παραμύθι για μεγάλους
[maryman]
[maryman]
Γκρι άτομο χωρίς πρόσωπο. Γκρι άτομα χωρίς πρόσωπα συνθέτουν τη ζωή τους έχοντας στο χέρι πλαστικό και μέσα την υγρή μιζέρια τους. Πετούν το υγρό στο έδαφος και ξεφυτρώνουν μεταλλαγμένα κτήρια. Μπάζα, μπετόν, κολώνες, σιδερόβεργες, δωμάτια-κλουβιά, ασανσέρ- κινούμενα κλουβιά σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τζαμαρίες με περιορισμένη θέα. Ενέργεια, χρήμα, χρόνος. Το άτομο χωρίς πρόσωπο σπαταλάει όλα του τα μέσα. Βλέπει τα κτίρια να μεγαλώνουν, να τον ξεπερνούν και νιώθει με τη σειρά του να ξεπερνά τον εαυτό του. Κτίρια ψηλά κρύβουν τον ήλιο, τον νίκησε. Φώτα και επιγραφές νέον δίνουν την αίσθηση της μέρας, διέλυσε το σκότος. Έντονα χρώματα παντού, ξεπέρασε τη φύση. Όλα κινούνται σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Φανάρια αλλάζουν χρώματα,
πράσινο-πορτοκαλί-κόκκινο, τα αυτοκίνητα κινούνται σαν σε χορογραφία. Όλα είναι κανονικά, συνετά, χωρίς αποκλίσεις. Λίγο πίσω από το κινέζικο εστιατόριο και ανάμεσα στην τράπεζα, βρίσκεται ένας περιορισμένος χώρος πρασίνου που ξέφυγε από τα σχέδια της πόλης. Εκεί φύτρωσε μια μωβ μάζα απροσδιόριστου σχήματος αποτελούμενη από απόβλητα. Εγκλωβισμένο μέσα σε αυτή ένα μικρό κορίτσι. Το ένα της πόδι πατά στο έδαφος και το άλλο αναποφασιστικά στη μωβ μάζα. Με το χέρι στο στόμα κοιτά στην πλευρά του δρόμου. Βαδίσματα ανθρώπων, μηχανές αυτοκινήτων, κόρνες. Απορεί. Το ρολόι της πόλης χτυπά. Το κορίτσι βυθίζεται στη σκέψη του. Την ημέρα της ανεξαρτησίας της πόλης, όταν τα κτίρια θα είναι στολισμένα και τα άτομα χωρίς πρόσωπο θα φορούν τα γιορτινά τους, καταστρέφονται όλοι και όλα. Καίγονται. Καίγονται μέσα στην ίδια τους την υγρή μιζέρια. Ο σπαταλημένος χρόνος πυρπολεί τα τσιμεντένια κλουβιά τους. Τα άτομα χωρίς πρόσωπο ψάχνουν στο δρόμο τα απομεινάρια της ζωής τους, μονάχα για ν’ αντιληφθούν πως η ζωή τους τώρα ξεκινά.
το δανειστήκαμε από το φανζίν chimeres
{ Και από εμάς: Καθώς η πόλη κοιμάται τη νύχτα.. + Φόβος...φόβος...φόβος... + Μία εκστατική επιθυμία... και: Η αφήγηση του παγκοσμιοποιημένου "παραμυθιού" μας πρέπει να λάβει τέλος, έτσι όπως την κατάντησαν!(Το σπιτάκι των εφτά νάνων να έχει παρθεί από κάποια τράπεζα της παμφάγας παραμυθοχώρας, λόγω χρεών κι εκείνοι να έχουν καταντήσει άστεγοι, μπεκρήδες και επαίτες. Η δε Χιονάτη να βρίσκεται σε κώμα σχεδόν, γριά και παρατημένη σε κάποιο άθλιο ίδρυμα, και ο πρίγκιπας, πριν καν τη γνωρίσει, είχε ήδη γίνει διευθυντής σε τράπεζα που ανήκε στον πατέρα του και πήρε το σπίτι των νάνων. Όσο για τη μάγισσα, αυτή συνεταιρίστηκε με τον πατέρα του πρίγκιπα και πίνουν μαζί το αίμα των υπηκόων του βασιλείου.) }
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου