Σελίδες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

μια διασταύρωση


μια διασταύρωση

Έχω ένα παράξενο ζώο, μισό γατάκι, μισό αρνί. Είναι κάτι που το έχω κληρονομήσει από την περιουσία του πατέρα μου.
Στον καιρό μου, βέβαια, μεγάλωσε πολύ, πιο παλιά ήταν πιο πολύ αρνί παρά γατάκι. Τώρα, όμως έχει πάρει και από τα δυο το ίδιο. Από τη γάτα το κεφάλι και τα νύχια, από το αρνί το μέγεθος και τη μορφή. Τα μάτια και από τους δυο: πετάνε αστραπές και είναι άγρια. Το τρίχωμα που είναι απαλό και στρωτό, τις κινήσεις που είναι συγχρόνως και πήδημα και γλίστρημα.
Κάτω απ’ το φως του ήλιου, πάνω στο περβάζι του παραθύρου κουλουριάζεται και ροχαλίζει. Τρέχει σαν μανιασμένο στα λιβάδια και δεν μπορεί κανείς να το τσακώσει. Όταν βλέπει γάτες εξαφανίζεται και στα αρνιά θέλει να επιτεθεί. Τις φεγγαρόλουστες νύχτες η υδρορροή της στέγης είναι ο πιο αγαπημένος του δρόμος. Δεν μπορεί να νιαουρίσει και τα ποντίκια τα σιχαίνεται. Κοντά στο κοτέτσι είναι ικανό να παραμονεύει επί ώρες, ποτέ όμως δεν έχει εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία για να κάνει φονικό. Το ταΐζω με γλυκόπιοτο
γάλα, το προτιμάει πιο πολύ από καθετί. Το ρουφάει με μεγάλες γουλιές, ξεπλένοντας τα σουβλερά, αρπαχτικά του δόντια.
Φυσικά, είναι ένα εξαιρετικό θέαμα για τα παιδιά. Κυριακή πρωί είναι η ώρα για επίσκεψη. Κρατάω το ζωάκι στην αγκαλιά μου και τα παιδιά ολόκληρης της γειτονιά με περιτριγυρίζουν. Μου γίνονται οι πιο εξωφρενικές ερωτήσεις στις οποίες κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ απαντήσει: Γιατί υπάρχει μονάχα ένα ζώο, γιατί το έχω ειδικά εγώ, αν έχει υπάρξει πριν απ’ αυτό κιόλας ένα τέτοιο παρόμοιο ζώο, και πώς θα είναι μετά το θάνατό του, αν αισθάνεται μοναξιά, γιατί δεν έχει παιδάκια, πώς είναι το όνομά του, κ.ο.κ.

Δεν κάνω τον παραμικρό κόπο ν’ απαντήσω, αλλά αρκούμαι δίχως άλλες εξηγήσεις να δείχνω αυτό που έχω. Καμιά φορά τα παιδιά φέρνουν γάτες μαζί τους, και μια φορά μάλιστα έφεραν δυο αρνιά. Παρ’ όλες τις προσδοκίες τους, δε συνέβη καμιά σκηνή επαφής και αναγνώρισης. Τα ζώα κοιτάζονταν μεταξύ τους με τα ζωώδικα μάτια τους και δέχονταν και από τις δυο πλευρές την ύπαρξή τους σαν θεϊκή πράξη.

Μέσα στην αγκαλιά μου το ζώο δε γνωρίζει ούτε το φόβο, μα ούτε και την ηδονή της καταδίωξης. Προσκολλημένο σ’ εμένα, νιώθει καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Αισθάνεται ότι ανήκει στην οικογένεια που το μεγάλωσε. Αυτό βέβαια δεν είναι μια ασυνήθιστη πίστη, αλλά το σωστό ένστικτο του ζώου, που πάνω στην γη, έχει βέβαια συμπεθεριάσει με πολλούς, αλλά δεν έχει ίσως ούτε έναν συγγενή εξ αίματος και που η προστασία που βρήκε κοντά μου είναι ιερή.

 Μερικές φορές με πιάνουν τα γέλια, όταν με οσμίζεται από δω και από κει. Σφηνώνεται ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να το ξεκολλήσω. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, το ότι είναι αρνί και γάτα μαζί, θέλει να είναι τώρα και σκύλος!
Κάποτε, όταν –όπως στα σίγουρα μπορεί να συμβεί και στον καθένα- δεν μπορούσα πια να βρω την παραμικρή διέξοδο στις δουλειές μου και σε ό,τι είχε σχέση μαζί τους και ήθελα γι’ αυτό να τ’ αφήσω όλα στην τύχη, και σ’ αυτή την κατάσταση ήμουν κλεισμένος στο σπίτι, χωμένος στην πολυθρόνα και με το ζώο στην αγκαλιά, είδα, καθώς για μια στιγμή τα μάτια μου στράφηκαν τυχαία προς τα κάτω, ότι έσταζαν δάκρυα από τις τεράστιες τρίχες των γενιών του. Ήταν τα δικά μου; Ήταν τα δικά του; Αυτή η γάτα, με την αρνίσια ψυχή, λοιπόν, είχε και ανθρώπινη φιλοδοξία;

Δεν κληρονόμησα και πολλά από τον πατέρα μου, αυτό όμως το κομμάτι αξίζει τον κόπο. Μέσα του έχει δυο ανησυχίες, αυτές της γάτας και αυτές του αρνιού, όσο αλλιώτικες και να ‘ναι. Γι’ αυτό και δε χωράει μέσα στο δέρμα του. Μερικές φορές πηδάει πάνω στο κάθισμα δίπλα μου, βάζει τα μπροστινά του πόδια πάνω στον ώμο μου και χώνει το μουσούδι του μέσα στο αυτί μου. Είναι σαν να μου ψιθυρίζει κάτι και, πραγματικά, γέρνει προς τα μπρος και με κοιτάζει στο πρόσωπο, για να παρατηρήσει την εντύπωσή που μου έχει κάνει η ανακοίνωση. Για να του κάνω το χατίρι, προσποιούμαι ότι έχω καταλάβει και του γνέφω. Τότε πηδάει κάτω στο πάτωμα και χοροπηδάει γύρω γύρω. Ίσως, γι’ αυτό το ζώο, το μαχαίρι του χασάπη να ήταν μια λύτρωση, εγώ όμως αντιμετωπίζοντάς το σαν μέρος της κληρονομιάς, πρέπει να του το αρνηθώ.

Πρέπει, λοιπόν, να περιμένει έως ότου η πνοή του σβήσει από μόνη της, ακόμα και αν με κοιτάζει κάποιες φορές με λογικά, ανθρώπινα μάτια, που με προκαλούν σε μια πράξη γεμάτη φρόνηση.

το διαβάσαμε στο φανζίν chimeres
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου