Ἦταν σὰν ὓπνος ποὺ τὸν στοίχειωσαν
ὂνειρα κακά
Θύμησες ποὺ κοχλάζουν
ὑποχθόνια
καὶ κάνουν τὴν ἀνάσα νὰ ξεφυσαίνῃ
σφυριχτά
Θυμήσου! Ἒκραζε ἡ ἐκδίκηση…
καὶ τοῦ παρέσερνε τὸ νοῦ
μιὰ δίψα χαλασμοῦ
Κι ἒνιωθε τὴν ἀνασεμιὰ τῆς νύχτας
μολυσμένη
Κι αὐτὸ τὸ ἀσίγαστο
ποὺ φούσκωνε μέσα του
τὸ ὀνόμασε… ἂδικο
ὂνειρα κακά
Θύμησες ποὺ κοχλάζουν
ὑποχθόνια
καὶ κάνουν τὴν ἀνάσα νὰ ξεφυσαίνῃ
σφυριχτά
Θυμήσου! Ἒκραζε ἡ ἐκδίκηση…
καὶ τοῦ παρέσερνε τὸ νοῦ
μιὰ δίψα χαλασμοῦ
Κι ἒνιωθε τὴν ἀνασεμιὰ τῆς νύχτας
μολυσμένη
Κι αὐτὸ τὸ ἀσίγαστο
ποὺ φούσκωνε μέσα του
τὸ ὀνόμασε… ἂδικο
Ἂδικη ζωή
Ἂδικη πατρίδα
Ἂδικος κόσμος…
Μὰ δίκαιος ἀγῶνας
ὁ ἀγῶνας τῆς τιμῆς καὶ τῆς λευτεριᾶς
Καὶ παίρνει τὸ μάτι
αὐτὴν τὴν παλαβὴ λάμψη
Καὶ τὸ χαλκωμένο
ἀπὸ τὸν ἣλιο μέτωπο
ραγίζει ἀπὸ τὶς σκέψεις
καὶ τὰ ὂνειρα
ποὺ ἀγκαλιασμένα μὲ τὸν πόλεμο
ἀπόκαμαν πρὶν τὴν ἐκπλήρωσή τους.
Κι ἀναπολεῖ τὴν νιότη του
Τότε ποὺ ἒπλαθε τὴν τύχη
μὲ τὰ ἲδια του τὰ χέρια
Τότε ποὺ ρώταγε τὸν θάνατο
ἂν φοβᾶται τὴ ζωή
Κι ἦταν ψυχόρμητη
ἡ ἀντίδραση αὐτή
στὴν καταχνιὰ τοῦ κουρνιαχτοῦ
τῆς μάχης
Τότε ποὺ νόμιζε
πὼς εἶχε κάμει συμφωνία
μὲ τὸ θάνατο
Τότε ποὺ ἒτρεμε ἡ γῆς
καὶ ὁ ἀέρας παλλόταν
ἀπ`τὰ ἀτσάλια ποὺ βροντοῦσαν
Καὶ ἡ ματιὰ γοργὴ
ἒκοβε τὸν κίνδυνο.
Ὃσοι δὲν ἀπόμειναν κεραυνωμένοι
κεῖνες τὶς ἐποχές τὶς δύσκολες
κρῦψαν τὴν ἀγριεμένη λάμψη
βαθιὰ στὴν κόρη τοῦ ματιοῦ
κι ἒδωσαν στὸ πρόσωπο
ἀταραξία μαρμάρινη…
”Λειψὴ ἡ ζωὴ παιδάκι μου
στὰ χρόνια τὰ δικά μας
Κεῖνα τὰ χρόνια τοῦ χαμοῦ
τῆς ἂφθαρτης γενιᾶς μας…”
Καὶ σὰν ἀκούμπησα τὸ χέρι του
ποὺ ξαπόσταινε στὰ γόνατά του
ἒνιωσα ὃλο τὸ θρῆνο
ποὺ κατοικοῦσε μέσα του… Χλόη, 12/3/2009
***
Χλόη
ἀπὸ ἔκφραση καὶ τέχνη
Ἂδικη πατρίδα
Ἂδικος κόσμος…
Μὰ δίκαιος ἀγῶνας
ὁ ἀγῶνας τῆς τιμῆς καὶ τῆς λευτεριᾶς
Καὶ παίρνει τὸ μάτι
αὐτὴν τὴν παλαβὴ λάμψη
Καὶ τὸ χαλκωμένο
ἀπὸ τὸν ἣλιο μέτωπο
ραγίζει ἀπὸ τὶς σκέψεις
καὶ τὰ ὂνειρα
ποὺ ἀγκαλιασμένα μὲ τὸν πόλεμο
ἀπόκαμαν πρὶν τὴν ἐκπλήρωσή τους.
Κι ἀναπολεῖ τὴν νιότη του
Τότε ποὺ ἒπλαθε τὴν τύχη
μὲ τὰ ἲδια του τὰ χέρια
Τότε ποὺ ρώταγε τὸν θάνατο
ἂν φοβᾶται τὴ ζωή
Κι ἦταν ψυχόρμητη
ἡ ἀντίδραση αὐτή
στὴν καταχνιὰ τοῦ κουρνιαχτοῦ
τῆς μάχης
Τότε ποὺ νόμιζε
πὼς εἶχε κάμει συμφωνία
μὲ τὸ θάνατο
Τότε ποὺ ἒτρεμε ἡ γῆς
καὶ ὁ ἀέρας παλλόταν
ἀπ`τὰ ἀτσάλια ποὺ βροντοῦσαν
Καὶ ἡ ματιὰ γοργὴ
ἒκοβε τὸν κίνδυνο.
Ὃσοι δὲν ἀπόμειναν κεραυνωμένοι
κεῖνες τὶς ἐποχές τὶς δύσκολες
κρῦψαν τὴν ἀγριεμένη λάμψη
βαθιὰ στὴν κόρη τοῦ ματιοῦ
κι ἒδωσαν στὸ πρόσωπο
ἀταραξία μαρμάρινη…
”Λειψὴ ἡ ζωὴ παιδάκι μου
στὰ χρόνια τὰ δικά μας
Κεῖνα τὰ χρόνια τοῦ χαμοῦ
τῆς ἂφθαρτης γενιᾶς μας…”
Καὶ σὰν ἀκούμπησα τὸ χέρι του
ποὺ ξαπόσταινε στὰ γόνατά του
ἒνιωσα ὃλο τὸ θρῆνο
ποὺ κατοικοῦσε μέσα του… Χλόη, 12/3/2009
***
Χλόη
ἀπὸ ἔκφραση καὶ τέχνη
To διαβάσαμε στην Υπόγεια Τάξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου