Σελίδες

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ο μεγάλος αδερφός στον κινηματογράφο



ένα μεστό, περιεκτικό και σκοτεινό κινηματογραφικό οδοιπορικό, στους ζοφερούς και δυστοπικούς κόσμους πέντε σπουδαίων ταινιών (τους οποίους φαίνεται να ζηλεύουν πολύ οι ελίτ και οι συνεργάτες τους, θεωρώντας τον πλανήτη προσωπικό τους "playground" και τους "ιθαγενείς" του ιδιοκτησία τους),  που αλιεύσαμε από το 35ο τεύχος του φανζίν chimeres

 " ο μεγάλος αδερφός στον κινηματογράφο "

baphomet

Οι έχοντες την κάθε είδους εξουσία, συχνά πυκνά χρησιμοποιούν τον φόβο ως μοχλό πίεσης, αλλά κι ως προϊόν εκμετάλλευσης και χειραγώγησης των λαών, με συνήθη δικαιολογία την τάξη και την ασφάλεια του συστήματος. Ο πολίτης πλέον έχει αξία για το κράτος μόνο ως μέρος ενός ενιαίου και άβουλου συνόλου. Ο άνθρωπος, ως ανεξάρτητη οντότητα είναι κάτι το απαγορευμένο. Όλοι και όλα, παρακολουθούνται από την πολιτεία - φύλακα και η ελευθερία βούλησης δεν αποτελεί παρά μία άγνωστη και χαμένη αξία, σ’ ένα δισυπόστατο αλλά τραγικά οικείο περιβάλλον. Από το «Αλφαβίλ» μέχρι το «Μπραζίλ», και από την «Πρωινή Περίπολο» μέχρι το θρυλικό «1984», παρουσιάζουμε πέντε χαρακτηριστικές και αγαπημένες ταινίες, μέσα από τις οποίες ο Μεγάλος Αδερφός μας παρακολουθεί και στην Μεγάλη Οθόνη...


«Αλφαβίλ» (Alphaville - 1965)
του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ


Στον κόσμο της Αλφαβίλ, ο χρόνος και ο χώρος είναι σχετικά. Η χιονισμένη νύχτα στην μία άκρη της πόλης συνορεύει με το ηλιόλουστο θέρος της άλλης, ενώ η Νέα Υόρκη και το Τόκιο βρίσκονται σκορπισμένα στις μακρινές γωνιές του σύμπαντος. Οι άνθρωποι φέρουν τον προσωπικό τους κωδικό στο λαιμό, θυμίζοντας πειραματόζωα και επαναλαμβάνουν προγραμματισμένες κοινωνικές συμπεριφορές. Ένα πολύπλοκο σύστημα ηλεκτρονικών νευρώνων επιβλέπει τα πάντα, επεμβαίνει και ανακρίνει.

Το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται και οι αντιφρονούντες εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες, στις πλατείες θεάτρων και σε εσωτερικές πισίνες. Ένας ιδιόμορφος ιδιωτικός ντετέκτιβ (Eddie Constantine) προσπαθεί να ανακαλύψει τι απέγινε ο προκάτοχός του (Akim Tamiroff), μία σκοτεινή femme fatale (Anna Karina) κι ένα μυστήριο προς εξιχνίαση, αποτελούν τα κεντρικά κομμάτια ενός παζλ που ζητά απεγνωσμένα τη λύση του.

Ένα μοναδικό, φουτουριστικό φιλμ, που ενώ αρχικά δείχνει τόσο διαφορετικό από την υπόλοιπη φιλμογραφία του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη, σταδιακά και καθώς το αποκωδικοποιούμε καρέ καρέ, βλέπουμε όλες εκείνες τις αρετές που διέπουν τον κινηματογράφο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ενώ, ως συνήθως, υπογράφει και το πολύ καλό σενάριο της ταινίας. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι το φιλμ προβλήθηκε το 1965 στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου και απέσπασε την Χρυσή Άρκτο.


«Φαρενάιτ 451» (Fahrenheit 451-1966)
του Φρανσουά Τρυφώ


Σ’ έναν κόσμο απροσδιόριστο χωροχρονικά, στο εγγύς μέλλον, ο πυροσβέστης Μόνταγκ βάζει φωτιά αντί να τη σβήνει. Καίει τα βιβλία - ο τίτλος αφορά την απαιτούμενη θερμοκρασία καύσης τους - γιατί στην εν λόγω κοινωνία απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή τους. Κάποια μέρα όμως, γοητευμένος από αυτό που καταστρέφει, υποκύπτει και ο ίδιος στη μαγεία της ανάγνωσης και όταν τον ανακαλύπτουν αναγκάζεται να καταφύγει στα δάση, όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι. Έχοντας μάθει τα αγαπημένα τους βιβλία απ’ έξω, οι βιβλιόφιλοι προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να τα διασώσουν και να τα μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές.

Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέυ Μπράντμπερυ, η ταινία αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη δημιουργία του Φρανσουά Τρυφώ και ταυτόχρονα η πρώτη του μεγάλη παραγωγή και σε αγγλική ομιλούσα. Το θέμα της είναι η αγάπη για τα βιβλία, η εξαφάνιση των οποίων σημαίνει τον αφανισμό της ιστορικής μνήμης, την απουσία κάθε μελλοντικού χρονικού ορίζοντα και το βάλτωμα της κοινωνίας. Σ’ ένα αιώνιο παρόν - κόλαση, όπου τα πάντα θα είναι ομοιόμορφα και απολύτως ελεγχόμενα, αφού κανείς δεν θα θυμάται τίποτα.

Έξυπνα, ο Τρυφώ αποκλείει τα εφέ της επιστημονικής φαντασίας, αποφεύγει τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους αναφοράς του είδους και μας προσφέρει μια ταινία με πολιτική θέση, στην οποία αρκεί η ανάγνωση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ από τον πυρομανή πυροσβέστη Μόνταγκ, για να γκρεμιστεί ένας ζοφερός κόσμος. Έξοχη και πανέμορφη η Τζούλι Κρίστι στον διπλό πρωταγωνιστικό της ρόλο.


 «Nineteen Eighty-Four» (1984)
του Μάικλ Ράντφορντ


Το 1984, σ’ έναν κόσμο που έχει διαιρεθεί σε τρεις πελώριες δικτατορίες μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο, ο Ουίνστον Σμιθ, ένας Λονδρέζος που εργάζεται στο ξαναγράψιμο της ιστορίας σύμφωνα με την εκάστοτε κομματική γραμμή, βιώνει, απαγορευμένα από το καθεστώς, συναισθήματα και σκέψεις.

Ο Σμιθ (John Hurt), είναι ένας κυβερνητικός υπάλληλος και μέλος του κόμματος της Ωκεανίας, μίας από τις τρεις χώρες που είναι χωρισμένος πλέον ο πλανήτης - οι άλλες δύο είναι η Ευρασία και η Ανατολική Ασία. Οι κοινωνικές τάξεις στην Ωκεανία διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: στα μέλη του εσωτερικού κόμματος, που ασκούν και τη διοίκηση της χώρας, στα μέλη του εξωτερικού κόμματος, που είναι κατά βάση οι κρατικοί υπάλληλοι, και στους προλετάριους, οι οποίοι είναι απλά τα εργατικά χέρια της χώρας. Το κόμμα ασκεί την εξουσία έχοντας καταλύσει κάθε έννοια ελευθερίας.

Όλοι παρακολουθούνται, ακόμα και μέσα στα σπίτια τους, με την βοήθεια τηλεοθονών. Τα πάντα ελέγχονται και πηγάζουν, από τον Μεγάλο Αδερφό. Ένα πρόσωπο που χρησιμοποιείται για την προσωποποίηση του κόμματος. Η ελευθερία έκφρασης αλλά ακόμα και σκέψης έχει πλέον ποινικοποιηθεί. Η αυταρχική πολιτεία της Ωκεανίας βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο είτε με την Ευρασία είτε με την Ανατολασία. Με τον τρόπο αυτό δικαιολογούνται όλες οι απολυταρχικές ενέργειες του προγράμματος του Μεγάλου Αδελφού, από τη λογοκρισία, μέχρι την μυστική αστυνομία και την εξόντωση.

Η τελευταία μυθιστορηματική εργασία του Τζορτζ Όργουελ, ένα βιβλίο-σταθμός στην πολιτική σκέψη του 20ού αιώνα και μια οξεία κριτική στα απολυταρχικά καθεστώτα, δε θα μπορούσε παρά να έχει επηρεάσει και την κινηματογραφική γραφή. Η συγκεκριμένη μεταφορά στην μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Μάικλ Ράντφορντ, είναι ίσως η καλύτερη, καθώς εκτός από το συγκλονιστικό όσο και τραγικά προφητικό σενάριο, ο John Hurt ενσαρκώνει μοναδικά τον Winston Smith, σε μία ερμηνεία που στοιχειώνει τον θεατή.


«Μπραζίλ» (Brazil - 1985)
του Τέρι Γκίλιαμ


Ο Σαμ (Jonathan Pryce) είναι μέρος μιας τέλειας μελλοντικής πραγματικότητας που κυβερνάται από την τεχνολογία και τη γραφειοκρατία κι εμποδίζει την οποιαδήποτε δημιουργία ονείρων. Μια σειρά, όμως, από παράξενες καταστάσεις δίνει άλλη τροπή στα δεδομένα, κι εκείνος αρχίζει να ονειρεύεται, γνωρίζοντας μία μυστηριώδη γυναίκα.

Το αριστούργημα του Τέρι Γκίλιαμ, είναι ένα πραγματικά μαγικό φιλμ. Βρισκόμαστε στο 1985 κι ο Γκίλιαμ, κάνοντας ένα διάλειμμα από τους αγαπημένους και πάντα απολαυστικούς Monty Python, μας χαρίζει ίσως την καλύτερη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του. Παράλληλα, είναι και η πρώτη ταινία της άτυπης τριλογίας του, η οποία θα συνεχιστεί δέκα χρόνια μετά, με το φιλμ «Twelve Monkeys» (1995), για να ολοκληρωθεί με το «Θεώρημα του Μηδενός» (The Zero Theorem - 2013).

Συνδυάζοντας μοναδικά τη γλυκιά μελαγχολία του Κάφκα, με την πλούσια φαντασία του Όργουελ, ο Τέρι Γκίλιαμ, δημιουργεί έναν δικό του μοναδικό και συνάμα, ονειρικό κόσμο, χαμένο στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Στο καστ, ο Jonathan Pryce στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, υποδύεται υποδειγματικά τον Sam Lowry, με τους Robert De Niro, Katherine Helmond, Ian Holm, Bob Hoskins, Jim Broadbent και Ian Richardson, να εμφανίζονται σε μικρότερους αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους.


 «Πρωινή Περίπολος» (1987)
του Νίκου Νικολαΐδη


«Το ποτάμι είναι μακρυά ακόμα κι ο χρόνος άρχισε πάλι να τρέχει. Απλά το διαισθανόμουν γιατί δεν είχα ρολόι. Άλλωστε τα ρολόγια δεν είναι φτιαγμένα για να μετράνε αυτού του είδους τον χρόνο.» - Πρωινή Περίπολος

Σε μια έρημη και κατεστραμμένη πόλη, μία γυναίκα (Michele Valley) βαδίζει ολομόναχη. Προσπαθεί να διασχίσει την απαγορευμένη ζώνη και να φτάσει στη θάλασσα. Παντού παραμονεύουν παγίδες και η Πρωινή Περίπολος την παρακολουθεί. Οι μηχανισμοί της πόλης λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Ηλεκτρονικές φωνές καλούν τους ανύπαρκτους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη.

Το σύστημα επικοινωνίας δουλεύει, οι κινηματογράφοι προβάλουν ταινίες, οικεία πρόσωπα μιας περασμένης εποχής γεμίζουν τις τηλεοπτικές οθόνες. Ένας άντρας (Τάκης Σπυριδάκης), από τους λίγους επιζώντες, που τώρα φρουρεί την πόλη, εμφανίζεται ξαφνικά κοντά της. Την βοηθάει να φτάσει εκεί απ’ όπου κανείς δεν γύρισε για να πει αν στ’ αλήθεια υπάρχει.... στη θάλασσα.

Οι δύο ήρωες μας θα έρθουν κοντά και θα πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, προσπαθώντας να θυμηθούν το παρελθόν. Θα ξετυλίξουν μαζί το κουβάρι της μνήμης που μπλέχτηκε στη διάρκεια ενός ολέθρου. Μία σχέση βίας και θανάτου, μια ιστορία αγάπης που προσπαθεί μάταια να επιβιώσει σ’ έναν σκληρό κόσμο.

«Πάντα θα μας βασανίζουν και τους δύο τα ίδια ερωτήματα. Από πού έρχομαι, πού πηγαίνω και πόσος καιρός μου απομένει για να ζήσω... Τι σημασία έχει πια;» - Πρωινή Περίπολος

Τέσσερα χρόνια μετά τη θρυλική «Γλυκιά Συμμορία» (1983), ο Νίκος Νικολαΐδης επιστρέφει με μία ακόμα σπουδαία και αγαπημένη ταινία, όπως μόνο εκείνος ξέρει τόσα απλόχερα να μας χαρίζει. Μ’ ένα λιτό, αλλά καλό σενάριο, χωρίς εφέ, και με μικρό μπάτζετ, ως συνήθως, ο Νικολαΐδης καταφέρνει, μέσα από τις δύο μοναδικές ερμηνείες της Michele Valley και του Τάκη Σπυριδάκη, να κινεί με μαεστρία την κάμερα του και υπό τους ήχους της μουσικής του Γιώργου Χατζηνάσιου, να μας ταξιδεύει σ’ ένα σύμπαν όπου συγγενεύει άμεσα με τον μεγάλο David Lynch, προσφέροντάς μας λίγη από τη μαγεία που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να μας χαρίσει...

«Τώρα βρίσκομαι χιλιόμετρα μακρυά από το σπίτι μου σε μια χώρα που μου φαίνεται ξένη και σε λίγα λεπτά μπορεί να ξυπνήσω η να βρεθώ σκοτωμένη στην άκρη του δρόμου.» - Πρωινή Περίπολος


το διαβάσαμε στο 35ο τεύχος  του περιοδικού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου