"Η έρευνα αυτή για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας και αποτελεί
σημαντικότατο σταθμό στην ιστορία και το ρόλο του μεγάλου μας λογοτέχνη
Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο πολλοί θεωρούν πανάξιο τέκνο της παγκόσμιας
λογοτεχνίας, από τα μεγαλύτερα που η ελληνική γλώσσα είχε αναδείξει."
Η Σταύρωση του
της Ελένης Κατσουλάκη
1965 Καθισμένη στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού στα Χανιά, αγνάντευα από μακριά την γαλάζια καπριτσιόζα θάλασσα ξαπλωμένη νωχελικά στα πόδια του βουνού φλερτάροντας ξεδιάντροπα με τις χρυσές ανταύγειες του ντροπαλού, ξανθού ήλιου. Δροσερό αεράκι φυσούσε κι αγκάλιαζε με τρυφεράδα τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες και τους μουσκεμένους στον ιδρώτα χαμάληδες που πηγαινοερχόταν στο ενετικό μουράγιο φορτωμένοι με βαριά λιγδωμένα καφάσια από ψάρια και δίχτυα.
Ο νους μου, ανυπότακτος αντάρτης, περιπλανιόταν σε μακρινά ανερεύνητα ακρογιάλια κι η καρδιά μου φουρτούνιαζε. Στην ποδιά μου κρατούσα δυο βιβλία: Τον καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο πειρασμό. Σαν διψασμένος ορειβάτης ρουφούσα με δονκιχωτική λαχτάρα τις πυρωμένες λέξεις του Καζαντζάκη και ανατρίχιαζα σαν έμπαινα στα στήθια του φουρτουνιασμένου Κρητικού που πάλευε να λευτερωθεί από την σκλαβιά του βάρβαρου Σουλτάνου.
Ξαφνικά, η αυστηρή μορφή ενός καλόγερου του Άγιου Όρους ξεπετάχτηκε σαν φάντασμα εμπρός μου. Ήταν ένας ψηλόλιγνος, μουσάτος κληρικός με αετίσια ρασπούτικα μάτια που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Πάντα ταξίδευε σ’ όλους τους ελληνικούς ορίζοντες πουλώντας θαυματουργό χώμα από τα Ιεροσόλυμα παρμένο μέσα από τον τάφο του Χριστού για φυλακτά και θεϊκά γιατροσόφια.
Μονομιάς άρπαξα τα βιβλία και τα ‘χωσα κάτω από τα ρούχα μου. Σίμωσε κοντά σουφρώνοντας τα παχιά του φρύδια και με μια γρήγορη κίνηση τα παίρνει στα χέρια του. Οι φλέβες στα μηλίγγια του φούσκωσαν και ανατινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι.
- Ντροπή σου αμαρτωλή να διαβάζεις τα βρωμερά τούτα βιβλία του βλάστημου αντίχριστου Κρητικού που ρεζίλεψε τους ηρωικούς αγώνες της Κρήτης και μασκάρεψε τα ιερά και όσια της εκκλησιάς μας. Αφορεσμένος νάναι σε όλους τους αιώνες αμήν.
- Μα ο Χριστιανισμός κηρύσσει αγάπη, τόλμησα να διαμαρτυρηθώ. Ο Καζαντζάκης πόνεσε την αλυσοδεμένη ψυχή της έρημης Κρήτης και αγάπησε τον Χριστό.
Ο μοναχός χλιμίντρησε σαν αγριομούλαρο. Έφτυσε καταγής φουρτουνιασμένος. Αφρισμένα σάλια τρέχανε από το στόμα του. Βράχνιασε η φωνή του.
- Ο διάολος να μπει μέσα σου. Σ’ εσένα και σ’ αυτόν τον τσαρλατάνο που σε ξεμυάλισε. Διάολε στην κοκάλα του. Ποτέ να μην λιώσουνε, Αμήν!
Έφυγε τρομαγμένος σαν λιποτάχτης πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά για να γλιτώσει από την λέπρα της τυπωμένης απαγορευμένης σκέψης του Σατανά.
Αργότερα έμαθα από τον πατέρα μου πως ο αγιασμένος τούτος καλόγερος είχε σκοτώσει για περιουσιακά ένα νέο παλικάρι σε κάποιο χωριό στο Ρέθυμνο και πήγε στο Άγιο Όρος να γλιτώσει τη δικαστική τιμωρία. Μια μέρα ο πιστός μοναχός αποπλάνησε τον αγαθό θεοφοβούμενο δεκαοχτάχρονο μαθητή που έμενε στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού μας και τον παρέσυρε κρυφά στο Άγιο Όρος. Η αστυνομία τον βρήκε μετά από καμπόσους μήνες και τον γύρισε πίσω στο χωριό του. Η εκκλησία και η τοπική αστυνομία μας έστειλε προφορικό ραβασάκι να σφραγίσουμε το στόμα μας. Εγώ που είχα τον καλόγερο στην μπούκα του τουφεκιού και δεν έχαβα τα ευλογημένα γιατροσόφια του και τα παραμύθια του, το ‘κανα κουδούνια σε όλους τους μαχαλάδες και κοντογειτονιές.
Μια μέρα η απλοϊκή μάνα μου που λάτρευε τυφλά τον Χριστό και σταυροκοπιόταν με δέηση σαν θωρούσε εκκλησιά η παπά, μου ‘σκασε το μυστικό.
- Αχ κοπελιά μου, χάλασε ο κόσμος. Σύντομα θα ‘ρθει η Δευτέρα παρουσία!
- Ίντα έγινε μάνα, την ρωτώ με μια σταλιά ειρωνείας. Εγώ δε φοβούμαι. Έχω κλείσει θέση στον παράδεισο!
Η Σταύρωση του
της Ελένης Κατσουλάκη
1965 Καθισμένη στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού στα Χανιά, αγνάντευα από μακριά την γαλάζια καπριτσιόζα θάλασσα ξαπλωμένη νωχελικά στα πόδια του βουνού φλερτάροντας ξεδιάντροπα με τις χρυσές ανταύγειες του ντροπαλού, ξανθού ήλιου. Δροσερό αεράκι φυσούσε κι αγκάλιαζε με τρυφεράδα τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες και τους μουσκεμένους στον ιδρώτα χαμάληδες που πηγαινοερχόταν στο ενετικό μουράγιο φορτωμένοι με βαριά λιγδωμένα καφάσια από ψάρια και δίχτυα.
Ο νους μου, ανυπότακτος αντάρτης, περιπλανιόταν σε μακρινά ανερεύνητα ακρογιάλια κι η καρδιά μου φουρτούνιαζε. Στην ποδιά μου κρατούσα δυο βιβλία: Τον καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο πειρασμό. Σαν διψασμένος ορειβάτης ρουφούσα με δονκιχωτική λαχτάρα τις πυρωμένες λέξεις του Καζαντζάκη και ανατρίχιαζα σαν έμπαινα στα στήθια του φουρτουνιασμένου Κρητικού που πάλευε να λευτερωθεί από την σκλαβιά του βάρβαρου Σουλτάνου.
Ξαφνικά, η αυστηρή μορφή ενός καλόγερου του Άγιου Όρους ξεπετάχτηκε σαν φάντασμα εμπρός μου. Ήταν ένας ψηλόλιγνος, μουσάτος κληρικός με αετίσια ρασπούτικα μάτια που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Πάντα ταξίδευε σ’ όλους τους ελληνικούς ορίζοντες πουλώντας θαυματουργό χώμα από τα Ιεροσόλυμα παρμένο μέσα από τον τάφο του Χριστού για φυλακτά και θεϊκά γιατροσόφια.
Μονομιάς άρπαξα τα βιβλία και τα ‘χωσα κάτω από τα ρούχα μου. Σίμωσε κοντά σουφρώνοντας τα παχιά του φρύδια και με μια γρήγορη κίνηση τα παίρνει στα χέρια του. Οι φλέβες στα μηλίγγια του φούσκωσαν και ανατινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι.
- Ντροπή σου αμαρτωλή να διαβάζεις τα βρωμερά τούτα βιβλία του βλάστημου αντίχριστου Κρητικού που ρεζίλεψε τους ηρωικούς αγώνες της Κρήτης και μασκάρεψε τα ιερά και όσια της εκκλησιάς μας. Αφορεσμένος νάναι σε όλους τους αιώνες αμήν.
- Μα ο Χριστιανισμός κηρύσσει αγάπη, τόλμησα να διαμαρτυρηθώ. Ο Καζαντζάκης πόνεσε την αλυσοδεμένη ψυχή της έρημης Κρήτης και αγάπησε τον Χριστό.
Ο μοναχός χλιμίντρησε σαν αγριομούλαρο. Έφτυσε καταγής φουρτουνιασμένος. Αφρισμένα σάλια τρέχανε από το στόμα του. Βράχνιασε η φωνή του.
- Ο διάολος να μπει μέσα σου. Σ’ εσένα και σ’ αυτόν τον τσαρλατάνο που σε ξεμυάλισε. Διάολε στην κοκάλα του. Ποτέ να μην λιώσουνε, Αμήν!
Έφυγε τρομαγμένος σαν λιποτάχτης πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά για να γλιτώσει από την λέπρα της τυπωμένης απαγορευμένης σκέψης του Σατανά.
Αργότερα έμαθα από τον πατέρα μου πως ο αγιασμένος τούτος καλόγερος είχε σκοτώσει για περιουσιακά ένα νέο παλικάρι σε κάποιο χωριό στο Ρέθυμνο και πήγε στο Άγιο Όρος να γλιτώσει τη δικαστική τιμωρία. Μια μέρα ο πιστός μοναχός αποπλάνησε τον αγαθό θεοφοβούμενο δεκαοχτάχρονο μαθητή που έμενε στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού μας και τον παρέσυρε κρυφά στο Άγιο Όρος. Η αστυνομία τον βρήκε μετά από καμπόσους μήνες και τον γύρισε πίσω στο χωριό του. Η εκκλησία και η τοπική αστυνομία μας έστειλε προφορικό ραβασάκι να σφραγίσουμε το στόμα μας. Εγώ που είχα τον καλόγερο στην μπούκα του τουφεκιού και δεν έχαβα τα ευλογημένα γιατροσόφια του και τα παραμύθια του, το ‘κανα κουδούνια σε όλους τους μαχαλάδες και κοντογειτονιές.
Μια μέρα η απλοϊκή μάνα μου που λάτρευε τυφλά τον Χριστό και σταυροκοπιόταν με δέηση σαν θωρούσε εκκλησιά η παπά, μου ‘σκασε το μυστικό.
- Αχ κοπελιά μου, χάλασε ο κόσμος. Σύντομα θα ‘ρθει η Δευτέρα παρουσία!
- Ίντα έγινε μάνα, την ρωτώ με μια σταλιά ειρωνείας. Εγώ δε φοβούμαι. Έχω κλείσει θέση στον παράδεισο!