Σελίδες

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

" ΑΠΟΔΡΑΣΤΕ! "

Εν είδει εισαγωγής στο παρακάτω κείμενο κάτι που αποτελεί απόσπασμα από κάποιους στοχασμούς του Ένοικου:
" Είμαστε κλεισμένοι, λοιπόν, μέσα στο κλουβί μας, το οποίο γίνεται και νοσηρά οικείο!
Κάποτε να έχουμε τις στιγμές διαύγειάς μας, αλλά κυρίως να γέρνουμε μαραμένοι, κουρασμένοι, απογοητευμένοι.
Κάποτε να νιώθουμε αποφασισμένοι να τα βάλουμε με όλους κι όλα, ακόμα και με τα "εγώ" μας αν έχουμε ανοίξει λίγο περισσότερο την αντίληψή μας. Κυρίως όμως να καθηλωνόμαστε αναποφάσιστοι, μπερδεμένοι, σκορπισμένοι ψυχικά και ξανά απογοητευμένοι.
Ωστόσο, έχουμε την αίσθηση ότι κάπου-κάποτε, σε ανύποπτη ίσως στιγμή, σαν να αντικρίσαμε ένα ζεστό φως να διαπερνάει άπλετο τα κάγκελά μας. Λούζοντάς μας με κατανόηση, έστω και προσωρινά, έστω κι αν το λησμονήσουμε μετά από λίγο.
Το πιο αστείο, σε επίπεδο τρόμου, είναι η διαπίστωση πως τελικά οι κλειδοκράτορες φαίνεται να είμαστε εμείς. Οι ίδιοι εμείς! Φοβόμαστε τόσο να μας ανοίξουμε λοιπόν; Τρέμουμε στην ιδέα μιας δυνατής απόδρασης από την οικεία φυλακή και στο άγνωστο που ανοίγεται μπροστά μας άβολα, για τις κουρδισμένες εντυπώσεις και συνήθειές μας; Αλλά, συνάμα, ριγούμε στη λάμψη της νεογέννητης παρόρμησης!
  Τι σημαίνει αυτό για εμάς; Τι μας ξεφεύγει; Τι λείπει; "


  ΑΠΟΔΡΑΣΤΕ!



Δεν αντέχαμε άλλο. Σκέφτηκα να αποδράσουμε όσο πιο μακριά γίνεται από την μικρή, μέτρια, προβλέψιμη κι απογοητευτική ζωή μας.
Ξεκινήσαμε.
Κλειδώσαμε πίσω μας την πόρτα. Το φως του διαδρόμου ήταν καμένο.
Μπήκαμε γρήγορα στον θαλαμίσκο, πατήσαμε το κουμπί για το Ισόγειο, αρχίσαμε την κάθοδο, κατέβηκε μερικούς ορόφους, αλλά τελικά κλειστήκαμε στο ασανσέρ.
Το κουμπί του κώδωνα κινδύνου ήταν χαλασμένο. Αρχίσαμε να κλωτσάμε την πόρτα και να φωνάζουμε. Δεν μας άκουγε κανείς.
Πολλές ώρες πέρασαν...
Συνεχίσαμε να κλωτσάμε και να φωνάζουμε. Πιστέψαμε ότι θα μέναμε για πάντα κλεισμένοι.
Ξαφνικά, ακούσαμε από έξω την φωνή του διαχειριστή.
«Γιατί φωνάζετε; Τι κάνετε εκεί μέσα;»
«Έχουμε κλειστεί στο ασανσέρ!»
«Πού πηγαίνατε;»
«Τί σημασία έχει; Έχουμε κλειστεί στο ασανσέρ! Κάντε κάτι!»
«Μήπως προσπαθούσατε να αποδράσετε;…»
«Όχι, όχι. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από τη ζωή μας…»
«Δεν ακούγεστε και πολύ ευχαριστημένοι…»
«Είναι γιατί έχουμε κλειστεί στο ασανσέρ!»
«Και…πού πηγαίνατε;…»
«Είναι πολύ απλό. Θέλαμε να βγούμε έξω από την πολυκατοικία…»
«Και γιατί δεν πήγατε από τις σκάλες;»
«Για να βγούμε πιο γρήγορα από την πολυκατοικία!»
«Γιατί; Έχετε κάποιο άγχος; Σας προβληματίζει κάτι;»
«Μας προβληματίζει το ότι είμαστε κλεισμένοι στο ασανσέρ…»
«Εμένα μου φαίνεται ότι θέλατε να αποδράσετε…»
«….»
«Θέλατε να αποδράσετε, ομολογήστε το αμέσως!»
«Μα…εμείς…»
«Αφήστε αυτά! Θέλατε να αποδράσετε!»
«Ίσως….ναι…μας πέρασε από το μυαλό…αλλά…»
«Δεν έχει αλλά… Θέλατε να αποδράσετε και να πάτε που;…»
«Ξέρετε…εμείς…σκεφτόμασταν….είπαμε απλά να φύγουμε όσο πιο μακριά γίνεται…»
«Πόσο μακριά γίνεται, νομίζετε; Ούτε έξω από το ασανσέρ δεν μπορείτε να βγείτε…»
«Θα βγούμε μόλις αποφασίσετε να μας απεγκλωβίσετε…»
«Και τι σας κάνει να νομίζετε ότι θα σας απεγκλωβίσω εγώ;….»
«Μα, είστε ο διαχειριστής. Κι εμείς έχουμε κλειστεί και…»
«Και ποιος σας είπε ότι η δουλειά του διαχειριστή είναι να απεγκλωβίζει τους επίδοξους δραπέτες;…»
«Δεν μπορείτε να μας κρατάτε εγκλωβισμένους εδώ πέρα…»
«Μπορώ. Χρειάζεστε διαχείριση…»
«Δεν είστε διαχειριστής για να διαχειρίζεστε εμάς, αλλά για να διαχειρίζεστε την πολυκατοικία, και το ασανσέρ είναι μέρος της πολυκατοικίας και…»
«Και εσείς είστε μέρος της πολυκατοικίας. Τί σημαίνει πολυκατοικία; Το λέει η λέξη. Εκεί που κατοικούν πολλοί. Αν φύγουν οι κάτοικοι τότε δεν θα μπορεί να υπάρχει διαχείριση της πολυκατοικίας, διότι δεν θα υπάρχει πολυκατοικία. Λογικό δεν είναι;…»
«Ναι, ίσως. Αλλά εμείς δεν είμαστε πολλοί. Αν φύγουμε εμείς δεν θα αδειάσει η πολυκατοικία. Θα έχετε όλους τους άλλους! Βγάλτε μας από δω και αφήστε μας να φύγουμε! Σας παρακαλούμε πολύ! Τι πράγματα είναι αυτά;…»
«Όχι, δεν είναι έτσι. Αν αποδράσετε εσείς, δίνετε το κακό παράδειγμα, θα σας ακολουθήσουν κι άλλοι, κι έπειτα κι άλλοι. Ώσπου στο τέλος θα αποδράσουν όλοι…»
«Μα, κανένας άλλος δεν θέλει να αποδράσει! Μόνο εμείς. Ελάτε τώρα…»
«Εσείς το λέτε αυτό. Η αλήθεια είναι ότι δημιουργείτε προηγούμενο…»
«Μα δεν έχει δημιουργηθεί κανένα προηγούμενο. Είμαστε κλεισμένοι στο ασανσέρ. Αλλά αν μας…»
«Α, με καταλαβαίνετε επιτέλους βλέπω… Αν σας απεγκλωβίσω τώρα θα δημιουργηθεί προηγούμενο…»
«…»
«Και πού θέλατε να πάτε; Δεν μου είπατε…»
«Οπουδήποτε. Αρκεί να είναι πολύ μακριά από εδώ…»
«Μα, εδώ είναι τόσο καλά. Γιατί να φύγετε;…»
«Όχι, δεν είναι καθόλου καλά, είναι κακάσχημα. Οπότε αν αποδράσουμε οπουδήποτε αλλού θα είναι πολύ καλύτερα από εδώ…»
«Και πώς το ξέρετε αυτό; Έχετε αποδράσει ξανά;…»
«Μα, είναι τόσο άσχημα εδώ, που χειρότερα δεν γίνεται. Οπουδήποτε θα είναι σίγουρα καλύτερα…»
«Σας ρώτησα αν έχετε αποδράσει ξανά…»
«Ε…να…όχι ακριβώς. Αλλά έχουμε ανεβεί στην ταράτσα και έχουμε ατενίσει τους ανοιχτούς ορίζοντες. Υπάρχουν τόσα μέρη, τόσες πιθανότητες, τόσα… Και έχουμε φανταστεί μια καλύτερη ζωή από αυτήν τη μετριότητα στην οποία ζούμε…»
«Α, ώστε εσείς είσαστε αυτοί που αφήνετε συνέχεια ανοιχτή την πόρτα της ταράτσας! Και ανεβαίνει κι άλλος κόσμος εκεί πάνω. Είδατε που αν κάνετε την αρχή σας ακολουθούν; Αλλά τώρα πια την πόρτα της ταράτσας την έχω κλειδωμένη…»
«Ω, εσείς λοιπόν έχετε κλειδώσει την ταράτσα!...»
«Μα, είμαι ο διαχειριστής! Δεν θα κάνει ο καθένας ό,τι του κατέβει εδώ μέσα…»
«Ξέρετε…δεν μπορούμε άραγε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας αφότου μας απεγκλωβίσετε από το ασανσέρ; Μας έχει πιάσει κλειστοφοβία εδώ μέσα…»
«Δεν πιάνουν αυτές οι πονηριές σε μένα… Αν σας βγάλω από εκεί δεν θα καθίσετε να συζητήσετε τίποτε, θα αποδράσετε…»
«Όχι, όχι… Θα το συζητήσουμε όσο θέλετε. Και…πού ξέρετε; Μπορεί στο τέλος να αποδράσετε κι εσείς μαζί μας…»
«Να αποδράσω; Εγώ; Και ποιος θα είναι μετά διαχειριστής εδώ;…»
«Κανένας…»
«Κανένας; Και ποιος θα φροντίζει για την τάξη εδώ πέρα;…»
«Τέλος πάντων! Θα μπει κάποιος άλλος διαχειριστής! Ελάτε τώρα, ας…»
«Άλλος διαχειριστής;;; Δεν υπάρχει καλύτερος διαχειριστής από μένα! Εσείς μπορεί να είστε απογοητευμένοι από την ζωή μας εδώ, αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου. Να μην το ξαναπείτε αυτό. Να μη μας ακούσει και κανένας…»
«Ναι….ναι…εντάξει, είστε ο καλύτερος και θα είστε για πάντα ο διαχειριστής. Κι αφού είστε τόσο καλός, δεν κάνετε κάτι για να μας βγάλετε από το ασανσέρ; Σας παρακαλούμε πολύ, με ταπεινότητα…»
«Αν σας βγάλω από εκεί, θα πρέπει πρώτα να καλέσω την ασφάλεια του κτιρίου. Δεν μπορεί να μπαινοβγαίνει όποιος θέλει εδώ μέσα…»
«Μα εμείς είμαστε κάτοικοι του κτιρίου, δεν είμαστε τίποτε παρείσακτοι. Και, άλλωστε, δεν θέλουμε να μπούμε μέσα, θέλουμε να βγούμε έξω… Ελάτε τώρα…»
«Εγώ θα καλέσω την ασφάλεια της οικοδομής για το καλό σας. Για να σας προστατέψω από αυτούς που θέλουν να μπουν και…»
«Ας μπει όποιος θέλει, δε μας νοιάζει. Εμείς να βγούμε θέλουμε, και…»
«Δεν σας βγάζω για να βγείτε. Αν θέλετε να σας βγάλω για να μπείτε, τότε να το συζητήσουμε…»
«Εντάξει, αυτό είναι…βγάλτε μας για να μπούμε. Δεν μπορούμε να μπούμε όταν είμαστε κλεισμένοι εδώ μέσα…»
«Μα, εσείς δεν μου είπατε ότι φεύγατε;…»
«Ναι…δεν φεύγαμε…ερχόμασταν…εννοούσαμε ότι φεύγαμε προς τα μέσα…»
«Μπερδεύτηκα τώρα! Ε…λοιπόν…χμ…Εντάξει τότε….θα σας βγάλω έξω για να μπορέσετε να μπείτε μέσα…»
Έπειτα από λίγο το ασανσέρ άρχισε επιτέλους να κινείται, αλλά…πήγαινε προς τα πάνω. Όταν έφτασε πίσω στον όροφο και σταμάτησε, πατήσαμε το κουμπί για να κατεβούμε κάτω αλλά το ασανσέρ δεν λειτουργούσε πια.
Βγήκαμε έξω, πίσω στον διάδρομο. Μερικοί από τους ενοίκους είχαν μισανοίξει τις πόρτες τους και μας κοιτούσαν απορημένοι για τη φασαρία. Κοιτάξαμε την σκάλα. Βυθιζόταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και τα σκαλοπάτια ήταν πάρα πολλά. Μακριά από κάτω μας ακούσαμε τις φωνές των υπαλλήλων της ασφάλειας της οικοδομής και του διαχειριστή.
Ξεκλειδώσαμε την πόρτα του σπιτιού και γυρίσαμε πίσω στη μικρή, μέτρια, προβλέψιμη και απογοητευτική ζωή μας.
Τι γκαντεμιά ήταν αυτή! Δεν είχαμε καταφέρει να αποδράσουμε.
Σκεφτήκαμε αυτά που μας έλεγε ο διαχειριστής για την πολυκατοικία. Εμένα μου ήρθε μια ιδέα: Αν μπορούσαμε να παρακινήσουμε όλους τους άλλους συνανθρώπους μας να αποδράσουμε όλοι μαζί, κανείς δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει, ούτε ο διαχειριστής ούτε κανένας.
Στην χειρότερη περίπτωση θα δημιουργούταν ένας καλός αντιπερισπασμός και θα μπορούσαμε εμείς να αποδράσουμε πάνω στην αναταραχή.
Αποφασίσαμε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε. Πήραμε ένα μεγάλο μαρκαδόρο, πήγαμε κρυφά στο ασανσέρ και γράψαμε με μεγάλα γράμματα:
«Αποδράστε!»

Κάθε πρωί ο διαχειριστής πηγαίνει και το σβήνει με διαλυτικό. Αλλά κάθε φορά που νυχτώνει εμείς το ξαναγράφουμε…


Παντελής Β. Γιαννουλάκης



το δανειστήκαμε από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου