Σελίδες

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

" H ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ "


H ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 "Έρωτας είναι να φεύγεις και να πονάς δύο φορές περισσότερο από αυτήν που αφήνεις πίσω."

Η φράση αυτή είχε στοιχειώσει την ζωή μου από τότε που άφησα πίσω την Άννα. Για όσον καιρό είμαστε μαζί ήταν η Δέσποινα των Λογισμών μου, η Ιδεατή Αριάδνη που μου προσέφερε το μίτο για να βγω από τον Λαβύρινθο. Τρόπος του λέγειν, βέβαια, μιας και άπαξ συνειδητοποιείς την ύπαρξή του, η μόνη φυσική επιλογή – επιλογή, τί ειρωνεία κρύβει αυτή η λέξη – είναι να χάνεσαι όλο και περισσότερο στα στενά δρομάκια του, μήν ξέροντας τί θα συναντήσεις στην επόμενη στροφή. Όχι, δεν θα το άντεχε! Μία και μόνη ματιά στην Αλήθεια είναι ικανή να σε τρελάνει, δεν μπορείς να πάρεις την ευθύνη να Την δείξεις και σε αυτήν.

Δεν κατάλαβε ποτέ το γιατί. Την αιτία που την ανάγκασα να φύγει, νομίζοντας κι αυτή πως ήταν η μόνη φυσική επιλογή της. Χα! Η μεγαλύτερη αγάπη απαιτεί την ανυπαρξία τύψεων, δεν ήθελα να νομίσει πως κάτι έκανε λάθος –έτσι ποτέ της δεν έμαθε το δώρο που της έκανα. Η ομορφιά της άγνοιας, η γνώση του να γνωρίζεις τα πάντα δίχως να αντιλαμβάνεσαι τα κοντινά όρια του ορίζοντά σου, είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να έχει ένας θνητός.

Οι αναμνήσεις με συγκλόνιζαν, καθώς οδηγούσα στον παραθαλάσσιο επαρχιακό δρόμο. Το πρόσωπό της, η φωνή της, η αίσθηση του ότι κάποιος σε αγαπά όσο τον αγαπάς κι εσύ, ήταν πράγματα που είχα ξεχάσει από καιρό. Η αλήθεια είναι ότι μετά την συναρπαστική εμπειρία που είχα ζήσει σε εκείνο το βουνό, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο για μένα. Εμένα; Ακόμα και ο ίδιος μου ο εαυτός δεν μου ήταν πια γνώριμος.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και κατέβηκα για να θαυμάσω τον κατακόκκινο δίσκο του Ήλιου που κρυβόταν στην χρυσή θαλασσινή αγκαλιά. Έτσι πρέπει να σκεφτόταν και ο ζωοδότης Απόλλων, ο Ήλιος που έφευγε και πονούσε περισσότερο από εμένα. Το μυαλό μου πλανήθηκε τότε, όταν έχασα την ανθρώπινη μορφή κι έγινα κάτι άλλο, ποιος ξέρει τι, σίγουρα πάντως κάτι πέρα από έναν απλό άνθρωπο.

...Θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Από το πρωί είχα την αίσθηση του ότι κάτι σημαντικό θα μου συνέβαινε και περίμενα καρτερικά να
επαληθευτούν οι άγνωστης φύσης προσδοκίες μου. Ξεκίνησα τη βόλτα μου στο παραθαλάσσιο χωριουδάκι και παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου να περπατούν σαν ηθοποιοί σ’ ένα τεράστιο σκηνικό, να μιλούν, να γελούν λες κι ο χρόνος δεν υπήρχε, λες κι ο κόσμος όλος είχε φτιαχτεί αποκλειστικά και μόνο για τον καθένα από αυτούς.

«Μα είναι δυνατόν», σκέφτηκα, «να μην συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα πέρα από αυτούς, είναι δυνατόν καθένας τους να νομίζει ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος; Ακόμα κι εγώ τώρα νομίζω ότι όλοι αυτοί είναι κομπάρσοι σε ένα σκηνικό που έχει φτιαχτεί για να πρωταγωνιστήσω εγώ». Οι σκέψεις μου στρέφονταν γύρω από υπαρξιακά θέματα, ενώ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τα πόδια μου με πήγαιναν μόνα τους χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε λίγο το τοπίο γύρω μου άλλαξε, και κατάλαβα ότι είχα πάρει ένα μονοπατάκι που έβγαζε από την παραλία στο βουνό που δέσποζε επάνω από το κεφάλι μου.

Η καλοκαιρινή ημέρα ήταν υπέροχη. Τα πουλιά κελαϊδούσαν μελωδικά, ένα δροσερό αεράκι έκανε τα πεσμένα φύλλα στο πλάι του δρόμου να στροβιλίζονται, ενώ μέσα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο η αίσθηση ότι βρισκόμουν σ’ ένα ονειρικό τοπίο με τη φαντασία μου, κι όχι σ’ ένα πραγματικό μέρος με το σώμα μου. Έχασα κάθε επαφή με το πού και το πότε βρισκόμουν, ακόμα και το ποιος ήμουν δεν είχε σημασία. Υπέροχα συναισθήματα με κατέκλυζαν, συναισθήματα αυτάρκειας, μία αίσθηση ότι κι ο κόσμος όλος να χανόταν, η ομορφιά γύρω μου θα συνέχιζε να υπάρχει. Όλη μου η πορεία, από την στιγμή που γεννήθηκα μέχρι τώρα, φαινόταν να συνοψίζεται σε αυτήν εδώ την στιγμή, σαν να γεννήθηκα μόνο και μόνο για να βιώσω ό,τι βίωνα τώρα. Δεν είχα καμία συναίσθηση του βάρους του σώματός μου, κι αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν κάπως περίεργα. Έβλεπα χωρίς να βλέπω και άκουγα χωρίς να ακούω, πιο πολύ είχα την εντύπωση ότι ήμουν ο ίδιος ένα μέρος της σκηνής γύρω μου, παρά το ότι βρισκόμουν σ’ ένα μέρος του κόσμου και της πραγματικότητας όπως την ήξερα μέχρι τώρα.

Ένιωθα την ενέργεια να πάλλεται γύρω μου και μέσα μου, ενώ ένα υπέροχο φως πλημμύριζε το χώρο, γεμίζοντάς με με συναισθήματα αγάπης και πληρώσεως. Πρόσεξα λίγο καλύτερα το τοπίο, και μου ήλθε η εντύπωση ότι δεν βρισκόμουν στον πλανήτη Γη, αλλά είχα περάσει κάποια άγνωστη κι αόρατη πύλη και βρέθηκα στα Ιλίσια Πεδία, στον Παράδεισο, όπως θέλετε πείτε τον.

Τότε τον είδα. Έστρεψα το κεφάλι μου αριστερά, υπακούοντας σ’ ένα ένστικτο που μου υπαγόρευσε να το κάνω. Ήταν απίστευτα τέλειος. Τα χρυσαφιά του μάτια, το λευκό του τρίχωμα, ήταν ίσως ο ομορφότερος λύκος που είχα δει ποτέ. Με κοίταξε διαπεραστικά, ενώ χαμηλά στο στομάχι μου ένιωθα την ενέργεια να συσσωρεύεται και να στροβιλίζεται. Οι σκέψεις μας ταυτίστηκαν, κι όλως περιέργως μπορούσα να με δω μέσα από τα μάτια του, ενώ η όσφρησή μου φαινόταν να έχει οξυνθεί ιδιαιτέρως. Αστραπιαία η αλήθεια έλαμψε μέσα μου.

Δεν υπήρχα στα αλήθεια. Ο λύκος δεν υπήρχε στα αλήθεια. Όλα ήταν κυμάνσεις της ενέργειας που δημιουργούσαν το καθετί, ακόμα και εμένα τον ίδιο. Όλα όσα νομίζαμε για αληθινά, δεν ήταν παρά μία παραίσθηση, τα πάντα ήταν ένα όνειρο. Αυτή η συνειδητοποίηση με συγκλόνισε και με κατατρόμαξε μέχρι τα βάθη της ύπαρξής μου. Λίγο έλειψε να τρελαινόμουν, κι ένιωσα να βυθίζομαι στα μαύρα σκοτάδια της ανυπαρξίας, όταν ένα χέρι έπιασε στοργικά το δικό μου και με τράβηξε δυνατά πίσω στο φως. Την είδα να στέκεται μπροστά μου, όμορφη όσο και στην πραγματικότητα που την ήξερα, μόνο που τώρα η ύπαρξή της δεν είχε τίποτα το υλικό, παρά έδινε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένη από ατόφιο φως.

Η Άννα, ή η Ιδέα της, με κοίταξε με συμπόνοια και κατάλαβα πως το ότι δεν τρελάθηκα, το όφειλα σε αυτήν. Η παρουσία της και μόνο μου έδινε δύναμη να αντέξω αυτή την φοβερή κατανόηση του μυστηρίου της Ύπαρξης.

Επανήλθα γρήγορα στο βουνό που δέσποζε επάνω στο παραθαλάσσιο χωριουδάκι. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι ποτέ πια η ζωή μου δεν θα ήταν η ίδια....

Οι αναμνήσεις περνούσαν μπροστά μου με κινηματογραφική ταχύτητα. Από εκεί κι έπειτα, ο χαρακτήρας μου είχε αλλάξει τελείως. Έγινα πιο μοναχικός, μιας και δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να κατανοήσουν τα παραληρήματά μου. Χώρισα με την Άννα, αν κι αυτό έπρεπε να το κάνω με τρόπο που δεν θα έσπαγε την μαγική μας σχέση. Βλέπετε, αν παραμέναμε μαζί σαν ζευγάρι στον κόσμο της ύλης, ο χρόνος θα έφθειρε αυτό που δεν φθείρεται στον Τόπο των Ιδεών. Έτσι, διατήρησα την σχέση μας σε εκείνο το επίπεδο, σπάζοντάς την σ’ αυτό εδώ. Να τα πάλι, τα παραληρήματα που έλεγα πριν...

Αφοσιώθηκα στο τοπίο γύρω μου. Αναλογίστηκα εκείνο το λύκο, πόσο αυτάρκης ήταν. Ο λύκος είναι κατά βάση μονογαμικός, ενώ αν χάσει το ταίρι του, τριγυρίζει εδώ κι εκεί και αλυχτίζει μέχρι να το βρει. Πώς, άραγε, να ένιωθε, μοναχικός αναζητητής στα μονοπάτια του δάσους;

Ο ήλιος πια είχε χαθεί στην θάλασσα, ενώ το περιβάλλον γύρω είχε πάρει μία κοκκινωπή απόχρωση. Πόσο υπέροχα μαγική ήταν αυτή η στιγμή κατά την οποία ο χρυσός δίσκος του ήλιου ενώνεται με το κυανό νερό της θάλασσας! Πόσες φορές αυτή η ένωση έγινε στο παρελθόν και πόσες φορές θα γίνει στο μέλλον; Σε ορισμένα ερωτήματα είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις.

Το Λυκόφως, όμως, έχει τα μυστικά του. Ένας άλλος Ήλιος άναψε, η σκέψη της Ιδεατής Δέσποινας ήταν το προσάναμμα γι’ αυτό, και ήταν δέκα φορές ισχυρότερος από αυτόν που έβλεπα με τα μάτια μου. Το Φως, ω, το Φως...

* * * * *

Ο γερανός της τροχαίας σταμάτησε δεξιά και πήρε το εγκατελελειμένο αυτοκίνητο. Ο ιδιοκτήτης του είχε γίνει άφαντος. Λίγο πιο πίσω, στη συστάδα των δέντρων, δύο χρυσαφένια μάτια κοιτούσαν την σκηνή. Έπειτα γύρισαν προς την άλλη πλευρά και αντίκρυσαν το Δάσος. Ένα αλύχτισμα τάραξε την σιγαλιά του Λυκόφωτος, ενώ η Μεγάλη Εξερεύνηση άρχιζε..."


Νικόλαος Παναγοδημητρόπουλος - Απρίλιος 2003


Δανειστήκαμε αυτή την υπέροχα καθηλωτική ιστορία από ΕΔΩ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου