Mαμά, μπαμπά, το Κικάκι φαίνεται ανήσυχο μέσα στο κλουβάκι του. Δεν τρώει τα σποράκια του και δεν κελαηδάει! Λέτε να' ναι άρρωστο το πουλάκι μας;
Η μαμά από το γραφείο, που είχε πνιγεί μέσα στα χαρτιά των λογαριασμών που συνέχιζαν να τρέχουν παρά το γενικό πάγωμα του lockdown, απάντησε βιαστικά:
Μην ανησυχείς Μαράκι, καλά θα είναι!
Εκείνη τη στιγμή ανατρίχιασε στη φλασιά του παραλληλισμού του κλουβιού με το κλουβί που βρίσκονταν οι ίδιοι πια οι άνθρωποι. Λες οι φτερωτοί φίλοι να έπαιρναν την εκδίκησή τους; Μα πού ήταν ο μπαμπάς; Έξω αγρίεψε ο καιρός, βρέχει.
Ο σύζυγος είχε βγει στο μπαλκόνι του στενάχωρου μικρού διαμερίσματος, σα να'θελε να νιώσει το νερό πάνω στο βαρύ κεφάλι του να τον συνεφέρνει. Κάτι όμως συνέβη, το αντίθετο. Οι σκέψεις τον έσπρωχναν σε μια πιο σκοτεινή άβυσσο σε σχέση με τον μουντό χειμωνιάτικο καιρό:
Το κλείσιμο του εστιατορίου που δούλευε τα τελευταία χρόνια και τα λόγια του αφεντικού ότι πολύ δύσκολα πια θα ξανάνοιγε μετά και το νέο lockdown, οπότε να είναι έτοιμος για το χειρότερο! Πόσο χειρότερο; Ο μόνος μισθός που έτρεχε στο σπίτι ήταν πια ο δικός του. Η σύζυγος άνεργη εδώ και δυο χρόνια, μετά το κλείσιμο του φωτοτυπάδικου λόγω της οικονομικής κρίσης που ποτέ δεν άφησε τη χώρα από τις δαγκάνες της.
Οι σκέψεις αγρίεψαν σαν τον καιρό, το κορμί του μούσκεμα, μα δεν ένιωθε τίποτα πια, μόνο τον άγριο χορό των σκέψεων στο ανήμπορο πια να τις χειριστεί κεφάλι του:
Η εισπρακτική εταιρεία με τις τηλεφωνικές απειλές, το στεγαστικό δάνειο που αδυνατούσαν εκ των πραγμάτων να αποπληρώσουν. Η απειλή του ξεσπιτώματος και μία σύριγγα να πλησάζει για να τους κρατήσει υγιείς! Υγιείς; Πόσο ειρωνικό ακουγόταν, πόσο επώδυνο, σαν αλάτι στις ανοιχτές πληγές τους. Και το κοριτσάκι του, το Μαράκι; Θυμόταν τη μέρα που τον είχαν καλέσει να το πάρει μισολιπόθυμο από το σχολείο, λίγο πριν αυτό κλείσει, και το διευθυντή να τον διαβεβαιώνει ότι δεν έφταιγε η μάσκα που τη φορούσε ακόμη και στο διάλειμμα, τρέχοντας σαν κατσικάκι, μάλλον κάτι άλλο θα είναι, ίσως δεν έφαγε πρωινό, ίσως...Μέσα του είχε νιώσει οργή, καθώς αγκάλιαζε το κοριτσάκι της πρώτης τάξης, που ξέπνοο του έλεγε πως δεν έχει κάτι κακό, γιατί είχε ταραχτεί βλέποντας τον μπαμπά του έτοιμο να δακρύσει.
Οι σκέψεις του τρυπούσαν πια το κεφάλι. Πλησίασε τα κάγκελα. Δεν ήταν αυτός πια, ήταν ένα άδειο σώμα. Άνοιξε τα χέρια του προς τον ουρανό, λες και περίμενε μια υπερβατική ανταπόκριση, όμως...Ο χρόνος σταμάτησε. Για δευτερόλεπτα, καθώς βρισκόταν στο κενό, ένιωσε με έναν ανείπωτο τρόπο και πάλι ζωντανός, αλλά μετά ακούστηκε αυτός ο φοβερός γδούπος στην άσφαλτο.
Η μαμά το άκουσε και πετάχτηκε απορημένη και με ένα πολύ κακό προαίσθημα στο βρεγμένο μπαλκόνι. Αγάπη μου, είσαι καλά; Και τότε είδε αυτό που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει. Η ευγενική της καρδιά σταμάτησε...σωριάστηκε κι αυτή ένα άδειο σώμα κάτω στο γλιστερό μπαλκόνι.
Το Μαράκι, που έπαιζε στο δωμάτιο, έβαλε μια φωνή: Μαμάκα, μπαμπά, το Κικάκι μας κάτι έχει, χτυπιέται στο κλουβί σαν τρελό! Μαμά, μπαμπά, πού είστε, γιατί δεν μου μιλάτε; Φοβάμαι, δεν είμαστε ασφαλείς στο σπιτάκι μας;
Έξω, στο δρόμο της γειτονιάς της κατακτημένης πόλης, επικρατούσε νεκρική ησυχία.
Μια φωνή ακουγόταν από την ανοιχτή τηλεόραση του σαλονιού, από κάποιου ειδησεογραφικού δελτίου το πολυβολείο, να φωνάζει με αγανάκτηση ότι όλοι θα πρέπει να εμβολιαστούν με το ζόρι!
Έξω η βροχή καταλάγιαζε, μα η νύχτα έμοιαζε να σκεπάζει σαν σάβανο ολόκληρο τον κόσμο.
ROHALAS
μας το έστειλε ο φίλος μας "rohalas"
Κωλόπαιδο Ροχάλα με πήραν τα ζουμιά, γαμώ την κατάντια όλων μας, γαμώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή