Δεν θυμάμαι πώς-γιατί-πότε βρέθηκα εκεί. Δεν έχει ίσως σημασία. Σημασία έχει ότι ήμουν εκεί. Παρατηρητής και συμμέτοχος.
Αχνοφώτιστη αίθουσα δικαστηρίου. Σε μια δίκη που είχε ίσως ξεκινήσει από τις απαρχές των γήινων πραγμάτων. Όμως πλέον οι δικαστές, οι φύλακες, οι δικηγόροι υπεράσπισης και οι κατήγοροι, κατηγορούμενοι, θύματα και κοινό είχαν απωλέσει τη σημασία των ορισμών. Και το θέμα που έχρηζε δίκης. Και είχαν όλοι συνειδητά συναινέσει στην ετυμηγορία μιας νηφάλιας ουδετερότητας. Και μίας στοχαστικής ανακωχής. Που φαινόταν σαν κάτι να γύρευε. Σα να'χε ανάγκη κάτι αιρετικό, κάτι λησμονημένο. Το οποίο απ'τη φύση του κινούνταν δονητικά, επικαλυπτικά και συμπληρωματικά. Που έτεινε κι επεκτεινόταν έως τις χώρες του Αγνώστου και μέσα σε αυτές και πέρα κι από αυτές. Κι αυτός ήτανε λόγος για την αποκήρυξή του συχνά και την επένδυσή του με φόβο. Φόβο του Αγνώστου.
Στο κέντρο της αίθουσας πήρε θέση ο μακρυμάλλης και γεμάτος σημάδια στο ημίγυμνο σώμα και ίσως ένας από τους κατηγορούμενους, μα τώρα με άνεση και ηρεμία σεβάσμιου δασκάλου. Κι άρχισε να ψέλνει κάτι σαν μια ακατάληπτη -τουλάχιστον για μένα- αφήγηση, που όμως όλοι φαίνονταν να απορροφούν έως τα κύτταρά τους. Κρατώντας με τα δάχτυλα των ποδιών του το ρυθμό σ'ένα ταμπούρλο. Μια και του έλειπαν και τα δυο χέρια, αυτό όμως δεν έμοιαζε να τον εμποδίζει και να τον ενοχλεί καθόλου. Και μια μικρούλα, που έμοιαζε με πριγκίπισσα των λουλουδιών, άρχισε να στροβιλίζει με το ουράνιο τραγούδι της τις στρεβλές αισθήσεις και να σκορπίζει μακριά όλες τις κορεσμένες και χαοτικές πληροφορίες.
Παντού αυτή η πλανεύτρα γοητευτική μελαγχολία στην αρχή, που ψέκαζε όμως με γλυκιά λήθη τον πόνο. Tον πόνο όλων των όντων. Για να μετουσιωθεί σιγά σιγά και τελείως φυσικά σε Έκσταση!
Και μετά το ξάφνιασμα της πρώτης ταραχής, έμεινα να κοιτώ σαν σε όνειρο πετρωμένος τον Βράχμα..να κοιμάται αιωρούμενος πάνω απ'τα κεφάλια μας, μ'ένα παράξενο μειδίασμα. Ένα συμφιλιωτικό μειδίασμα σκέφτηκα, καθώς αντίκρισα ακριβώς από κάτω του τον Βισνού και τον Σίβα. Πότε μεταξύ τους έντονα να λογομαχούν και πότε, αγκαλιασμένοι σαν αδελφοποιτοί, για το άπειρο εφήμερο των κόσμων να λογομαχούν.
Κι εγώ έγειρα δακρυσμένος στα γόνατα, ικετεύοντας για λίγη διάρκεια ακόμη. Επρόκειτο για ονειρική; Αλλά πότε ονειρευόμαστε και πότε είμαστε στ'αλήθεια ξύπνιοι;
Η φωνή μες στο κεφάλι μου ηχούσε αυστηρά. Γιατί όφειλα να επιστρέψω και πάλι στης άλλης πλευράς τις σκιές. Και να συνεχίσω την περιπλάνησή μου. Αλλά με μόνη μου πραγματική ιδιοκτησία δύο μόνο αποσκευές:
Τη συμπόνια και το δέος!
Ο Ένοικος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου