολλών κυβερνητικών και μη οργανισμών που συστάθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, για να συμπεριλάβουν οικολογικούς στόχους στη χάραξη της πολιτικής.
Παρόλο, όμως, που αρχικά αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός καθαρότερου περιβάλλοντος, ο όρος της βιώσιμης ανάπτυξης κατέληξε να είναι μία «βρώμικη λέξη» στους κύκλους των degrowthers (οπαδών της Αποανάπτυξης), οι οποίοι και στη Λειψία αμφισβήτησαν έντονα τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη πως η οικονομική ανάπτυξη είναι σε θέση να προσφέρει αυτό που υπόσχεται, δηλαδή την αύξηση της ανθρώπινης ευημερίας. Βρέθηκαν, λοιπόν, μπροστά στη συνειδητοποίηση της ανάγκης επαναπροσδιορισμού τόσο των αδυναμιών της αειφόρου ανάπτυξης, αλλά και νέων όρων όπως Βιο-οικονομία, κοινωνικός μεταβολισμός κ.λπ., προκειμένου να προσδώσουν μια φρέσκια προοπτική.
Η ανάπτυξη της Αποανάπτυξης
Στο πλαίσιο αυτού του εγχειρήματος αναδείχθηκε ο Γάλλος οικονομικός ανθρωπολόγος Serge Latouche, ο οποίος, βασιζόμενος στα συμπεράσματα της πρώτης φάσης της συζήτησης της απο-ανάπτυξης, όπως παρουσιάστηκαν από τον Dennis και Donella Meadows στο βιβλίο Limits to Growth τo 1972, προχώρησε στο δεύτερο στάδιο, δηλαδή στην κριτική επί της κυρίαρχης ιδέας περί βιώσιμης ανάπτυξης. Σε σχετικό συνέδριο υπό την UNESCO στο Παρίσι το 2002, ο Latouche συγκέντρωσε πρώτη φορά τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας, όταν μίλησε για το οξύμωρο της Αειφόρου Ανάπτυξης και προέβαλε το αντισύνθημα A bas le développement durable! Vive la décroissance conviviale! (Κάτω η βιώσιμη ανάπτυξη! Ζήτω η συμβιωτική αποανάπτυξη!). Αφότου ο Latouche άρχισε να σχηματοποιεί το κίνημα της Αποανάπτυξης στον γαλλόφωνο κόσμο, όπως συνέβη και με επαναστάσεις και δεκάδες ιδεολογίες που ξεπήδησαν από το γαλλικό πολιτικό χωνευτήρι, δεν άργησαν να εμφανιστούν οπαδοί του κινήματος στην Ιταλία (decrescita) και την Ισπανία (decrecimiento). Τελικά, το 2010, ο όρος Αποανάπτυξη εμφανίστηκε ως όρος της αγγλικής γλώσσας (degrowth) και, ως τέτοιος, ήταν πλέον κατάλληλος για παγκόσμια διάδοση.
Αν και πολλοί από τους συμμετέχοντες της Διάσκεψης της Αποανάπτυξης στη Λειψία μπορεί να αναγνωρίζουν τη συμβολή του Latouche στο κίνημα, αμφιβάλλουν για τον βαθμό επιτυχίας ενός «αρνητικού» όρου όπως Αποανάπτυξη, επειδή, ορίζοντάς τον με βάση την αντίθεσή του στην ανάπτυξη, στερείται των αναγκαίων θετικών συνειρμών που απαιτούνται για ευρύτερη προώθηση. Ο Latouche, όμως, και ο «έτερος αποαναπτυξιακός Καππαδόκης» Ιταλός οικονομολόγος, Federico Demaria, διατείνονται ότι η Αποανάπτυξη ορίζει συνοπτικότατα τον επικεφαλής στόχο του κινήματος, δηλαδή την κατάργηση της οικονομικής ανάπτυξης ως κοινωνικού στόχου.
Δικαιολογούν την αποανάπτυξη ως «λέξη-πύραυλο», ακριβώς επειδή θέλει να πλήξει την αειφόρο ανάπτυξη και να εγκαινιάσει μία φάση προγραμματισμένης και δίκαιης οικονομικής συρρίκνωσης των πλουσιοτέρων κρατών, προκειμένου να επιτρέψουν στα δισεκατομμύρια κατοίκων των φτωχότερων κρατών να αποκτήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, φθάνοντας τελικά σε μια σταθερή κατάσταση εντός των βιοφυσικών ορίων της Γης. Προσθέτουν, επίσης, πως υπάρχουν σαφώς θετικές έννοιες στο κίνημα της Αποανάπτυξης, όπως αυτές της εθελοντικής απλότητας, της συμβίωσης και της οικονομίας της φροντίδας.
Μainstream οικονομολόγοι θα κατηγορήσουν τους υποστηρικτές της Αποανάπτυξης πως έχουν παρεξηγήσει τις δυνατότητες της τεχνολογίας, των αγορών και την αύξηση της αποτελεσματικότητας σε σχέση με τις δυνατότητες «αποσύνδεσης» της οικονομικής ανάπτυξης από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πως η πραγματική ουτοπία συνίσταται στην ουτοπία της αειφόρου ανάπτυξης και στην ψευδή εντύπωση πως μπορεί να επιτευχθεί με ένα φιλικό τρόπο προς το περιβάλλον.
Πάντως, οικονομολόγοι και μη συναισθάνονται ότι θα μπορούσαμε να παράγουμε και να καταναλώνουμε πιο αποτελεσματικά από ό,τι κάνουμε σήμερα. Οι degrowthers επιβεβαιώνουν αυτή τη διάχυτη υποψία μας και επισημαίνουν ότι η όποια αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα χωρίς επάρκεια χάνεται. Ο στόχος δεν είναι απλώς να έχουμε μια κοινωνία που μπορεί να διαχειριστεί τον εαυτό της με λιγότερα, αλλά να διέπεται από διαφορετικές ρυθμίσεις και μια διαφορετική ποιότητα.
Εδώ εισέρχεται η ιδέα του κοινωνικού μεταβολισμού, επειδή εξηγεί πώς μια κοινωνία Αποανάπτυξης θα έχει διαφορετικές δραστηριότητες, αναδιευθετημένες μορφές ή χρήσεις ενέργειας, καθώς και σημαντικά διαφορετικές κατανομές του χρόνου μεταξύ αμειβόμενης και μη εργασίας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και τη σχέση του χρόνου εργασίας, οι degrowthers εισάγουν τη θεωρία του dépense, που σημαίνει τη συλλογική κατανάλωση του πλεονάσματος σε μια κοινωνία. Σήμερα, τα πλεονάσματα χρόνου και ενέργειας συχνά επανεπενδύονται σε νέα παραγωγή ή χρησιμοποιούνται με έναν ατομικίστικο τρόπο που, στις πιο εύπορες των περιπτώσεων, καταλήγει στην επιλογή τρόπων χαλάρωσης από το καθημερινό άγχος.
Η Αποανάπτυξη επιδιώκει την απελευθέρωση από το βάρος της επιδίωξης υλιστικού πλεονάσματος, καθώς ο καταναλωτισμός θεωρείται ως μια κατάφωρη αποτυχία της φαντασίας και ως ένας εξουθενωτικός εθισμός που υποβαθμίζει τη φύση, και δεν ικανοποιεί την πανανθρώπινη λαχτάρα για νόημα στη ζωή. Η Αποανάπτυξη, αντίθετα, συνεπάγεται έναν «απλούστερο τρόπο ζωής», λιγότερης παραγωγής και κατανάλωσης, που θα τροφοδοτείται από λιγότερα υλικά και λιγότερη ενεργειακή εξάρτηση. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας οικονομίας που θα βασίζεται στην αυτάρκεια και στην ανακάλυψη πως «το επαρκές είναι πολύ», και ως τέτοιο μπορεί να μας χαρίσει μία ζωή λιτής αφθονίας.
Μέσω άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας, η απαναπτυγμένη οικονομία θα διασφαλίζει ότι οι βασικές ανάγκες του κάθε πολίτη θα ικανοποιούνται και, στη συνέχεια, θα ανακατευθύνει τις ενέργειες της κοινωνίας μακριά από την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό θα σημαίνει έναν λιγότερο ενεργοβόρο τρόπο ζωής χαμηλής ενέργειας, που θα τρέχει κατά κύριο λόγο στα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια κοινωνία αποανάπτυξης αγκαλιάζει την αναγκαιότητα της «ενεργειακής καθόδου», μετατρέποντας ενεργειακές κρίσεις σε μια ευκαιρία για πολιτισμική ανανέωση. Κι αυτό επειδή θα τείνουν να μειώσουν τις ώρες εργασίας στην επίσημη οικονομία, με αντάλλαγμα περισσότερη οικιακή εργασία και αναψυχή. Άλλωστε, με σταθερά υψηλά ποσοστά ανεργίας και με έναν παγκόσμιο πληθυσμό που θα φτάσει τα 10 δισ. το 2050, πληθαίνουν και φωνές εκτός degrowthers που λένε πως μόνο η μείωση της εργασιακής εβδομάδας κατά το ήμισυ θα μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε εργασία. Θα έχουμε λιγότερο εισόδημα, αλλά περισσότερη ελευθερία, κι έτσι, μέσα στην απλότητά μας, θα είμαστε πλουσιότεροι.
Όπου είναι δυνατόν, θα αυξηθεί η παραγωγή βιολογικών τροφίμων και η συγκέντρωση υδάτων, προκειμένου να έχουμε «βρώσιμα προάστια», τα οποία θα συμπληρώνονται από τρόφιμα από τοπικές αγορές αγροτών. Σε αντίθεση με την άνθιση της αστικής γεωργίας, η μόδα και το μάρκετινγκ των βιομηχανιών θα μαραίνονται, αφού η νέα αισθητική της επάρκειας θα αναδιαμορφώσει το υπάρχον τεράστιο απόθεμα των ειδών ένδυσης και των υλικών, και θα διερευνήσει τρόπους παραγωγής καινούργιων ρούχων χωρίς τόσο μεγάλο οικολογικό αντίκτυπο. Η Αποανάπτυξη μάς θέλει όλους ριζικούς ανακυκλωτές και do-it-yourself εμπειρογνώμονες.
Οι πολίτες μίας αποαναπτυγμένης κοινωνίας θα βρίσκουν δημιουργικά έργα που θα τους πληρούν, καθώς η πρόκληση της οικοδόμησης του νέου κόσμου μέσα από το σπασμένο κέλυφος των παλιών αειφόρων υποσχέσεων θα βασίζεται στην ανταλλακτική οικονομία. Ο Latouche και ο Demaria επιμένουν πως η Αποανάπτυξη προσφέρει ένα πιο ταπεινό και πιο ρεαλιστικό όραμα για ένα αειφόρο μέλλον.
Σπεύδε βραδέως και απο-αναπτυξιακώς
Μπορεί η αποανάπτυξη να απορριφθεί ως άλλη μια μεγαλοπρεπή ουτοπική ιδέα; Είναι οποιαδήποτε μετάβαση χωρίς βίαιη επανάσταση πιθανή ή, μάλλον, μπορεί η ψυχολογική επανάσταση που χρειαζόμαστε να επιτευχθεί χωρίς βίαιες αναταραχές; «Η δραστική μείωση των περιβαλλοντικών ζημιών δεν σημαίνει απώλεια της νομισματικής αξίας των υλικών αγαθών», επιμένει ο Latouche, «αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως την παύση δημιουργίας αξίας μέσω μη υλικών προϊόντων». Αν και η αγορά και το κέρδος θα μπορούν να αποτελέσουν κίνητρα, το σύστημα δεν θα πρέπει πια να περιστρέφεται γύρω τους, λένε οι degrowthers.
Η μετάβαση της Αποανάπτυξης σε μια σταθερή κατάσταση της οικονομίας θα μπορούσε να συμβεί με μια ποικιλία τρόπων. Αλλά η φύση αυτού του εναλλακτικού οράματος δείχνει ότι οι αλλαγές θα πρέπει να καθοδηγηθούν από κάτω προς τα πάνω, αντί να επιβάλλονται από την «κορυφή προς τα κάτω». Όπως αναφέρει όμως και ο Demaria, «είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους κοινωνικούς και διαρθρωτικούς περιορισμούς που καθιστούν σήμερα πολύ πιο δύσκολη από ό,τι θα έπρεπε την υιοθέτηση ενός βιώσιμου καταναλωτικού προτύπου... Όπως είναι δύσκολο να οδηγούμε λιγότερο λόγω απουσίας ποδηλατοδρόμων και καλών συγκοινωνιών, έτσι είναι δύσκολο να βρούμε μια ισορροπία εργασίας-ζωής, όσο η πρόσβαση σε βασικές ανάγκες, όπως αυτή της στέγασης ή της εκπαίδευσης, είναι φορτωμένες με δυσβάσταχτα χρέη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα ευ ζην, όταν συνεχώς βομβαρδιζόμαστε με διαφημίσεις που επιμένουν πως η απόκτηση πραγμάτων είναι το κλειδί για την ευτυχία».
Αντιφάσκοντας σε σχέση με την «από κάτω προς τα πάνω» προσέγγιση του κινήματος, πάντως, ο Ιταλός οικονομολόγος παραδέχεται πως «οι δράσεις σε προσωπικό και σε επίπεδο νοικοκυριών δεν θα είναι ποτέ επαρκείς για να επιτευχθεί μια σταθερή κατάσταση της οικονομίας. Πρέπει να δημιουργηθούν νέες, μετα-καπιταλιστικές δομές και συστήματα που θα προωθούν και δεν θα αποτρέπουν τον πιο απλό τρόπο ζωής. Αυτές οι γενικότερες αλλαγές δεν θα προκύψουν, εωσότου αποκτήσουμε μια νοοτροπία που να τις επιζητά. Έτσι, πρώτα απ’ όλα, η επανάσταση που χρειάζεται είναι μια επανάσταση στη συνείδηση. Η εναλλακτική λύση είναι να καταναλώσουμε αλλήλους μέχρι θανάτου κάτω από την ψεύτικη σημαία της πράσινης ανάπτυξης».
Ίσως και άλλες εναλλακτικές λύσεις να πάψουν να φαίνονται ουτοπικές, αν τολμήσουμε να αναλογιστούμε τις πλήρεις επιπτώσεις κι άλλων καθεστηκυίων ιδεών. ΗΝ
το διαβάσαμε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Hellenic Nexus (οι επισημάνσεις με χρώμα και οι εικόνες είναι από εμάς)
Αποανάπτυξη
Η απάντηση στο αποτυχημένο παγκόσμιο «αναπτυξιακό μοντέλο»
Όποιος παρακολούθησε την πρόσφατη 4η Διεθνή Διάσκεψη για την Αποανάπτυξη στη Λειψία της Γερμανίας, θα παρατήρησε από την πρώτη στιγμή ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν έπλεξε το εγκώμιο της αειφόρου ανάπτυξης, εις πείσμα των καιρών, που προσπαθούν μετά βίας να επαναφέρουν τη λέξη «ανάπτυξη» στην καθημερινότητα των πολιτών. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη αυτή καθαυτή και τα παρελκόμενά της είχαν κεντρική θέση στη Διάσκεψη, καθώς ένα πλήθος πάνω από τρεις χιλιάδες συμμετεχόντων συζήτησαν τις τρέχουσες τάσεις σε τομείς του περιβάλλοντος, της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως τη δεκαετία του 1970 και του 1980, για να υποστηρίξει την θέση πως οι περιβαλλοντικές αρχές και κάποια ελάχιστα οικολογικά όρια πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της ανάπτυξης, η οποία, από τη σκοπιά του οικονομικού ρεαλισμού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη. Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» έτυχε αποδοχής σε ευρεία κλιμάκα, κυρίως μέσω της Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη του ΟΗΕ, ενός εκ των πολλών κυβερνητικών και μη οργανισμών που συστάθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, για να συμπεριλάβουν οικολογικούς στόχους στη χάραξη της πολιτικής.
Παρόλο, όμως, που αρχικά αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός καθαρότερου περιβάλλοντος, ο όρος της βιώσιμης ανάπτυξης κατέληξε να είναι μία «βρώμικη λέξη» στους κύκλους των degrowthers (οπαδών της Αποανάπτυξης), οι οποίοι και στη Λειψία αμφισβήτησαν έντονα τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη πως η οικονομική ανάπτυξη είναι σε θέση να προσφέρει αυτό που υπόσχεται, δηλαδή την αύξηση της ανθρώπινης ευημερίας. Βρέθηκαν, λοιπόν, μπροστά στη συνειδητοποίηση της ανάγκης επαναπροσδιορισμού τόσο των αδυναμιών της αειφόρου ανάπτυξης, αλλά και νέων όρων όπως Βιο-οικονομία, κοινωνικός μεταβολισμός κ.λπ., προκειμένου να προσδώσουν μια φρέσκια προοπτική.
Η ανάπτυξη της Αποανάπτυξης
Στο πλαίσιο αυτού του εγχειρήματος αναδείχθηκε ο Γάλλος οικονομικός ανθρωπολόγος Serge Latouche, ο οποίος, βασιζόμενος στα συμπεράσματα της πρώτης φάσης της συζήτησης της απο-ανάπτυξης, όπως παρουσιάστηκαν από τον Dennis και Donella Meadows στο βιβλίο Limits to Growth τo 1972, προχώρησε στο δεύτερο στάδιο, δηλαδή στην κριτική επί της κυρίαρχης ιδέας περί βιώσιμης ανάπτυξης. Σε σχετικό συνέδριο υπό την UNESCO στο Παρίσι το 2002, ο Latouche συγκέντρωσε πρώτη φορά τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας, όταν μίλησε για το οξύμωρο της Αειφόρου Ανάπτυξης και προέβαλε το αντισύνθημα A bas le développement durable! Vive la décroissance conviviale! (Κάτω η βιώσιμη ανάπτυξη! Ζήτω η συμβιωτική αποανάπτυξη!). Αφότου ο Latouche άρχισε να σχηματοποιεί το κίνημα της Αποανάπτυξης στον γαλλόφωνο κόσμο, όπως συνέβη και με επαναστάσεις και δεκάδες ιδεολογίες που ξεπήδησαν από το γαλλικό πολιτικό χωνευτήρι, δεν άργησαν να εμφανιστούν οπαδοί του κινήματος στην Ιταλία (decrescita) και την Ισπανία (decrecimiento). Τελικά, το 2010, ο όρος Αποανάπτυξη εμφανίστηκε ως όρος της αγγλικής γλώσσας (degrowth) και, ως τέτοιος, ήταν πλέον κατάλληλος για παγκόσμια διάδοση.
Αν και πολλοί από τους συμμετέχοντες της Διάσκεψης της Αποανάπτυξης στη Λειψία μπορεί να αναγνωρίζουν τη συμβολή του Latouche στο κίνημα, αμφιβάλλουν για τον βαθμό επιτυχίας ενός «αρνητικού» όρου όπως Αποανάπτυξη, επειδή, ορίζοντάς τον με βάση την αντίθεσή του στην ανάπτυξη, στερείται των αναγκαίων θετικών συνειρμών που απαιτούνται για ευρύτερη προώθηση. Ο Latouche, όμως, και ο «έτερος αποαναπτυξιακός Καππαδόκης» Ιταλός οικονομολόγος, Federico Demaria, διατείνονται ότι η Αποανάπτυξη ορίζει συνοπτικότατα τον επικεφαλής στόχο του κινήματος, δηλαδή την κατάργηση της οικονομικής ανάπτυξης ως κοινωνικού στόχου.
Δικαιολογούν την αποανάπτυξη ως «λέξη-πύραυλο», ακριβώς επειδή θέλει να πλήξει την αειφόρο ανάπτυξη και να εγκαινιάσει μία φάση προγραμματισμένης και δίκαιης οικονομικής συρρίκνωσης των πλουσιοτέρων κρατών, προκειμένου να επιτρέψουν στα δισεκατομμύρια κατοίκων των φτωχότερων κρατών να αποκτήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, φθάνοντας τελικά σε μια σταθερή κατάσταση εντός των βιοφυσικών ορίων της Γης. Προσθέτουν, επίσης, πως υπάρχουν σαφώς θετικές έννοιες στο κίνημα της Αποανάπτυξης, όπως αυτές της εθελοντικής απλότητας, της συμβίωσης και της οικονομίας της φροντίδας.
Μainstream οικονομολόγοι θα κατηγορήσουν τους υποστηρικτές της Αποανάπτυξης πως έχουν παρεξηγήσει τις δυνατότητες της τεχνολογίας, των αγορών και την αύξηση της αποτελεσματικότητας σε σχέση με τις δυνατότητες «αποσύνδεσης» της οικονομικής ανάπτυξης από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πως η πραγματική ουτοπία συνίσταται στην ουτοπία της αειφόρου ανάπτυξης και στην ψευδή εντύπωση πως μπορεί να επιτευχθεί με ένα φιλικό τρόπο προς το περιβάλλον.
Πάντως, οικονομολόγοι και μη συναισθάνονται ότι θα μπορούσαμε να παράγουμε και να καταναλώνουμε πιο αποτελεσματικά από ό,τι κάνουμε σήμερα. Οι degrowthers επιβεβαιώνουν αυτή τη διάχυτη υποψία μας και επισημαίνουν ότι η όποια αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα χωρίς επάρκεια χάνεται. Ο στόχος δεν είναι απλώς να έχουμε μια κοινωνία που μπορεί να διαχειριστεί τον εαυτό της με λιγότερα, αλλά να διέπεται από διαφορετικές ρυθμίσεις και μια διαφορετική ποιότητα.
Εδώ εισέρχεται η ιδέα του κοινωνικού μεταβολισμού, επειδή εξηγεί πώς μια κοινωνία Αποανάπτυξης θα έχει διαφορετικές δραστηριότητες, αναδιευθετημένες μορφές ή χρήσεις ενέργειας, καθώς και σημαντικά διαφορετικές κατανομές του χρόνου μεταξύ αμειβόμενης και μη εργασίας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και τη σχέση του χρόνου εργασίας, οι degrowthers εισάγουν τη θεωρία του dépense, που σημαίνει τη συλλογική κατανάλωση του πλεονάσματος σε μια κοινωνία. Σήμερα, τα πλεονάσματα χρόνου και ενέργειας συχνά επανεπενδύονται σε νέα παραγωγή ή χρησιμοποιούνται με έναν ατομικίστικο τρόπο που, στις πιο εύπορες των περιπτώσεων, καταλήγει στην επιλογή τρόπων χαλάρωσης από το καθημερινό άγχος.
Η Αποανάπτυξη επιδιώκει την απελευθέρωση από το βάρος της επιδίωξης υλιστικού πλεονάσματος, καθώς ο καταναλωτισμός θεωρείται ως μια κατάφωρη αποτυχία της φαντασίας και ως ένας εξουθενωτικός εθισμός που υποβαθμίζει τη φύση, και δεν ικανοποιεί την πανανθρώπινη λαχτάρα για νόημα στη ζωή. Η Αποανάπτυξη, αντίθετα, συνεπάγεται έναν «απλούστερο τρόπο ζωής», λιγότερης παραγωγής και κατανάλωσης, που θα τροφοδοτείται από λιγότερα υλικά και λιγότερη ενεργειακή εξάρτηση. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας οικονομίας που θα βασίζεται στην αυτάρκεια και στην ανακάλυψη πως «το επαρκές είναι πολύ», και ως τέτοιο μπορεί να μας χαρίσει μία ζωή λιτής αφθονίας.
Μέσω άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας, η απαναπτυγμένη οικονομία θα διασφαλίζει ότι οι βασικές ανάγκες του κάθε πολίτη θα ικανοποιούνται και, στη συνέχεια, θα ανακατευθύνει τις ενέργειες της κοινωνίας μακριά από την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό θα σημαίνει έναν λιγότερο ενεργοβόρο τρόπο ζωής χαμηλής ενέργειας, που θα τρέχει κατά κύριο λόγο στα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια κοινωνία αποανάπτυξης αγκαλιάζει την αναγκαιότητα της «ενεργειακής καθόδου», μετατρέποντας ενεργειακές κρίσεις σε μια ευκαιρία για πολιτισμική ανανέωση. Κι αυτό επειδή θα τείνουν να μειώσουν τις ώρες εργασίας στην επίσημη οικονομία, με αντάλλαγμα περισσότερη οικιακή εργασία και αναψυχή. Άλλωστε, με σταθερά υψηλά ποσοστά ανεργίας και με έναν παγκόσμιο πληθυσμό που θα φτάσει τα 10 δισ. το 2050, πληθαίνουν και φωνές εκτός degrowthers που λένε πως μόνο η μείωση της εργασιακής εβδομάδας κατά το ήμισυ θα μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε εργασία. Θα έχουμε λιγότερο εισόδημα, αλλά περισσότερη ελευθερία, κι έτσι, μέσα στην απλότητά μας, θα είμαστε πλουσιότεροι.
Όπου είναι δυνατόν, θα αυξηθεί η παραγωγή βιολογικών τροφίμων και η συγκέντρωση υδάτων, προκειμένου να έχουμε «βρώσιμα προάστια», τα οποία θα συμπληρώνονται από τρόφιμα από τοπικές αγορές αγροτών. Σε αντίθεση με την άνθιση της αστικής γεωργίας, η μόδα και το μάρκετινγκ των βιομηχανιών θα μαραίνονται, αφού η νέα αισθητική της επάρκειας θα αναδιαμορφώσει το υπάρχον τεράστιο απόθεμα των ειδών ένδυσης και των υλικών, και θα διερευνήσει τρόπους παραγωγής καινούργιων ρούχων χωρίς τόσο μεγάλο οικολογικό αντίκτυπο. Η Αποανάπτυξη μάς θέλει όλους ριζικούς ανακυκλωτές και do-it-yourself εμπειρογνώμονες.
Οι πολίτες μίας αποαναπτυγμένης κοινωνίας θα βρίσκουν δημιουργικά έργα που θα τους πληρούν, καθώς η πρόκληση της οικοδόμησης του νέου κόσμου μέσα από το σπασμένο κέλυφος των παλιών αειφόρων υποσχέσεων θα βασίζεται στην ανταλλακτική οικονομία. Ο Latouche και ο Demaria επιμένουν πως η Αποανάπτυξη προσφέρει ένα πιο ταπεινό και πιο ρεαλιστικό όραμα για ένα αειφόρο μέλλον.
Σπεύδε βραδέως και απο-αναπτυξιακώς
Μπορεί η αποανάπτυξη να απορριφθεί ως άλλη μια μεγαλοπρεπή ουτοπική ιδέα; Είναι οποιαδήποτε μετάβαση χωρίς βίαιη επανάσταση πιθανή ή, μάλλον, μπορεί η ψυχολογική επανάσταση που χρειαζόμαστε να επιτευχθεί χωρίς βίαιες αναταραχές; «Η δραστική μείωση των περιβαλλοντικών ζημιών δεν σημαίνει απώλεια της νομισματικής αξίας των υλικών αγαθών», επιμένει ο Latouche, «αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως την παύση δημιουργίας αξίας μέσω μη υλικών προϊόντων». Αν και η αγορά και το κέρδος θα μπορούν να αποτελέσουν κίνητρα, το σύστημα δεν θα πρέπει πια να περιστρέφεται γύρω τους, λένε οι degrowthers.
Η μετάβαση της Αποανάπτυξης σε μια σταθερή κατάσταση της οικονομίας θα μπορούσε να συμβεί με μια ποικιλία τρόπων. Αλλά η φύση αυτού του εναλλακτικού οράματος δείχνει ότι οι αλλαγές θα πρέπει να καθοδηγηθούν από κάτω προς τα πάνω, αντί να επιβάλλονται από την «κορυφή προς τα κάτω». Όπως αναφέρει όμως και ο Demaria, «είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους κοινωνικούς και διαρθρωτικούς περιορισμούς που καθιστούν σήμερα πολύ πιο δύσκολη από ό,τι θα έπρεπε την υιοθέτηση ενός βιώσιμου καταναλωτικού προτύπου... Όπως είναι δύσκολο να οδηγούμε λιγότερο λόγω απουσίας ποδηλατοδρόμων και καλών συγκοινωνιών, έτσι είναι δύσκολο να βρούμε μια ισορροπία εργασίας-ζωής, όσο η πρόσβαση σε βασικές ανάγκες, όπως αυτή της στέγασης ή της εκπαίδευσης, είναι φορτωμένες με δυσβάσταχτα χρέη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα ευ ζην, όταν συνεχώς βομβαρδιζόμαστε με διαφημίσεις που επιμένουν πως η απόκτηση πραγμάτων είναι το κλειδί για την ευτυχία».
Αντιφάσκοντας σε σχέση με την «από κάτω προς τα πάνω» προσέγγιση του κινήματος, πάντως, ο Ιταλός οικονομολόγος παραδέχεται πως «οι δράσεις σε προσωπικό και σε επίπεδο νοικοκυριών δεν θα είναι ποτέ επαρκείς για να επιτευχθεί μια σταθερή κατάσταση της οικονομίας. Πρέπει να δημιουργηθούν νέες, μετα-καπιταλιστικές δομές και συστήματα που θα προωθούν και δεν θα αποτρέπουν τον πιο απλό τρόπο ζωής. Αυτές οι γενικότερες αλλαγές δεν θα προκύψουν, εωσότου αποκτήσουμε μια νοοτροπία που να τις επιζητά. Έτσι, πρώτα απ’ όλα, η επανάσταση που χρειάζεται είναι μια επανάσταση στη συνείδηση. Η εναλλακτική λύση είναι να καταναλώσουμε αλλήλους μέχρι θανάτου κάτω από την ψεύτικη σημαία της πράσινης ανάπτυξης».
Ίσως και άλλες εναλλακτικές λύσεις να πάψουν να φαίνονται ουτοπικές, αν τολμήσουμε να αναλογιστούμε τις πλήρεις επιπτώσεις κι άλλων καθεστηκυίων ιδεών. ΗΝ
το διαβάσαμε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Hellenic Nexus (οι επισημάνσεις με χρώμα και οι εικόνες είναι από εμάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου