Ώ λαμπρέ Απόλλωνα
τιν’ άνδρα, τιν’ ήρωα, τίνα θεόν,
Σε ποιον θεό, ήρωα ή άνδρα
τσίγκινο ένα στεφάνι να φορέσω;
« Είναι συνήθεια παλιά, δικιά σας, να ξεκάνετε
τους συγγραφείς που ενοχλούν
εσείς ή τους τρελαίνετε με δόλο
ή κλείνετε τα μάτια σαν αυτοκτονούν
ή βρίσκετε δικαιολογίες φαιδρές για τα ναρκωτικά τους
μιλώντας για παραφροσύνη και μεγαλοφυΐα.
Όμως εγώ δεν θα τρελαθώ για να σας κάνω το χατίρι
δεν θα σας κολακέψω με έναν πρόωρο θάνατο
Ώ όχι, εγώ θα αντέξω ως το τέλος
θα νιώσω τα μίση σας να γλιστρούν στα πόδια μου
σαν χαρμόσυνο γαργάλημα
να τα κοιτάζουν κοροϊδευτικά
όσοι απ’ τους πολλούς κινούνται ύποπτα
και φοβούνται να πουν πως σας μισούν.
Κι όσο για τη γεύση της αρβύλας μου…
Ορίστε η γεύση της αρβύλας μου
χαϊδέψτε την
βγάλτε και το βερνίκι με την γλώσσα σας»
[Απόδοση στα ελληνικά: Αντώνης Αντωνάκος]
Από αυτά τα λόγια που αρκούνε να σου φτιάξουν την διάθεση για να ξεκινάς (ή να κλείνεις μέχρι το επόμενο ξεκίνημα) τη μέρα σου ή την εβδομάδα σου, τα οποία και διαβάσαμε στον αδέσποτο σκύλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου