Σελίδες

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Περί μαζανθρώπων, υπνωτισμού και ψυχολογίας των μαζών

  Τα παρακάτω είναι επιλεγμένα από εμάς αποσπάσματα από ένα εξαιρετικό άρθρο με τίτλο Ο υπνωτισμός και η ψυχολογία των μαζών, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο ΕΔΩ


 i psixoligia tis mazas (6)  i psixoligia tis mazas (4) i psixoligia tis mazas i psixoligia tis mazas (5)

 Ο άνθρωπος που δεν θέλει να ανήκει στη μάζα,
χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι στον εαυτό του
να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του.

Νίτσε


Στους πρωτόγονους λαούς, ο νεκρός, ο ξένος και ο βασιλιάς (αρχηγός) είναι ιερά πρόσωπα και προκαλούν τα ίδια αμφίρροπα αισθήματα θαυμασμού και φόβου, ενώ η φανατική προσήλωση στον αρχηγό μπορεί ν’ αλλάξει στο αντίστροφο αίσθημα ξαφνικά και να οδηγήσει στην εκτέλεσή του, αν δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο αρχηγός δεν έχει πια το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, την πηγή χαρίσματος και μαγικής, δηλαδή υπνωτικής δύναμης και εξουσίας. Αρχικά αυτή η δύναμη είχε (και έχει πάντα ασυνείδητα) δυο όψεις:
Είναι τόσο σωματική όσο και πνευματική ισχύς (ικανότητα) και από εδώ πηγάζουν οι δυο λειτουργίες της στρατιωτικής και της θρησκευτικής (και νομοθετικής) εξουσίας.

[...] Η μάζα είναι η πρωτόγονη δομή τόσο της κοινωνίας όσο και του ψυχισμού (παράλληλα με την οικογένεια), γιατί η απόκτηση ατομικής ταυτότητας είναι ένα επίμονο και εύθραυστο κατόρθωμα του πολιτισμού. Αυτό γιατί αρχικά «προσωπικότητα» είχαν μόνον οι μάγοι, οι πνευματικοί αρχηγοί, οι πατριάρχες, οι οποίοι κυριολεκτικά αισθάνονταν και σκέπτονταν «για το σύνολο». Η αίτηση ηθικής συνείδησης για τον καθένα διατυπώθηκε στην ιστορία για πρώτη φορά από τους αρχαίους Ιουδαίους προφήτες (Ιερεμίας) και από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (Σωκράτης).

Αυτή η απαίτηση έγινε έκτοτε, παρ’ όλες τις οπισθοδρομήσεις, καθολικό αίτημα. Τόσο ο Στωικισμός και ο Χριστιανισμός από τη μια, όσο και ο Διαφωτισμός και ο Σοσιαλισμός (ως ιδέα) από την άλλη, αποτέλεσαν σημαντικούς σταθμούς σ’ αυτή την εξέλιξη, η οποία κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει ή «αποτύχει», παρ’ ότι κινδύνεψε ιδιαίτερα από τον Ναζισμό και τον Σταλινισμό τον 20ό αιώνα. (όλα μαζί είναι το ίδιο νεκρά συστήματα  δηλ. -ισμοί δηλ. ένας τάφος για τον άνθρωπο, ειδικά τον ανεξάρτητο και έλλογο άνθρωπο, ακόμη και για τον μαζάνθρωπο)

Η «ψυχή» της μάζας σημαίνει το εξής: Το άτομο αναστέλλει την κρίση του και την επιθυμία του εμπρός στις πιέσεις και απαιτήσεις της μάζας, που είναι πάντα ικανή και για «ανδραγαθήματα» και για εγκλήματα… Ο Φρόιντ δίνει τον εξής ορισμό της μάζας: Ένας αριθμός ατόμων που τοποθετούν το ίδιο αντικείμενο λατρείας (αγάπης) στη θέση του ιδεώδους του εγώ τους, και ως συνέπεια τούτου συνταυτίζουν το εγώ τους το ένα με το άλλο…

Αλλά υπάρχει μια διαφορά ποιότητας ανάμεσα στο ιδεώδες της μάζας και στο ιδεώδες του εγώ: Το πρώτο είναι η εξωτερική, πρωτόγονη μορφή του δεύτερου, με το οποίο τελικά έρχεται σε σύγκρουση. Πιο συγκεκριμένα, στο ιδεώδες της μάζας κυριαρχεί το φαντασιακό στοιχείο, ενώ στο ιδεώδες του εγώ (που είναι εσωτερικοποιημένο) κυριαρχεί το συμβολικό στοιχείο.

Η σχέση αρχηγού-οπαδού μέσα στη μάζα είναι μια υπνωτική σχέση υποβολής. Θέληση έχει μόνο ο αρχηγός και αυτή προσκρούει στα όρια της ηθικής συνείδησης του οπαδού -αν αυτός έχει αναπτύξει μια τέτοια συνείδηση. Όπως στον υπνωτισμό, ο οπαδός υποτάσσεται στον αρχηγό και πείθεται κάθε φορά από τα επιχειρήματά του, δεν τολμάει να τον εγκαταλείψει (αυτό ισχύει και για τη συλλογική ηγεσία ενός κόμματος), γιατί βρίσκει σ’ αυτόν εκείνες τις ιδιότητες που θαυμάζει. (Σκέψου όλους τους δημαγωγούς και την καθολική υποταγή της μάζας σε αυτόν, είτε ήταν ο Ναπολέων, ο Χίτλερ, ο Αλέξανδρος ή ο Πέτρος)

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας τα υποκείμενα γίνονται υστερικά· γυρεύουν ένα στήριγμα που έχουν χάσει, ταλαντεύονται ανάμεσα σε κάθε είδους ακραίες και παράλογες καταστάσεις και τελικά νοσταλγούν μια σιγουριά, που τη βρίσκουν φαινομενικά σ’ έναν «οδηγό» και σε μια ομάδα. (επειδή ο μαζάνθρωπος δεν έχει λογική, αλλά αντιδρά με ορμέμφυτο τρόπο, πάντοτε πέφτει σε ό,τι χειρότερο από πλευράς λογικής, δες σήμερα τι γίνεται)
...............................

Ωστόσο στην καθομιλούμενη γλώσσα, η «μάζα» έχει άλλη σημασία: Σημαίνει «σωρός», δηλαδή σύνολο ατομικοποιημένων ανθρώπων, «άσχετων» και αδιάφορων αναμεταξύ τους. Αυτή η «μάζα» θεωρείται προϊόν της καπιταλιστικής και γραφειοκρατικής (ή κρατικοσοσιαλιστικής) κοινωνίας. Αλλά μια τέτοια κατάσταση δεν είναι απόλυτη· υπάρχει μερικώς ή περιθωριακά. Πέρα από τον σωρό, τη μάζα και την οικογένεια υπάρχουν ακόμα σ’ ένα μακρο-επίπεδο οι κοινωνικοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί· αυτές οι δυο μορφές δεν ταυτίζονται μεταξύ τους.

(η λέξη ατομικοποιημένων είναι λάθος, γιατί άτομον ορίζεται ο ολόκληρος, ο ακέραιος, αυτός που δεν τέμνεται, ενώ στην μάζα αυτοί που την αποτελούν δεν είναι άτομα αλλά όντα τμητά)  

Οι θεσμοί και οι μηχανισμοί συνδυάζονται με τη μάζα π.χ. στα πλαίσια κάθε γραφειοκρατικής οργάνωσης οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν (έστω και στοιχειωδώς) συμπληρωματικούς τύπους σχέσεων, ώστε να αντισταθμίσουν τον απρόσωπο χαρακτήρα της γραφειοκρατίας και της τεχνοκρατίας.

Η γραφειοκρατική και η καπιταλιστική κοινωνία έχει μια διαλεκτική σχέση με την υστερία της μάζας: Παράγει τη δυσφορία των ατόμων και την τάση για απομόνωση, έτσι ώστε αυτά πάντα έχουν νοσταλγία για μια «κοινότητα» και έναν αρχηγό· το ποδόσφαιρο και η τηλεόραση οδηγούν στη δημιουργία τέτοιων κοινοτήτων, δημιουργούν έναν «λόγο» που «ενδιαφέρει» τα άτομα.

Το μοντέλο του ολοκληρωτισμού είναι κάτι το ξεχωριστό από όλα τα άλλα και η φύση του συνίσταται στη διαστροφή της μάζας, των θεσμών και των μηχανισμών συγχρόνως (δεν είναι ούτε δικτατορία ούτε αυταρχικό κράτος μόνο). Όπως το λέει η λέξη, υπάρχει μια σύγκλιση των τριών μορφών σ’ ένα «όλον», στα πλαίσια του οποίου τα άτομα ελέγχονται απόλυτα από έναν γραφειοκρατικό, τρομοκρατικό οργανισμό, που έχει γίνει «θεσμός» πέραν των παραδοσιακών θεσμών, διπλασιάζοντάς τους, και ο οποίος έχοντας το μονοπώλιο της εξουσίας και της ιδεολογίας, προσπαθεί να ελέγξει όχι μόνο τις πράξεις αλλά και τις σκέψεις και την ομιλία των ανθρώπων.

Αυτό το σύστημα έχει μια ορισμένη ισομορφία με την ψύχωση και την παράνοια. Κυριαρχεί η γενική δυσπιστία και η καχυποψία καθώς και το ψέμα. Οι άνθρωποι όχι μόνο ψεύδονται αλλά, πολύ χειρότερο, καταλήγουν να πιστεύουν στα ψέματα που οι ίδιοι λέγουν. Εδώ διαφαίνεται ένα πράγμα: Η παράσταση του «όλου» και του «τέλειου» είναι μια οπισθοδρομική φαντασίωση· έτσι στο κοινωνικό (και το πολιτικό) επίπεδο, μόνο ο χωρισμός των διαφόρων «κέντρων εξουσίας» μπορεί ν’ αποτελέσει μια αναγκαία προϋπόθεση της ελευθερίας των ατόμων και της δημοκρατίας.

Ο υπνωτισμός και η διανοητική ζωή των μαζών: Η κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση, ανάμεσα στο ασυνείδητο και τη συνείδηση, επιτρέπει στο άτομο να ενσωματωθεί σε μια μάζα, έτσι ώστε η συλλογική κατάσταση είναι μια υπνωτική κατάσταση. Στις θεραπείες μέσω υπνωτισμού, το αντικείμενο που προκαλεί την υποβολή είναι από τη μια κάτι που λάμπει ή ένας συνεχής θόρυβος, από την άλλη μπορεί να είναι το βλέμμα ή η φωνή ενός ατόμου. Ο λόγος του υπνωτιστή έχει την ικανότητα να υπνωτίζει, επειδή ο υπνωτιστής χρησιμοποιεί τη φωνή του.

Η ψυχολογία των μαζών γεννήθηκε ως θεωρία στη Γαλλία, το 19ο αιώνα, επειδή τότε συνέκλιναν δυο στοιχεία: Η κινητοποίηση των μαζών στις επαναστάσεις και η ύπαρξη σχολών υπνωτισμού στην ψυχιατρική. Η πρακτική του υπνωτισμού ήταν αρχικά ομαδική πρακτική· εδώ διαφαίνεται και η θρησκευτική της προέλευση, γιατί στις διάφορες σέκτες η επίδραση της ομάδας στα άτομα είναι άμεση και έντονη.

[...] Στην πολιτική και τη θρησκεία ο υπνωτισμός απαιτεί μια σκηνοθεσία σε μεγάλη κλίμακα, για να συγκεντρώσει την προσοχή των ατόμων, να την αποσπάσει από την πραγματικότητα, να ερεθίσει τη φαντασία· η σκηνοθεσία παρελάσεων και εορτών αποτελούσε πάντα συστατικό στοιχείο της θρησκείας και της πολιτικής, όσο και της ρεκλάμας. Οι τεράστιες σκηνοθεσίες των μαζών από τους, Μουσολίνι, Χίτλερ, Στάλιν και Μάο, έχουν έτσι παραμείνει μοναδικά μνημεία της χειραγώγησης και παραπλάνησης των μαζών (με τη συγκατάθεσή τους) τον 20ό αιώνα. Εδώ έχουμε δύο αντίθετα μοντέλα: Το δημοκρατικό (αστικό ή προλεταριακό) και το δικτατορικό (αστικό ή προλεταριακό). Στο πρώτο υπάρχει ο πολιτικός ρήτορας (όχι δημαγωγός) ο οποίος με την τέχνη του επιχειρήματος, τον λόγο, προσπαθεί να πείσει το κοινό στα κοινοβούλια ή στα εργατικά συμβούλια, επικαλούμενος, όχι τα πάθη και τα μικροσυμφέροντά του, αλλά τον ορθό λόγο.

Βέβαια εδώ πρόκειται για έναν ιδεατό τύπο· ιδιαίτερα υπάρχουν πάντα ενάντια στον ορθό λόγο τρία εμπόδια: Τα πάθη, τα συμφέροντα και οι παραδόσεις (συνήθειες). Ένας ρήτορας σαγηνεύει επίσης τα πλήθη, αλλά, όσο δεν είναι δημαγωγός, αυτή η «αίγλη» που έχει παραμένει ελεγχόμενη, ιδιαίτερα επειδή υπάρχουν και άλλοι που μπορούν να λάβουν στη δημοκρατία τον λόγο και να τον αντικρούσουν. Ένας καλός ρήτορας ποτέ δεν πείθει χωρίς να συγκινήσει το κοινό, αλλά αυτό όχι σε βάρος του λόγου. Ήδη ο δημαγωγός είναι ένας τύπος ενδιάμεσος ανάμεσα στο ρήτορα και τον υπνωτιστή.

Ο δημαγωγός χειρίζεται την τεχνική της υποβολής και προσπαθεί μέσω της προπαγάνδας να ηλεκτρίσει τα πλήθη, για να τα οδηγήσει με βεβαιότητα σ’ έναν ορισμένο στόχο, επομένως δεν επιδέχεται αντιρρήσεις και αμφιβολίες. Βέβαια το μοντέλο αυτού του λόγου είναι στρατιωτικό, μιλιταριστικό, αλλά σ’ έναν δημοκρατικό στρατό η μέθοδος αυτή θα έπρεπε να είναι περιορισμένη. Εδώ υπάρχει συχνά σε πολλούς η φαντασίωση και η αυταπάτη ότι, όταν είναι ενταγμένοι σε θρησκευτικές και πολιτικές ομάδες, τότε είναι «συνεχώς στρατευμένοι», πράγμα που τους κάνει να παραγνωρίζουν την πραγματικότητα.

Η προπαγάνδα έχει πάντα μια παράλογη βάση, γιατί οι προπαγανδιστές θεωρούν κυνικά ότι οι οπαδοί είναι «πρόβατα», παίρνοντας ως πρόφαση τις αδυναμίες τους και ως βάση τις συλλογικές δοξασίες (που υπερκαλύπτουν τόσο τη θρησκευτική όσο και την πολιτική συνείδηση), και χρησιμοποιούν ως μέσο/εργαλείο τον υπνωτισμό. Επομένως χωρίς την προΰπαρξη αδυναμιών και δοξασιών δεν λειτουργεί και ο υπνωτισμός. Η συνέπεια αυτού είναι ότι το παρελθόν αναβιώνει φαντασιακό και υποσκελίζει την αντίληψη του παρόντος, ενώ το μέλλον, ως φαντασιακή αντιστροφή του παρελθόντος, παίζει τον ίδιο ρόλο με αυτό.

Αυτά όλα συμβαίνουν γιατί αναβιώνει στη μάζα ένα αρχαϊκό, παιδικό αίτημα για υποταγή και προστασία κάτω από έναν οδηγό, και κάθε υποταγή γίνεται ανεκτή γιατί υπόσχεται εξαιρετικές ικανοποιήσεις: «Λύτρωση», «ευτυχία», αλλά και προστασία και σιγουριά. Οι άνθρωποι δεν υποτάσσονται σε κάποιον απλώς για λόγους «κουταμάρας» ή δειλίας και μόνο. Για να επιτύχει ο οδηγός (φύρερ) χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο τύπο λόγου: Επαναλαμβάνει συνέχεια απλές φόρμουλες και συνθήματα ή μεταφορικές εικόνες, που μεταφράζουν πάντα μια έμμονη ιδέα, ένα δόγμα. Ο εχθρός είναι η ελεύθερη συζήτηση και η αμφιβολία.

Η ψυχική και διανοητική ζωή των μαζών ενδιαφέρει εδώ στον βαθμό που είναι αντιφατική και δείχνει την παρουσία του παράλογου. Η συλλογική δράση των ανθρώπων δεν περιορίζεται όμως μόνο σ’ αυτό· τα προϊόντα της συλλογικής κουλτούρας (παραδοσιακά), οι κοινωνικοί θεσμοί ή οι αποφάσεις της κοινωνίας πολιτών είναι κάτι που πάντα ξεπερνάει τη «μάζα». Από την άλλη, η «ψυχολογία της μάζας» περιλαμβάνει εξίσου τα «κακά» και τα «καλά» πάθη· δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τα μεν χωρίς τα δε, και πάντα το «έργο» των μεν έχει την ίδια μορφή με το «έργο» των δε, αλλά με αντίστροφο πρόσημο. Μόνον η προσθήκη του ορθού λόγου αλλάζει το μονοδιάστατο αυτό παιχνίδι, πολλαπλασιάζοντας και διαφοροποιώντας τα επίπεδα. Μάζα σημαίνει εδώ κατά πρώτον λόγο τις ασυνείδητες λειτουργίες ενός συνόλου ανθρώπων σε κατάσταση υστερίας.

Στην περίπτωση αυτή η σκέψη παίρνει τη μορφή αυτοματισμού σε αντίθεση με την κριτική σκέψη, η οποία συνέχεια σταματάει το παιχνίδι των συνειρμών (μεταθέσεις, συμπυκνώσεις) και το συγκρίνει με τα δεδομένα της πραγματικότητας (εξωτερικής και εσωτερικής). Οι λέξεις επαναποκτούν στη σκέψη των μαζών το μαγικό τους βάρος, που συνίσταται σε αναμνήσεις και εικόνες, οι οποίες όμως έχουν κατευθείαν πρόσβαση στην «πραγματικότητα».

Με τον ίδιο τρόπο, τα ονόματα υποστασιοποιούνται και γίνονται τα ίδια πρόσωπα που έχουν τη δική τους ζωή. Έτσι μια έννοια, όπως ο Σοσιαλισμός ή ο Καπιταλισμός, γίνεται πρόσωπο, καλό ή κακό, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση, και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σε συνθήματα όπως «Θάνατος στον Καπιταλισμό» ή «Θάνατος στον Κομμουνισμό».

Αντίστροφα, τα πρόσωπα (των αρχηγών, των «ηρώων», των «μαρτύρων») γίνονται σύμβολα-προγράμματα. Όλη αυτή η σύγχυση ιδέας και πραγματικότητας έχει ένα πρακτικό πλεονέκτημα: Το άμεσο πέρασμα από την ιδέα στη δράση. Έτσι η δογματική σκέψη και η ιδεολογία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια «υποδουλωμένη» σκέψη, μια σκέψη που δεν ακολουθεί τους δικούς της, αυτόνομους κανόνες διαφοροποίησης και διάδοσης, αλλά κυριαρχείται από ξένες προς αυτή σκοπιμότητες.
 ..............................

[...] Οι αλλαγές που επέφεραν στη «μάζα» τα ΜΜΕ (το ραδιόφωνο και ιδιαίτερα η τηλεόραση) είναι οι εξής:
1) Η φυσική συγκέντρωση των μαζών σ’ έναν χώρο έπαψε να είναι αναγκαία, αντίθετα το τηλεοπτικό κοινό είναι διασκορπισμένο παντού και δεν είναι συγκεντρωμένο πουθενά. Η «ψυχολογία» αυτού του τύπου μάζας είναι κατάλληλη για συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια, στατιστικές αναλύσεις της καθημερινής συμπεριφοράς, της αγοράς, της πολιτικής γνώμης κ.τ.λ. Η εμφάνιση του ραδιοφώνου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν οδήγησε ωστόσο ξεκάθαρα στις τάσεις αυτές όπως στην Αμερική. Αντίθετα, μαζί με τον τύπο και τον κινηματογράφο, ενίσχυσε κατά τη μεσοπολεμική περίοδο το παραδοσιακό φαινόμενο της μάζας, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά ο Φασισμός και ο Σταλινισμός.

2) Τα ΜΜΕ κατεβάζουν το διανοητικό επίπεδο του κοινού μέσω της απλοποίησης των πληροφοριών και της υποβολής που συνεπάγεται η τελευταία. Η οργάνωση μιας εφημερίδας, η σελιδοποίηση και η τοπογραφική κατανομή του χώρου της, οι τίτλοι, τα χρώματα, οι φωτογραφίες κ.τ.λ., όλ’ αυτά καλύπτουν ένα βασικό στοιχείο: Το ότι πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό σημείο, ένα κύριο θέμα, το οποίο γίνεται η εστία του ενδιαφέροντος. Εδώ έχουμε μια αναπαραγωγή του «ενός» στοιχείου, του αρχηγού που κυριαρχεί στη μάζα μέσω της υποβολής, στο επίπεδο των σημαινόντων· ένα κύριο σημαίνον κυριαρχεί στα άλλα (μια συνταρακτική είδηση ή το κύριο άρθρο).

Ο διασκορπισμός του κοινού και η συμβολική διαμεσολάβηση του μέσου έχουν ωστόσο ως αποτέλεσμα το κοινό να είναι πιο «δυσκίνητο» και πιο «μετριοπαθές» απ’ ό,τι η μάζα στους δρόμους. Αλλά βέβαια και εδώ ο καθένας είναι πεισμένος ότι μοιράζεται μ’ ένα μεγάλο πλήθος την ίδια ιδέα και την ίδια επιθυμία. Η ιδέα που έχουν ορισμένοι ότι υπάρχει στα «παρασκήνια» ένας κρυμμένος «εγκέφαλος» που διευθύνει τα ΜΜΕ είναι αφελής. Ο ίδιος ο μηχανισμός μετάδοσης των ΜΜΕ κάνει τον πιο μικρό δημοσιογράφο να έχει μεγάλη απήχηση.

3) Στην κοινή γνώμη δημιουργούνται ρεύματα· η κοινή γνώμη δεν είναι μονολιθική. Αυτός είναι ο λόγος που τα ΜΜΕ λειτουργούν ομαλά και κανονικά όταν υπάρχει πλουραλισμός και δημοκρατία. Η κατάχρηση των ΜΜΕ σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα για πλύση εγκεφάλου των μαζών καταργεί την ύπαρξη ρευμάτων. Η κριτική των ΜΜΕ που γίνεται εδώ αφορά βασικά την περίπτωση ύπαρξης του πλουραλισμού, αλλιώς η δημιουργία του κοινού ξεπέφτει σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο χειραγώγησης μιας και μόνο μάζας, που η ύπαρξη και μόνο πολλών ανεξαρτήτων κέντρων ΜΜΕ καθιστά αδύνατη.

Ωστόσο η «γνώμη» ενός «ρεύματος» του κοινού είναι κάτι που πάντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των ΜΜΕ, δημιούργησε και θα δημιουργεί προβλήματα στη δημοκρατία. Αυτό γιατί η γνώμη τοποθετείται ανάμεσα στην παράδοση, τις προκαταλήψεις, την πίστη και τις δοξασίες από τη μια, και τον ορθό λόγο, την προσωπική άποψη, από την άλλη.

Από τη στιγμή που η παραδοσιακή κοινωνία έχει ξεπεραστεί, αρχίζει να υπάρχει το πρακτικά άλυτο πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση ή κρίση, ανάμεσα στην αβασάνιστη «άποψη» και στην αλήθεια, που προϋποθέτει τη θέληση και την ικανότητα για κριτικό έλεγχο των πληροφοριών και των αποφάσεων, πράγμα που οι περισσότεροι πολίτες δεν το κάνουν. Έτσι ο διχασμός και η ένταση ανάμεσα στη γνώμη και τον ορθό λόγο δεν θα πάψει ποτέ να είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής κουλτούρας μιας δημοκρατίας, η ποιότητα της οποίας εξαρτάται από το μέγεθος αυτής της απόστασης ανάμεσα στους δυο πόλους.

Η προσπάθεια ωστόσο της (πλατωνικής) δικτατορίας του ορθού λόγου ή της «αλήθειας» και της κατάργησης της γνώμης (ή μάλλον των γνωμών, στον πληθυντικό) οδηγεί πάντα στον σταλινικό ολοκληρωτισμό ή στη θεοκρατία: η μεγαλύτερη αλήθεια, στον βαθμό που θέλει να επιβληθεί πρακτικά και αποκλειστικά, αποκλείοντας την ύπαρξη της αμφιβολίας και του «άλλου λόγου», οδηγεί σε καταστάσεις παρανοϊκής καταδίωξης όλων από τον «έναν», που «κατέχει» την «αλήθεια». Η επικοινωνία «δημιουργεί» τις γνώμες, ένα φαντασιακό προϊόν, οι οποίες έχουν την τάση να είναι ενάντια τόσο στην παράδοση, όσο και στον ορθό Λόγο. Ενέχουν δηλαδή ένα στοιχείο υστερίας, έτσι ώστε γίνονται εύκολα αντικείμενο δημαγωγικής εκμετάλλευσης και λαϊκισμού στον βαθμό που δεν ελέγχονται από τον ορθό λόγο.

Η τελευταία περίπτωση ισχύει ιδιαίτερα όταν επικρατήσει στην τηλεόραση ο ελεύθερος ανταγωνισμός, γιατί η πίεση του κέρδους οδηγεί στην προσαρμογή στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» του γούστου και της νοημοσύνης του κοινού. Αυτό ισχύει για τα διάφορα «λαοφιλή» προγράμματα, δεν ισχύει τόσο για τις ειδήσεις· εδώ αναγκάζεται η κρατική τηλεόραση να μη γίνεται απλώς φερέφωνο της κυβέρνησης.

4) Οι ταξικές διαφορές χάνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους· η ύπαρξη των ΜΜΕ τις εξασθενεί και τις μεταμφιέζει. Οι διαφορές του «κοινού» δεν αναπαράγουν άμεσα τις ταξικές διαφορές, και οι εφημερίδες ή τα ΜΜΕ που συνειδητά έχουν «ταξικό» περιεχόμενο χάνουν την πειστικότητα τους, γιατί έχουν αναγκαστικά δόγμα και «διδασκαλικό» τόνο.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια τάξεις· απλώς οι διαφορές ανάμεσά τους είναι πιο πολυσύνθετες και λιγότερο ξεκάθαρες απ’ ό,τι τον 19ο αιώνα και υπερπροσδιορίζονται από το φαινόμενο της μάζας και της «κοινής γνώμης». Δηλαδή σημασία έχει το πώς εμφανίζονται και γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τα ταξικά συμφέροντά τους, μέσα από διάφορες διαμεσολαβήσεις. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις μεταβάλλονται πάντα σε συγκρούσεις ανάμεσα σε μάζες (λίγο ή πολύ οργανωμένες), και αυτό σημαίνει συγκρούσεις ανάμεσα σε πάθη, μυθολογίες και ιδεολογίες.

Η ύπαρξη του «κοινού» έχει συνέπειες και για τα πολιτικά κόμματα· για να έχει «επιτυχία» η δραστηριότητά τους, για να δημιουργήσουν «γεγονότα», είναι υποχρεωμένα να γίνουν γνωστά μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης. Έτσι οδηγούνται σε συνεχή «αναδιοργάνωση» του προγράμματος και του κοινού· από κόμματα «μάζας» έγιναν κόμματα «κοινού». Ο σύγχρονος λαϊκισμός έχει ανάγκη από τα ΜΜΕ, και οι φανατισμένοι οπαδοί των κομμάτων που αλληλοδέρνονται στους δρόμους θα έπρεπε να ανήκουν στο παρελθόν. (Ή υπάρχουν ακόμα οι συμπλοκές στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, τελευταίο καταφύγιο της παλιάς, αυθόρμητης και προφορικής επικοινωνίας).

Το παλιό λαϊκίστικο κόμμα της μάζας αποτελείτο από τους οπαδούς και έναν αρχηγό, τα νέα κόμματα του «κοινού» αποτελούνται από συνεχώς μεταβαλλόμενες συμμαχίες ομάδων, στις οποίες σημαντικό ρόλο παίζει ο έλεγχος των ΜΜΕ· έτσι στις εκλογές δεν επιβάλλονται τόσο οι πολιτικά ικανοί ή τα προγράμματα, αλλά οι «φωτογενείς», εκείνοι που έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στην τηλεόραση και είναι «τηλεοπτικοί». Ο πολιτικός χάνει ανεπανάληπτα την προσωπικότητά του και τη συνείδησή του, που πρέπει να έχει πάντα ακόμα και ενάντια στο κοινό του, και γίνεται απλός «σωσίας», αναπαραγωγή των φαντασιακών εικόνων και επιθυμιών του κοινού -ο διάλογος μαζί του δεν είναι έτσι δυνατός.

Έτσι η πολιτική χάνει το νόημά της και γίνεται θέαμα, το οποίο είναι φαντασματική οθόνη που καλύπτει το παιχνίδι της εξουσίας που παίζεται από μια ολιγαρχία. Βέβαια το παιχνίδι της εξουσίας πάντα απαιτούσε ένα θέατρο, αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο· απλώς η δημοκρατία υποσκάπτεται τελικά στον βαθμό που αυτό το θέαμα γίνεται κάτι που η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών παραδέχεται. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει, μόνο που οι προειδοποιήσεις των δογματικών, παραδοσιακών ομάδων δεν οδηγούν πουθενά, γιατί δεν έχουν καταλάβει τις αλλαγές στην πραγματικότητα.

Το γόητρο το οποίο σήμερα απαιτείται από έναν πολιτικό είναι μια παραλλαγή του χαρίσματος, με το οποίο παραδοσιακά οι αρχηγοί συγκινούσαν τις μάζες. Η έννοια της εξουσίας περιλαμβάνει τόσο την εξουσία στα σώματα, μέσω της βίας ή της απειλής βίας, όσο και στις ψυχές, μέσω της σαγήνευσης, του γοήτρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι το γόητρο είναι πάντα κάτι το αρνητικό ή το απορριπτέο· δημοκρατικοί ηγέτες όπως ο Ρούσβελτ, ο Μπραντ ή ο Γκορμπατσόφ, διαθέτουν αυτό το γόητρο, που δεν έχει καμιά σχέση με τη σαγήνευση που εξασκούσαν οι Μουσολίνι, Χίτλερ, Στάλιν. Παρ’ όλ’ αυτά, το γόητρο είναι κάτι άνισα κατανεμημένο, μόνο λίγοι το έχουν· μια δημοκρατία που το καλλιεργεί ή το έχει ανάγκη, όσο διαφοροποιημένος και αν είναι ο αρχηγός του κόμματος ή της κυβέρνησης, δεν είναι ρεπουμπλικανική.

Αναφέρουμε εδώ συνειδητά τον λατινικό όρο, ο οποίος δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη στα ελληνικά: «Ρεπούμπλικα», σημαίνει κάτι παραπάνω από δημοκρατία· σημαίνει το πώς είναι συγκροτημένη η δημοκρατία, έτσι ώστε ο κάθε πολίτης να έχει αυτόνομη γνώμη και δυνατότητα επέμβασης που την υλοποιεί.

Η δημοκρατία, ως γενικός όρος «κυριαρχία των πολλών», σημαίνει συχνά τη μαζοποίηση των πολιτών, ώστε οι χαρισματικοί ηγέτες (οι αρχαίοι ελληνικοί τύραννοι) να είναι γέννημα της δημοκρατίας. Η σύγχρονη δημοκρατία των ΜΜΕ δεν είναι ρεπουμπλικανική, γιατί τα ΜΜΕ κατακλύζουν το κοινό με τη λατρεία των «σταρς», στους οποίους υπάγονται και οι πολιτικοί, όπως και oι ποδοσφαιριστές ή οι ηθοποιοί.


 «Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού» («Η διαδικασία της ταύτισης»), Θάνος Λίποβατς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου