/
/ /
//
κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /
γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /
ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /
καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /
/ /
λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /
με το άγγιγμα /
σαν φήμη /
σαν ψίθυροι /
σαν υπονοούμενα /
πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /
πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /
ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /
ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /
/ /
όπως και να’ χει, έγινε /
να, κοίτα /
έπαψαν πια να κρύβονται /
πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /
φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /
σαν πλήθος ήταν /
ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ’ αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /
/ //
ήταν όλοι τους εκεί /
/
οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένες, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένες, οι ανικανοποίητες, οι διχασμένοι, οι παράξενες, οι απογοητευμένες, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /
//
ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /
/
ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /
/ /
ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /
/
ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ’ τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ’ τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /
/ /
ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /
/ /
ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /
/
ήταν όλες τους εκεί /
/ / /
οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένες, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένες, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλές, οι περίεργες, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /
/ /
ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /
//
ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ’ τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /
/
ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /
/ /
ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ’ αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /
/
ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ’ τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /
/ //
ήταν όλοι τους εκεί /
/
πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /
ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /
με υποψία φαλάκρας /
και υποψία χαμόγελου /
κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /
και κούτσαινε λιγάκι /
κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /
που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /
Υγιείς και κανονικοί /
στου πηγαδιού τον πάτο /
ζήτω το παγκόσμιο /
φρικαριάτο /
έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /
//
και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /
φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /
τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /
και μουρμούριζε μοναχός του /
/ /
εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /
και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /
θα είναι η εκδίκηση μου /
το διαβάσαμε στο σκρίνιο μέσω του ΩΚΕΑΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου