mistik
 
Όποιος δεν πεθαίνει είναι θαμμένος ζωντανός.
Ο διάβολος είπε αυτό, πως κάθε μέρα που περνά
δίχως χορό είναι μια χαμένη μέρα.
Ο διάβολος είπε πως τα ζευγάρια έχουν δυο χέρια,
δυο πόδια, μια ψυχή. Είναι άγριοι βράχοι και τέρατα,
ο απαγορευμένος λυρισμός και ο ανέσπερος
χημικός ύπνος της Οξφόρδης. Ο διάβολος είπε
ζήστε το Φθινόπωρο στα λαγκάδια και το χειμώνα
χιόνι αγριόχορτα και φράχτες.
Λουλούδια λευκά
ματωμένα έγκατα κοριτσιού μαύρο φεγγάρι
χύσιμο στο σκοτάδι στη μαύρη αιωνιότητα λεκές
οι βολβοί των ματιών της, στ’ άγκιστρά της εγώ
είπε ο διάβολος, τα Μανεκέν ζεστά νεκροτομία
ξυρισμένα μουνάκια πλημύρα του αίματος
πλημύρα της αγάπης, ζεστά στη θειαφένια τους χάρη
θλιμμένα κουδούνια, φαλακρά, γυμνωμένα, μανεκέν
αποτρόπαια. Εγώ είπε ο διάβολος όταν πέφτω
στα πόδια της και τη γλείφω, όταν κανείς άλλος
μόνον εγώ είπε ο διάβολος, η Πατρίς μου τα νέα
κορίτσια στην παλιά Αραβία. Γυμνό που κατεβαίνει
μια σκάλα σε καμπίσιο κωλάδικο. Ατζέντες στηθόδεσμοι,
στο κλουβί της γυμνότητας κορίτσια εκκλησιές
αποφάγια και σκόνη. Κι είπε ο διάβολος πως
τίποτε πια δε μπορεί να πληγώσει το διάβολο
και πως είναι δώρο η ζωή που δε φοβάμαι
ν’ ανοίξω, κορίτσια που λαχταράμε το καλοκαίρι
και τα γλείφουμε σαν καλαμπόκια στον ύπνο μας
σαν δροσερά παγωτά και λευκά υποβρύχια.
Ωραίες κυρίες που μας μάτιασε ο ίσκιος τους
τα ινδιάνικα κόκκινα χείλη, οι ηλιόφλουδες
τα σαρκώδη πλοκάμια είπε ο διάβολος, μουσκεμένα
απ’ το σπόρο, τοπία υγρά, κοπανούν τους μηρούς
για να κάνουν αέρα κοριτσάκια βακχίδες και
παλιές ηδονές. Χώμα είπε ο διάβολος χώμα
μέσα στα σπίτια που ζήσαμε γυμνοί και μονάχοι
αιωνίως γυμνοί και μονάχοι


το διαβάσαμε στον Αδέσποτο Σκύλο