ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ : (γιατί ακόμα και η εύρεση τίτλων ή ορισμών είναι κάτι το περιοριστικό!)

Ξέσκισμα!
Της ψυχής. Των ίδιων των ενστίκτων. Της ελεύθερης ανάπτυξης της σκέψης. Των πιο αυθεντικών χαμόγελων, κυρίως αυτών στα οποία εκείνοι δεν έβλεπαν το λόγο. Των παιδικών μας παιχνιδιών στη γειτονιά, όταν οι γειτόνοι έσκουζαν κι αγρίευαν για το πόσο ταράζουμε την ησυχία τους και οι γέροι μας μάς φώναζαν να χωθούμε στα σπίτια μας για να μην ενοχλούμε. Των πρώτων μας σκιρτημάτων που ενοχοποιούνταν και καταδικάζονταν από την αρρώστια της χαμηλοβλεπούσας κομπλεξικής ομήγυρης, κοινωνιούλας γονιών, συγγενών, δασκάλων, αυτόκλητων δικαστών, παπάδων, ηθικολόγων υποκριτών.
Της αγάπης για μάθηση από το παραλήρημα σογιών και περίγυρων και εκπαιδευτικών κάτεργων για προσκόμμιση των πρέποντων βαθμών και απόκτησης λειψής και στρεβλής γνώσης.
Των πανιών στα καραβάκια που φτιάχναμε από μικροί.
Των σχεδίων πλεύσης σε ρότες προσωπικές, περιπειώδεις, ανακαλυπτικές.
Της άρνησης ψυχαναγκαστικής εισόδου μας στη δουλεμπορική αγορά εργασίας τους, στα σαλόνια της ασφυκτικής κι αυτοματοποιημένης κανονικότητάς τους, στα πυραμιδικά ιδρύματα της πραγματικότητάς τους.
Των εννοιών που μας δίδασκαν στη θεωρία τους και σταύρωναν στην πράξη τους.
Της ανάγκης να φωνάξεις, να φωνάξεις έστω και αν παραμείνεις λουφαγμένος στη γωνία, αλλά όχι! τους κακοφαινόταν ακόμη κι αυτό, γιατί...ακούγεσαι! Οφείλαμε να σφραγίζουμε το στόμα μας όταν μας έπνιγε η μυστική κραυγή του πεσμένου σε κώμα που αντιλαμβανόταν το φως της ύπαρξης μα δεν μπορούσε να σαλέψει κινούμενος προς αυτό...

Αλλά...

...η επανάσταση είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που, αγριεμένα και πιασμένα χέρι χέρι, αφήνουν πίσω τις νουθεσίες των γνωστικών γονέων και την αποσύνθεση της ασφάλειας και των μεταμφιέσεων του μνήματος του παλιού κόσμου. Και, μεθυσμένα από τις αιώνιες χαρές και πιο γενναίες υποσχέσεις της ζωής, ανακαλύπτουν μαζί καινούργιες συναρπαστικές διαδρομές. Όχι για να σταθούν στο ξεκίνημά τους εκθειάζοντάς τες απλώς. Όχι για να παγιδευτούν σε ατέλευτες ομιλίες, θεωρίες και διακηρύξεις γύρω από το ρίσκο και τα οφέλη του τολμήματος. Όχι για να γενούν στο πέρασμα τελικά τα σκιάχτρα του εαυτού τους και των αρχικών προθέσεών του, ώστε ν'αποθαρρύνουν και μελλοντικούς συν-οδοιπόρους. Αλλά για να γενούν τα ίδια το ταξίδι, ο αυτοκαθορισμός της πορείας και η εκπλήρωση της λαχτάρας...

" Όλη μου τη ζωή ο κόσμος προσπαθεί να ταρακουνήσει το κλουβί μου για να με αναγκάσει να εκραγώ. Με δοκιμάζει. Προσπαθώντας να βρει την αδυναμία μου. Η μάνα μου έλεγε 'γιε μου μην κάθεσαι στο κρύο' κι ο πατέρας μου το ίδιο. Θα έλεγε 'ποτέ σου μη χάσεις τον έλεγχο του εαυτού σου'. Αλλά ανοίγω το παράθυρο. Αφήνω τον κρύο αέρα να διαπερνάει. Έχασα τον έλεγχο" - Ποίημα του νεαρού Brian Deneke, τραγικού ήρωα της ταινίας "BOMB CITY"

Μην μου λες ότι είμαι ένας κακόμοιρος τοσοδούλης μπροστά σε ασύλληπτα για την κατανόησή μου μεγέθη. Ακόμα και η τοσοδούλα του παραμυθιού κατάφερε στο τέλος να...αποκτήσει φτερά! Μην μου τσαμπουνάς ότι είμαι πολύ μικρός για να καταφέρω οτιδήποτε σημαντικό, για να'χω δυνατότητες που αγγίζουν δυσθεώρητα ύψη, για να αλλάξω οτιδήποτε μέσα στο υπέροχο Χάος της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Αφού κι εγώ είμαι κομμάτι ενεργό αυτού του ...εύρυθμου χάους! Θέλω να γίνω ο δαμαστής του θηρίου του εαυτού μου, που αν καταφέρω να γνωρίσω την Ουσία και τη Δύναμη πίσω από τα αυτοματοποιημένα περιτυλίγματά του, μπορώ να γίνω ο μοναδικός κυρίαρχός του...Και ξέρεις; Μπορώ από κάμπια που σέρνεται να μεταμορφωθώ σε πεταλούδα. Που το άνοιγμα των φτερών της στο Τόκιο μπορεί να φέρει τυφώνες στη Νέα Υόρκη και το αντίστροφο...Μπορεί να φέρει τη δραματική ανατροπή, την ολοσχερή μεταβολή κλειστών συστημάτων, την εκτροπή της ροής των "πραγμάτων" προς μεταμορφωτικές κοσμικές λεωφόρους. Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ...

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

" Μάξ Στίρνερ: Ο Μοναδικός "

 "Ό Στίρνερ δέν άναμίχθηκε μέ τό λαό όπως οί Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τολστόυ. Δέν άφησε έργο όγκώδες, όπως ό Προυντόν δέν είχι τή σοφία του Έλιζέ Ρεκλύ, τήν συνδυασμένη μ’ ευαγγελική αγαθότητα, ούτε είναι αριστοκράτης όπως ό Νίτσε, είναι ένας από μάς. Κάποιος πού ποτέ δέν εξασφαλίστηκε μέ μιά καλή και σίγουρη θέοη ή ένα σταθερό εισόδημα, πού ποτέ δέν γνώρισε τή δόξα πού συνοδεύει τούς διάσημους κατατρεγμένους, τούς μαχητικούς έπαναστάτες, τούς ιδρυτές σχολών.
Τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε κι άντί γιά τήν τιμή πού αποδίδει πάντα ή μπουρζουαζία -παρ’ όλη τή δράση τους- στούς μεγάλους επαναστάτες, σ’ αυτόν γύρισε περιφρονητικά τίς πλάτες, όπως κάνει πάντα γιά νά πνίξει τούς άστατους, αυτούς πού δέν χωράνε πουθενά καί δέν παρέχουν καμμιά έγγύηση."

Συνδέστε το παρακάτω κείμενο και με αυτό από εμάς:  Η σπουδαιότερη ιδιοκτησία ενός ανεξάρτητου ανθρώπου (: καμία σχετική αντίληψη όπως τα "ιδανικά" και τα ηθικά κριτήρια (που άλλωστε παραλάσσουν από τόπο σε τόπο κι από λαό σε λαό, μέσα στις δίνες του ιστορικού χρόνου), κανένας όρκος, καμία "ιερή υποχρέωση", κανένα ιδεολογικό καθήκον, καμία προπαγανδιστική εργασία, καμία πίστη, καμία ομοφωνία της "πλειοψηφίας" ή της παρέας, δεν μπορούν να υποχρεώσουν σε υποταγή έναν άνθρωπο με θέληση και ανεξαρτησία αντίληψης. Και κανένας κρατισμός, καμία κοινωνική δομή ή κοινωνικό συμβόλαιο, καμία διαβεβαίωση ή νουθεσία οποιασδήποτε "αυθεντίας", δεν μπορεί να του στερήσει τη σπουδαιότερη ιδιοκτησία του: Την εξουσία του εαυτού του! Η οποία και προλειαίνει και προετοιμάζει το έδαφος για τη διερεύνηση από τον ίδιο της συνείδησής του και της προέκτασης των ανθρώπινων ιδιοτήτων του...)

Μάξ Στίρνερ: Ο Μοναδικός


 Ποιός ήταν o Μάξ Στίρνερ πού τό βασικό του έργο «Ό Μοναδικός καί τό Δικό του» συνάντησε τόσο ανέλπιστη υποδοχή, εκδόθηκε, ξαναεκδόθηχε, μεταφράστηκε, ξαναμεταφράστηκε, διαδόθηκε, έγινε θέμα φιλοσοφικών διατριβών, τόμων ερμηνείας, αναρίθμητων άρθρων σέ εφημερίδες καί περιοδικά σ’ όλες τις γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου;
«Ο Μοναδικός και το Δικό του» εμφανίστηκε τό 1848 καί άφού εγινε για λίγο στόχος κριτικών άρθρων, έπεσε στήν άφάνεια ώς τή μέρα πού ένας γερμανός ονόματι Τζών-Χένρυ Μαχκαίυ, πού έμελλε να γίνει διάσημος αργότερα περνώντας τό καλοκαίρι του 1887 στό Λονδίνο καί συχνάζοντας στό Βρεττανικό Μουσείο, έτυχε νά προσέξει κάπου στήν «Ιστορία του Υλισμού» τού Λάγκε μερικές γραμμές αφιερωμένες στόν Στίρνερ καί τό βιβλίο του. Έψαξε, βρήκε τό βιβλίο καί τό διάβασε. Τό περιεχόμενό του έκανε τόσο βαθειά εντύπωση, ώστε θέλησε νά μάθει ποιός ήταν ο άνθρωπος πού έγραψε τόν Μοναδικό, πώς ξεκίνησε ποιά ήταν ή ζωή του, πώς πέθανε.
Δέν παρέλειψε καμμιά πηγή πληροφόρησης ανασκάλεψε τις βιβλιοθήκες, βρήκε τά παιδιά εκείνων πού έκαναν παρέα μέ τόν Στίρνερ μισό αίώνα ή σαράντα χρόνια πρίν, τούς έβαλε νά θυμηθούν, νά του μιλήσουν φρόντισε άκόμα νά γνωριστεί καί μέ τή δεύτερη γυναίκα του Στίρνερ, τή Μαρία Ντάνχαρτ. Εξοντωτική δουλειά, πράγματι. Τόν καρπό αυτής τής μακρόχρονης καί ακούραστης προσπάθειας, θά προσπαθήσω νά σκιαγραφήσω. Από τήν Ερευνα αύτή βγήκε μιά πλούσια βιογραφία: «Μάξ Στίρνερ, ή ζωή καί τό Εργο του» ή πρώτη εκδοση τής όποίας χρονολογείται τό 1897. Πιστεύω πώς ή συμβολή τού έργου αυτόν» στήν κατανόηση τού «Μοναδικού», ήταν τεράστια.
Δέν είναι παράξενο πού μέ όλη του τήν αντικειμενικότητα ό Μακαίυ έδωσε οτόν ήρωά του τόν καλύτερο ρόλο. Είναι μάλλον φυσικό γιά κάποιον πού θεωρεί τόν Στίρνερ σάν τό τολμηρότερο καί σπουδαιότερο πνεύμα τών πέραν τού Ρήνου -που τόν βάζει πλάι σ’ έναν Νεύτονα ή ένα Δαρβίνο, κι όχι σ’ έναν Μπίσμαρκ- πού τόν βλέπει νά έπισκιάζει τόν Νίτσε, στόν όποίον άλλωστε ό Στίρνερ δέν ήταν άγνωστος.
Ό Μακαίυ μάς παρουσιάζει έναν Στίρνερ έπιμελή, ευσυνείδητο, άξιο τών έπαίνων τών καθηγητών του ή αγάπη του γι’ αυτόν θα τόν ακολουθήσει σ’ όλο τό ξετύλιγμα τής ζωής του καί θά τόν κάνει μάλιστα νά προβάλλει κάπως υπερβολικά τά στοιχεία έκείνα πού θά μπορούσαν νά έλαφρύνουν τά άδύνατα σημεία τού συγγραφέα του «Μοναδικού».
Από τόν Μακαίυ μαθαίνουμε πώς τό Μάξ Στίρνερ ήταν ψευδώνυμο, πώς ό ήρωάς του λεγόταν Γιόχαν Κάσπαρ Σμϊτ καί πώς γεννήθηκε στίς 25 Οκτωβρίου τού 1800 στό Μπαϋρώυτ. Τό όνομα Στίρνερ είναι παρατσούκλι πού τού είχε βγει γιά τό μεγάλο του μέτωπο (slim, στά γερμανικά) Τό κράτησε γιά τόν «Μοναδικό» καί τ’ άλλα του γραφτά. Άς άφήσουμε τις πληροφορίες πού μάζεψε ό Μακαίυ σχετικά μέ τις σπουδές του, τήν καρριέρα του σάν έλεύθερου καθηγητή, τόν πρώτο του γάμο πού έληξε πρόωρα μέ τό θάνατο τής γυναίκας του, καί άς έρθουμε κατευθείαν στίς σχέσεις του μέ τήν περίφημη Βερολινέζικη ομάδα τών «Απελεύθερων».

ΟΙ «Απελεύθεροι», μιά πολύ περίεργη λέσχη ή σύλλογος, είχαν τήν έδρα τους σέ κάποιον Χίππελ, κάπελα διάσημο γιά τήν ποιότητα τών κρασιών του, πού είχε τό μαγαζί του σ’ εναν άπό τούς πιό πολυσύχναστους δρόμους τού Βερολίνου τής εποχής έκείνης.

Χωρίς καταστατικό, χωρίς πρόεδρο, οι ‘Απελεύθεροι δέν έδιναν δεκάρα γιά τις έπικρίσεις καί περιγελούσαν τις λογοκρισίες. Έκεί μέσα, ανάμεσα στους καπνούς πού έβγαζαν οί μακριές φαγεντιανές τους πίπες -γνωστές σέ κείνους πού σύχναζαν στις πέραν τοϋ Ρήνου μπιραρίες- καί συνοδευόμενες άπό άρκετά μεγάλη κατανάλωση μπίρας, γίνονταν οί πιό παθιασμένες συζητήσεις.

Όλων τών είδών οί τύποι συναντιώνταν καί στριμώχνονταν μέσα εκεί οί τακτικοί -ο πυρήνας- πάντα στο πόστο τους, χρόνια καί χρόνια, και οί περαστικοί, που έρχονταν, έφευγαν, ξανάρχονταν, εξαφανίζονταν. Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τήν Ιστορία αύτού τοΰ συλλόγου -καί ώς ένα σημείο είναι το λίκνο του «Μοναδικού» -πρέπει νά μπούμε στό πετσί του γερμανικοϋ κόσμου τών διανοουμένων μεταξύ 1830 καί 1850- Η Γερμανία ταραζόταν τότε συνθέμελα άπό τή θρησκευτική κριτική «Ό βίος του Ίησοϋ», του Στράους, χρονολογείται αυτή τήν έποχή -καί άπό τις πολιτικές λιμπεραλιστικές τάσεις που έμελλαν νά καταλήξουν στή γερμανική Επανάσταση του 1848.
Στούς ‘Απελεύθερους, οί συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω άπό τους πάντες καί τά πάντα, την πολιτική, το σοσιαλισμό (στήν κομμουνιστική μορφή του), τον άντισημιτισμό (πού άρχιζε τότε νά εκδηλώνεται), τή θεολογία, τήν έννοια τής άρχής. Θεολόγοι, όπως ο Μπροϋνο Μπάουερ, κάθονταν πλάι σέ άριστερούς δημοσιογράφους, ποιητές, συγγραφείς, φοιτητές — πανευτυχείς που γλύτωναν τήν άποκαθέδρας διδασκαλία — καί μερικούς άξιωματικούς άκόμα, άπ’ αυτούς πού ήταν ικανοί νά μιλήσουν καί γιά άλλα πράγματα εκτός άπό άλογα καί γυναίκες, καί πού είχαν άρκετή εύφυία ώστε ν’ άφήνουν το μαστίγιο καί τον στόμφο τους στήν πόρτα. Σύχναζαν άκόμα καί μερικές «κυρίες». Ό Μάρξ καί ο Ένγκελς πάλι, πήγαιναν συχνά άλλα δέν ξημεροβραδιάζονταν.

Σάν μποέμ καί είκονοκλάστες πού ήταν, οί ‘Απελεύθεροι, δέν είχαν ούτε το καλύτερο όνομα, ούτε τή γενική εκτίμηση. Κυκλοφορούσαν φήμες πώς στου Χίππελ γίνονταν πραγματικά όργια -ά λά γερμανικά. Ένας άπό τούς περιστασιακούς επισκέπτες τους, ο Άρνολντ Ροϋγκε, τούς φώναξε μιά μέρα: «θέλετε νά κάνετε τούς άπελεύθερους καί δέν κυττάτε σέ τί βόρβορο είστε βυθισμένοι. Δέν άπελευθερώνονται μέ βρωμιές οί λαοί καί οί άνθρωποι. Καθαριστήτε πρώτα οί ίδιοι καί μετά ν’ άναλάβετε ένα τέτοιο Εργο».

Ή άφθονία, δέν ήταν χαρακτηριστικό τής παρέας τοϋ Χίππελ. Κάποιο βράδυ πού ό κάπελας άρνήθηκε νά σερβίρει, ο Μπρούvo Μπάουερ καί oι άλλοι αναγκάστηκαν νά βγουν νά ζητιανέψουν στή λεωφόρο «Κάτω άπό τις Φιλύρες» (Uliter den Linden). Κάποτε, βρέθηκε ένας γενναιόδωρος ξένος πού κατάλαβε τήν κατάσταση και, βρίσκοντας την ενδιαφέρουσα καί διασχεδαστική, προσφέρθηκε νά ξαναφέρη τήν πίστωση στου Χΐππελ στήν πρώτη της άγνότητα.

Ό Μαχαζυ μάς λέει πώς ό Στίρνερ σύχναζε δέκα χρόνια στούς ‘Απελεύθερους. ‘Εμφανιζόταν πάντα με το ειρωνικό του χαμόγελο, τά ασημένια γυαλιά του, πού πίσω τους τά γαλανά του μάτια ακτινοβολούσαν, μ’ ένα βλέμμα άπόμακρο καί διεισδυτικό.
Ο Μακαίυ μάς τον ζωγραφίζει ψυχρό, κλειστό, αδιαπέραστο, χωρίς καμμιά ανάγκη νά ανοιχτεί σέ κανέναν, χωρίς ν’ αφήνει τίποτα νά φανεί άπδ τον εαυτό του άκόμα καί στους πιό στενούς του φίλους, τίποτα γιά τις χαρές ή τις λύπες του, καμμιά λεπτομέρεια τής ιδιωτικής του ζωής. Στον κύκλο του Στίρνερ δέν υπάρχουν ούτε επιστήθιοι φίλοι ούτε άσπονδοι εχθροί, ο χαρακτήρας του, φαίνεται, δέν ενέπνεε μεγάλα πάθη. Απλός, ευθύς, ψύχραιμος, σχεδόν χωρίς ανάγκες, χωρίς ιδιοτροπίες — άν εξαιρέσουμε το πάθος του γιά τά πούρα, έτσι μάς τον παρουσιάζει ο Μακαίυ, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα όσων των γνώρισαν άπό κοντά. Δυνατός καί συγκεντρωμένος στον εαυτό του.
Τήν Εποχή του δεύτερου γάμου του (1843) -μέ τή Μαρία Ντάνχαρτ, μιά χαριτωμένη Μεκλεμβουργιανή, ξανθειά, ονειροπόλα, συναισθηματική καί με αρκετή περιουσία- ο Στίρνερ Εφτανε στο απόγειό του. Πράγματι, σέ μερικούς μήνες έπρόκειτο νά εμφανιστεί «Ό Μοναδικός καί το Δικό του».

Καλλιεργημένη, χωρίς προκαταλήψεις, ή νεαρή γυναίκα του πήγαινε τακτικά στούς Απελεύθερους. Αγαπούσε κι αυτή τά πούρα, κάπνιζε τή μακριά πίπα, τήν τόσο αγαπητή στούς φοιτητές καί άδειαζε με μεγάλη ευχαρίστηση τά μπιροπότηρα τοϋ μπάρμπα Χίππελ. Ο γάμος τους δεν στάθηκε ευτυχισμένος. Στ’ αυτιά του Μακαίυ έφθανε ο αντίλαλος άπό συκοφαντίες πού είχαν στόχο τον Στίρνερ καί άφορμή το γάμο του. Τον (κατηγόρησαν πώς ζούσε είς βάρος τής γυναίκας του. Ό Μακαίυ θέλησε νά μάθει τί ακριβώς συνέβαινε.

Εψαξε καί βρήκε τή Μαρία Ντάνχαρτ στό Λονδίνο, γριά πλέον, θρησκόληπτη καί στρυφνή πού είχε όμως αρκετή μνήμη γιά νά του πει πώς «τής ανέβαινε τό αίμα στό κεφάλι όταν σκεφτόταν πώς ένας άνθρωπος, μέ τήν κουλτούρα καί τις γνώσεις τοϋ Στίρνερ, μπόρεσε νά έκμεταλλευθεί μιά φτωχή γυναίκα σάν αύτήν καί νά προδώσει τήν έμπιστοσύνη της κατασπαταλώντας τήν περιουσία της κατά τό κέφι του». Άλλοι έφτασαν καί πιό μακριά: ύπαινίχθηκαν πώς αύτό τό τέρας έγωϊσμοϋ, έβρισκε, ό θεός ξέρει ποιά σαδιστική άπόλαυση, στό νά πηγαίνει τι γυναίκα του στους Απελεύθερους καί νά τή βλέπει νά διαβρώνεται καί νά διαφθείρεται υλικά καί ήθικά. Που βρίσκεται ή αλήθεια σέ όλα αύτά;
Σέ γενικές γραμμές, συμφωνώ μέ τήν άποψη τοϋ Μακαίυ. “Απειροι καί οι δυό στά οίκονομικά — καί κυρίως ο Στίρνερ πού ύπήρξε πάντα φτωχός -άφησαν κατά πάσα πιθανότητα νά τούς γλιστρήσουν τά λεφτά άπό τά χέρια. ’Αναμφίβολα, ή ευαίσθητη Μαρία Ντάνχαρτ δέν κατάλαβε τό μεγάλο στοχαστή πού τής ζήτησε νά γίνει σύντροφος στήν περιπλάνησή του. ’Αναμφίβολα έπίσης, δεν βρήκε σ’ αύτήν, τό φίλο πού περίμενε, αν καί ο Στίρνερ δέν ήταν αναίσθητος, ήταν μάλλον ρομαντικός. Λίγο καιρό μετά τό γάμο τους, ζούσαν περισσότερο σά συγκάτοικοι παρά σα σύζυγοι. Έφτασε κάποια στιγμή πού o χωρισμός ήταν αναπόφευκτος. Χώρισαν τό 1845.

O Στίρνερ, κάθε άλλο παρά τεμπέλης, συνέχισε νά γράφει. Ούτε οί οικογενειακές του στενοχώριες, ούτε έκεινες πού τοϋ έφερε ή έκδοση του «Μοναδικού» μπόρεσαν νά ελαττώσουν τήν πνευματική του γονιμότητα. Εκανε μιά μετάφραση, μέ δικά του σχόλια καί παρατηρήσεις, τών βασικών έργων τών Άνταμ Σμίθ καί Ζάν Μπατίστ Σαι πού έκδόθηκε στή Λειψία τό 1845 – 47, σέ όχτώ τόμους. Τό 1852 εμφανιζόταν στό Βερολίνο άλλο ένα βιβλίο του: «Ιστορία τής Άντιδράσεως», σέ δύο τόμους. Τό 1852, καί πάλι μιά μετάφραση μέ δικά του σχόλια, ένός φυλλαδίου τοϋ Σαί, «Κεφάλαιο καί Τόκος», τυπωμένη στό Αμβούργο.

Καί δέν άκούγεται πιά τίποτα γι’ αύτόν. Ό Μακαίυ μας τόν παρουσιάζει ταλαιπωρημένο άπό τή φτώχεια, νά περιπλανιέται έδώ κι έκεί αλλάζοντας συνεχώς σπίτια πού τά άνεκάλυψε όλα ό ακούραστος βιογράφος του. Δέν πήγαινε πια πουθενά, δέν έβλεπε κανέναν, άπέφευγε ταύς παλιούς του φίλους- Εβγαζε τή μέρα, όπως μπορούσε. Υπογραφόταν άκόμα δημοσιογράφος, καθηγητής, δόχτωρ φιλοσοφίας, ένώ στήν πραγματικότητα ήταν παραγγελιοδόχος. Τό 1853 πήγε δυό φορές στή φυλακή γιά χρέη. Τέλος, βρήκε κάποια ανακούφιση στό τελευταίο του σπίτι, ένα έπιπλωμένο δωμάτιο στήν παναιόν κάποιας κυρίας Βάις, πού έδειξε μεγάλη κατανόηση στόν νοικάρη της. Πέθανε στίς 25 Ιουνίου 1856, μετά άπό μόλυνση πού του προκάλεσε τό τσίμπημα μιας μυίγας. Η περιπλάνησή του είχε λήξει. Ήταν περίπου 50 Ετών. Λίγοι παρακολούθησαν τήν κηδεία του· μεταξύ αύτών, ήταν καί δύο «Απελεύθεροι» ό Μπροϋνο Μπάουερ κι ό Λούντβιχ Μποϋλ.

Οί τελευταίες έρευνες τού Μακαίυ, έδειξαν πώς τά δύο τελευταία χρόνια τής ζωής του συγγραφέα του «Μοναδικού» δέν ήταν βυθισμένα στή φτώχεια καί τή μοναξιά όπως νόμιζαν. Χάρη σέ μιά ασφάλεια ζωής τής μητέρας του, τής όποίας έπέζησε δυό χρόνια, κέρδισε τό 1854 ένα εκατομμύριο, που τοϋ έπέτρεπε νά καθησυχάσει τούς πιστωτές του καί νά περάσει χωρίς βάσανα τον λίγο καιρό πού τοϋ έμελλε άκόμα νά ζήσει.


Ό Στίρνερ δέν άναμίχθηκε μέ τό λαό όπως οί Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τολστόυ. Δέν άφησε έργο όγκώδες, όπως ό Προυντόν δέν είχι τή σοφία του Έλιζέ Ρεκλύ, τήν συνδυασμένη μ’ ευαγγελική αγαθότητα, ούτε είναι αριστοκράτης όπως ό Νίτσε, είναι ένας από μάς. Κάποιος πού ποτέ δέν εξασφαλίστηκε μέ μιά καλή και σίγουρη θέοη ή ένα σταθερό εισόδημα, πού ποτέ δέν γνώρισε τή δόξα πού συνοδεύει τούς διάσημους κατατρεγμένους, τούς μαχητικούς έπαναστάτες, τούς ιδρυτές σχολών.
Τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε κι άντί γιά τήν τιμή πού αποδίδει πάντα ή μπουρζουαζία -παρ’ όλη τή δράση τους- στούς μεγάλους επαναστάτες, σ’ αυτόν γύρισε περιφρονητικά τίς πλάτες, όπως κάνει πάντα γιά νά πνίξει τούς άστατους, αυτούς πού δέν χωράνε πουθενά καί δέν παρέχουν καμμιά έγγύηση.

Ε. Αρμάν: από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο Μοναδικός και τό Δικό του»

το πήραμε από ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου